Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", και...
Κομισάριοι
ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Ο κύριος της φωτογραφίας σ’ εμάς δεν είναι γνωστός. Μπορεί όμως στα 40 του να υπερηφανεύεται ότι μια προσωπική του καμπάνια, την οποία άρχισε μόνος στα κοινωνικά δίκτυα πριν από μία πενταετία, έχει γίνει πλέον επίσημη κυβερνητική πολιτική. Ο Κρίστοφερ Ρούφο είναι ο ακτιβιστής - τιμωρός του ελιτισμού και της φιλελεύθερης μονομέρειας των αμερικανικών πανεπιστημίων. Είναι ο άνθρωπος που ενέπνευσε και τη μέθοδο με την οποία ο Τραμπ επιχειρεί τώρα να σπάσει το «άβατο» των ιδρυμάτων.
Η ιδέα είναι απλή. Τα πανεπιστήμια –ακόμη και τα πλουσιότερα ανάμεσά τους– απορροφούν δισεκατομμύρια σε κρατικές επιδοτήσεις. Παίρνουν, όπως αρέσει στον Ρούφο να λέει, «λεφτά των Αμερικανών φορολογουμένων». Μπορούν, άραγε, να παίρνουν αυτά τα λεφτά χωρίς να λογοδοτούν; Μπορεί ο φορολογούμενος να εξακολουθεί να χρηματοδοτεί αυτό το κλειστό σύστημα που αναπαράγει τον εαυτό του και την ιδεολογική του ομοιογένεια, καλλιεργώντας μια κουλτούρα που κάνει τους Αμερικανούς να ντρέπονται για την ιστορία τους – φορτώνοντάς τους με ενοχές; Μπορεί με τα λεφτά όλων να συντηρείται το οικοσύστημα των λίγων, που αποθεώνουν τις μειονότητες και στιγματίζουν την αρρενωπότητα και τη «λευκότητα»; Αν θέλουν να διδάσκουν αυτές τις θεωρίες, ας βρουν τα λεφτά μόνοι τους. Δεν τους εμποδίζει κανείς.
Ο έλεγχος των πανεπιστημίων επιχειρείται έτσι στο όνομα της ελευθερίας του λόγου και –κατά τραγική ιστορική ειρωνεία– της πάταξης του αντισημιτισμού. Για να προστατεύσει τάχα την ελευθερία του λόγου, η κυβέρνηση ζήτησε από το Χάρβαρντ, μεταξύ άλλων: Πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα για τις προσλήψεις διδακτικού προσωπικού· όλους τους φακέλους για τις εισαγωγές φοιτητών και τις αιτήσεις που απορρίφθηκαν· άμεση διακοπή όλων των προγραμμάτων συμπερίληψης· την υπαγωγή ακαδημαϊκών προγραμμάτων που «έχουν παρελθόν αντισημιτισμού» σε εξωτερική επιτήρηση.
Αυτούς τους όρους αρνήθηκε η διοίκηση του Χάρβαρντ. Αρνήθηκε, στην πραγματικότητα, να χορηγήσει στην κυβέρνηση δικαίωμα συνδιοίκησης του πανεπιστημίου, όχι μόνο ως προς το ποιος θα διδάσκει ποιον, αλλά και στο τι θα διδάσκεται.
Αν υποθέταμε ότι ο Ρούφο έχει δίκιο. Αν τα αμερικανικά πανεπιστήμια κινδυνεύουν να γίνουν περιτοιχισμένα ιερατεία μονολιθικού δόγματος, ποιος είναι ο τρόπος για να αναστραφεί αυτή η τάση; Η εγκατάσταση κομισαρίων του τραμπισμού, που θα αναλάβουν την πολιτισμική τους ζυγοστάθμιση; Και αν αύριο έρθει μια άλλη κυβέρνηση, με άλλα φρονήματα; Θα μπορεί κι εκείνη να ποδηγετεί διά των επιδοτήσεων την ακαδημαϊκή σφαίρα;
Το Χάρβαρντ θα στερηθεί σε πρώτη φάση 2,2 δισ. δολάρια. Η στάση του, όμως, έναντι της κυβέρνησης λειτουργεί υποδειγματικά για ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα. Και δείχνει σε ποιο πεδίο θα κριθεί πλέον η μάχη για την ψυχή της Αμερικής.
Την Αμερική δεν την έκαναν υπερδύναμη τα όπλα της. «Μεγάλη» την έκαναν τα πανεπιστήμιά της.
Το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ αποφάσισε να αντισταθεί στις επιθέσεις του προέδρου Τραμπ να επιβάλει νέο τρόπο λειτουργίας. Τα στελέχη του ακαδημαϊκού ιδρύματος που δημιουργήθηκε πριν από 388 χρόνια πιστεύουν ότι το να πουν «όχι» αξίζει το ρίσκο.
Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, η διοίκηση του Χάρβαρντ προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τι ήθελε η κυβέρνηση Τραμπ να κάνει το ίδρυμα για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού. Η κυβέρνηση είχε διατυπώσει κάποιες απλές απαιτήσεις, όπως να απαγορευτούν οι μάσκες, τις οποίες συχνά φορούν διαδηλωτές. Ομως άλλες απαιτήσεις φάνηκαν ασαφείς. Στη συνέχεια, αργά το βράδυ της Παρασκευής, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έστειλε στο Χάρβαρντ σελίδες με νέα αιτήματα με στόχο την αναμόρφωση της λειτουργίας, των εισαγωγών, των προσλήψεων, των καθηγητών και της φοιτητικής ζωής. Χρειάστηκαν λιγότερο από 72 ώρες για να πει «όχι» το Χάρβαρντ.
Η απόφαση είναι η πιο κατηγορηματική άρνηση ενός πανεπιστημίου από τότε που ο πρόεδρος Τραμπ άρχισε να πιέζει τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προκειμένου να συμμορφωθούν με τις πολιτικές του προτεραιότητες. Ελήφθη κατά τη διάρκεια έντονων συζητήσεων το Σαββατοκύριακο, όταν η ηγεσία του Χάρβαρντ διαπίστωσε ότι η πρόταση της κυβέρνησης αντιπροσώπευε μια μεγάλη απειλή για την ανεξαρτησία και την αποστολή του πανεπιστημίου που δημιουργήθηκε πριν από 388 χρόνια.
Το Χάρβαρντ έχει εξαιρετική οικονομική και πολιτική δύναμη πυρός για μια σύγκρουση με την Ουάσιγκτον. Η διοίκηση παρακολούθησε με ενδιαφέρον τα όσα έγιναν με το πανεπιστήμιο Κολούμπια, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ έκανε περισσότερες απαιτήσεις, ακόμη και μετά τη συνθηκολόγηση του ιδρύματος.
Το Χάρβαρντ αποφάσισε να πολεμήσει, γράφουν οι «New York Times». Η εναλλακτική φαινόταν πολύ χειρότερη. «Καμία κυβέρνηση – ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα είναι στην εξουσία – δεν πρέπει να υπαγορεύει τι μπορούν να διδάξουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ποιους μπορούν να δέχονται και να προσλαμβάνουν και ποιους τομείς σπουδών και έρευνας μπορούν να ακολουθήσουν», έγραψε σε ανοιχτή επιστολή ο πρόεδρος του Χάρβαρντ, Αλαν Γκάρμπερ.
Σε απάντηση στην ανακοίνωσή του, η κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα με πάγωμα της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης άνω των 2,2 δισ. δολαρίων. Σχεδόν άλλα 7 δισ. δολάρια παραμένουν σε κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των χρημάτων που πηγαίνουν στα νοσοκομεία του Χάρβαρντ. Σαν να μη φτάνουν αυτά ο Τραμπ – ο οποίος επέλεξε ως ειδικό στόχο τα ελίτ πανεπιστήμια, τα οποία εδώ και καιρό οι συντηρητικοί τα κατηγορούν ότι κλίνουν προς τα αριστερά – απείλησε το καθεστώς φοροαπαλλαγής του Χάρβαρντ. Μάλιστα ο αμερικανός πρόεδρος έκανε μια ιδιαίτερα επιθετική ανάρτηση στο Truth Social: «Το Χάρβαρντ είναι ένα ΑΝΕΚΔΟΤΟ που διδάσκει το μίσος και την ηλιθιότητα και δεν θα έπρεπε να λαμβάνει πλέον ομοσπονδιακά κεφάλαια», έγραψε, κατηγορώντας το ίδρυμα ότι στρατολογεί κυρίως «ριζοσπάστες αριστεριστές και ηλιθίους με εγκεφάλους σπουργιτιού».
Ακόμη και για το πλουσιότερο πανεπιστήμιο του κόσμου, το οποίο έχει κληρονομιά περίπου 53 δισ. δολαρίων, ένα διαρκές πάγωμα θα έπληττε βαθιά τα εργαστήρια, τα τμήματα, την έρευνα, ακόμη και τις αίθουσες διδασκαλίας. Αλλά τα στελέχη του Χάρβαρντ επέλεξαν να τιμήσουν τη φήμη, την ανεξαρτησία και την κληρονομιά του, στοιχηματίζοντας ότι το ίδρυμα θα μπορούσε να ξεπεράσει τη σταυροφορία του Τραμπ.
«Αυτό προσπαθούσε να κάνει ο Τζο ΜακΚάρθι μεγεθυμένο επί δέκα ή εκατό», λέει ο πρώην πρύτανης του Χάρβαρντ Λόρενς Σάμερς, προσθέτοντας ότι «αντιβαίνει ευθέως στον ρόλο του πανεπιστημίου σε μια ελεύθερη κοινωνία». Οι απαιτήσεις της κυβέρνησης ήταν αδιανόητες. Η κυβέρνηση ζήτησε να περιοριστεί «η εξουσία των διδασκόντων», ζήτησε να ελέγξει όλα τα στοιχεία και τα δεδομένα και επιδίωξε αλλαγές «στις προσλήψεις, τον έλεγχο και την εισαγωγή ξένων φοιτητών». Απαίτησε από το Χάρβαρντ «να κλείσει αμέσως» όλα τα προγράμματα που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα, την ισότητα και την ένταξη, ενώ ζήτησε τακτικές αναφορές «τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2028» – δηλαδή όταν ο Τραμπ θα ετοιμάζεται να αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο – σχετικά με τη συμμόρφωση του Χάρβαρντ με όλα αυτά.
Στην απάντησή του ο πρόεδρος του ιδρύματος Αλαν Γκάρμπερ χρησιμοποίησε μόλις 12 λέξεις για να συνοψίσει τη στάση του Χάρβαρντ: «Το πανεπιστήμιο δεν θα παραιτηθεί από την ανεξαρτησία του ούτε θα παραιτηθεί από τα συνταγματικά του δικαιώματα».
Ο Στίβεν Πίνκερ, καθηγητής ψυχολογίας και συμπρόεδρος του Συμβουλίου για την Ακαδημαϊκή Ελευθερία στο Χάρβαρντ, θεωρεί ότι θα ήταν «αδιανόητο ότι ένας πρόεδρος πανεπιστημίου θα μπορούσε να έχει δεχτεί αυτή τη λίστα αιτημάτων, επειδή στην πραγματικότητα ορίζουν το περιεχόμενο των πεποιθήσεων των καθηγητών και των εισακτέων φοιτητών». Το απαιτητικό ύφος της επιστολής μάλλον έκανε την απάντηση ευκολότερη. Τώρα το Χάρβαρντ και τα άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα ετοιμάζονται για μια σκληρή σύγκρουση με τον Λευκό Οίκο, την ώρα που κόβονται πολλά ερευνητικά προγράμματα που γίνονταν σε συνεργασία με το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας.
Ο Στίβεν Λεβίτσκι, πολιτικός επιστήμονας του Χάρβαρντ που προέτρεπε το πανεπιστήμιο να τηρήσει πιο σκληρή στάση κατά του Τραμπ, διάβασε την επιστολή του δρος Γκάρμπερ πριν από ένα μάθημα για τον αυταρχισμό και τη δημοκρατία. «Φαίνεται ότι το Χάρβαρντ αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να πολεμήσει», είπε. Οι περίπου 100 φοιτητές που βρίσκονταν στην αίθουσα, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Ο κύριος της φωτογραφίας σ’ εμάς δεν είναι γνωστός. Μπορεί όμως στα 40 του να υπερηφανεύεται ότι μια προσωπική του καμπάνια, την οποία άρχισε μόνος στα κοινωνικά δίκτυα πριν από μία πενταετία, έχει γίνει πλέον επίσημη κυβερνητική πολιτική. Ο Κρίστοφερ Ρούφο είναι ο ακτιβιστής - τιμωρός του ελιτισμού και της φιλελεύθερης μονομέρειας των αμερικανικών πανεπιστημίων. Είναι ο άνθρωπος που ενέπνευσε και τη μέθοδο με την οποία ο Τραμπ επιχειρεί τώρα να σπάσει το «άβατο» των ιδρυμάτων.
Η ιδέα είναι απλή. Τα πανεπιστήμια –ακόμη και τα πλουσιότερα ανάμεσά τους– απορροφούν δισεκατομμύρια σε κρατικές επιδοτήσεις. Παίρνουν, όπως αρέσει στον Ρούφο να λέει, «λεφτά των Αμερικανών φορολογουμένων». Μπορούν, άραγε, να παίρνουν αυτά τα λεφτά χωρίς να λογοδοτούν; Μπορεί ο φορολογούμενος να εξακολουθεί να χρηματοδοτεί αυτό το κλειστό σύστημα που αναπαράγει τον εαυτό του και την ιδεολογική του ομοιογένεια, καλλιεργώντας μια κουλτούρα που κάνει τους Αμερικανούς να ντρέπονται για την ιστορία τους – φορτώνοντάς τους με ενοχές; Μπορεί με τα λεφτά όλων να συντηρείται το οικοσύστημα των λίγων, που αποθεώνουν τις μειονότητες και στιγματίζουν την αρρενωπότητα και τη «λευκότητα»; Αν θέλουν να διδάσκουν αυτές τις θεωρίες, ας βρουν τα λεφτά μόνοι τους. Δεν τους εμποδίζει κανείς.
Ο έλεγχος των πανεπιστημίων επιχειρείται έτσι στο όνομα της ελευθερίας του λόγου και –κατά τραγική ιστορική ειρωνεία– της πάταξης του αντισημιτισμού. Για να προστατεύσει τάχα την ελευθερία του λόγου, η κυβέρνηση ζήτησε από το Χάρβαρντ, μεταξύ άλλων: Πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα για τις προσλήψεις διδακτικού προσωπικού· όλους τους φακέλους για τις εισαγωγές φοιτητών και τις αιτήσεις που απορρίφθηκαν· άμεση διακοπή όλων των προγραμμάτων συμπερίληψης· την υπαγωγή ακαδημαϊκών προγραμμάτων που «έχουν παρελθόν αντισημιτισμού» σε εξωτερική επιτήρηση.
Αυτούς τους όρους αρνήθηκε η διοίκηση του Χάρβαρντ. Αρνήθηκε, στην πραγματικότητα, να χορηγήσει στην κυβέρνηση δικαίωμα συνδιοίκησης του πανεπιστημίου, όχι μόνο ως προς το ποιος θα διδάσκει ποιον, αλλά και στο τι θα διδάσκεται.
Αν υποθέταμε ότι ο Ρούφο έχει δίκιο. Αν τα αμερικανικά πανεπιστήμια κινδυνεύουν να γίνουν περιτοιχισμένα ιερατεία μονολιθικού δόγματος, ποιος είναι ο τρόπος για να αναστραφεί αυτή η τάση; Η εγκατάσταση κομισαρίων του τραμπισμού, που θα αναλάβουν την πολιτισμική τους ζυγοστάθμιση; Και αν αύριο έρθει μια άλλη κυβέρνηση, με άλλα φρονήματα; Θα μπορεί κι εκείνη να ποδηγετεί διά των επιδοτήσεων την ακαδημαϊκή σφαίρα;
Το Χάρβαρντ θα στερηθεί σε πρώτη φάση 2,2 δισ. δολάρια. Η στάση του, όμως, έναντι της κυβέρνησης λειτουργεί υποδειγματικά για ολόκληρη την ακαδημαϊκή κοινότητα. Και δείχνει σε ποιο πεδίο θα κριθεί πλέον η μάχη για την ψυχή της Αμερικής.
Την Αμερική δεν την έκαναν υπερδύναμη τα όπλα της. «Μεγάλη» την έκαναν τα πανεπιστήμιά της.
...από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ" |
Το Χάρβαρντ αποφάσισε να πολεμήσει τον Τραμπ
- Τα στελέχη του ακαδημαϊκού ιδρύματος που δημιουργήθηκε πριν από 388 χρόνια πιστεύουν ότι το να πουν «όχι» αξίζει το ρίσκο
Το πανεπιστήμιο Χάρβαρντ αποφάσισε να αντισταθεί στις επιθέσεις του προέδρου Τραμπ να επιβάλει νέο τρόπο λειτουργίας. Τα στελέχη του ακαδημαϊκού ιδρύματος που δημιουργήθηκε πριν από 388 χρόνια πιστεύουν ότι το να πουν «όχι» αξίζει το ρίσκο.
Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, η διοίκηση του Χάρβαρντ προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τι ήθελε η κυβέρνηση Τραμπ να κάνει το ίδρυμα για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού. Η κυβέρνηση είχε διατυπώσει κάποιες απλές απαιτήσεις, όπως να απαγορευτούν οι μάσκες, τις οποίες συχνά φορούν διαδηλωτές. Ομως άλλες απαιτήσεις φάνηκαν ασαφείς. Στη συνέχεια, αργά το βράδυ της Παρασκευής, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έστειλε στο Χάρβαρντ σελίδες με νέα αιτήματα με στόχο την αναμόρφωση της λειτουργίας, των εισαγωγών, των προσλήψεων, των καθηγητών και της φοιτητικής ζωής. Χρειάστηκαν λιγότερο από 72 ώρες για να πει «όχι» το Χάρβαρντ.
Η απόφαση είναι η πιο κατηγορηματική άρνηση ενός πανεπιστημίου από τότε που ο πρόεδρος Τραμπ άρχισε να πιέζει τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προκειμένου να συμμορφωθούν με τις πολιτικές του προτεραιότητες. Ελήφθη κατά τη διάρκεια έντονων συζητήσεων το Σαββατοκύριακο, όταν η ηγεσία του Χάρβαρντ διαπίστωσε ότι η πρόταση της κυβέρνησης αντιπροσώπευε μια μεγάλη απειλή για την ανεξαρτησία και την αποστολή του πανεπιστημίου που δημιουργήθηκε πριν από 388 χρόνια.
Το Χάρβαρντ έχει εξαιρετική οικονομική και πολιτική δύναμη πυρός για μια σύγκρουση με την Ουάσιγκτον. Η διοίκηση παρακολούθησε με ενδιαφέρον τα όσα έγιναν με το πανεπιστήμιο Κολούμπια, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ έκανε περισσότερες απαιτήσεις, ακόμη και μετά τη συνθηκολόγηση του ιδρύματος.
Το Χάρβαρντ αποφάσισε να πολεμήσει, γράφουν οι «New York Times». Η εναλλακτική φαινόταν πολύ χειρότερη. «Καμία κυβέρνηση – ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα είναι στην εξουσία – δεν πρέπει να υπαγορεύει τι μπορούν να διδάξουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ποιους μπορούν να δέχονται και να προσλαμβάνουν και ποιους τομείς σπουδών και έρευνας μπορούν να ακολουθήσουν», έγραψε σε ανοιχτή επιστολή ο πρόεδρος του Χάρβαρντ, Αλαν Γκάρμπερ.
Σε απάντηση στην ανακοίνωσή του, η κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα με πάγωμα της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης άνω των 2,2 δισ. δολαρίων. Σχεδόν άλλα 7 δισ. δολάρια παραμένουν σε κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των χρημάτων που πηγαίνουν στα νοσοκομεία του Χάρβαρντ. Σαν να μη φτάνουν αυτά ο Τραμπ – ο οποίος επέλεξε ως ειδικό στόχο τα ελίτ πανεπιστήμια, τα οποία εδώ και καιρό οι συντηρητικοί τα κατηγορούν ότι κλίνουν προς τα αριστερά – απείλησε το καθεστώς φοροαπαλλαγής του Χάρβαρντ. Μάλιστα ο αμερικανός πρόεδρος έκανε μια ιδιαίτερα επιθετική ανάρτηση στο Truth Social: «Το Χάρβαρντ είναι ένα ΑΝΕΚΔΟΤΟ που διδάσκει το μίσος και την ηλιθιότητα και δεν θα έπρεπε να λαμβάνει πλέον ομοσπονδιακά κεφάλαια», έγραψε, κατηγορώντας το ίδρυμα ότι στρατολογεί κυρίως «ριζοσπάστες αριστεριστές και ηλιθίους με εγκεφάλους σπουργιτιού».
Ακόμη και για το πλουσιότερο πανεπιστήμιο του κόσμου, το οποίο έχει κληρονομιά περίπου 53 δισ. δολαρίων, ένα διαρκές πάγωμα θα έπληττε βαθιά τα εργαστήρια, τα τμήματα, την έρευνα, ακόμη και τις αίθουσες διδασκαλίας. Αλλά τα στελέχη του Χάρβαρντ επέλεξαν να τιμήσουν τη φήμη, την ανεξαρτησία και την κληρονομιά του, στοιχηματίζοντας ότι το ίδρυμα θα μπορούσε να ξεπεράσει τη σταυροφορία του Τραμπ.
«Αυτό προσπαθούσε να κάνει ο Τζο ΜακΚάρθι μεγεθυμένο επί δέκα ή εκατό», λέει ο πρώην πρύτανης του Χάρβαρντ Λόρενς Σάμερς, προσθέτοντας ότι «αντιβαίνει ευθέως στον ρόλο του πανεπιστημίου σε μια ελεύθερη κοινωνία». Οι απαιτήσεις της κυβέρνησης ήταν αδιανόητες. Η κυβέρνηση ζήτησε να περιοριστεί «η εξουσία των διδασκόντων», ζήτησε να ελέγξει όλα τα στοιχεία και τα δεδομένα και επιδίωξε αλλαγές «στις προσλήψεις, τον έλεγχο και την εισαγωγή ξένων φοιτητών». Απαίτησε από το Χάρβαρντ «να κλείσει αμέσως» όλα τα προγράμματα που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα, την ισότητα και την ένταξη, ενώ ζήτησε τακτικές αναφορές «τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2028» – δηλαδή όταν ο Τραμπ θα ετοιμάζεται να αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο – σχετικά με τη συμμόρφωση του Χάρβαρντ με όλα αυτά.
Στην απάντησή του ο πρόεδρος του ιδρύματος Αλαν Γκάρμπερ χρησιμοποίησε μόλις 12 λέξεις για να συνοψίσει τη στάση του Χάρβαρντ: «Το πανεπιστήμιο δεν θα παραιτηθεί από την ανεξαρτησία του ούτε θα παραιτηθεί από τα συνταγματικά του δικαιώματα».
Ο Στίβεν Πίνκερ, καθηγητής ψυχολογίας και συμπρόεδρος του Συμβουλίου για την Ακαδημαϊκή Ελευθερία στο Χάρβαρντ, θεωρεί ότι θα ήταν «αδιανόητο ότι ένας πρόεδρος πανεπιστημίου θα μπορούσε να έχει δεχτεί αυτή τη λίστα αιτημάτων, επειδή στην πραγματικότητα ορίζουν το περιεχόμενο των πεποιθήσεων των καθηγητών και των εισακτέων φοιτητών». Το απαιτητικό ύφος της επιστολής μάλλον έκανε την απάντηση ευκολότερη. Τώρα το Χάρβαρντ και τα άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα ετοιμάζονται για μια σκληρή σύγκρουση με τον Λευκό Οίκο, την ώρα που κόβονται πολλά ερευνητικά προγράμματα που γίνονταν σε συνεργασία με το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας.
Ο Στίβεν Λεβίτσκι, πολιτικός επιστήμονας του Χάρβαρντ που προέτρεπε το πανεπιστήμιο να τηρήσει πιο σκληρή στάση κατά του Τραμπ, διάβασε την επιστολή του δρος Γκάρμπερ πριν από ένα μάθημα για τον αυταρχισμό και τη δημοκρατία. «Φαίνεται ότι το Χάρβαρντ αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να πολεμήσει», είπε. Οι περίπου 100 φοιτητές που βρίσκονταν στην αίθουσα, ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου