οι κηπουροι τησ αυγησ

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

"....Παρότι μπήκε κάποτε στο παιχνίδι του πολιτικού παραγοντισμού, ο Μικρούτσικος δεν υπέβαλε την ώριμη τέχνη του σε πολιτικές ατζέντες. Η φωνή του ήταν δική του. Η φωνή, με τον συριγμό στο σίγμα, πρωταγωνιστεί στο πιο εφήμερο, αλλά και πιο αλησμόνητο, έργο του: την παράσταση που έδινε κάθε φορά, στην αρχή χαϊδεύοντας και μετά χτυπώντας τα πλήκτρα, για τους «Εφτά Νάνους στο S/S Cyrenia». Δεν τραγουδούσε. Πάθαινε τα μάγια αυτού του «αλλήθωρου» σκοπού. Δεν έπαιζε το κομμάτι. Το κομμάτι τον έπαιζε..."

Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 31/12/19


"ΜΑΣΚΕΣ,
του Μιχάλη Τσιντσίνη


Το είχε εγκαίρως οσφρανθεί. Δεν περίμενε να βγάλει τη βρώμα η Ιστορία. Η δημιουργική του όσφρηση είχε οδηγήσει από νωρίς τον Θάνο Μικρούτσικο μακριά από τα σχήματα των τραγουδιών που τον καθιέρωσαν – μακριά από τα τραγούδια που τα υπαγόρευε η πολιτική τους μεταποίηση.

Τον έφερε κι εκείνον η μόδα των φεστιβαλικών θούριων της πρώιμης μεταπολίτευσης. Βρήκε όμως αρκετά νωρίς διέξοδο. Εκανε, χάρη στον Καββαδία, τη στροφή προς τα ένδον.

Σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία εκείνου του δίσκου, η μελοποίηση έχει συγχωνευτεί με το μελοποιούμενο τόσο, ώστε είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς τι θα είχε απογίνει ο Μικρούτσικος χωρίς τον Καββαδία και ο Καββαδίας χωρίς τον Μικρούτσικο.

Ο συνθέτης μπορεί να είχε υποκύψει στη μανιέρα που κρατούσε τότε σηκωμένες τις γροθιές του ακροατηρίου του. Ο ποιητής μπορεί να μην είχε ζήσει αυτές τις τρεις και τέσσερις και πέντε ζωές στα χείλη όλων των γενεών που ακολούθησαν. Οι ρίμες του μπορεί να είχαν απομείνει μνημείο ρετρό εξωτισμού. Μπορεί να μην είχαν γίνει εθνικό σώμα.

Δύσκολα θα βρει κανείς στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού άλλο έργο που, εκτός από το να διατηρεί τη θέση του στον κανόνα, ανανεώνει διαρκώς τη σαγήνη του στις νέες γενιές. Δύσκολα μπορεί κανείς να εξηγήσει πώς εικοσάχρονοι τραγουδούν συγκινημένοι για το κατράμι, που μπαίνει στα νύχια και τ’ ανάβει, ή για το φτερό, που ξορκίζει τη μαλάρια.

Το μυστικό της σαγήνης ίσως κρύβεται στο γεγονός ότι η μουσική δεν δοκίμασε να αναπαραστήσει ηχητικά το ναυτικό φολκλόρ – όπως συνέβη με άλλες μελοποιητικές απόπειρες. Ο Μικρούτσικος πήγε να βγάλει στον αφρό τα υποβρύχια τοπία της καββαδιακής ευαισθησίας.

Εγραψε κι άλλα πολλά, που ακούγονται –και χορεύονται– σαν τωρινά. Εφερε το εμβατηριακό παρελθόν της πολιτικής του νεότητας στα ζεϊμπέκικα. Πομπώδη ζεϊμπέκικα, όπου τα τύμπανα κυνηγάνε το μπουζούκι· και όπου η υποκατάσταση της λαϊκής ευθύτητας από τη στιχουργική εκζήτηση αντανακλούσε τη μετεξέλιξη του κοινού της πίστας. Η μετάβαση από τον αστόλιστο στον φιλοσοφίζοντα νταλκά ήταν το αισθητικό ανάλογο της κοινωνικής (διάβαζε και πασοκικής) κινητικότητας.

Αυτές είναι, βέβαια, εκ των υστέρων κοπτορραπτικές ερμηνείες. Παρότι μπήκε κάποτε στο παιχνίδι του πολιτικού παραγοντισμού, ο Μικρούτσικος δεν υπέβαλε την ώριμη τέχνη του σε πολιτικές ατζέντες. Η φωνή του ήταν δική του.

Η φωνή, με τον συριγμό στο σίγμα, πρωταγωνιστεί στο πιο εφήμερο, αλλά και πιο αλησμόνητο, έργο του: την παράσταση που έδινε κάθε φορά, στην αρχή χαϊδεύοντας και μετά χτυπώντας τα πλήκτρα, για τους «Εφτά Νάνους στο S/S Cyrenia». Δεν τραγουδούσε. Πάθαινε τα μάγια αυτού του «αλλήθωρου» σκοπού. Δεν έπαιζε το κομμάτι. Το κομμάτι τον έπαιζε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου