Το λυμένο ζωνάρι
του κ. Ζουράρι:
Του Κώστα Λεονταρίδη
Είτε γνωρίζουμε πολλά είτε λίγα ή τίποτα, τους θαυμάζουμε πολύ τους αρχαίους προγόνους μας και είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτούς. Οχι μόνον επειδή εμείς οι σύγχρονοι απόγονοί τους δεν βρίσκουμε αληθοφανείς λόγους να νιώθουμε περήφανοι για τις επιδόσεις μας· σε μαζικό επίπεδο εννοείται, γιατί –είναι κανόνας– ο καθείς ξεχωριστά έχει αγιάτρευτη ιδέα για τον εαυτό του. Και κακά τα ψέματα, όταν μιλάμε για αρχαίους προγόνους το μυαλό ταξιδεύει κυρίως στην Αθήνα του χρυσού αιώνα, του Παρθενώνα, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, κ.λπ.
Τους θαυμάζουμε πολύ τους αρχαίους προγόνους μας και για έναν επιπρόσθετο λόγο: Ηπιαν και πίνουν νερό στο όνομά τους και στα έργα τους, διαχρονικώς και διεθνώς, ιερά τέρατα των γραμμάτων και τεχνών, των οποίων την κρίση εμπιστευόμαστε τυφλά ακόμα κι αν δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα ούτε γι’ αυτούς. Ετσι, η περηφάνια για το κλέος είναι υπεραξία, κληρονομείται χωρίς συμβολαιογραφική πράξη από γενιά σε γενιά, ενδυναμώνοντας την ψευδαίσθηση της υπεροχής ημών έναντι των αλλοφύλων. Χασκογελώντας γι’ αυτούς τους αδαείς που εν τη ρύμη του λόγου προσάρτησαν τη Μυτιλήνη στη Λέσβο –ή τ’ αντίθετο;– βλέπουμε το γυμνό δέντρο, όχι το πυκνό δάσος. Στρατιές και στρατιές κομπορρημονούντων επί παντός, αδυνατούν να αραδιάσουν πέντε ποτάμια, δέκα βουνά της Ελλάδας, τρεις λίμνες, κάνουν μαντάρα το παζλ του χάρτη των νησιών και των νομών, δεν μπορούν να εκτιμήσουν ούτε με τη φαντασία την έκταση –στο περίπου– της χώρας. Κοινό το άλλοθι: γνώσεις άχρηστες και αχρείαστες, όπως τόσες άλλες.
Τι κι αν έχουμε να ανέβουμε στον Ιερό Βράχο από τα μαθητικά μας χρόνια; Μένει ριζωμένος εκεί, ακοίμητος φρουρός της πόλης. Τι κι αν τελευταία φορά διαβήκαμε την είσοδο του Αρχαιολογικού Μουσείου, σε ένα ραντεβού εντυπώσεων με τον πρώτο μας έρωτα; Οι (άγνωστοι) θησαυροί του ανήκουν σε όλους και θα μας περιμένουν για πάντα. Γυρνάμε πίσω στα παλιά; – δεν αφορά όλους. Τότε που οι γυμνασιόπαιδες του «κλασικού» προσεύχονταν στις εξετάσεις, στο αδίδακτο αρχαίο κείμενο να επιλεγεί απόσπασμα από Λυσία, Ισοκράτη, Ξενοφώντα, τους «βατούς» αρχαίους δηλαδή και όχι απ’ αυτόν τον στρυφνό, την καρμανιόλα των βαθμών, Θουκυδίδη.
Του Κώστα Λεονταρίδη
Είτε γνωρίζουμε πολλά είτε λίγα ή τίποτα, τους θαυμάζουμε πολύ τους αρχαίους προγόνους μας και είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτούς. Οχι μόνον επειδή εμείς οι σύγχρονοι απόγονοί τους δεν βρίσκουμε αληθοφανείς λόγους να νιώθουμε περήφανοι για τις επιδόσεις μας· σε μαζικό επίπεδο εννοείται, γιατί –είναι κανόνας– ο καθείς ξεχωριστά έχει αγιάτρευτη ιδέα για τον εαυτό του. Και κακά τα ψέματα, όταν μιλάμε για αρχαίους προγόνους το μυαλό ταξιδεύει κυρίως στην Αθήνα του χρυσού αιώνα, του Παρθενώνα, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, κ.λπ.
Τους θαυμάζουμε πολύ τους αρχαίους προγόνους μας και για έναν επιπρόσθετο λόγο: Ηπιαν και πίνουν νερό στο όνομά τους και στα έργα τους, διαχρονικώς και διεθνώς, ιερά τέρατα των γραμμάτων και τεχνών, των οποίων την κρίση εμπιστευόμαστε τυφλά ακόμα κι αν δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα ούτε γι’ αυτούς. Ετσι, η περηφάνια για το κλέος είναι υπεραξία, κληρονομείται χωρίς συμβολαιογραφική πράξη από γενιά σε γενιά, ενδυναμώνοντας την ψευδαίσθηση της υπεροχής ημών έναντι των αλλοφύλων. Χασκογελώντας γι’ αυτούς τους αδαείς που εν τη ρύμη του λόγου προσάρτησαν τη Μυτιλήνη στη Λέσβο –ή τ’ αντίθετο;– βλέπουμε το γυμνό δέντρο, όχι το πυκνό δάσος. Στρατιές και στρατιές κομπορρημονούντων επί παντός, αδυνατούν να αραδιάσουν πέντε ποτάμια, δέκα βουνά της Ελλάδας, τρεις λίμνες, κάνουν μαντάρα το παζλ του χάρτη των νησιών και των νομών, δεν μπορούν να εκτιμήσουν ούτε με τη φαντασία την έκταση –στο περίπου– της χώρας. Κοινό το άλλοθι: γνώσεις άχρηστες και αχρείαστες, όπως τόσες άλλες.
Τι κι αν έχουμε να ανέβουμε στον Ιερό Βράχο από τα μαθητικά μας χρόνια; Μένει ριζωμένος εκεί, ακοίμητος φρουρός της πόλης. Τι κι αν τελευταία φορά διαβήκαμε την είσοδο του Αρχαιολογικού Μουσείου, σε ένα ραντεβού εντυπώσεων με τον πρώτο μας έρωτα; Οι (άγνωστοι) θησαυροί του ανήκουν σε όλους και θα μας περιμένουν για πάντα. Γυρνάμε πίσω στα παλιά; – δεν αφορά όλους. Τότε που οι γυμνασιόπαιδες του «κλασικού» προσεύχονταν στις εξετάσεις, στο αδίδακτο αρχαίο κείμενο να επιλεγεί απόσπασμα από Λυσία, Ισοκράτη, Ξενοφώντα, τους «βατούς» αρχαίους δηλαδή και όχι απ’ αυτόν τον στρυφνό, την καρμανιόλα των βαθμών, Θουκυδίδη.
Ο ιστορικός του Πελοποννησιακού Πολέμου εκπροσωπείται εδώ και πολλά χρόνια στο ευρύ κοινό από τον κ. Κώστα Ζουράρι, ο οποίος έχει αναβαθμίσει εσχάτως την ανεπιτήδευτη, φαρμακερή επιμορφωτική δοσολογία επί δικαίoυς και αδίκους. Ο πολιτειολόγος, πάλαι ποτέ θαμώνας θορυβωδών, μεικτής αισθητικής, τηλεοπτικών πάνελ, σηκώνει βαρύ φορτίο, αφού του ανετέθη να συνεχίσει το έργο του προκατόχου του υφυπουργού Παιδείας, πανεπιστημιακού και αληθώς έξοχου θεατρίνου, Θεοδόση Πελεγρίνη. Πρώτες ενδείξεις ενθαρρυντικές. Ολα δείχνουν ότι για το καλό της χώρας και (πρωτίστως) της κυβέρνησης κι αυτού τη θητεία ο ιστορικός του μέλλοντος θα την κατατάξει στις αλησμόνητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου