Από την έντυπη ΣΥΡΙΖΑίϊκη ντουντούκα
"πλατειάς" κυκλοφορίας
"Εφ.Συν", 20/10/20 |
Η αμφίρροπη έως σχιζοειδής σχέση της Αριστεράς με τον εθνικισμό είναι τόσο παλαιά όσο η ίδια η Αριστερά. Από το καταληκτικό σύνθημα του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» -«Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»- που θεμελίωσε τον προλεταριακό διεθνισμό μέχρι τη μεγάλη προδοσία που υπέστη ο εν λόγω διεθνισμός από τα δύο μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης κατά τις αρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου – προδοσία που οδήγησε και στη διάλυση της Β' Διεθνούς.
Και από τον αρχικά διεθνιστικό χαρακτήρα της Οκτωβριανής Επανάστασης, που ήταν και μια επανάσταση ενάντια στους εθνικισμούς των ιμπεριαλιστικών χωρών που είχαν οδηγήσει στον Πόλεμο, μέχρι τον βαθύτατο εθνικισμό του σταλινικού και του μετασταλινικού καθεστώτος που ταύτιζε την υπόθεση του σοσιαλισμού αλλά και του παγκόσμιου αντιιμπεριαλιστικού κινήματος με τα συμφέροντα της Σοβιετικής Πατρίδας. Η μεγάλη παρένθεση στην ιστορία του εθνικισμού και της Αριστεράς ήταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Σε εκείνον ειδικά τον πόλεμο δεν ετίθετο για την Αριστερά ζήτημα εθνικισμού – ο πατριωτισμός ήταν ταυτόχρονα διεθνιστικό καθήκον: συμμετοχή στον αγώνα εναντίον του ναζιστικού και φασιστικού εφιάλτη.
Στα τεράστια απόνερα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όμως, δημιουργήθηκε μια κατάσταση κατά την οποία η Αριστερά ταυτιζόταν -και δικαίως- με τον γνήσιο πατριωτισμό καθ’ ότι εκείνη ήταν η ισχυρότερη και ηρωικότερη αντιστασιακή δύναμη στις κατεχόμενες από τον ναζισμό χώρες – ενώ μεγάλο μέρος των αστικών καθεστώτων υπήρξε ένοχο συνεργασίας και δωσιλογισμού.
Η σύμπλευση Αριστεράς και εθνικο-απελευθερωτικών αγώνων ενισχύθηκε περαιτέρω από τον αντιαποικιοκρατικό και αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα που προσέλαβαν σε μεγάλο βαθμό η στρατηγική και η πρακτική της Αριστεράς σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ιδίως στις χώρες της περιφέρειας και της ημιπεριφέρειας.
Οσο οι εθνικο-απελευθερωτικοί και αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες διατηρούσαν ένα γνήσια αριστερό πρόσημο, τα όρια μεταξύ εθνικισμού και αντιιμπεριαλισμού παρέμεναν ασφαλή. Τα όρια όμως ενίοτε καθίσταντο δυσδιάκριτα - μέχρι που φτάσαμε, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού», σε περιπτώσεις «αντιιμπεριαλισμού» τύπου Κάρατζιτς και Μιλόσεβιτς, δηλαδή σε έναν εθνικισμό που ουδεμία πλέον σχέση είχε με Αριστερά.
Η Ελλάδα είχε μια επί πλέον ιδιαιτερότητα ως προς αυτή την αμφίρροπη σχέση, δεδομένου ότι οι αληθινοί προδότες της κατοχικής περιόδου, οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες, όχι απλώς δεν τιμωρήθηκαν, αλλά αποτέλεσαν βασικό στήριγμα του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Ενώ οι αριστεροί, που ήταν οι αληθινοί πατριώτες, διώκονταν ανελέητα από τους «εθνικόφρονες» - με αποκορύφωμα την απριλιανή χούντα, η οποία κραυγάζοντας το σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» αφοσιώθηκε ανενόχλητη από οποιοδήποτε θεσμικό εμπόδιο στον «ιερό» στόχο της πλήρους αφάνισης της Αριστεράς.
Τούτη η βίαιη ιδεολογικο-πολιτική αντιστροφή της πραγματικότητας συνέβαλε καθοριστικά στη συγκρότηση της ελληνικής αριστερής ταυτότητας. Με δεδομένη επί πλέον τη σύμπτωση της κατάρρευσης της δικτατορίας και της τραγωδίας της Κύπρου που όλοι γνώριζαν πως οφειλόταν κυρίως στις προδοτικές ενέργειες της ελληνικής «υπερεθνικόφρονος» χούντας, δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως τα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία, στη συνείδηση του πολλού κόσμου, «αριστερός» και «αληθινός πατριώτης» κατέστησαν έννοιες περίπου ταυτόσημες.
Τούτη η βαθιά σύζευξη μεταξύ πατριωτισμού και αριστερής ταυτότητας δεν μπορούσε να μείνει χωρίς τίμημα. Η Αριστερά παγιδεύτηκε στην αναπόδραστη σύνδεσή της με μια ιδεολογία που, τουλάχιστον ιστορικά, είναι βαθύτατα αστική και που στις ακραίες της εκδοχές οδηγεί στην Ακροδεξιά. Από τον αντιιμπεριαλιστικό πατριωτισμό της δεκαετίας του 1970, παρασύρθηκε στον τυχοδιωκτικό υπερεθνικισμό που στήθηκε από τα ΜΜΕ, τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ γύρω από το Μακεδονικό το 1992 – μέρος της ηγεσίας του Συνασπισμού κατέβαινε και στα συλλαλητήρια.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η Αριστερά στην Ελλάδα βρήκε επί τέλους την αληθινά αριστερή, ήτοι αντιεθνικιστική της ταυτότητα. Πιθανότατα αυτό της στοίχισε εκλογικά. Υποψιάζομαι πως αυτό πιστεύει και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και προσπαθεί -κακώς- να «επανορθώσει». Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά την τωρινή της στάση στα ελληνοτουρκικά, που βρίσκεται επικίνδυνα κοντά στην υπερπατριωτική πλειοδοσία. Παρελθόν παρόμοιου τύπου πλειοδοσίας στην ελληνική Αριστερά υπάρχει.
Αναφέρομαι στο καταχωνιασμένο στα βάθη της ιστορικής λήθης γεγονός ότι πριν από τη δικτατορία η ΕΔΑ στο Κυπριακό διατηρούσε την πιο αδιάλλακτη από όλα τα κόμματα «εθνικόφρονα» στάση, υποστηρίζοντας μέχρι τέλους την ένωση (ολόκληρης) της Κύπρου με την Ελλάδα**. Ας μη δούμε την ιστορία να επαναλαμβάνεται.
*καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
**Αναλυτικότερα για αυτό το ζήτημα, βλ. Κύρκος Δοξιάδης, «Εθνικόφρων διχασμός και εθνική συσπείρωση: Η διπλή ιδεολογική αποτυχία της δικτατορίας», στο: Γιάννα Αθανασάτου, Άλκης Ρήγος και Σεραφείμ Σεφεριάδης (επιμ.), Η δικτατορία 1967-1974: Πολιτικές πρακτικές - ιδεολογικός λόγος - αντίσταση, Αθήνα: Καστανιώτης, 1999, σ. 166-173.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου