οι κηπουροι τησ αυγησ

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Μας πήραν με ένα λεωφορείο με κλειστές πόρτες και οι αστυνομικοί με τα αυτόματα και μας πήγαν στη Γενική Ασφάλεια στην πλατεία Βαρδαρίου. Στο κτίριο με τα κόκκινα τούβλα. Από κει, αφού μας καταγράψανε, μας πήρανε και μας πήγανε στα υπόγεια της Εθνικής Ασφάλειας, στην Πρίγκιπος Νικολάου. Εκεί μας κράτησαν σε ένα μεγάλο κελί όλους μαζί. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Δευτέρα ξημερώματα, γύρω στις 2 με 2:30, εκεί που κοιμόμασταν, άναψαν τα φώτα και μας ξύπνησαν. «Ξυπνήστε! Μαζέψτε τα!». Βγαίναμε δύο – δύο, με χειροπέδες που μας έβαλαν, ο ένας στο δεξί του χέρι κι ο άλλος στο αριστερό. Από τον διάδρομο που ανεβήκαμε, ήταν οι αστυνομικοί δεξιά κι αριστερά με τα αυτόματα. Πίσω είχαν τα REO με αναμμένες μηχανές. Βγαίναμε από την πόρτα και μπαίναμε στα REO. Η πιο φοβερή νύχτα της δικτατορίας ήταν αυτή. Στη Θεσσαλονίκη δεν κινείται τίποτα. Όλα ήταν κλειστά. Παρασκευή έγινε το πραξικόπημα κι ήταν Δευτέρα πρωί. Πάμε Πρίγκιπος Νικολάου, στρίβουμε αριστερά, περνάμε το Συντριβάνι, περνάμε το Πανεπιστήμιο και μπαίνουμε στον δρόμο για το Επταπύργιο. Εγώ είχα πάει στο Επταπύργιο δυο τρεις φορές, είχα ένα φυλακισμένο φίλο και πήγαινα και τον έβλεπα και είχα μάθει και λίγα για την ιστορία του. Θυμόμουν ότι ο δρόμος, τότε δεν είχε άσφαλτο, μετά από την Ευαγγελίστρια ήταν χωματόδρομος. Εκεί είχε μια διχάλα. Όπως πας αριστερά, πας για τις φυλακές. Όπως πας δεξιά, εκεί πας πίσω από τις φυλακές. Εκεί λέγανε ότι ήταν τόπος εκτελέσεων και πως εκεί εκτελέστηκε ο αγωνιστής ο Ρήγας Παραθυράς. Εγώ καθόμουν άκρη, άκρη, μετά ήταν ο χωροφύλακας με το αυτόματο, δίπλα μου ήταν ο Κλήμης ο Εξιζίδης, ένας φίλος μου. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αν δω τη λωρίδα να είναι δεξιά μας, τότε σημαίνει ότι πάμε στις φυλακές. Αν όμως δω, ότι η λωρίδα είναι αριστερά μας, τότε πάμε πίσω από το Επταπύργιο και δεν είναι καλό σημάδι. Και τότε θυμάμαι πως ένιωσα σαν να φεύγω από το σώμα μου και να τα βλέπω τα πράγματα από ψηλά πια. Σαν να είμαι ένας τρίτος, στην οροφή του REO και να βλέπω τους κρατούμενους και τον εαυτό μου μέσα, από ψηλά. Αυτή η απόσταση ήταν που με έσωσε και δεν κατέρρευσα, γιατί θα μπορούσα να’χα καταρρεύσει με ένα τέτοιο δίλημμα. Να πηγαίνω φυλακή ή για εκτέλεση. Δεν είναι και εύκολο να το αντιμετωπίσεις. Ήταν ψυχολογική άμυνα αυτός ο τρόπος...






Θάνος Παπαδόπουλος:




«Δεν ήξερα αν πήγαινα
στη φυλακή ή για εκτέλεση!

  • Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες ενός κρατούμενου της χούντας, από τη σύλληψή του στην Καλαμαριά στις 21 Απριλίου 1967 και τις εξορίες του στη Λέρο και στον Ωρωπό.

Ο Θάνος Παπαδόπουλος (ή Π.Θάνος) γεννήθηκε το 1939 στην Καλαμαριά. Έχασε τον πατέρα του στην κατοχή, μπήκε στην ΕΔΑ σε ηλικία δεκαέξι χρονών, όντας μαθητής της Τετάρτης Γυμνασίου και τελείωσε την Ανωτάτη Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών Θεσσαλονίκης, νυν Οικονομικό Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Τα χρόνια 1965 – 1967 έγινε μέλος του παράνομου ΚΚΕ, από το 1967 μέχρι το 1970 εξορίστηκε στη Γυάρο, τη Λέρο και τον Ωρωπό, συνελήφθη πάνω από δέκα φορές πριν, στη διάρκεια, αλλά και μετά τη δικτατορία της χούντας και δικάστηκε τρεις φορές.


Υπήρξε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Εσωτερικού, αρχισυντάκτης της «Αυγής», διευθυντής της ΕΡΑ-4, καθώς και rewriter και αρθρογράφος στα «ΝΕΑ».

Εκτός από τους, λίγους σχετικά, στίχους του που μελοποίησαν ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ο Ανδρέας Πρέζας, η συγγραφική δράση του Θάνου Παπαδόπουλου απαριθμεί δεκατρία βιβλία (διηγήματα, νουβέλες και μελέτες), τρεις μεταφράσεις και δεκατρείς συμμετοχές σε ποιητικές ή διηγηματικές συλλογές και περιοδικά. Το 2024 κυκλοφόρησαν παράλληλα δυο βιβλία του, από τις εκδόσεις "Κασταλία",  το "Μιθριδάτης & Έκτακτο δελτίο" και "Η τραγωδία του κρατικού καπιταλισμού στον 20ο αιώνα".

Στις 7 Μαΐου του 2024 συνάντησα τον Θάνο Παπαδόπουλο στην Πλατεία Εξαρχείων, για μια συζήτηση που συνεχίστηκε στο σπίτι του και διήρκησε περισσότερες από τέσσερις ώρες. Μια συζήτηση στην οποία μου εκμυστηρεύθηκε απίστευτες ιστορίες σχετικά με την Καλαμαριά του ’50 και του ’60, τη μικρή συνεργασία του με τον Σταύρο Κουγιουμτζή, αλλά και ιστορίες που σχετίζονται με τις φυλακές και τις εξορίες του στα χρόνια της χούντας.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Θάνος Παπαδόπουλος αναφέρεται στη σύλληψή του στην Καλαμαριά, λίγο μετά την επιβολή της δικτατορίας, καθώς και σε διάφορα περιστατικά που συνέβησαν στις εξορίες του στη Λέρο και στον Ωρωπό. Παρά τα ογδονταπέντε του χρόνια, ο λόγος του ήταν εξαιρετικά χειμαρρώδης, με τις απαραίτητες... δόσεις αθυροστομίας και χιούμορ...

-Κύριε Θάνο, τι θυμάστε από τη μεγάλη νύχτα της 21ης Απριλίου του 1967;

-Ο βασιλιάς είχε καθαιρέσει ουσιαστικά τον Παπανδρέου. Τον ανάγκασε να παραιτηθεί με τα γεγονότα του Ιουλίου του ’65. Μετά απ’όλα αυτά δεν έβλεπα διέξοδο. Σκεπτόμουν πως άμα γίνουν εκλογές ο Παπανδρέου θα βγει με 55%. Θα κάτσει να «το φάει» ο βασιλιάς; Τον καθαίρεσε από το 45 για να πάει στο 55; Να μην έχει ανάγκη δηλαδή τη στήριξή του και να μπορεί να αλλάξει το Σύνταγμα, όπως πήγε να το κάνει ο Καραμανλής; Δεν έβλεπα διέξοδο. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα γίνει πραξικόπημα. Αλλά μέσα μου κάτι μ’έτρωγε… Εμένα με πιάσανε στις 21 Απριλίου, πρωί, πρωί.

-Από τους πρώτους…

- Από τους πρώτους. Είχαν πιάσει τον Δήμαρχο, τον Μένιο Αλεξιάδη, τον γραμματέα της οργάνωσης στην Καλαμαριά, έναν δημοτικό σύμβουλο, κάνα δυο εργάτες, ήμασταν καμιά εικοσαριά… Τις δυο τελευταίες μέρες πριν με πιάσουνε, επειδή κάτι μου «μύριζε», αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι «μυρωδιά» ήτανε, δεν κοιμήθηκα στο σπίτι μου. Είχα κοιμηθεί στο σπίτι ενός φίλου μου ηθοποιού, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του… κι ο γιος του ήταν ηθοποιός. Είχε ένα σπίτι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και με φιλοξένησε δυο βραδιές. Την τρίτη βραδιά έπρεπε να πάω σπίτι μου να πλυθώ, να αλλάξω ρούχα κλπ και να πάω στη δουλειά, τότε ήμουν διευθυντής λογιστηρίου στην «Εμποροβιομηχανική», τα γραφεία ήταν στην Πλατεία Ναυαρίνου… Πήγα στο σπίτι να πλυθώ, να αλλάξω και το πρωί έρχεται ένας φίλος μου σιδεράς, ο Σέργιος και μου λέει: «Θανάση ξύπνα!» Μόλις άκουσα «Θανάση ξύπνα» κατάλαβα. Μου λέει «Έγινε δικτατορία». «Το ξέρω» του λέω. «Πώς το ξέρεις; Αφού κοιμόσουν». «Το ξέρω. Τι να σου εξηγήσω τώρα;» Μέσα μου έβραζα, αλλά δεν ήξερα τι ερχότανε. Μόλις ήρθε να με ξυπνήσει στις 6 – 7 το πρωί, κατάλαβα. Τι δουλειά είχε να έρθει να με ξυπνήσει τόσο πρωί; Έπρεπε να είναι στη δουλειά του στην οικοδομή. Αφού ήρθε να με ξυπνήσει, συνέβη αυτό που φοβόμουν και δεν ήξερα τι ήτανε. Πήγαμε στα γραφεία της ΕΔΑ να σπάσουμε την πόρτα, να κάψουμε τα αρχεία, αλλά δεν μπορέσαμε να σπάσουμε την πόρτα. Αμέσως μετά, πήγαμε να πάρουμε λίγο ψωμί, λίγο τυρί και λίγη μορταδέλα να φάμε και μόλις κάναμε μερικά βήματα, με συλλάβανε. Θυμάμαι ένα περιστατικό που συνέβη τα προηγούμενα δευτερόλεπτα, ακριβώς πριν με συλλάβουνε, με τον Ηλία τον Παπαδόπουλο, τον λεγόμενο «Χαφάρα», τον έχεις ακουστά;

-Όχι…

-Είναι της δικής μου γενιάς, της ίδιας τάξης. Ήμασταν στην Καλαμαριά, κοντά στο σχολείο, που είναι τώρα το δημαρχείο, στο παρκάκι που είχε στη μέση. Αυτός ήταν από το πάνω μέρος του παρτεριού κι εγώ από κάτω. Εγώ πήγαινα προς την εκκλησία κι αυτός κατέβαινε. Και μου φωνάζει από τη μία μεριά στην άλλη: «Όταν σου λέω “βγε” να βγαίνεις κι όταν σου λέω “κρυ” να κρύβεσαι…» Εγώ γέλασα. Κατάλαβα. Αυτός είχε δει τον μαύρο, τον ασφαλίτη που γύριζε στη γειτονιά κι έψαχνε να μας βρει. Έκανα μερικά βήματα και με συλλάβανε… Συλλάβανε εμένα, τον Σέργιο δεν τον συλλάβανε. Εγώ τότε ήμουν μέλος του παράνομου ΚΚΕ, ενώ ο Σέργιος ήταν μόνο στη Νεολαία της ΕΔΑ… Μας πήγανε λοιπόν στο κελί που ήταν στο Αστυνομικό Τμήμα της Καλαμαριάς, που ήταν δίπλα στο σχολείο.

-Στην οδό Κομνηνών, εκεί που είναι σήμερα ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου.

-Ναι, απέναντι από το τωρινό Δημαρχείο. Εκεί ήταν το θερινό σινεμά το «Ρεξ» κι ήταν κι ένα χειμερινό, που νομίζω πως έγινε μετά σούπερ μάρκετ.

-Ακριβώς, έγινε το σούπερ μάρκετ «Ο Καταναλωτής».

-Από κει μας πήραν με ένα λεωφορείο με κλειστές πόρτες και οι αστυνομικοί με τα αυτόματα και μας πήγαν στη Γενική Ασφάλεια στην πλατεία Βαρδαρίου. Στο κτίριο με τα κόκκινα τούβλα. Από κει, αφού μας καταγράψανε, μας πήρανε και μας πήγανε στα υπόγεια της Εθνικής Ασφάλειας, στην Πρίγκιπος Νικολάου. Εκεί μας κράτησαν σε ένα μεγάλο κελί όλους μαζί. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Δευτέρα ξημερώματα, γύρω στις 2 με 2:30, εκεί που κοιμόμασταν, άναψαν τα φώτα και μας ξύπνησαν. «Ξυπνήστε! Μαζέψτε τα!». Βγαίναμε δύο – δύο, με χειροπέδες που μας έβαλαν, ο ένας στο δεξί του χέρι κι ο άλλος στο αριστερό. Από τον διάδρομο που ανεβήκαμε, ήταν οι αστυνομικοί δεξιά κι αριστερά με τα αυτόματα. Πίσω είχαν τα REO με αναμμένες μηχανές. Βγαίναμε από την πόρτα και μπαίναμε στα REO. Η πιο φοβερή νύχτα της δικτατορίας ήταν αυτή. Στη Θεσσαλονίκη δεν κινείται τίποτα. Όλα ήταν κλειστά. Παρασκευή έγινε το πραξικόπημα κι ήταν Δευτέρα πρωί. Πάμε Πρίγκιπος Νικολάου, στρίβουμε αριστερά, περνάμε το Συντριβάνι, περνάμε το Πανεπιστήμιο και μπαίνουμε στον δρόμο για το Επταπύργιο. Εγώ είχα πάει στο Επταπύργιο δυο τρεις φορές, είχα ένα φυλακισμένο φίλο και πήγαινα και τον έβλεπα και είχα μάθει και λίγα για την ιστορία του. Θυμόμουν ότι ο δρόμος, τότε δεν είχε άσφαλτο, μετά από την Ευαγγελίστρια ήταν χωματόδρομος. Εκεί είχε μια διχάλα. Όπως πας αριστερά, πας για τις φυλακές. Όπως πας δεξιά, εκεί πας πίσω από τις φυλακές. Εκεί λέγανε ότι ήταν τόπος εκτελέσεων και πως εκεί εκτελέστηκε ο αγωνιστής ο Ρήγας Παραθυράς. Εγώ καθόμουν άκρη, άκρη, μετά ήταν ο χωροφύλακας με το αυτόματο, δίπλα μου ήταν ο Κλήμης ο Εξιζίδης, ένας φίλος μου. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αν δω τη λωρίδα να είναι δεξιά μας, τότε σημαίνει ότι πάμε στις φυλακές. Αν όμως δω, ότι η λωρίδα είναι αριστερά μας, τότε πάμε πίσω από το Επταπύργιο και δεν είναι καλό σημάδι. Και τότε θυμάμαι πως ένιωσα σαν να φεύγω από το σώμα μου και να τα βλέπω τα πράγματα από ψηλά πια. Σαν να είμαι ένας τρίτος, στην οροφή του REO και να βλέπω τους κρατούμενους και τον εαυτό μου μέσα, από ψηλά. Αυτή η απόσταση ήταν που με έσωσε και δεν κατέρρευσα, γιατί θα μπορούσα να’χα καταρρεύσει με ένα τέτοιο δίλημμα. Να πηγαίνω φυλακή ή για εκτέλεση. Δεν είναι και εύκολο να το αντιμετωπίσεις. Ήταν ψυχολογική άμυνα αυτός ο τρόπος...

Ενώ λοιπόν παρακολουθούσα με ένταση, όταν φτάσαμε στη διχάλα και είδα τη λωρίδα σιγά σιγά, στα δεξιά μας, σκέφτηκα πως πάμε στις φυλακές. Και το λέω στον φίλο μου: «Κλήμη πάμε στις φυλακές του Επταπυργίου». Σιγά το είπα, δεν το είπα δυνατά. Αλλά με άκουσε ο χωροφύλακας που ήταν δίπλα μου και μου φωνάζει «Σκασμός!» Εκείνη ήταν η πιο κρίσιμη περίοδος, γιατί ήταν οι πρώτες μέρες και δεν ξέραμε ακόμα τι θα συμβεί.



-Στο Γεντί Κουλέ πόσο μείνατε;

-Μια μέρα νομίζω. Μάλιστα, την Τρίτη το πρωί, που σηκωθήκαμε, πήγα στο παράθυρο του κελιού μου κι έψαχνα να βρω το σπίτι μου στην Καλαμαριά. Μόλις με είδε ένας φρουρός απ’έξω, ήρθε στο παράθυρο και μου είπε «Μπες μέσα ρε να μη σε πυροβολήσω!» Το επόμενο βράδυ, θυμάμαι πως είχε συννεφιά κι έβγαινε το φεγγάρι πίσω από τα μαύρα σύννεφα, φυσούσε κι ένα αεράκι, πάλι γύρω στις 3 η ώρα, μας ξυπνήσανε, μας μετρήσανε, μας έβαλαν πάλι χειροπέδες ανά δύο, μας κατέβασαν κάτω κι ένας συνταγματάρχης έβγαλε λόγο. Αυτό ήταν καλό, γιατί έτσι μαθαίναμε περίπου τι θα γίνει. «Ξέρετε τα νησιά που πηγαίναν τους καλούς Έλληνες ε;» Έδωσε σήμα ότι θα πάμε εξορία. Έβγαλε το λόγο του, είπε τα δικά του «η εθνική κυβέρνηση και μαλακίες» και έδωσε το μήνυμα ότι πάμε για τα νησιά... Μας βάλανε πάλι στα REO και κατεβήκαμε στη Νέα Παραλία όπου ήταν τα δυο αρματαγωγά που μένανε μονίμως εκεί. Κι αναρωτιόμουν κάθε φορά που πήγαινα με τα πόδια από το Ντο Ρε στην Καλαμαριά, εκείνη την εποχή, λίγο πριν γίνει η δικτατορία «Τι στο διάολο θέλουν αυτά και είναι μόνιμα εδώ;» Οπότε μου λύθηκε η απορία. Τα είχαν αράξει εδώ για να μας βάλουνε μέσα κι εμείς οι μαλάκες δεν πήραμε χαμπάρι. Τι θέλω και τα θυμάμαι τώρα; (Συγκινείται...)

-Κύριε Θανάση πάντα με μάγευαν αυτές οι αφηγήσεις. Κι, αν εξαιρέσω τη συνάντησή μου με τον Μίκη Θεοδωράκη, είναι η πρώτη φορά που συναντώ και ακούω σε πρώτο πρόσωπο τις αφηγήσεις ενός εξόριστου...

-Μας πάνε λοιπόν στη Νέα Παραλία. Ο χώρος είχε τόσους προβολείς που είχε γίνει μέρα. Και γύρω, γύρω σκοτάδι. Πηδάμε δύο δύο από τα REO και προσπαθούμε να συγχρονιστούμε για να μην πέσουμε κάτω, επειδή φορούσαμε τις χειροπέδες. Κι είναι ένας πούστης επιλοχίας, μ’ένα τεράστιο όπλο που το κρατάει με τα δυο χέρια και μας σημαδεύει! Αν κάνουμε ότι στραβοπατάμε και πέσουμε μπροστά του, μπορεί να νομίσει ότι πάμε να του πάρουμε το όπλο και να μας την «κοπανήσει». Και του λέω του Κλήμη «Όταν έρθει η σειρά μας, να συντονιστούμε για να μην έχουμε ντράβαλα». Ήταν δυο σειρές κοκκινοσκούφηδες και μαυροσκούφηδες με αυτόματα όπλα στην είσοδο του αρματαγωγού κι εμείς περνούσαμε ανάμεσά τους. Κι επειδή περνούσαμε δύο δύο, σχεδόν ακουμπούσαμε στις κάνες των όπλων. Τα είχαν προτεταμένα, δεν τα είχαν επ ώμου. Όταν μπήκαμε μέσα στο πλοίο μας έλυσαν τα χέρια. Βρήκαμε εκεί κάποιους γνωστούς που είχαν πάει πιο νωρίς. Η παρέα ήταν πολύ σημαντική, γιατί μπορούσες να πεις και μια κουβέντα. Αυτά είναι πολύ δύσκολα πράγματα. Δεν αντιμετωπίζωνται με τα ηρωικά και πένθιμα του Ζαχαριάδη κλπ. Αυτά αφορούν το ψυχικό σθένος του κάθε ανθρώπου που δεν έχει μετρηθεί και δεν μπορεί να το μετρήσει κανείς. Γιατί σε άλλη φάση το μετράς και σε άλλη φάση σου βγαίνει...

-Πού σας πήγανε από εκεί;

-Πρώτα μας πήγαν στη Γυάρο, μετά στη Λέρο και μετά στον Ωρωπό. Όταν ήμουν στη Λέρο, είχαν ήδη κυκλοφορήσει η «Καλαμαριά» και τα άλλα τραγούδια με τον Κουγιουμτζή κι είχαν γίνει οι εκκαθαρίσεις. Είχα γίνει μέλος στην ΑΕΠΙ, στους αρχικλέφτες και μου έστειλαν μια επιταγή στην Καλαμαριά. Λέει η μάνα μου «Ο γιος μου είναι εξορία, στη Λέρο. Να υπογράψω εγώ, να την πάρω και να τη στείλω;» Ο μαλάκας ο ταχυδρόμος, μόλις άκουσε «εξορία», σκέφτηκε «θα μπλέξουμε εδώ» και λέει «Όχι, αν δεν είναι ο ίδιος δεν γίνεται». Και τη στέλνει πίσω στην ΑΕΠΙ με τη σημείωση ότι «είναι εξορία στη Λέρο». Η ΑΕΠΙ στέλνει την επιταγή στη Λέρο. Τότε είχαμε δικαίωμα να παίρνουμε 50 ή 80 ή 100 δραχμές το μήνα, κάπου εκεί. Δεν επιτρεπόταν παραπάνω. Μόλις είδαν αυτοί 500 δραχμές, την κράτησαν, δεν μου είπαν τίποτα και την ξαναέστειλαν πίσω στην ΑΕΠΙ. Το παίρνει η ΑΕΠΙ, το ξαναστέλνει στην Καλαμαριά. Πάει ο ταχυδρόμος και πάλι στη μάνα μου και λέει «Δεν τον βρήκανε στη Λέρο!» Και τρελάθηκε η γυναίκα. Σκέφτηκε πως με «φάγανε»…

-Απίστευτο!

-Του λέει η μάνα μου «Δεν είναι εδώ, είναι στη Λέρο». Την ξαναστέλνει ο ταχυδρόμος στην ΑΕΠΙ κι η ΑΕΠΙ την ξαναστέλνει στη Λέρο. Στην ασφάλεια ήταν διοικητής ο γιος του Μήτσου, που είχε εμπλακεί στην υπόθεση Λαμπράκη. Τη δεύτερη φορά φοβήθηκε και πήγε να το πει στον διοικητή του στρατοπέδου, ο οποίος ήταν ένας Κεφαλλονίτης, που ήθελε ησυχία, να μη γίνεται τίποτα, να μην έχει κανείς παράπονο, να κάνει τη δουλειά του ως διοικητής του στρατοπέδου και οι κρατούμενοι να περνάνε όσο καλύτερα μπορούνε, στα όρια του επιτρεπτού, ώστε να μην έχουμε συγκρούσεις με τις αστυνομίες κλπ και να μη χαλάσει κι αυτός την καριέρα του. Γιατί αυτό ήταν το ζητούμενο. Με φωνάζει λοιπόν και μου λέει ότι συνέβη. Παίρνω την επιταγή στα χέρια μου και βλέπω τρεις τέσσερις σφραγίδες. Καλαμαριά, Λέρο, Αθήνα… Του λέω «Ήταν αυτή η επιταγή εδώ και δε μου τη δώσατε;» Μου λέει «500 δραχμές, πώς να σας τις δώσω;» «Μα δεν χρειάζεται να μου δώσετε 500 δραχμές. Μπορούσατε να με ειδοποιήσετε πώς ήρθε μια επιταγή 500 δραχμών, να υπογράψω εγώ ότι την πήρα, να σας δώσω τις 450 να τις έχετε στο ταμείο και να μου τις δίνετε κάθε μήνα 50-50, μέχρι να τις εξοφλήσω…» Όσο δικαιούμουν. Και να μην είναι αναγκασμένη η μάνα μου να μου στέλνει κάθε τόσο 50 δραχμές από τη σύνταξή της...

-Με τον έξω κόσμο πώς επικοινωνούσατε;

-Θα σου πω κι ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι κι έχει πλάκα. Είχαμε δικαίωμα τότε να στέλνουμε τρεις κάρτες το μήνα κι ένα γράμμα. Και παρήγγειλα σε μια φίλη μου, με μια κάρτα, να μου στείλει τη «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» του Βασίλιεφ. Αλλά, όταν την έστειλε, την κράτησαν αυτοί και δεν μου την έδωσαν. Είδε ο Μήτσου «Βασίλιεφ», σου λέει «Κομμουνιστής είναι αυτός» και δεν μου την έδωσε. Γράφω λοιπόν στη φίλη μου «Σου έγραψα να μου στείλεις το βιβλίο του Βασίλιεφ, το βρήκες;» Μου απαντάει μετά από ένα μήνα και μου λέει πως το έστειλε. Ζητάω ακρόαση από τον διοικητή, πάω στον διοικητή και του λέω «Έχετε εδώ ένα βιβλίο δικό μου και δεν μου το δίνετε». «Ποιο βιβλίο; Απαγορευμένο είναι;» με ρωταέι. «Όχι. Η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Βασίλιεφ, είναι», του απαντώ.«Μα αυτός είναι κομμουνιστής», μου λέει. «Κοίταξε να δεις, εγώ δεν ζητάω από τους αστυνομικούς και τους αξιωματικούς να γνωρίζουν αν ο Βασίλιεφ είναι κομμουνιστής ή όχι. Αλλά ζητάω ένα πράγμα απλό. Να διαβάζουν το οπισθόφυλλο. Εκεί φαίνεται ποιος είναι ο Βασίλιεφ». Ο Βασίλιεφ διδασκόταν ακόμα και επί χούντας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης από βυζαντινολόγους. Αυτός που βάζει μια σειρά για τη βυζαντινή ιστορία στη Ρωσία είναι ο Βασίλιεφ. «Όταν έγινε η Επανάσταση των Μπολσεβίκων, ο Βασίλιεφ έφυγε και πήγε στην Ευρώπη. Κι από κει πήγε στην Αμερική και δίδασκε στα καλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής. Το βιβλίο του διδάσκεται και στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ακόμα και τώρα, επί χούντας», του λέω. «Όχι χούντα, όχι χούντα», τρελάθηκε... (γέλια) Αλλά εγώ είχα πάρει φόρα και δεν καταλάβαινα τίποτα... Φώναξε τον Μήτσου, τον αξιωματικό που ασχολούνταν μ’αυτά τα πράγματα και του ζήτησε να φέρει το βιβλίο. Του λέω «Διαβάστε τώρα, ο κύριος Μήτσου ή εσείς, το οπισθόφυλλο. Αν αυτά που σας είπα είναι αλήθεια ή όχι». Εγώ το είχα διαβάσει ήδη το βιβλίο. Αλλά το χρειαζόμουν, γιατί ήθελα να κάνω μια μελέτη για το θέμα της ατομικής ιδιοκτησίας στο Βυζάντιο. Το διαβάζει λοιπόν κι αρχίζουν τα μάτια του και διαστέλλονται. Του λέω «Σας είπα, εγώ δεν έχω απαίτηση να ξέρετε αυτά που ξέρω εγώ για το Βυζάντιο, τα οικονομικά θέματα, την ιδιοκτησία κλπ. Εσείς ξέρετε τα αστυνομικά. Πήγατε στις σχολές, μάθατε όσα χρειάζονται για την καριέρα σας και συνεχίζετε τη δουλειά σας. Αλλά όταν ένα βιβλίο το απαγορεύετε, να διαβάζετε το οπισθόφυλλο για να είσαστε σίγουροι, ότι είναι από τα απαγορευμένα. Γιατί αν διαβάζατε στο οπισθόφυλλο, ότι έφυγε στην Κομμουνιστική Επανάσταση και πήγε να διδάξει στα πανεπιστήμια της Αμερικής, στο Χάρβαρντ κλπ, θα καταλαβαίνατε ότι ο άνθρωπος μόνο κομμουνιστής δεν ήταν».

-Με την επιταγή τι έγινε τελικά;

-Την κρατήσανε και μου δίνανε σε δόσεις... Αυτά με το βιβλίο έγιναν μετά την επιταγή. Ο διοικητής έπαθε δεύτερο πατατράκ και ενδεχομένως να σκέφτηκε «Εδώ έχω μπλέξει μ’έναν πούστη, που δεν γλυτώνω. Κάθε φορά που γίνεται κάτι στραβό, θα βγαίνει και θα μου τη λέει. Άσε που μπορεί να τα δώσει κι έξω και να γίνουμε ρεζίλι και να μπλέξουμε...» Εγώ το ήξερα αυτό, ότι φοβόταν δηλαδή το έξω. Οπότε του λέει του Μήτσου: «Στο εξής, ότι βιβλία έρχονται για τον κύριο Παπαδόπουλο, θα τα δίνετε, χωρίς να τα ανοίξετε. Ούτε το δέμα δεν θα ανοίγετε». Αυτό ήταν το ωραιότερο απ’όλα...

Μετά από αυτά, ένας φίλος μου Πειραιώτης, ο Φίλιππος, έφυγε από τη Λέρο, απολύθηκε… Υπέγραψε, δεν υπέγραψε δεν με ενδιαφέρει. Εγώ δεν είχα τίποτα μ’αυτούς που υπογράφανε. Ούτε κι εγώ ήμουν σίγουρος ότι δεν θα υπέγραφα. Εγώ έλεγα «όσο κρατήσω, όσο αντέξω». Άμα δεν αντέχουμε, δεν αντέχουμε. Αλλά θα το πολεμάμε, μέρα με τη μέρα. Φεύγει λοιπόν ο φίλος μου και μου στέλνει μια σειρά από ποιητές της Σιβηρίας, κομμουνιστές. Από το Καζακστάν, απ’το Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν κλπ. Με φωνάζουν και μου δίνουν το δέμα, άγγιχτο, με το σπαγκάκι του κολλημένο επάνω κλπ. Μόλις πέρασα την πόρτα, που επικοινωνούσε η διοίκηση με το υπόλοιπο στρατόπεδο, (υπήρχε ένα κτίριο που ήταν η διοίκηση, τα δωμάτια των αστυφυλάκων κλπ, ένα κτίριο που ήμασταν εμείς και δίπλα ήταν το ιατρείο) και άνοιξα το δέμα, με πιάσανε κάτι γέλια!!! Με κοίταξε περίεργα ο φρουρός που ήταν στην πόρτα και απόρησε, γιατί γελούσα μοναχός μου... Τέτοια παλαβά πράγματα ζούσαμε στην εξορία. Μετά τη διάσπαση, στον Ωρωπό πλέον, εγώ πήγα με τους ανανεωτές, το κατοπινό ΚΚΕ Εσωτερικού ενώ η πλειοψηφία ήταν του ΚΚΕ...

-Την ίδια περίοδο με τον Θεοδωράκη ήσασταν στον Ωρωπό;

-Εμείς πήγαμε στον Ωρωπό πρίν τον Θεοδωράκη, το ’68. Μας πήραν από τη Λέρο καμιά πενηνταριά νεαρούς και μας πήγαν στις Αγροτικές Φυλακές του Ωρωπού, για να είμαστε κοντά στην Αθήνα. Εγώ, όπως σου είπα, είχα διαφωνήσει με την έκτη ολομέλεια και είχα πάει με τους ανανεωτές. Αλλά το ΚΚΕ είχε το πάνω χέρι στα πράγματα, στο στρατόπεδο. Με φώναξε λοιπόν ο «καθοδηγητής» μου στην Καλαμαριά, ο Νίκος ο Παπαδόπουλος και μου λέει «Κοίταξε τώρα, εκεί που θα πάτε, εσύ θα είσαι και στη διοίκηση του στρατοπέδου. Των κρατουμένων δηλαδή». Του λέω «Εγώ ποτέ δεν αρνούμαι να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στο κίνημα και ιδιαίτερα στους συγκρατούμενούς μου. Αλλά όταν τα πράγματα καταλαγιάσουν, θα κάνουμε εκλογές για να βγάλουμε την επιτροπή».

Ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι από τον Ωρωπό είναι ότι η θάλασσα ήταν πολύ κοντά στο σύρμα, στην περίφραξη. Τέσσερα, πέντε μέτρα. Κι ύστερα από συζήτηση στην επιτροπή, ζήτησα να μας ανοίξουν την πόρτα, να πάμε στη θάλασσα να κάνουμε ένα μπάνιο. Μου είπαν, ότι αυτό δεν είναι θέμα της διοίκησης, αλλά πρέπει να πάει παρακάτω. Να αποφασίσουν από την Αθήνα. Τους είπα «Εντάξει, θα περιμένουμε, αλλά να πιέσετε να φτάσει το αίτημα, γιατί αν δεν εγκριθεί, εμείς θα αρχίσουμε τις διαμαρτυρίες...» Τους πέταξα τη «φόλα» για διαμαρτυρίες κλπ. Μετά από δυο τρεις μέρες με καλέσανε και μου είπαν ότι δέχτηκαν, αλλά υπό όρους. Δεν θα τραγουδάτε Θεοδωράκη, δεν θα τραγουδάτε αντιστασιακά τραγούδια κλπ.

-Τον Πάνο Τζαβέλλα τον είχατε γνωρίσει;

-Βέβαια τον είχα γνωρίσει.

-Στην εξορία;

-Όχι, όχι, μετά. Όταν έβγαλε τους δίσκους με τα αντιστασιακά τραγούδια. Πήγα λοιπόν στην επιτροπή και τους τα είπα. «Είναι δυνατόν να έχουμε τη θάλασσα στα πόδια μας και να μη μπορούμε να κάνουμε ένα μπάνιο; Έτσι κι αλλιώς δεν τραγουδάμε Θεοδωράκη εδώ μέσα. Γιατί να τραγουδάμε έξω;» Αν τραγουδούσαμε Θεοδωράκη, θα μπαίνανε μέσα, όπως μπήκανε μια φορά και πήρανε τις κιθάρες. Και τους είπα τότε «Κιθάρα δεν θα ξαναπαίξουμε, αλλά δεν θα τις πάρετε. Θα τις κρεμάσουμε εκεί, αλλά δεν θα τις πάρετε. Γιατί δεν ξέρουμε τι θα τις κάνετε, είναι πολύτιμα όργανα, χειροποίητα και δεν μπορούμε να τα ξαναγοράσουμε εύκολα». Είχαμε μια κιθάρα, ένα μαντολίνο και μια φυσαρμόνικα. Κάναμε λοιπόν τη συμφωνία για τη θάλασσα, έβαλαν αυτοί και κάποια όρια μέσα στη θάλασσα για να μη μπορούμε να επικοινωνούμε με τον κόσμο. Όμως κάποιες φορές κάναμε νόημα κι ερχόταν και τους δίναμε κανένα σημείωμα από κάτω από τη θάλασσα, μέσα σε νάυλον βέβαια για να μη βραχεί. Αλλά μετά την τρίτη μέρα, άρχισαν να τραγουδάνε Θεοδωράκη. Μέλη της επιτροπής που είχανε συμφωνήσει ότι δεν θα τραγουδήσουν, άρχισαν να τραγουδάνε μαζί τους. Οπότε μας έκλεισαν την πόρτα και δεν ξανακάναμε μπάνιο και μετά από λίγες μέρες μας πήραν και μας πήγαν ξανά στη Γυάρο. Μετά από ένα χρόνο φέρανε τον Θεοδωράκη στον Ωρωπό. Ποιο ήταν το «κέρδος» από την παραμονή μας στον Ωρωπό; Το «κέρδος» ήταν ότι είχαμε μια επαφή με την Αθήνα. Ήμασταν δίπλα στην Αθήνα, ερχόταν οι Αθηναίοι κάθε Κυριακή και φέρνανε ζεστό φαγητό, κουλούρια, φρούτα κλπ... Είχαμε κάνει ένα σχεδιασμό κι έπρεπε ο σχεδιασμός να ακολουθείται κατά γράμμα. Άμα δεν ακολουθείται κατά γράμμα και κάνει ο καθένας ότι θέλει, την «πατάς». Γιατί κάνουνε κάποιοι τη «στραβή» και μετά την πληρώνουν όλοι...

-Ο αγώνας που κάνατε πάντως μέσα στα στρατόπεδα, είχε αποτέλεσμα. Δεν ήσασταν έρμαιο των αποφάσεών τους. Φοβόταν τις αντιδράσεις σας.

-Ε βέβαια το φοβόταν. Αλλά δεν πρέπει να το εξαντλείς. Άλλη μια φορά η επιτροπή πρότεινε να κάνουμε απεργία πείνας, επειδή θέλανε να επιταχυνθούν οι εργασίες για να ρίξουν το γαρμπίλι που είχαν φέρει στο γυαλό, γιατί βρωμούσε η θάλασσα όταν φυσούσε ο νοτιάς, από τα λύματα που πέφτανε εκεί. Τους είπα λοιπόν ότι δεν θα κάνουμε απεργία πείνας για μια μαλακία. Να κάνουμε μια διαμαρτυρία, να βγούμε στα σύρματα να φωνάξουμε. Γιατί να κάνουμε απεργία πείνας και να βάλουμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο; Δεν χρειάζεται αγωνιστική γυμναστική. Χρειάζεται συντήρηση. Να συντηρήσουμε τον εαυτό μας, όσο περισσότερο κι όσο καλύτερα μπορούμε για να βγούμε σώοι και υγιείς έξω. Πρέπει να υπάρχει σχεδιασμός, δεν μπορεί όλα να γίνονται τυχαία. Όταν μετά τις συνελεύσεις δέχονται οι κρατούμενοι να γίνουν κάποια πράγματα, έχεις ευθύνες απέναντί τους. Δεν μπορείς να τους χρησιμοποιείς σαν αχυρένια σχοινιά που λένε κι οι Κινέζοι. Πρέπει να τους συντηρήσεις. Πρέπει να τους βγάλεις υγιείς και δυνατούς από κει πέρα μέσα. Γιατί δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει και πώς θα εξελιχθεί όλο αυτό. Δεν ξέρεις το απρόοπτο. Πρέπει να είσαι πολύ συντηρητικός κι όταν χρησιμοποιείς το όπλο της διαμαρτυρίας του αγώνα, να το χρησιμοποιείς, όταν δεν πάει παραπέρα. Όχι με την πρώτη ευκαιρία...

-Το φαγητό πώς ήταν;

-Σαν το στρατιωτικό περίπου. Το ίδιο ημερήσιο μας δίνανε, απλώς είχαμε δικούς μας μάγειρες, δεν ήταν στρατιωτικοί, που προσέχανε περισσότερο, βράζανε τα φασόλια καλύτερα κλπ. Εγώ είχα και σπαστική κολίτιδα και δεν μπορούσα να φάω. Μόνο ψωμί έτρωγα. Όλη την επιταγή τη χρησιμοποιούσα για να παίρνω τσιγάρα κι αυτά τα κωκ που έτρωγα για συμπλήρωμα. Έτρωγα δυο κουταλιές φασολάδα και την άλλη την έδινα. Και μετά έτρωγα το ψωμί και το κωκ, το γλυκό, για να βάλω και λίγες θερμίδες.

-Τα βιβλία πότε αρχίσατε να τα εκδίδετε;

-Τα πρώτα ποιήματα δημοσιεύθηκαν μόλις απολύθηκα από την εξορία. Έβαλα έναν τίτλο «Παράρτημα», αλλά μέσα, το κύριο σώμα είχε τίτλο «Σημειώσεις από την εξορία».

-Και πώς μπόρεσε και πέρασε αυτό;

-Το έβγαλα όταν καταργήσανε την προληπτική λογοκρισία. Αλλά όταν είδε η Ασφάλεια ότι είχε στο εσώφυλλο «Σημειώσεις από την εξορία» και όλα τα ποιήματα ήταν από την εξορία, μου τραβάνε μια μήνυση, αλλά ευτυχώς δεν με βάλανε μέσα. Δικάστηκα και με βάλανε να πληρώσω πρόστιμο, γιατί είχα κάνει μια παράλειψη, που δεν ήταν παράλειψη αλλά πραγματικότητα. Εγώ από τότε που έφυγα από το Παγκράτι και ήρθα στα Εξάρχεια, δεν είχα βρει μόνιμη εγκατάσταση, πότε έμενα εδώ, πότε εκεί, μια μέρα κοιμήθηκα και μέσα στις σπηλιές του Στρέφη. Πότε με φιλοξενούσε ένας φίλος, πότε ο άλλος μέχρι να βρω σπίτι. Κι έτσι δεν είχα βάλει τη διεύθυνσή μου. Βέβαια, αν θέλανε να με βρούνε, μπορούσαν να με βρούνε μέσω του εκδότη, γιατί ο εκδότης είχε διεύθυνση κλπ. Αλλά βρήκαν ευκαιρία και είπαν πως παραβίασα το νόμο τυπικά, οπότε «στείλτονε μέσα». Και μου βάλανε πρόστιμο, τέσσερα χιλιάρικα...

-Το βιβλίο συνέχισε να κυκλοφορεί ή το απέσυραν;

-Όχι, όχι συνέχισε, έκανε και δεύτερη έκδοση...

-Δεν θέλω να σας κουράσω άλλο. Ήδη κοντεύουμε πέντε ώρες. Σας ευχαριστώ πολύ για όλα...

-Να είσαι καλά...Νομίζω πως ήδη είπαμε πάρα πολλά...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου