Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 02-03/11/19 |
ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ,
του Χρήστου Χωμενίδη
"Ο εξάδελφός μου δέκα από τον Ιούνιο. Η γυναίκα του μόλις πέντε». «Εντάξει, η Σύλβια δεν έχει ανάγκη». «Μη το λες… Ο βενζινάς μας εφτά σε έναν χρόνο, με τόσο αργό ρυθμό χάνει τη γλύκα του, βαριέσαι… Ενώ ο κύριος που πηγαίνει βόλτα το κουτάβι του ενώ εσύ κατεβάζεις τη μικρή στο σχολικό, σαράντα!» «Σαράντα! Μα πώς τα κατάφερε;». «Είχε δυνατό κίνητρο. Ηθελε να βγει βουλευτής. Κι έπειτα το 'χει ξανακάνει - άπαξ και το αποφασίσει, δεν τον σταματάει τίποτα». «Τέτοια ψυχάρα είναι λοιπόν; Και μόνο για αυτό θα έπρεπε να τον έχουμε ψηφίσει όλοι!».
Εάν η συζήτηση γινόταν κατά τη σεξουαλική επανάσταση - ή σε άλλα σύντομα φεγγάρια της Ιστορίας όπου οι άνθρωποι μετρούσαν τη ζωή με την απόλαυση -, οι αριθμοί θα αφορούσαν εραστές και ερωμένες. Σε πόσα κρεβάτια τρύπωσε ο καθένας. Πόσα κορμιά σαγήνευσε, έγδυσε, αγκάλιασε, «…ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά…» που νοσταλγεί και ο Καβάφης. Στην ξενέρωτη - φευ - εποχή μας αφορά κιλά. Χαμένα κιλά.
Δεν χρειάζεται να 'σαι παρατηρητικός για να αντιληφθείς πως ανά πάσα στιγμή οι μισοί σχεδόν συμπολίτες μας βρίσκονται σε δίαιτα. Από μια ηλικία ιδίως και ύστερα, όταν ο μεταβολισμός σου πέφτει και οι θερμίδες καταντάνε κολλιτσίδες - τις παίρνεις γεμίζοντας τρεις φορές το κρασοπότηρο, ασθμαίνεις και ιδρώνεις έπειτα για να τις χάσεις -, από τα σαράντα πέντε, από τα πενήντα βία, αποκτάς το χούι. Κάθε πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, να ανεβαίνεις στη ζυγαριά. Και όταν η ετυμηγορία της σε απογοητεύει, να βγάζεις τις πιτζάμες σου - οκτακόσια γραμμάρια, όχι παίζουμε! - και το ρολόι και τη βέρα σου. Δεν έχει η βέρα βάρος; Γιατί λέμε τότε «υπό τον ζυγόν του γάμου»; Κι άμα το νούμερο παραμένει θλιβερά τριψήφιο, να στραβοκοιτάς τη ζυγαριά σαν να συνωμοτεί εναντίον σου ή να 'χει έστω πάθει βλάβη, να της αλλάζεις μπαταρίες, να την ταρακουνάς ικετεύοντας επιείκια.
«Παχύνατε, κύριε Χρήστο» σου πετάει χαιρέκακα ο γείτονας στο ασανσέρ. «Εσάς μεγάλωσε η φαλάκρα σας, καθρέφτης είναι πια για να χτενίζονται οι κοπέλες…» ανταποδίδεις το χτύπημα. Σου έχει όμως χαλάσει τη μέρα. Στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ, το παίρνεις απόφαση. Αδειάζεις από το καρότσι τα τυριά που έχεις διαλέξει, τα αντικαθιστάς με κολοκύθια και σχοινόπρασα. Με τη γενναία αυτή κίνηση, έχεις μόλις ξεκινήσει τον αγώνα τον καλό.
Ο εν διαίτη διαβιών θυμίζει από πολλές απόψεις κοσμοκαλόγερο. Ζει περικυκλωμένος από πειρασμούς. Σε διαρκή δοκιμασία. Ετσι και νιώθει αδύναμος, επιρρεπής, κλείνεται μες στο σπίτι, πετάει τα φυλλάδια από τις πιτσαρίες και τα σουβλατζίδικα, γεμίζει το ψυγείο με υγιεινές - και άνοστες - τροφές. Μα ο θρίαμβός του είναι να πάει, με χαλυβδωμένη βούληση, σε μια ταβέρνα. Κι εκεί να δώσει με τη στάση του ένα μάθημα στους αμαρτωλούς, τους κοιλιόδουλους. Ενώ πιατέλες με τηγανητά θα προσγειώνονται στα τραπέζια, ενώ η κνίσα απ' τα κοψίδια και τα κοντοσούβλια θα σπάει ρουθούνια, να παραγγείλει μια βραστά λαχανικά. «Χωρίς πολύ λάδι, παρακαλώ…» Οι σιελογόνοι του αδένες υπερλειτουργούν, το στομάχι του χοροπηδάει. Τους αγνοεί. Αντί για τα μάντρα των βουδιστών, αντί για το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» που μουρμουράνε ακατάπαυστα οι ερημίτες στο Αγιον Ορος, ψιθυρίζει διατροφικά ξόρκια. «Πίσω υδατάνθρακες, κρατήσου άμυλο καταραμένο μακριά μου, σκορπίστε λίπη!». Πρέπει να αντέξει μέχρι τέλους. Θα επιβραβευτεί όχι μετά θάνατον, αλλά το επόμενο κιόλας πρωί. Θα τον ανταμείψει το παντελόνι του, το οποίο θα τον χωράει για πρώτη φορά από το 2010.
Εάν η συζήτηση γινόταν κατά τη σεξουαλική επανάσταση - ή σε άλλα σύντομα φεγγάρια της Ιστορίας όπου οι άνθρωποι μετρούσαν τη ζωή με την απόλαυση -, οι αριθμοί θα αφορούσαν εραστές και ερωμένες. Σε πόσα κρεβάτια τρύπωσε ο καθένας. Πόσα κορμιά σαγήνευσε, έγδυσε, αγκάλιασε, «…ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά…» που νοσταλγεί και ο Καβάφης. Στην ξενέρωτη - φευ - εποχή μας αφορά κιλά. Χαμένα κιλά.
Δεν χρειάζεται να 'σαι παρατηρητικός για να αντιληφθείς πως ανά πάσα στιγμή οι μισοί σχεδόν συμπολίτες μας βρίσκονται σε δίαιτα. Από μια ηλικία ιδίως και ύστερα, όταν ο μεταβολισμός σου πέφτει και οι θερμίδες καταντάνε κολλιτσίδες - τις παίρνεις γεμίζοντας τρεις φορές το κρασοπότηρο, ασθμαίνεις και ιδρώνεις έπειτα για να τις χάσεις -, από τα σαράντα πέντε, από τα πενήντα βία, αποκτάς το χούι. Κάθε πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι, να ανεβαίνεις στη ζυγαριά. Και όταν η ετυμηγορία της σε απογοητεύει, να βγάζεις τις πιτζάμες σου - οκτακόσια γραμμάρια, όχι παίζουμε! - και το ρολόι και τη βέρα σου. Δεν έχει η βέρα βάρος; Γιατί λέμε τότε «υπό τον ζυγόν του γάμου»; Κι άμα το νούμερο παραμένει θλιβερά τριψήφιο, να στραβοκοιτάς τη ζυγαριά σαν να συνωμοτεί εναντίον σου ή να 'χει έστω πάθει βλάβη, να της αλλάζεις μπαταρίες, να την ταρακουνάς ικετεύοντας επιείκια.
«Παχύνατε, κύριε Χρήστο» σου πετάει χαιρέκακα ο γείτονας στο ασανσέρ. «Εσάς μεγάλωσε η φαλάκρα σας, καθρέφτης είναι πια για να χτενίζονται οι κοπέλες…» ανταποδίδεις το χτύπημα. Σου έχει όμως χαλάσει τη μέρα. Στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ, το παίρνεις απόφαση. Αδειάζεις από το καρότσι τα τυριά που έχεις διαλέξει, τα αντικαθιστάς με κολοκύθια και σχοινόπρασα. Με τη γενναία αυτή κίνηση, έχεις μόλις ξεκινήσει τον αγώνα τον καλό.
Ο εν διαίτη διαβιών θυμίζει από πολλές απόψεις κοσμοκαλόγερο. Ζει περικυκλωμένος από πειρασμούς. Σε διαρκή δοκιμασία. Ετσι και νιώθει αδύναμος, επιρρεπής, κλείνεται μες στο σπίτι, πετάει τα φυλλάδια από τις πιτσαρίες και τα σουβλατζίδικα, γεμίζει το ψυγείο με υγιεινές - και άνοστες - τροφές. Μα ο θρίαμβός του είναι να πάει, με χαλυβδωμένη βούληση, σε μια ταβέρνα. Κι εκεί να δώσει με τη στάση του ένα μάθημα στους αμαρτωλούς, τους κοιλιόδουλους. Ενώ πιατέλες με τηγανητά θα προσγειώνονται στα τραπέζια, ενώ η κνίσα απ' τα κοψίδια και τα κοντοσούβλια θα σπάει ρουθούνια, να παραγγείλει μια βραστά λαχανικά. «Χωρίς πολύ λάδι, παρακαλώ…» Οι σιελογόνοι του αδένες υπερλειτουργούν, το στομάχι του χοροπηδάει. Τους αγνοεί. Αντί για τα μάντρα των βουδιστών, αντί για το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» που μουρμουράνε ακατάπαυστα οι ερημίτες στο Αγιον Ορος, ψιθυρίζει διατροφικά ξόρκια. «Πίσω υδατάνθρακες, κρατήσου άμυλο καταραμένο μακριά μου, σκορπίστε λίπη!». Πρέπει να αντέξει μέχρι τέλους. Θα επιβραβευτεί όχι μετά θάνατον, αλλά το επόμενο κιόλας πρωί. Θα τον ανταμείψει το παντελόνι του, το οποίο θα τον χωράει για πρώτη φορά από το 2010.
Χωρίς όνειρα, δίχως στόχους δεν παλεύεται η ζωή. Στην πρώτη νιότη φαντασιώνεσαι άνετα τον εαυτό σου στο μέλλον πρωθυπουργό, μεγιστάνα, νομπελίστα. Στα μέσα όμως του δρόμου οι φιλοδοξίες σου έχουν πλέον εκπληρωθεί ή απομυθοποιηθεί ή τις έχεις ξεχάσει. Εχεις ωριμάσει - αρκείσαι, πάει να πει, σε χειροπιαστά επιτεύγματα, μικρά έστω. Η μάχη με τη ζυγαριά είναι σκληρή, κερδίζεται εντούτοις εγγυημένα. Αρκεί να δείξεις πειθαρχία. Τείνω να καταλήξω πως οι άνθρωποι δεν μπαίνουν σε δίαιτα τόσο από έγνοια για την υγεία τους. Ούτε καν από σκέτη φιλαρέσκεια. Αλλά για λόγους υπαρξιακούς. Για να κατορθώσουν κάτι που κανείς δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει.
«Αδυνάτισες!» σου λέει ο φίλος που έχεις μήνες να δεις. Κι εσύ κορδώνεσαι. «Θα χάσω άλλα τόσα!» εξαγγέλλεις. Και κάπου μέσα σου έχεις την αυταπάτη πως άμα επιστρέψεις στα κιλά του 1985, θα ξαναβρείς την τότε ξενοιασιά σου. Θα επανακτήσει ο κόσμος την αλλοτινή του λάμψη, τη μαγεία του καινούργιου. Ισως ακόμα και να σου τηλεφωνήσει η μάνα σου - έντεκα κιόλας χρόνια πεθαμένη - και να σε συγχαρεί για τον άθλο σου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου