"Εφ.Συν", 27/10/20 |
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΝΤΕΝ
Ο Νίκος Τόσκας («Εφ.Συν.», 23/10) ασκεί πολεμική σε άρθρο μου («Εφ.Συν.», 19/10) για τα ελληνοτουρκικά. Με κατηγορεί για σύγκλιση με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά σε «συμβιβαστική» γραμμή, πως αποσιωπώ την τουρκική επιθετικότητα και εξαπατώ τους πασιφιστές που δεν θέλουν πόλεμο, αλλά «ούτε και την υποταγή με άλλους τρόπους», που δήθεν πρεσβεύω εγώ. Αντιπαρέρχομαι ορισμένα στοιχεία του άρθρου που δεν συμβάλλουν σε μια σοβαρή συζήτηση, όπως η επιλεκτική παράθεση αποσπασμάτων του δικού μου άρθρου, ο ισχυρισμός πως οι απόψεις μου είναι ανειλικρινείς («πονηρός» που εξαπατά τους «αφελείς»), καθώς και η μονοπώληση του πατριωτισμού από μέρους του αρθρογράφου. Απαντώ στα επιχειρήματα.
Περί τουρκικής επιθετικότητας
Τουρκική επιθετικότητα υπάρχει. Η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει εκτροχιασθεί, καθώς ο ισλαμικός μεγαλοϊδεατισμός του Ερντογάν υπερβαίνει κατά πολύ τη θεμιτή επιδίωξη ενός μεγαλύτερου διεθνούς ρόλου για μια ανερχόμενη δύναμη. Πρέπει όμως να μην υπερβάλλουμε, να βλέπουμε τι, αν και πόσο απειλεί εμάς, ποια είναι τα νόμιμα συμφέροντα και ευαισθησίες του άλλου και ποια αντίδραση είναι αποτελεσματική.
Οι επεμβάσεις σε Συρία και Ιράκ, η ανάμειξη στη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν είναι απαράδεκτες. Ομως όλες οι κινήσεις της Τουρκίας δεν είναι καταδικαστέες. Η αντίθεση στη δυτική πολιτική στη Γάζα και στον τυχοδιωκτισμό του Νετανιάχου, η επισήμανση πως στη Λιβύη αναμειγνύονται, ως μη έδει, και άλλες ξένες δυνάμεις (π.χ. Γαλλία), η αγορά των S-400, κατά τη γνώμη μου δεν είναι καταδικαστέες και κακώς η Ελλάδα ευθυγραμμίζεται σ’ αυτά με τους αντιπάλους της Αγκυρας.
Η τουρκική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο περιέχει πολλά επιθετικά και προκλητικά στοιχεία και διεκδικήσεις που συχνά αντιβαίνουν στο Διεθνές Δίκαιο. Μερικές τουρκικές θέσεις δεν επιδέχονται συζήτηση, άλλες όμως είναι εν μέρει βάσιμες ή αντισταθμίζουν δικές μας όχι πλήρως βάσιμες ή και μαξιμαλιστικές θέσεις και ενέργειες. Αυτές θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου, διαπραγματεύσεων ή και διαιτησίας. Ας δούμε μερικές τουρκικές θέσεις:
■ Οι πλέον παράνομες και επιθετικές –μη συζητήσιμες– τουρκικές πολιτικές είναι το casus belli, η κατά καιρούς διεκδίκηση νησιών, οι υπερπτήσεις νησιών. Χρονολογούνται από αρκετές δεκαετίες στη διάρκεια των οποίων κατορθώσαμε να συνυπάρξουμε χωρίς πόλεμο. Σε μια ρύθμιση των διαφορών μας, οι πολιτικές αυτές θα πρέπει ασφαλώς να εγκαταλειφθούν, αλλά είναι παραπλανητικό να τις εμφανίζουμε σήμερα ως «νέα» προκλητικότητα.
■ Παράνομη είναι η συνεχιζόμενη κατοχή της βόρειας Κύπρου, η μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αναγνώριση της «ΤΔΒΚ», οι εξορύξεις στην κυπριακή ΑΟΖ. Ομως η ανώμαλη αυτή κατάσταση έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, όπου η ελληνική πλευρά έχει μεγάλο μερτικό ευθύνης. Ο δρόμος για να τερματιστεί η ανωμαλία δεν είναι άλλος από τη λύση στο πλαίσιο που θέτει ο ΟΗΕ. Δύο φορές την προηγούμενη εικοσαετία η λύση ναυάγησε με κύρια ευθύνη των Ελληνοκυπρίων και της Ελλάδας. Ο κ. Τόσκας μάς θυμίζει πως οι Τούρκοι έχουν 50.000 στρατό στην Κύπρο, παραλείπει όμως να πει πως θα μπορούσαν να έχουν σήμερα μερικές μόνο εκατοντάδες (με ίσο ή και περισσότερο ελληνικό στρατό), αν η δική μας πλευρά δεν επέμενε στην πλήρη αποχώρηση όλων.
■ Η Τουρκία υποστηρίζει πως τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα. Αυτό αντιβαίνει στο Διεθνές Δίκαιο. Ομως το Διεθνές Δίκαιο δεν δέχεται και πως τα νησιά έχουν πάντα πλήρη επήρεια. Η Ελλάδα το αναγνώρισε στις Συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο. Η Αγκυρα άφησε να εννοηθεί πως δέχεται επήρεια νησιών, όταν επικρότησε την Ελληνοϊταλική Συμφωνία. Προφανώς η εύλογη λύση είναι κάπου ανάμεσα στα δύο άκρα. Τι μας εμποδίζει να το διακηρύξουμε; Αν αναγνωρίζαμε πειστικά πως δεν επιθυμούμε να αποκλείσουμε την Τουρκία από Αιγαίο και Μεσόγειο, θα παραμερίζαμε ένα μεγάλο εμπόδιο.
■ Οι σεισμικές έρευνες της Τουρκίας αποτελούν μονομερείς και προκλητικές ενέργειες, άρα καταδικαστέες. Η διαμάχη αφορά διαφιλονικούμενες θαλάσσιες ζώνες, όμως τόσο η Αγκυρα όσο και εμείς τις θεωρούμε δικές μας και συμπεριφερόμαστε αναλόγως με προκλήσεις για την άλλη πλευρά. Η διαμάχη αυτή σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την προσφυγή σε στρατιωτικά μέσα. Και οι δύο πλευρές συμφωνούν πως η λύση θα προκύψει από διάλογο και, ενδεχομένως, από διεθνή διαιτησία. Τόσο δύσκολο είναι να πέσουν οι τόνοι;
Αν πραγματικά επιθυμούμε λύση, σε κάποια από τα ζητήματα θα πρέπει να υποχωρήσουμε (βλέπε Πρέσπες). Δεν γίνεται να θεωρείται αυτονόητο πως δεν θα υποχωρήσουμε από τα δίκαιά μας, αλλά όταν λένε το ίδιο οι Τούρκοι να θεωρείται πρόκληση. Οσοι προκρίνουμε τον διάλογο, έχουμε πλήρη συνείδηση των τουρκικών προκλήσεων, αλλά δεν αγνοούμε και τις δικές μας, καθώς και τους συσχετισμούς, εκτιμούμε δε πως το εθνικό συμφέρον υπηρετείται από την ειρηνική επίλυση και όχι από δυναμικές που οδηγούν σε στρατιωτική σύγκρουση, προνομιούχο πεδίο για την Τουρκία.
Κριτική από ποια σκοπιά στην κυβερνητική πολιτική;
Για τον Ν. Τόσκα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη «επιθυμεί να συμβιβαστεί» για την εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων και υπό την πίεση των ξένων. Εδώ πράγματι διαφωνούμε. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα δεν είναι πως η κυβέρνηση (όπως εξάλλου και οι προηγούμενες) είναι υποχωρητική, αλλά το ακριβώς αντίθετο, πως ακολουθεί –με αμφιταλαντεύσεις– μια αδιέξοδη, μαξιμαλιστική γραμμή, πιεζόμενη από ένα ισχυρό διακομματικό εθνικιστικό λόμπι και μια κοινή γνώμη που γαλουχείται επί γενεές στον εθνικισμό, σήμερα, δε, «ντοπάρεται» από ένα εν πολλοίς ελεγχόμενο σύστημα ΜΜΕ. Η πολιτική αυτή δεν απαντά αποτελεσματικά στην πολιτική της Αγκυρας. Αντίθετα κινδυνεύει να μας οδηγήσει σε καταστροφή, όπως συνέβη το 1897, το 1922 και το 1974. Συνεπώς η κριτική στην κυβέρνηση, πολλώ δε μάλλον μια αριστερή κριτική, πρέπει να είναι από αντιεθνικιστική, όχι από εθνικιστική σκοπιά.
Ο κ. Τόσκας φαίνεται να διακρίνει στη Δεξιά μόνο «συμβιβαστικούς» νεοφιλελεύθερους. Στο οπτικό του πεδίο δεν υπάρχουν υπερπατριώτες, τουρκοφάγοι, άνθρωποι που όπως ο Σαμαράς απορρίπτουν κάθε διάλογο, όπως ο Α/ΓΕΕΘΑ δηλώνουν «Πρώτα πυροβολώ και μετά ερωτώ» και όπως ο υπουργός Αμυνας σαμποτάρουν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης της ίδιας της κυβέρνησής του. Ισως όλοι αυτοί να είναι με το μέρος των πατριωτών, αφού και αυτοί καταγγέλλουν τους «συμβιβαστικούς». Οσον με αφορά, νομίζω πως πρέπει να στηρίζουμε τους μετριοπαθείς, όταν ακολουθούν τον δρόμο της λογικής, όχι τους «Σαμαράδες».
Εξάλλου, ο ξένος παράγοντας δεν κινείται μόνο με οικονομικά κίνητρα. Υπάρχει και συμφέρον και ενδιαφέρον για ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή, άρα και για αμοιβαία αποδεκτή λύση, πράγμα ευπρόσδεκτο. Οι απλουστεύσεις οδηγούν σε έναν αντιευρωπαϊκό μανιχαϊσμό και την καταγγελία της «φιλοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας» που, συνάγει κανείς πως για τον αρθρογράφο, αντιπαρατίθεται στην «καλή» αντιευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, στους «πατριώτες» σοσιαλιστές της εποχής Κουτσόγιωργα και Τσοχατζόπουλου που πολεμούσαν το «σημιτικό μπλοκ».
Πασιφισμός και δίκαιοι πόλεμοι
Οι σοσιαλιστές, γράφει ο κ. Τόσκας, διαφέρουν από τους πασιφιστές και τους αναρχικούς, γιατί δέχονται πως υπάρχουν δίκαιοι πόλεμοι. Και προσθέτει μερικά ηρωικά περί 1821 και Ρήγα Φεραίου. Μα, αγαπητέ κ. Τόσκα, αφού ανατρέχετε στην Ιστορία, γνωρίζετε πως πρωταγωνιστές στον δίκαιο πόλεμο κατά των Γερμανών κατακτητών ή στο Βιετνάμ ήταν οι κομμουνιστές. Οι δικές μου αποσκευές είναι από αυτόν τον χώρο, οπότε μάλλον επιλέγετε λάθος στόχο, όταν με καταγγέλλετε για πασιφισμό. Θα πρέπει όμως επίσης να γνωρίζετε πως η Αριστερά, ιδίως δε οι σοσιαλιστές, υποστήριξαν συχνά και άδικους πολέμους και επιθετικές ενέργειες: στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Αλγερία ή με το μακεδονικό εμπάργκο του Ανδρέα Παπανδρέου. Το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ ερωτοτροπούσε με σαφώς εθνικιστικές θέσεις και είναι λάθος αυτές να «εισάγονται» στον ΣΥΡΙΖΑ.
Για να έρθουμε όμως στο προκείμενο, αν η χώρα υποστεί επίθεση και θίγεται ζωτικά η εθνική μας κυριαρχία, φυσικά και θα πρέπει να αμυνθούμε. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ισχυρή άμυνα. Σήμερα όμως δεν απειλείται η εθνική μας ανεξαρτησία. Συνεπώς η πολεμική υστερία δεν δικαιολογείται. Ούτε υπερεξοπλισμοί που επιβάλλονται για λόγους άλλους από το εθνικό μας συμφέρον.
Ο τίτλος του άρθρου του Ν. Τόσκα είναι «Ποιος είναι υπέρ της ειρήνης;» και εννοεί πως την ειρήνη υπηρετούν οι δικές του απόψεις και όχι οι δικές μου. Ας μου επιτρέψει να διαφωνήσω. Και να παρατηρήσω πως, τον τελευταίο καιρό, στην Αριστερά στη χώρα μας τείνει να επικρατήσει μια οργουελιανή γλώσσα. Ορκιζόμαστε στην ειρήνη, αλλά συμπλέουμε ή και πλειοδοτούμε σε λόγια και πολιτικές που μας οδηγούν στον πόλεμο. Το «Διάλογος ή πόλεμος» δεν είναι καθόλου «ψευτοδίλημμα». Ας ελπίσουμε πως δεν θα το διαπιστώσουμε άσχημα στην πράξη.
*Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου