οι κηπουροι τησ αυγησ

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Η στρατηγική των κυρώσεων, στην οποία επενδύει η κυβέρνηση –και ακόμη περισσότερο η αντιπολίτευση– βασίζεται σε αυταπάτες. Είναι όμως και επικίνδυνη, διότι οδηγεί κι αυτή, έστω με μικρή παράκαμψη, στη σύγκρουση. Μα αν κάνουμε πίσω τώρα, μας αντιτείνουν, η χώρα θα χάσει κάθε αξιοπιστία. Πρόκειται για επιχείρημα που οδηγεί στον χορό του Ζαλόγγου ή, έστω, στο κάθε πέρσι και καλύτερα. Ας επαναλάβουμε πως δεν απειλείται η εθνική μας κυριαρχία. Πόλεμος δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο για διαφωνίες περί τις ΑΟΖ. Η εγκατάλειψη μιας αδιέξοδης και μαξιμαλιστικής στάσης και η ειλικρινής ετοιμότητα για διάλογο δεν πλήττει το κύρος μας, το ενισχύει, κατατάσσοντάς μας στα ώριμα κράτη που έχουν αυτοπεποίθηση....

Από την  ντουντούκα της ΣΥΡΙΖΑίϊκης προπαγάνδας

"Εφ.Συν", 19/10/20

Σωτήρης Βαλντέν*

«Η κόκκινη γραμμή είναι η εθνική κυριαρχία, και όταν λέμε εθνική κυριαρχία εννοούμε αυτονοήτως τα εθνικά χωρικά ύδατα τα οποία σήμερα είναι προσδιορισμένα στα έξι ναυτικά μίλια […]. Οι εύκολοι λεονταρισμοί για την επέκταση μονομερώς στα 12 μίλια που αποτελεί ένα δικαίωμα της ελληνικής Πολιτείας και το οποίο θα ασκήσει σε χρόνο τον οποίο η ίδια θα επιλέξει, δεν είναι ένα θέμα το οποίο μπορεί να τεθεί εν θερμώ» (Γιώργος Γεραπετρίτης, Alpha 14/10).

Επιτέλους μια σαφής τοποθέτηση της κυβέρνησης που αποκλείει τη στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία (αφού ουδέποτε ετέθη ζήτημα παραβίασης των έξι μιλίων) και απαντά στην ανεύθυνη και δημαγωγική τοποθέτηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Αν όμως τα πράγματα έχουν όπως δηλώνει ο κ. Γεραπετρίτης –και ελπίζω η κυβέρνηση να παραμείνει σ’ αυτή τη γραμμή–, τίθεται το ερώτημα: Προς τι η επί μήνες κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεών μας που επέφερε την αντίστοιχη κινητοποίηση των Τούρκων; Προς τι οι «επακουμβήσεις»;

Προς τι τα συνεχή στρατιωτικά γυμνάσια, οι ασκήσεις με Γάλλους και Αραβες που μας στοιχίζουν εκατομμύρια; Προς τι η εξαγγελία με τυμπανοκρουσίες τεράστιων εξοπλιστικών δαπανών; Προς τι η συστηματική καλλιέργεια πολεμικού κλίματος από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ και τους ενσωματωμένους σ’ αυτά τουρκοφάγους σχολιαστές; Είναι προφανές πως «πατάμε σε δύο βάρκες». Ή τότε θα πρέπει να ρωτήσουμε ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο.

Κάποιοι στην κυβέρνηση και στη διπλωματία μας έκαναν το παν για να μην πάμε σε διάλογο με τη γείτονα και θα είναι ικανοποιημένοι που φαίνεται να το πετυχαίνουν.

Γι’ αυτό σαμποτάραμε τον διάλογο τον Αύγουστο υπογράφοντας μία μέρα πριν από την εξαγγελία του τη Συμφωνία με την Αίγυπτο. Γι’ αυτό αντισταθήκαμε όσο μπορούσαμε στη μεσολάβηση Στόλτενμπεργκ. Γι’ αυτό διαφημίσαμε τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσο γίνεται πιο προσβλητικά για τους Τούρκους.

Γι’ αυτό πολλαπλασιάσαμε τα στρατιωτικά γυμνάσια και εξαγγείλαμε άσκηση για την ημέρα της εθνικής γιορτής της Τουρκίας, παραβαίνοντας τα συμφωνημένα και υποστηρίζοντας ψευδώς πως αυτή ήρξατο χειρών αδίκων. Γι’ αυτό, τέλος, διακηρύσσουμε urbi et orbi πως δεν συζητάμε παρά μόνο οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα, υπαναχωρώντας από το «κεκτημένο» των διερευνητικών συνομιλιών του παρελθόντος (Χρ. Ροζάκης, «Τα Νέα», 12/10).

Οχι διάλογος λοιπόν, με διάφορα προσχήματα και ελπίζοντας να μας βοηθήσει σ’ αυτό και ο Ερντογάν με τις προκλήσεις του. Ποια είναι όμως η ελληνική στρατηγική;

Η στιγμή είναι κατάλληλη, μας λένε κάποιοι, για ένα «μάθημα» στον Ερντογάν. Ο Τούρκος ηγέτης έχει ξεσαλώσει και ανοίγει όλα τα μέτωπα: Συρία, Λιβύη, S-400, Καύκασος, Κύπρος. Η οικονομία του είναι εύθραυστη. Η Γαλλία και μερικοί ακόμη τον στοχοποιούν για δικούς τους λόγους (ηγεμονία στη Μεσόγειο, ισλαμοφοβία). Το Ισραήλ επίσης. Οι ΗΠΑ λόγω Ρωσίας και ελληνικού λόμπι προεκλογικά. Και η Μόσχα αμφιταλαντεύεται.

Ποιο μπορεί να είναι όμως αυτό το «μάθημα» και πόσο μας συμφέρει;

Φαίνεται πως υπάρχουν και τρελοί που προκρίνουν τη στρατιωτική σύγκρουση. Ηδη επεξεργάζονται σχέδια για το πώς θα χρεώσουμε την έναρξή της στην άλλη πλευρά. Διαβάζουμε και εκτιμήσεις για το ποιος έχει τα καλύτερα όπλα ή και λεονταρισμούς πως «θα τους συντρίψουμε».

Οι πολεμοχαρείς δεν είναι όμως οι περισσότεροι. Οι περισσότεροι –και ανάμεσά τους θέλω να πιστεύω και ο πρωθυπουργός– έχουν συνείδηση πως ένας πόλεμος θα ήταν εθνική συμφορά. Πως δεν θέλουμε φέρετρα για τους νέους μας. Πως ακόμη και ένας νικηφόρος πόλεμος θα σήμαινε για την οικονομία και την ασφάλειά μας ασήκωτα βάρη και απειλές επί δεκαετίες. Πως ακόμη και στο «καλύτερο» σενάριο μιας αντιπαράθεσης Ευρώπης και όχι Ελλάδας με την Τουρκία, εμείς θα υποστούμε πρώτοι τις συνέπειες, πολεμικές και άλλες. Αφήνω τι θα σήμαινε μια στρατιωτική ήττα που δεν μπορεί βέβαια να αποκλειστεί.

Αν απορρίψουμε τον πόλεμο, ποια είναι τότε η στρατηγική μας;

Ακούγαμε μέχρι πρόσφατα πως είναι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις, και μάλιστα πως η επιβολή τους θα διευκολυνόταν από ένα κλίμα έντασης. Ομως, όπως διαφαίνεται και από την τελευταία συνάντηση κορυφής, ούτε και με την ένταση αποφασίζονται. Αν τελικά επιβληθούν, θα είναι το πιθανότερο συμβολικές. Αλλά και αν ακόμη «δαγκώνουν», πράγμα ακόμη πιο απίθανο, οι επιπτώσεις τους στην Τουρκία δεν θα φανούν βραχυπρόθεσμα.

Ως Ελλάδα, τι ακριβώς επιδιώκουμε με τις κυρώσεις;

Φαντασιώνεται κανείς ότι το αποτέλεσμα κυρώσεων (συμβολικών ή μη) θα ήταν η Αγκυρα να βάλει την ουρά κάτω από τα σκέλια και να υποχωρήσει; Πως θα έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δικούς μας όρους; Το πιθανότερο είναι να αντιδράσει με σκλήρυνση των πολιτικών της.

Η τουρκική κοινή γνώμη να συσπειρωθεί γύρω από τον Ερντογάν. Και με δεδομένο τον χαρακτήρα του, δεν μπορεί να αποκλειστεί και κάποιος επιθετικός αντιπερισπασμός. Προσβλέπουμε μήπως στην κατάρρευση της Τουρκίας; Μα αυτή ούτε πιθανή είναι και ασφαλώς δεν θα συμβεί στο προσεχές μέλλον. Εξάλλου ούτε και εμάς συμφέρει το χάος στη γειτονιά μας.

Πού ποντάρουμε λοιπόν;

Οι κυρώσεις προβλήθηκαν αρχικά ως υποκατάστατο του πολέμου: «Τέλος προκλήσεων ή κυρώσεις», έλεγε ο πρωθυπουργός, αντί για «τέλος προκλήσεων ή αποτροπή» που υπέβοσκε ως δίλημμα προηγουμένως. Πράγματι, οι κυρώσεις είναι προτιμότερες από τον πόλεμο, όμως η τακτική αυτή πάσχει: πρώτον, γιατί δεν είναι πιθανό να επιβληθούν σοβαρές κυρώσεις και, δεύτερον, και κυριότερο, επειδή τίθεται το ερώτημα «Μετά τις κυρώσεις, τι;».

Κάθε λογικός άνθρωπος κατανοεί πως είτε επιβληθούν είτε όχι κυρώσεις, θα βρεθούμε πάλι στο σημείο όπου ξεκινήσαμε. Μόνο που η ένταση θα έχει κλιμακωθεί παραπέρα και θα γίνεται καθημερινά δυσκολότερο να ανακοπεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Εχουμε ήδη προχωρήσει πολύ σ’ αυτό τον δρόμο.

Η στρατηγική των κυρώσεων, στην οποία επενδύει η κυβέρνηση –και ακόμη περισσότερο η αντιπολίτευση– βασίζεται σε αυταπάτες. Είναι όμως και επικίνδυνη, διότι οδηγεί κι αυτή, έστω με μικρή παράκαμψη, στη σύγκρουση.

Μα αν κάνουμε πίσω τώρα, μας αντιτείνουν, η χώρα θα χάσει κάθε αξιοπιστία. Πρόκειται για επιχείρημα που οδηγεί στον χορό του Ζαλόγγου ή, έστω, στο κάθε πέρσι και καλύτερα. Ας επαναλάβουμε πως δεν απειλείται η εθνική μας κυριαρχία. Πόλεμος δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο για διαφωνίες περί τις ΑΟΖ. Η εγκατάλειψη μιας αδιέξοδης και μαξιμαλιστικής στάσης και η ειλικρινής ετοιμότητα για διάλογο δεν πλήττει το κύρος μας, το ενισχύει, κατατάσσοντάς μας στα ώριμα κράτη που έχουν αυτοπεποίθηση.

Τι μπορούμε να κάνουμε σήμερα;

Να αποκλείσουμε την πολεμική αντιπαράθεση, τερματίζοντας τα στρατιωτικά μέτρα και τη ρητορική και τη δυναμική που οδηγεί σε αυτά. Να εγκαταλείψουμε τις κυρώσεις, εμμένοντας βέβαια στη διεθνή καταδίκη και τον τερματισμό μονομερών και προκλητικών ενεργειών (από τις οποίες θα πρέπει να απέχουμε και εμείς). Κυρίως όμως να στραφούμε στην προσπάθεια έναρξης και επιτυχίας ουσιαστικού διαλόγου και διαπραγματεύσεων με την ίδια την Τουρκία, εγκαταλείποντας τη νοοτροπία του μικρού που περιμένει να τον σώσει ο μεγάλος του αδελφός. Στο πλαίσιο αυτό, θα έπρεπε:

■ Να δηλώσουμε πειστικά και με αντίστοιχες κινήσεις πως στόχος της πολιτικής μας δεν είναι ο αποκλεισμός της Τουρκίας από τη Μεσόγειο και το Αιγαίο και να αναγνωρίσουμε το προφανές: πως η έκταση της επήρειας των νησιών μας για τον καθορισμό της ΑΟΖ είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή διαιτησίας.

■ Να σταματήσουμε τις προσπάθειες «περικύκλωσης» της Τουρκίας με ανούσιες και προκλητικές κινήσεις και συμμαχίες (Ισραήλ, Ιράκ, Αρμενία, Κούρδοι κ.λπ.).

■ Να δείξουμε ευελιξία στο ζήτημα της ατζέντας του διαλόγου, διαχωρίζοντας τις διερευνητικές συνομιλίες, όπου προφανώς θα τεθούν οι θέσεις και των δύο πλευρών, όχι μόνο οι δικές μας, από τις καθαυτό διαπραγματεύσεις, όπου η ατζέντα θα πρέπει να συμφωνηθεί, και φυσικά όχι με υιοθέτηση των θέσεων της μιας μόνο πλευράς.

■ Να τερματιστεί η πρακτική της καθοδήγησης των ΜΜΕ σε εθνικιστική κατεύθυνση και, αντίθετα, να ασκηθεί η επιρροή των αρχών υπέρ της μετριοπάθειας και της αντικειμενικής πληροφόρησης.

■ Να στηρίξουμε την κυπριακή ηγεσία για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά όχι για τη συνέχιση μιας απορριπτικής στάσης.

Το δίλημμα «διάλογος ή πόλεμος» δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Ολοι καταλαβαίνουν πως τα περιθώρια στενεύουν ασφυκτικά.

* Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου