Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 16-17/03/24 |
Το τέλος της «ελληνικής εξαίρεσης»;
ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΜΑ
Οι εικόνες από την πλατεία Αριστοτέλους, το περασμένο Σαββατοκύριακο – το κράξιμο, το κυνηγητό, το λιντσάρισμα, τα αγριεμένα πιτσιρίκια με τα μαύρα και με τα στειλιάρια στα χέρια – δεν είναι απλώς τρομακτικές. Είναι, προπάντων, αποκαλυπτικές. Αποκαλύπτουν, ίσως, ότι με τη νομοθέτηση της ισότητας στον γάμο, με όσα ακούστηκαν μέσα στη Βουλή, με όσα συνεχίζουν να διακινούνται από τον άμβωνα των social media και των εκκλησιών, έχουμε κάνει – πρόσκαιρα ας ελπίσουμε – ένα βήμα εμπρός και δύο βήματα πίσω. Ενα βήμα εμπρός ως προς την ισότητα απέναντι στον νόμο, δύο βήματα πίσω ως προς τις φοβικές αντιλήψεις και τις κοινωνικές συμπεριφορές απέναντι σε εκείνους και εκείνες, τα δικαιώματα των οποίων νομικά αναγνωρίστηκαν.
Αποκαλύπτουν, όμως, και κάτι γενικότερο και σημαντικότερο. Οτι περπατάμε, συχνά αμέριμνοι, πάνω σ’ ένα έδαφος διάχυτης βίας που βράζει σε αυλές σχολείων και κρεβατοκάμαρες, σε δρόμους και πλατείες και περιμένει μια αφορμή, έναν περαστικό που δεν μας μοιάζει, μια σπίθα για να πάρει φωτιά. Να ομαδοποιήσει σε αγέλη τους έφηβους, για παράδειγμα, της βόλτας του σαββατόβραδου.
Αποκαλύπτουν, επίσης, ότι κάτω από το έδαφος αυτό ανιχνεύεται ένα υπέδαφος οργής και δυσπιστίας που τείνει να συγκροτηθεί σε ένα νέο κύμα αντισυστημικής αγανάκτησης, που απλώνεται, έχει σύνορα ρευστά και ασαφή, εκτίθεται σε κάθε εκδοχή θεωρίας συνωμοσίας και, στη σκοτεινότερη όψη του, μαυροφορεί και διεκδικεί βίαια το μονοπώλιο του δημόσιου χώρου, είτε, στη μεγάλη πλειοψηφία του, δυσπιστεί και κινητοποιείται με κάθε αφορμή που δίδεται, ώστε η διάχυτη δυσπιστία απέναντι στο «σύστημα» να βρει συγκεκριμένο πρόσωπο και αιτία. Είτε είναι τα Τέμπη και η (όχι αδικαιολόγητα) ριζωμένη αίσθηση ότι εμποδίζεται η διερεύνηση της αλήθειας, είτε είναι μια δίκη βιαστών και μια εισαγγελική αγόρευση που μοιάζει να μην εναρμονίζεται με τη φρίκη που η υπόθεση προκάλεσε. Σαν η δυσπιστία και ο θυμός, πολιτικά ανέστια αισθήματα καθώς είναι, να αναζητούν μια σημαία να συνταχθούν πίσω της, ευκαιριακά έστω.
Είναι ένα υπέδαφος που αρδεύουν ρεύματα πολλαπλά και διαφορετικά μεταξύ τους, από τις ακραίες ανισότητες σε μια οικονομία φθηνής εργασίας ως τις ριζωμένες πολιτιστικές φοβίες κι από εκεί ως τις long ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις του πανδημικού εγκλεισμού.
Είναι μια πραγματικότητα που συχνά χάνεται, κρύβεται πίσω από μια αίσθηση ευπρόσδεκτης κανονικότητας έπειτα από τα σκληρά χρόνια της χρεοκοπίας ή από μια ευφορία που δημιουργεί το χρήμα που κυκλοφορεί και η οικονομική συγκυρία πολλαπλασιάζει (μα την ευλογία του οποίου αισθάνεται άμεσα περίπου μόνον ένας στους τρεις), ή από μια άμβλυνση της ικανότητας των κουρασμένων πολιτικών ελίτ να διαβάζουν την πραγματικότητα. Μα κάθε τόσο η πραγματικότητα αναδύεται, άλλοτε ντυμένη στα μαύρα, στις πλατείες, κι άλλοτε πλημμυρίζοντας τους πίνακες των δημοσκοπήσεων, με μια δυσαρέσκεια που δεν μετακινεί ωστόσο τους πολιτικούς δείκτες. Εξαιτίας της προφανούς ατροφίας των αντιπολιτεύσεων.
Μπορεί να αλλάξει αυτή η παράξενη ισορροπία κοινωνικής δυσαρέσκειας και πολιτικής ακινησίας; Μπορεί να βρει στις ευρωεκλογές πολιτική έκφραση αυτός ο πολιτικά αταξινόμητος θυμός; Και τι τύπου έκφραση;
Είναι ένα υπέδαφος που αρδεύουν ρεύματα πολλαπλά και διαφορετικά μεταξύ τους, από τις ακραίες ανισότητες σε μια οικονομία φθηνής εργασίας ως τις ριζωμένες πολιτιστικές φοβίες κι από εκεί ως τις long ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις του πανδημικού εγκλεισμού.
Είναι μια πραγματικότητα που συχνά χάνεται, κρύβεται πίσω από μια αίσθηση ευπρόσδεκτης κανονικότητας έπειτα από τα σκληρά χρόνια της χρεοκοπίας ή από μια ευφορία που δημιουργεί το χρήμα που κυκλοφορεί και η οικονομική συγκυρία πολλαπλασιάζει (μα την ευλογία του οποίου αισθάνεται άμεσα περίπου μόνον ένας στους τρεις), ή από μια άμβλυνση της ικανότητας των κουρασμένων πολιτικών ελίτ να διαβάζουν την πραγματικότητα. Μα κάθε τόσο η πραγματικότητα αναδύεται, άλλοτε ντυμένη στα μαύρα, στις πλατείες, κι άλλοτε πλημμυρίζοντας τους πίνακες των δημοσκοπήσεων, με μια δυσαρέσκεια που δεν μετακινεί ωστόσο τους πολιτικούς δείκτες. Εξαιτίας της προφανούς ατροφίας των αντιπολιτεύσεων.
Μπορεί να αλλάξει αυτή η παράξενη ισορροπία κοινωνικής δυσαρέσκειας και πολιτικής ακινησίας; Μπορεί να βρει στις ευρωεκλογές πολιτική έκφραση αυτός ο πολιτικά αταξινόμητος θυμός; Και τι τύπου έκφραση;
Θα πυκνώσει τις τάξεις της αποχής ή θα σκορπίσει σε διαφορετικές εκδοχές αντιπολίτευσης; Θα ροκανίσει τα ποσοστά του πρώτου κόμματος, που αντιλαμβάνεται πια ότι η απουσία ανταγωνιστή στη διεκδίκηση της πρώτης θέσης και η πολιτική κυριαρχία που απολαμβάνει μπορεί να κρύβει κινδύνους άλλης τάξης, ότι η ανέστια δυσαρέσκεια είναι πιο δύσκολος αντίπαλος από έναν πολιτικό ανταγωνιστή στη μάχη για την εξουσία; Και τα κόμματα τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας, που προσαρμόζουν τον λόγο τους σε αυτό το ακροατήριο για να το διεκδικήσουν, έστω κι αν δυσκολεύονται να το καταλάβουν και ακόμη περισσότερο να επικοινωνήσουν μαζί του, θα καταφέρουν κάποια στιγμή να βρουν φλέβα;
Η ιδιοτυπία της αναμέτρησης, οι κάλπες δίχως διακύβευμα διακυβέρνησης, κάνουν αυτά τα ερωτήματα πιο δύσκολο να απαντηθούν και τις προβλέψεις πιο επισφαλείς. Και το μόνο βέβαιο είναι ότι το κίνητρο καταψήφισης είναι, σε αυτού του τύπου τις εκλογές, πάντα ισχυρότερο από το κίνητρο επιδοκιμασίας. Πολύ περισσότερο σε μια συγκυρία αβεβαιότητας, σαν αυτή που διανύουμε.
Κάπως έτσι, όμως, η «ελληνική εξαίρεση» ίσως αγγίζει τα όριά της. Τα τελευταία χρόνια είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση πως η Ελλάδα, αφού εκτέθηκε επί δέκα χρόνια στη μεγάλη τρικυμία της χρεοκοπίας, είχε αποκτήσει ένα είδος ανοσίας απέναντι στα κύματα της πολιτικής ρευστοποίησης, του κλονισμού της συστημικής πολιτικής σταθερότητας και την άνοδο του ριζοσπαστικού λαϊκισμού που διατρέχει την Ευρώπη και απειλεί να επιστρέψει στην Αμερική.
Οι σκανδιναβικές χώρες, ο κάποτε σοσιαλδημοκρατικός παράδεισος, εκτέθηκαν πρώτες σε αυτό το κύμα που φέρνει στον αφρό τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Δεξιάς, εντάσσει τις απόψεις τους στο πολιτικό mainstream και τους εκπροσώπους της στα υπουργικά γραφεία ως μέλη κυβερνητικών συνασπισμών.
Η ιδιοτυπία της αναμέτρησης, οι κάλπες δίχως διακύβευμα διακυβέρνησης, κάνουν αυτά τα ερωτήματα πιο δύσκολο να απαντηθούν και τις προβλέψεις πιο επισφαλείς. Και το μόνο βέβαιο είναι ότι το κίνητρο καταψήφισης είναι, σε αυτού του τύπου τις εκλογές, πάντα ισχυρότερο από το κίνητρο επιδοκιμασίας. Πολύ περισσότερο σε μια συγκυρία αβεβαιότητας, σαν αυτή που διανύουμε.
Κάπως έτσι, όμως, η «ελληνική εξαίρεση» ίσως αγγίζει τα όριά της. Τα τελευταία χρόνια είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση πως η Ελλάδα, αφού εκτέθηκε επί δέκα χρόνια στη μεγάλη τρικυμία της χρεοκοπίας, είχε αποκτήσει ένα είδος ανοσίας απέναντι στα κύματα της πολιτικής ρευστοποίησης, του κλονισμού της συστημικής πολιτικής σταθερότητας και την άνοδο του ριζοσπαστικού λαϊκισμού που διατρέχει την Ευρώπη και απειλεί να επιστρέψει στην Αμερική.
Οι σκανδιναβικές χώρες, ο κάποτε σοσιαλδημοκρατικός παράδεισος, εκτέθηκαν πρώτες σε αυτό το κύμα που φέρνει στον αφρό τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Δεξιάς, εντάσσει τις απόψεις τους στο πολιτικό mainstream και τους εκπροσώπους της στα υπουργικά γραφεία ως μέλη κυβερνητικών συνασπισμών.
Στη Γαλλία και τη Γερμανία οι δημοσκοπήσεις φέρνουν τη Λεπέν στην πρώτη και το AfD στη δεύτερη θέση στις ευρωεκλογές. Στην Ολλανδία το ταμπού των τελευταίων δεκαετιών που απέκλειε τον Βίλντερς από τα κυβερνητικά σχήματα είναι έτοιμο να σπάσει. Το ευρωπαϊκό κατεστημένο αποθεώνει τη Μελόνι ως υπόδειγμα «εξημέρωσης της Ακροδεξιάς». Και οι χώρες του Νότου, εκείνες που έχοντας περάσει από τη δοκιμασία των δικτατοριών πίστευαν ότι έχουν ισχυρή ανοσία απέναντι στους πολιτικούς επιγόνους τους, αποδείχθηκε ότι είναι και αυτές εκτεθειμένες στον ιό.
Η Ελλάδα πρώτη, με την είσοδο μιας σπείρας εγκληματιών, με μανδύα εθνικισμού, στη Βουλή, η Ισπανία κατόπιν, με τη μετεωρική άνοδο του Vox, τώρα και η Πορτογαλία, η οποία παραμονές της επετείου των 50 χρόνων από την Επανάσταση των Γαρυφάλλων είδε το εντελώς ακραίο και ελάχιστα «εξημερωμένο» κόμμα Chega να περνά μέσα σε πέντε χρόνια από το 1,7% στο 18%!
Η ανοσία δεν καλύπτει πια. Ακόμη και οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις και η επιτυχής διαχείριση της οικονομίας – όπως στην περίπτωση της Πορτογαλίας – δεν αποκλείουν την άνοδο των ακροδεξιών. It is not just the economy, stupid. Η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία και την ικανότητά της να μας περιλαμβάνει όλους είναι το πραγματικό διακύβευμα. Το αγαθό που δεν θα έπρεπε τόσο αμέριμνα να ξοδεύεται σε υποθέσεις όπως η έρευνα για τα Τέμπη.
Η ανοσία δεν καλύπτει πια. Ακόμη και οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις και η επιτυχής διαχείριση της οικονομίας – όπως στην περίπτωση της Πορτογαλίας – δεν αποκλείουν την άνοδο των ακροδεξιών. It is not just the economy, stupid. Η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία και την ικανότητά της να μας περιλαμβάνει όλους είναι το πραγματικό διακύβευμα. Το αγαθό που δεν θα έπρεπε τόσο αμέριμνα να ξοδεύεται σε υποθέσεις όπως η έρευνα για τα Τέμπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου