οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

«Τα ψάρια που πιάνουμε και, κυρίως, τα λαχανικά και τα φρούτα που παράγουμε είναι πολλά. Λίγα χρειαζόμαστε εμείς. Τα υπόλοιπα τα μοιράζουμε. Υπάρχουν αρκετές οικογένειες στο νησί που έχουν ανάγκη και τις βοηθάμε με κάθε τρόπο. Αλλά δεν θέλω να το γράψετε. Να μη νομίζουν ότι καλλιεργώ το προφίλ του φιλάνθρωπου», μου είχε πει πριν αποχαιρετιστούμε ο Ευάγγελος Σπανός. Τότε δεν το έγραψα. Τώρα πια νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος να μην το αναφέρω...

Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 25/04/20

«Η φτώχεια, το πιο ισχυρό κίνητρο για προσπάθεια»

THΣ ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ

Γεννημένος το 1943, στη Σίνδο της Θεσσαλονίκης, μεγάλωσε σε μια Ελλάδα που έβγαινε διχασμένη και βαθιά τραυματισμένη από τον Εμφύλιο. Διακοπές δεν έκανε ποτέ ως παιδί. Οταν δεν είχε σχολείο, τα καλοκαίρια, από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ δούλευε στα χωράφια. Η οικογένειά του είχε βαμβάκια, από αυτά ζούσαν. «Επρεπε να τα ποτίζουμε, ήταν καθημερινή μας υποχρέωση. Ημασταν ξυπόλυτοι μέσα στα νερά, με εκατομμύρια κουνούπια γύρω μας. Στο χωριό υπήρχε μόνο ένας φούρνος. Οσους είχαν τη δυνατότητα να τρώνε αγοραστό ψωμί, τους ζηλεύαμε. Στα περισσότερα σπίτια οι γυναίκες έφτιαχναν τότε το δικό τους ψωμί, σε μεγάλες ποσότητες, για να περάσει η οικογένεια μία ολόκληρη εβδομάδα. Τις πρώτες μέρες ήταν καλό, μετά γινόταν σκληρό, σαν πέτρα, δεν τρωγόταν. Σε ηλικία δεκατριών ετών είχα ήδη αποφασίσει πως θα έκανα ό,τι μπορούσα, θα εργαζόμουν σκληρά ώστε να ξεφύγω από αυτή τη φτώχεια. Αλλά ποτέ δεν την ξέχασα: η φτώχεια είναι το καλύτερο πανεπιστήμιο, το πιο ισχυρό κίνητρο για προσπάθεια», μου είχε πει τον περασμένο Ιούνιο, σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της Κυριακής.

Πράγματι, οι στερήσεις, οι κακουχίες και η πικρή αίσθηση της έλλειψης προοπτικής που βίωσε στα παιδικά του χρόνια ήταν εκείνα που, αντί να γίνουν βαρίδια και να τον εγκλωβίσουν για πάντα στον τόπο του και στη ζωή του αγρότη, τροφοδότησαν το πείσμα και τη φιλοδοξία του: ο Ευάγγελος Σπανός άνοιξε νωρίς τα φτερά του, πέτυχε πολλά από όσα ονειρευόταν και έφυγε από τη ζωή το Μεγάλο Σάββατο, από επιπλοκές της νόσου COVID-19, έχοντας αφήσει πίσω του έναν από τους μεγαλύτερους ιδιωτικούς ομίλους παροχής ιατρικών υπηρεσιών πρωτοβάθμιας περίθαλψης στην Ελλάδα, τη Βιοϊατρική, μαζί με σημαντικό ερευνητικό και συγγραφικό έργο, αλλά και μια όμορφη οικογένεια, με δύο παιδιά και επτά εγγόνια.

Η ιστορία του είναι μια σειρά από ανατροπές, υπερβάσεις και ρίσκα. Πρώτος κρίκος, σ’ αυτή τη σχεδόν μυθιστορηματική αλληλουχία γεγονότων, ήταν η αναπάντεχη «επανάσταση» της μητέρας του, όταν ο πατέρας του αρνιόταν επίμονα να του επιτρέψει να πάει στο Γυμνάσιο, μια και επιθυμούσε ο γιος του να γίνει αγρότης, όπως ο ίδιος, και να ασχοληθεί με τη βαμβακοφυτεία τους. «Αν και αναλφάβητη –ούτε την υπογραφή της δεν μπορούσε καλά καλά να βάλει–, εκείνη πάτησε πόδι. Είχε, βλέπετε, όνειρο να με δει γιατρό. Και κατάφερε να τον πείσει. Ετσι, ενώ είχα πάθος για τη χημεία, κι αυτό ήταν το αντικείμενο με το οποίο ήθελα να ασχοληθώ, μπήκα στην Ιατρική για το δικό της χατίρι...».

Ο νεαρός Σπανός δεν αργεί να δείξει ότι διαθέτει και επιχειρηματικό δαιμόνιο. Από πρωτοετής κιόλας, ασχολείται με τη μεταπώληση μεταχειρισμένων ιατρικών συγγραμμάτων, εξασφαλίζοντας οικονομική ανεξαρτησία και βοηθώντας σημαντικά και την οικογένειά του. Τόσο καλά πηγαίνει η δουλειά που, στο τέταρτο έτος των σπουδών του, όταν ο πατέρας του πεθαίνει, πείθει τον, κατά δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερο, ετεροθαλή αδελφό του, να πουλήσουν τα χωράφια και το σπίτι στη Σίνδο και να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη, ανοίγοντας ένα βιβλιοπωλείο με πανεπιστημιακά βιβλία. Το 1969, πτυχιούχος πλέον, ο Ευάγγελος Σπανός παραχωρεί το μερίδιό του στην επιχείρηση στον αδελφό του. Λίγο μετά, φεύγει για το Λονδίνο, για μεταπτυχιακές σπουδές, μαζί με τη σύζυγό του Ανδρομάχη. Κι ας μην ξέρει καν αγγλικά. Τίποτα δεν θα σταθεί εμπόδιο μπροστά στο πείσμα του να προκόψει. Επιστρέφει έπειτα από δέκα χρόνια σκληρής δουλειάς και πολύτιμης εμπειρίας, με PHD στην Εργαστηριακή Ενδοκρινολογία και με το όνειρο μιας ακαδημαϊκής καριέρας.

Νέα ανατροπή, και πάλι. Ο Βρετανός καθηγητής του τον παροτρύνει να ανοίξει το δικό του εργαστήριο. «“Πώς θα το κάνω, αφού δεν έχω χρήματα;”, του είπα. “Θα σε βοηθήσω εγώ”, μου απάντησε. Με μετοχικό κεφάλαιο 200.000 δραχμές το 1981, ανοίξαμε ένα μικρό ενδοκρινολογικό εργαστήριο, στην οδό Μιχαλακοπούλου. Η σύζυγός μου ήταν τηλεφωνήτρια και αιμολήπτρια, εγώ, μαζί με μια βοηθό, έκανα τις εξετάσεις. Με πλεονεκτήματα την εισαγωγή ραδιοϊσοτόπων στον προσδιορισμό των ορμονών, για πρώτη φορά στον ιδιωτικό τομέα, και την εφαρμογή τεχνικών ποιοτικού ελέγχου, γίναμε γνωστοί και έκτοτε δεν σταματήσαμε να αναπτυσσόμαστε».

Ποια ήταν η μεγαλύτερη χαρά που πήρε όλα αυτά τα χρόνια από τη Βιοϊατρική; «Το πρωί της πρώτης μέρας κανείς δεν πέρασε το κατώφλι μας. Απογοήτευση... Το απόγευμα, όμως, ήρθαν δύο ασθενείς. Επιστρέφοντας από ένα μικρό μεσημεριανό διάλειμμα, τους βρήκαμε να μας περιμένουν στα σκαλιά! Η χαρά μου δεν περιγράφεται».

Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Βιοϊατρικής ήταν άνθρωπος με στέρεη κοσμοθεωρία και βαθύς γνώστης του χώρου της Υγείας, για τον οποίο, η πιο σημαντική μεταρρύθμιση που έχει γίνει, όπως έλεγε, ήταν η δημιουργία του ΕΟΠΥΥ. «Για πρώτη φορά δόθηκε η δυνατότητα στους πολίτες να έχουν πρόσβαση στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Μέχρι τότε, οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ περίμεναν από τα χαράματα στις ουρές στα κατά τόπους υποκαταστήματα για τις εξετάσεις τους – εικόνες τριτοκοσμικές. Το γεγονός ότι μπορούν πλέον να έρχονται σε εμάς δεν σημαίνει ότι άλλαξε ο δημόσιος χαρακτήρας της Υγείας: οι υπηρεσίες εξακολουθούν να προσφέρονται δωρεάν, με μια μικρή συμμετοχή. Η υγεία παραμένει δημόσιο αγαθό. Γιατί μας λένε, λοιπόν, κρατικοδίαιτους; Είναι ψευδής και κακόβουλος αυτός ο χαρακτηρισμός. Μόνο στα χρόνια της κρίσης, η Βιοϊατρική επέστρεψε στον ΕΟΠΥY περισσότερα από 200 εκατομμύρια ευρώ μέσω rebate και clawback».

Περνούσε πολλές ώρες καθημερινά στο «αρχηγείο» του, στον τελευταίο όροφο της Βιοϊατρικής, στους Αμπελοκήπους. Και σχεδόν κάθε Παρασκευή απόγευμα, έμπαιναν με τη σύζυγό του στο πλοίο, με προορισμό τον δικό τους παράδεισο, τις Σπέτσες: με το σπίτι τους, το μποστάνι, τα δέντρα τους. Και το ψάρεμα, που εκείνος λάτρευε. «Ψαρεύουμε κυρίως κατσούλες. Τις ξέρετε; Τις λένε και παπαγαλάκια. Εχουν περίεργη... φάτσα. Κι από γεύση; Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη νοστιμιά τους», μου είχε πει στην τελευταία μας συνάντηση, δείχνοντάς μου, στο κινητό του, φωτογραφίες από ένδοξες ψαριές.

«Τα ψάρια που πιάνουμε και, κυρίως, τα λαχανικά και τα φρούτα που παράγουμε είναι πολλά. Λίγα χρειαζόμαστε εμείς. Τα υπόλοιπα τα μοιράζουμε. Υπάρχουν αρκετές οικογένειες στο νησί που έχουν ανάγκη και τις βοηθάμε με κάθε τρόπο. Αλλά δεν θέλω να το γράψετε. Να μη νομίζουν ότι καλλιεργώ το προφίλ του φιλάνθρωπου», μου είχε πει πριν αποχαιρετιστούμε ο Ευάγγελος Σπανός. Τότε δεν το έγραψα. Τώρα πια νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος να μην το αναφέρω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου