οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΟΡΗ ΕΞ ΑΝΑΤΟΛΩΝ ΓΕΙΤΟΝΑ...

Aπό "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 24-25/10/20


ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Είναι γνωστή η ρήση «Η Ιστορία δεν διδάσκει», δηλαδή οι άνθρωποι και οι κοινωνίες επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη. Είναι γνωστός και πιο πειστικός ο αντίλογος. Οι κοινωνίες διδάσκονται από την Ιστορία, όπως οι άνθρωποι μαθαίνουν από τις εμπειρίες τους. Θυμήθηκα τους δύο γνωστούς αφορισμούς ύστερα από τις εκλογές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και την ήττα του Ακιντζί, του μόνου κύπριου ηγέτη που ενδιαφερόταν για την ενότητα της Κύπρου, όπως με πίκρα σχολίαζαν ελληνοκύπριοι αναλυτές. Η εξέλιξη του Κυπριακού έχει δείξει εδώ και καιρό ότι οι ελληνοκυπριακές ηγεσίες λίγα διδάχτηκαν από την ιστορία τους.

...Εμείς όμως εδώ στην Ελλάδα έχουμε την ευκαιρία να θυμηθούμε συνδυαστικά την ιστορική εξέλιξη δύο σημαντικών «εθνικών ζητημάτων»: του Κυπριακού και του Μακεδονικού. Δύο ζητημάτων που επί δεκαετίες συμπλέχτηκαν με την εθνική μας ζωή και κατά καιρούς την καθόρισαν. Ηταν βεβαίως διαφορετικής γεωπολιτικής βαρύτητας, μικρής το Μακεδονικό μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μεγαλύτερης το Κυπριακό ήδη από τη δεκαετία του 1950. Και τα δύο όμως είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: διήρκεσαν πολύ. Και σε αυτή τη μακρά διάρκεια είτε ξοδέψαμε άσκοπα ενέργεια είτε οι λύσεις που απεμπολήσαμε στο παρελθόν ήταν καλύτερες από τις μετέπειτα. Για το Μακεδονικό ισχύει το πρώτο. Δεν ενδιαφέρει εδώ πώς αξιολογεί ο καθένας το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών. Κατά τη γνώμη μου, ορθώς έκλεισε αυτό το ζήτημα και καλά θα κάνει η ΝΔ να εμβαθύνει τη σχέση με τη Βόρεια Μακεδονία. Αυτό όμως που ενδιαφέρει είναι ότι στις αρχές της δεκαετίας του '90 θα μπορούσαμε να είχαμε συμφωνήσει τα ίδια ή «καλύτερα». Επί χρόνια ξοδέψαμε διπλωματικό κεφάλαιο και υπονομεύσαμε το κύρος της χώρας για να πάρουμε εκείνα που ήδη μας έδιναν...

Η αυτοπαγίδευση ήταν ήδη από τον 19ο αιώνα ένα συχνό μοτίβο και καλό είναι να το θυμόμαστε τώρα που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι στην κόψη του ξυραφιού. Ο μηχανισμός είναι γνωστός. Αυτοθυματοποίηση και αίσθηση ότι οι «άλλοι», πρωτίστως οι «μεγάλοι», μας αδικούν. Στρεβλή αντίληψη της διεθνούς πραγματικότητας όταν δεν υποτάσσεται στην εθνική μας «αλήθεια». Διεκδικήσεις που αναβιβάζονται σε «εθνικά κεκτημένα» και «εθνικά δίκαια». Κομματική - πολιτική δημαγωγία με αιχμή τα «εθνικά θέματα» που διαμορφώνει μια αντίστοιχη κοινή γνώμη. Μαξιμαλιστικές αντιπολιτεύσεις που υπονομεύουν την κυβερνητική πολιτική όταν προσπαθεί να δράσει ρεαλιστικά. Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης, αναρμόδιοι ιδιώτες, «βαποράκια» εμπόρων όπλων που ρίχνουν συνεχώς λάδι στη φωτιά. Κυβερνήσεις αιχμάλωτες της «αδιάλλακτης» κοινής γνώμης, την οποία και οι ίδιες είχαν ενθαρρύνει όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Η εξέλιξη του Κυπριακού κυριολεκτικά επαληθεύει το «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Κοιτώντας τις ευκαιρίες μετά το 1960, μετρώντας τα λάθη, τις αστοχίες ή τις εγκληματικές επιλογές που έγιναν, σηκώνεις τα χέρια με απόγνωση. Γεννημένο στην περίοδο της μεταπολεμικής αποαποικιοποίησης, διέτρεξε όλον τον 20ό αιώνα, αλλά μάλλον έμεινε κολλημένο σε αυτόν. Ούτε οι ελληνοκυπριακές ηγεσίες, αλλά ούτε η ελληνοκυπριακή κοινότητα, μπόρεσαν τελικά να υπερβούν τη φαντασίωση ενός εθνικού κράτους που απλώς ήταν υποχρεωμένο να δέχεται εντός του μια πολυάριθμη εθνοτική μειονότητα. Οταν δύο φορές, το 2004 με το Σχέδιο Ανάν και το 2017 στο Κραν Μοντανά, δόθηκε η ευκαιρία μιας ανατοποθέτησης του ζητήματος με ευνοϊκούς ακόμα όρους για την ελληνοκυπριακή πλευρά, επικράτησε το γνωστό μείγμα υπερπατριωτικών φωνών και μικροκομματικών υπολογισμών. Το αποτέλεσμα μπορούσες να το προβλέψεις από το 2004, χωρίς να είσαι μάντης. Το χάσμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα μεγάλωνε και θα προσφερόταν «για εύκολη εθνικιστική εκμετάλλευση σε όποιον τουρκικό παράγοντα θελήσει να το ξύσει». Αργησε να συμβεί χάρη στις ηγεσίες Ταλάτ και Ακιντζί. Η επικράτηση όμως του Τατάρ με τις ευλογίες του Ερντογάν φέρνει σε πρώτο πλάνο την πιθανότητα διχοτόμησης, αν όχι προσάρτησης. Φαίνεται έτσι πιθανό να επαληθευτεί η πρόβλεψη του 2017, ότι η προεδρία Αναστασιάδη θα αποδειχτεί μοιραία για την ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η θλιβερή αναδρομή θέλει απλώς να θυμίσει τον μηχανισμό αυτοπαγίδευσης που συχνά μπλοκάρει την εθνική πολιτική οδηγώντας την είτε σε καταστροφικές επιλογές είτε σε αδράνειες με το ίδιο αποτέλεσμα. Η αυτοπαγίδευση ήταν ήδη από τον 19ο αιώνα ένα συχνό μοτίβο και καλό είναι να το θυμόμαστε τώρα που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι στην κόψη του ξυραφιού. Ο μηχανισμός είναι γνωστός. Αυτοθυματοποίηση και αίσθηση ότι οι «άλλοι», πρωτίστως οι «μεγάλοι», μας αδικούν. Στρεβλή αντίληψη της διεθνούς πραγματικότητας όταν δεν υποτάσσεται στην εθνική μας «αλήθεια». Διεκδικήσεις που αναβιβάζονται σε «εθνικά κεκτημένα» και «εθνικά δίκαια». Κομματική - πολιτική δημαγωγία με αιχμή τα «εθνικά θέματα» που διαμορφώνει μια αντίστοιχη κοινή γνώμη. Μαξιμαλιστικές αντιπολιτεύσεις που υπονομεύουν την κυβερνητική πολιτική όταν προσπαθεί να δράσει ρεαλιστικά. Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης, αναρμόδιοι ιδιώτες, «βαποράκια» εμπόρων όπλων που ρίχνουν συνεχώς λάδι στη φωτιά. Κυβερνήσεις αιχμάλωτες της «αδιάλλακτης» κοινής γνώμης, την οποία και οι ίδιες είχαν ενθαρρύνει όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Ευτυχώς, στην ιστορία μας δεν υπάρχουν μόνο οι στιγμές της εθνικής αυτοπαγίδευσης. Υπάρχουν και οι περίοδοι που η κοινωνική πλειοψηφία αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις, ακόμα και αν συνεχίζει να αρέσκεται στις εθνικοπατριωτικές μεγαλοστομίες. Εχει διδαχθεί από την εμπειρία της ή από τις αποτυχίες προηγούμενων επιλογών. Βρίσκει ηγεσία που αναλαμβάνει το κόστος μιας υπεύθυνης διαχείρισης. Τα ΜΜΕ και ο δημόσιος λόγος δείχνουν μια εγκράτεια ή πάντως δεν ξεσαλώνουν.


Η παρούσα παρατεταμένη ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι μια περίοδος που χρειαζόμαστε όλα αυτά. Είναι μία από εκείνες τις στιγμές που η ψυχραιμία είναι δύναμη. Και η Ελλάδα έχει δείξει ως σήμερα ψυχραιμία αλλά και σταθερότητα. Επέμεινε στον δρόμο της διπλωματίας, των συμμαχιών και του διεθνούς δικαίου. Το συμπλήρωσε με μια αποτρεπτική στρατιωτική παρουσία, όση χρειάζεται για να δείξει στον Ερντογάν, αλλά κυρίως στον διεθνή παράγοντα και στις χώρες της περιοχής, ότι οι συνέπειες μιας πολεμικής περιπέτειας δεν θα αφορούσαν μόνο τους άμεσα εμπλεκομένους. Αυτή η στάση όχι μόνο δεν είναι ενδοτική, δεν είναι ούτε μόνο αμυντική γιατί συνοδεύεται από τη δηλωμένη πρόθεση / απόφαση να επιδιωχθούν σταθερές λύσεις με την προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης. 

Η πιο συγκροτημένη διατύπωση αυτής της συνολικής στρατηγικής έγινε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό (συνέντευξη στον Γιάννη Πρετεντέρη, «ΤΑ ΝΕΑ», 12/10/2020). Καλό θα ήταν μάλιστα να κινηθεί και όλη η ελληνική διπλωματία στο ίδιο κλίμα. Καλό θα ήταν επίσης οι αντιπολιτεύσεις να κατέβαζαν τους τόνους, ειδικά η αξιωματική. Οταν στην κορύφωση της έντασης μιμείσαι το «βυθίσατε το "Χόρα"» είναι σαν να λες «βυθίσατε τη χώρα», ρίχνοντάς τη σε μια πολεμική περιπέτεια. Και μάλλον δεν είναι η στιγμή, μια και ακόμα προσπαθούμε να βγάλουμε το κεφάλι από το κόστος του παραλίγο Grexit.

Και η Κύπρος όμως έχει ανάγκη την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επικοινωνία Ελλάδας - Τουρκίας περνά από την Κύπρο. Η Αθήνα αποφασίζει για την Αθήνα και η Λευκωσία αποφασίζει για τη Λευκωσία, στο πλαίσιο βεβαίως της αλληλεγγύης δυο ομοεθνών κρατών. Σήμερα, πολιτική αλληλεγγύης προς την Κύπρο είναι να πετύχει η Ελλάδα με τη δική της αυτόνομη πρωτοβουλία ένα ειρηνικότερο περιβάλλον με την Τουρκία. Αυτό θα μείωνε τους κινδύνους στη νέα φάση του Κυπριακού που άνοιξε μετά την εκλογή Τατάρ.


Χρειαζόμαστε λοιπόν τη δύναμη της ψυχραιμίας για να διαβούμε τη στενωπό, ελπίζοντας να εκλεγεί ο Μπάιντεν και να διαμορφωθεί μια πιο συνεκτική και μακροπρόθεσμη στρατηγική της Δύσης (ή των Δύσεων) έναντι της Τουρκίας - με και μετά τον Ερντογάν. Και έχουμε κάθε λόγο να ευχόμαστε μια επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με την Ευρώπη και τη Δύση.

-Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου


"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 24-25/10/20


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΑΒΒΑΪΔΗ

Ας ξεκινήσουμε από μια παραδοχή που είναι μάλλον η επικρατούσα στην τρέχουσα κατάσταση των πολιτικών μας πραγμάτων: Η σημερινή κυβέρνηση της χώρας έχει να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα, και όχι διαδοχικά, δύο πολύ σοβαρά ζητήματα: τον κορωνοϊό (με τις επί μέρους παραμέτρους και επιπτώσεις του) και το κεφάλαιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων (με τους επιβαλλόμενους χειρισμούς τους στο στρατηγικό και στο τακτικό επίπεδο).

Συνδέονται τα δύο αυτά ζητήματα έστω και χαλαρά;

Η ερώτηση και μόνον προκαλεί μάλλον απορία, για να μην πει κανείς ειρωνεία. Η απάντηση όμως θα όφειλε να λάβει υπόψη της και στοιχεία που να μην εκπηγάζουν απλώς από τον σκληρό πυρήνα των δύο ζητημάτων, αλλά και από ευρύτερους παράγοντες, γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς. Ομως η συστηματική προσέγγιση παρομοίων παραγόντων, που ασφαλώς εφάπτονται της εφαρμοστέας στρατηγικής, είναι αδύνατον να γίνει στον παρόντα χρόνο και συγκυρία και με τις υπάρχουσες γνώσεις και εμπειρίες μας.

Απαιτείται μία αποφασιστική εξέλιξη η οποία στον παρόντα χρόνο, όπως θα επιχειρηθεί να εξηγηθεί κατωτέρω, είναι αδύνατον να υπάρξει. Και η εξέλιξη αυτή λέγεται, στο στρατηγικό πάντα επίπεδο, ανακάλυψη ενός αποτελεσματικού εμβολίου για την αντιμετώπιση του φαινομένου της πανδημίας και ενός εμβολιασμού του αντικειμένου των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με το στοιχείο της προβλεψιμότητος και συνακόλουθα της εμπιστοσύνης, λέξεις απούσες από το σημερινό λεξιλόγιό τους.

...Ενίσχυση της προετοιμασίας μας και συμμετοχή στον διάλογο με την Τουρκία εάν αυτή, μετά την επίδειξη δύναμης και αποφασιστικότητας στην οποία επιδίδεται, τον δεχθεί με βάση το αντικείμενό του, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Ταυτόχρονα και το σημαντικότερο, προώθηση προς κάθε κατεύθυνση της βασικής τοποθέτησης, ότι, ως έχουν τα πράγματα, διάλογος επί θαλασσίων ζωνών με την εικοσαετή σχεδόν εμπειρία των διερευνητικών επαφών (από το 2002), θα πρέπει απαραιτήτως να συμπεριλάβει όχι μόνον τη βασική προϋπόθεση ενάρξεώς του (δηλ. την έλλειψη των τουρκικών απειλών και προκλήσεων), αλλά και την εκτιμώμενη κατάληξή του, χωρίς συμφωνία ή με μερική συμφωνία όπου, στην περίπτωση αυτή, θα απαιτηθεί η δικαστική επίλυση (third party procedure)...

Οι καταστάσεις αυτές που θυμίζουν παρελθούσες παγκόσμιες πανδημίες αφενός και παρελθούσες εχθρότητες και αναμετρήσεις στο ελληνοτουρκικό πεδίο, αφετέρου, ιδίως την πρώτη εκατονταετία του σύγχρονου ελληνικού κράτους (1830-1930), που συνέπεσαν με την ελληνική εθνική ολοκλήρωση, εμφανίζουν σήμερα σαφή προσπάθεια αντιστροφής και ανατροπής εκ μέρους της Τουρκίας στον θαλάσσιο χώρο (Γαλάζια Πατρίδα), αλλά και τον τομέα του σκληρού πυρήνα των διεθνών σχέσεων με την αμφισβήτηση της ισχύος, κατά το δοκούν και κατά χονδροειδή παρερμηνεία, συγκεκριμένων προνοιών Συνθηκών Ειρήνης (Λωζάννη 1923 - Παρίσι 1947).

Τα προαναφερθέντα οδηγούν σε δυσάρεστες εκτιμήσεις ελλείψεως στρατηγικών για την αντιμετώπισή τους. Η άποψη αυτή, ακόμη και εάν είχε απόλυτη αξία (που δεν έχει), δεν επαρκεί για να δώσει οποιαδήποτε αξιοπρεπή απάντηση στο τακτικό επίπεδο.

Και τούτο διότι, ενώ στο πεδίο της πανδημίας, τα πράγματα είναι σήμερα δρομολογημένα μεταξύ φαρμακευτικής αγωγής, με μεγάλες βέβαια ανθρώπινες απώλειες, και ανακαλύψεως ενός αποτελεσματικού εμβολίου πρόληψης τους προσεχείς μήνες, στο ελληνοτουρκικό πεδίο οι προκλήσεις είναι παρούσες, ενεργές, αποσταθεροποιητικές και βαθύτατα υπονομευτικές κάθε ουσιαστικής προσπάθειας σοβαρής αντιμετωπίσεως των υποκείμενων προβλημάτων τους (ας μου επιτραπεί ο δανεισμός του όρου από το ιατρικό πεδίο) στο μέλλον. Και τούτο διότι υπογραμμίζονται και συνοδεύονται από μια δηλητηριώδη φρασεολογία και ρητορική που εγκλωβίζει ηγεσίες και άλλες elites, των δύο χωρών σε πολιτικά και ιστορικά στερεότυπα, ικανά μόνον να καταστήσουν τα πράγματα ακόμη δυσχερέστερα στον χειρισμό τους.

Ο εν προκειμένω στόχος της εκστρατείας αυτής της Τουρκίας δεν είναι απλώς η προώθηση των θέσεων και των κερδών της στο ουσιαστικό πεδίο των ζητημάτων, αλλά και η φθορά και η υπονόμευση αυτού που λέγεται στη διπλωματική γλώσσα, της «στόφας» των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αποδέκτες της εκστρατείας αυτής είναι τόσο το εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και τρίτοι (διεθνείς παίκτες), σε μια προφανή προσπάθεια αποθαρρύνσεώς τους να αναμειχθούν στα «αναρίθμητα και ιδιαίτερα βεβαρυμμένα και περίπλοκα» διμερή με την Ελλάδα και την Κύπρο ζητήματα (η φιλολογία περί Ανατ. Μεσογείου εξυπηρετεί ουσιαστικά τη συγκεκριμένη προσπάθεια).


Οπως προσημειώθηκε, η συγκυρία δεν επιτρέπει σήμερα την εκπόνηση στρατηγικής που να υπερβαίνει την έλλειψη ομοφωνίας στους κόλπους της ΕΕ αναφορικά με τον χειρισμό του τουρκικού ζητήματος, σε σχέση τόσο με την Ευρώπη όσο και με την Ελλάδα και την Κύπρο. Οι αναβολές, αμφιθυμίες, τα ευχολόγια, οι εκφράσεις λύπης και οι φραστικές καταδίκες για τις τουρκικές ενέργειες και πρακτικές είναι ενδεικτικές ότι τα προβλήματα δεν έχουν μόνο αποδέκτη και πληρωτή την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και την ίδια την Ευρώπη, όπου οι ελλείψεις στους τομείς εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας είναι καταφανείς, ορατές διά γυμνού οφθαλμού.

Καθόσον αφορά τις ΗΠΑ, η έλλειψη πολιτικής βούλησης, στο ανώτατο επίπεδο, για να ασκηθούν ισχυρές γεωπολιτικές πιέσεις στην Τουρκία, συνοδευόμενες από επιβολή κυρώσεων, όχι χάριν της Ελλάδος, αλλά σε ζητήματα που αφορούν ευθέως τα αμερικανικά και νατοϊκά συμφέροντα (F-35-S400), είναι επίσης καταφανής και δεν θα πρέπει να αναμένεται αλλαγή πριν από τις προσεχείς εκλογές του Νοεμβρίου 2020. Εάν υπάρξει προεδρική αλλαγή θα επακολουθήσει περίοδος «policy review» αρκετά πέραν του Ιανουαρίου 2021.

Και το ερώτημα που ανακύπτει για την Ελλάδα πλέον είναι τι γίνεται μέχρι τότε, δηλαδή στο τακτικό πεδίο. Η απάντηση είναι απλή στη διατύπωσή της, αν και όχι τόσο απλή στην υλοποίησή της.

Εξηγούμαι: Ενίσχυση της προετοιμασίας μας και συμμετοχή στον διάλογο με την Τουρκία εάν αυτή, μετά την επίδειξη δύναμης και αποφασιστικότητας στην οποία επιδίδεται, τον δεχθεί με βάση το αντικείμενό του, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Ταυτόχρονα και το σημαντικότερο, προώθηση προς κάθε κατεύθυνση της βασικής τοποθέτησης, ότι, ως έχουν τα πράγματα, διάλογος επί θαλασσίων ζωνών με την εικοσαετή σχεδόν εμπειρία των διερευνητικών επαφών (από το 2002), θα πρέπει απαραιτήτως να συμπεριλάβει όχι μόνον τη βασική προϋπόθεση ενάρξεώς του (δηλ. την έλλειψη των τουρκικών απειλών και προκλήσεων), αλλά και την εκτιμώμενη κατάληξή του, χωρίς συμφωνία ή με μερική συμφωνία όπου, στην περίπτωση αυτή, θα απαιτηθεί η δικαστική επίλυση (third party procedure).


Με άλλα λόγια, δημιουργία πεποίθησης προς πάσα κατεύθυνση ότι, διάλογος χάριν του διαλόγου και μόνον δεν θα οδηγήσει πουθενά εάν δεν υπάρξει εξ υπαρχής δέσμευση για δικαστική παραπομπή. Εάν αυτό δεν συμβεί, είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι θα οδηγούμαστε από εντάσεις σε κρίσεις με θέατρο εκδηλώσεως όλο τον μεσογειακό χώρο. Εάν αυτό θα ήταν πολιτικά ανεκτό και ευκολοχώνευτο τόσο για την ΕΕ όσο και για τις ΗΠΑ, ας κληθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι να τοποθετηθούν με το βλέμμα στο μέλλον της περιοχής γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά. Ιδωμεν.

-Ο κ. Γεώργιος Σαββαΐδης είναι πρέσβης ε.τ., πρώην Γ.Γ. ΥΠΕΞ, συγγραφεύς του βιβλίου «Ανάλεκτα Ελληνικής Διπλωματίας», εκδόσεις Παπαζήση 2019.



"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 24-25/10/20

 
ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΜΗΛΛΑ


«Η ιστορία μας μάς επιβάλλει να παρέμβουμε όπου υπάρχει αδικία στην περιοχή μας» είπε ο Ρ.Τ. Ερντογάν (15/10). Αυτή είναι η κεντρική ιδέα Του Στρατηγικού Βάθους του Α. Νταβούτογλου: Συγκρίνει τη «δυναμική» και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του Αμντουλχαμίτ Β' με τη συντηρητική του Μουσταφά Κεμάλ και βγάζει το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν «τα οθωμανικά κατάλοιπα» για πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς.

Με τον όρο «κατάλοιπα» (bakiye) νοούνται οι μουσουλμανικές μειονότητες στα Βαλκάνια και οι πρώην υπήκοοι του οθωμανικού κράτους στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική.

...Οι παράτολμες πρωτοβουλίες του ΡΤΕ δεν συμπίπτουν με τα συμφέρονται της Τουρκίας. Και αυτό είναι κατανοητό. Το καθεστώς είναι προσωποπαγές και η ταύτιση του κράτους με τον ηγέτη απόλυτη. Για να γίνουν κατανοητές οι στρατηγικές της Τουρκίας θα πρέπει πρωτίστως να φανούν τα προσωπικά κίνητρα του ΡΤΕ. Μια άλλη διάσταση των κινήτρων του ΡΤΕ είναι ότι βρίσκεται δέσμιος των εθνικιστικών συμμάχων του: Των Γκρίζων Λύκων του Μπαχτσελί και των στρατιωτικών με τους οποίους συμμάχησε μετά το πραξικόπημα του 2016. Βέβαια αυτές οι ερμηνείες δεν είναι αλληλοαναιρούμενες. Κάλλιστα θα μπορούσε ο ΡΤΕ να είναι μια σύνθεση αυτών...
Εκτοτε αυτή η ιδέα των τριών ηπείρων και πολλών θαλασσών άρεσε και εκφράστηκε συχνά στην Τουρκία. Ο ΡΤΕ δεν έχει τα εφόδια για να αναπτύξει και να θεμελιώσει μια τέτοια θεωρία, αλλά θα μπορούσε να την οικειοποιηθεί και να την εφαρμόσει. Και μάλλον αυτό κάνει. Μόνο που αυτήν τη φορά αυτή η πολιτική βιώνεται ως φάρσα.

Η πολιτική των ύστερων χρόνων του οθωμανικού κράτους ήταν όντως πολυδιάστατη αλλά βασιζόταν σε συμμαχίες. Π.χ., οι Ρώσοι βοήθησαν τους Οθωμανούς για να ανακαταλάβουν τα Επτάνησα από τους Γάλλους (1799) και μετά για να απωθήσουν τον αιγυπτιακό στρατό που προχωρούσε προς την Κωνσταντινούπολη (1833). Η Αγγλία και η Γαλλία πολέμησαν στην Κριμαία κατά των Ρώσων ως σύμμαχοι των Οθωμανών (1853-6). Ο ΡΤΕ έχει μόνο εχθρούς.

Ο Απντουλχαμίτ είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη του ισλαμικού κόσμου με την επίκλησή στον Ιερό Πόλεμο, ενώ ο ΡΤΕ έχει γίνει ο βασικός εχθρός του αραβικού κόσμου. Αυτά είναι τα αποτελέσματα όταν οι ευχάριστες αυταπάτες αντικαθιστούν τη γνώση και την κριτική σκέψη.

Μια άλλη ερμηνεία της ακατανόητης συμπεριφοράς του ΡΤΕ είναι ότι - και με την παρότρυνση κάποιων αντιδυτικών κύκλων - παίζει ένα παιχνίδι υπερβολικών απαιτήσεων, που αν στο τέλος δεν επιτύχει θα μπορούσε εναλλακτικά να αλλάξει στρατόπεδο με την απομάκρυνσή του από τη Δύση. Ο ΡΤΕ βλέπει ότι το «μοντέλο» διακυβέρνησης που έχει κατά νου και που θα του εξασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία δεν μπορεί να εφαρμοστεί όντας προσκολλημένος στον Δυτικό Κόσμο.


Οι παράτολμες πρωτοβουλίες του ΡΤΕ δεν συμπίπτουν με τα συμφέρονται της Τουρκίας. Και αυτό είναι κατανοητό. Το καθεστώς είναι προσωποπαγές και η ταύτιση του κράτους με τον ηγέτη απόλυτη. Για να γίνουν κατανοητές οι στρατηγικές της Τουρκίας θα πρέπει πρωτίστως να φανούν τα προσωπικά κίνητρα του ΡΤΕ.

Μια άλλη διάσταση των κινήτρων του ΡΤΕ είναι ότι βρίσκεται δέσμιος των εθνικιστικών συμμάχων του: Των Γκρίζων Λύκων του Μπαχτσελί και των στρατιωτικών με τους οποίους συμμάχησε μετά το πραξικόπημα του 2016. Βέβαια αυτές οι ερμηνείες δεν είναι αλληλοαναιρούμενες. Κάλλιστα θα μπορούσε ο ΡΤΕ να είναι μια σύνθεση αυτών.

-Ο Ηρακλής Μήλλας είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και έχει διδάξει σε διάφορα πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Τουρκίας



ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΖΕΛΗ

Στη σημερινή συγκυρία και η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση, με διαφορετικό τρόπο, οδηγούν τη χώρα σε ένα αδιέξοδο ως προς τις θέσεις τους για τα ελληνοτουρκικά θέματα. Αδιέξοδο που πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε ένα θερμό επεισόδιο και σε στρατιωτική σύγκρουση.

Η κυβέρνηση

Οπως ανέπτυξα σε προηγούμενο άρθρο μου («ΤΑ ΝΕΑ» 19/10/2020) η θέση της κυβέρνησης είναι πως υπάρχει μία μόνο διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η διαφορά σε σχέση με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Μπορεί αυτή η θέση να είναι νόμιμη με βάση της Συνθήκης της Λωζάννης. Σίγουρα όμως κινδυνεύει να οδηγήσει στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων, αν βέβαια αυτές ξεκινήσουν. Αυτό σημαίνει πως ο δρόμος προς τη Χάγη δεν θα είναι δυνατός. Πράγμα αρνητικό, αφού μόνο μια διαιτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου μπορεί να βοηθήσει στη λύση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Διαφορών που όντως υπάρχουν (για παράδειγμα η αποστρατιωκοποίηση των νησιών στην οποία καταφύγαμε λόγω της 4ης Τουρκικής Στρατιάς στη Σμύρνη, διάφορες βραχονησίδες που και οι δύο χώρες θεωρούν δικές τους).

Με βάση τα παραπάνω, όπως πολλοί πιστεύουν, μόνο η Χάγη μπορεί να βοηθήσει. Φυσικά σε αυτή την περίπτωση θα πάρουμε αλλά και θα δώσουμε.

...Και η στρατηγική της κυβέρνησης και αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενέχει πολύ σοβαρούς κινδύνους. Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης είναι η ΝΔ να μην επιμείνει στη μαξιμαλιστική της θέση. Οσο για τον ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία πρέπει να ξεχάσει τη θέση περί επέκτασης των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 μίλια. Πιο γενικά είναι καιρός οι κύριες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία και το ΚΙΝΑΛ, να συμφωνήσουν σε μια κοινή στρατηγική έναντι της Τουρκίας. Είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν είναι δυνατόν να αναβάλλουμε επ' άπειρον μια σοβαρή προσπάθειας συμφιλίωσης, αναβολή που οδηγεί σε σπατάλη και σε εξοπλισμούς. Πρέπει να τα βρούμε με τη γείτονα χώρα και ο μόνος τρόπος είναι μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου. Αλλη λύση δεν υπάρχει...
Οσο για το επιχείρημα ότι η Τουρκία δεν θα προσφύγει στη Χάγη, είναι μια πιθανότητα. Αλλά και η δική μας συμπεριφορά τις προηγούμενες δεκαετίες δείχνει πως και εμείς αποφεύγουμε τη Χάγη. Και αυτό διότι σίγουρα δεν θα πετύχουμε τους μαξιμαλιστικούς μας στόχους. Στόχους που η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι πάντα τους πληρώσαμε ακριβά.

Η αξιωματική
αντιπολίτευση


Η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να επεκτείνει η χώρα τα χωρικά της ύδατα νοτίως της Κρήτης και αργότερα στο Καστελλόριζο είναι επίσης επικίνδυνη. Πολύ απλά ρίχνει λάδι στη φωτιά. Ο Ερντογάν είναι όντως απρόβλεπτος, αλλά σε αυτή την περίπτωση για μια επέκταση από τα 6 στα 12 μίλια η αντίδρασή του είναι σίγουρα προβλέψιμη. Με βάση το περίφημο casus belli θα αντιδράσει αμέσως με βίαιο τρόπο. Σε αυτή την περίπτωση η ΕΕ, εντός της οποίας η Γερμανία και άλλα μέλη της, για διάφορους λόγους, θέλουν να έχουν καλές σχέσεις με την Τουρκία, θα αντιδράσουν στα λόγια αλλά όχι στην πράξη. Το ίδιο θα συμβεί και με τις ΗΠΑ. Οποιος και αν κερδίσει τις επόμενες εκλογές δεν θα μπορέσει να εμποδίσει τη βίαιη αντίδραση του τούρκου Σουλτάνου.

Οσο για την επιβολή σοβαρών κυρώσεων η ΕΕ δεν έχει δείξει ότι τελικά θα κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση. Αλλά ακόμη και αν επιβληθούν κυρώσεις, ο Ερντογάν σίγουρα θα τις αγνοήσει. Γιατί εάν δεν το κάνει, θα μειωθεί κατακόρυφα η δημοτικότητά του στο εσωτερικό της χώρας. Με άλλα λόγια ο τούρκος πρόεδρος είναι αδύνατον να μην αντιδράσει χρησιμοποιώντας βία.

Σίγουρα δεν μας συμφέρει μια ελληνοτουρκική πολεμική σύγκρουση είτε τελικά κερδίσουμε είτε όχι. Ενας πόλεμος θα μας πάει δεκαετίες πίσω οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Αλλά το πιο βασικό είναι πως θα χαθούν ανθρώπινες ζωές σε μια διαμάχη που θα μπορούσε να αποτραπεί.

Συμπέρασμα

Και η στρατηγική της κυβέρνησης και αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενέχει πολύ σοβαρούς κινδύνους. Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της κατάστασης είναι η ΝΔ να μην επιμείνει στη μαξιμαλιστική της θέση. Οσο για τον ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία πρέπει να ξεχάσει τη θέση περί επέκτασης των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 μίλια.

Πιο γενικά είναι καιρός οι κύριες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία και το ΚΙΝΑΛ, να συμφωνήσουν σε μια κοινή στρατηγική έναντι της Τουρκίας. Είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν είναι δυνατόν να αναβάλλουμε επ' άπειρον μια σοβαρή προσπάθειας συμφιλίωσης, αναβολή που οδηγεί σε σπατάλη και σε εξοπλισμούς. Πρέπει να τα βρούμε με τη γείτονα χώρα και ο μόνος τρόπος είναι μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου. Αλλη λύση δεν υπάρχει.

-Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου