Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 05.11.19 |
ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ*
Υστερα από χρόνια δισταγμών και καθυστερήσεων και, συγκεκριμένα, 13 χρόνια μετά την πρώτη νομοθέτηση της αποτέφρωσης (2006), τέθηκε προ ημερών σε λειτουργία το πρώτο ιδιωτικό (Crem Services S.A.) αποτεφρωτήριο στη Ριτσώνα Ευβοίας (βλ. αφιέρωμα του «Κ» της 13/10, σ. 14-19). Είναι γεγονός ότι η αποτέφρωση των νεκρών στην Ελλάδα απασχόλησε τα δικαστήρια πολύ πριν επιχειρηθεί η νομοθέτησή της ως ατομικού δικαιώματος. Ετσι, ήδη το 1943, το Πρωτοδικείο Αθηνών απορρίπτει, με αμιγώς θεολογικά κριτήρια, αίτηση για να ιδρυθεί «Εταιρεία προς διάδοσιν της καύσεως των νεκρών»…
Η πρώτη νομοθέτηση της αποτέφρωσης το 2006, προϊόν «έντιμου» συμβιβασμού πολιτείας και Εκκλησίας, αποδεικνύεται ατελής, καθώς διακρίνεται από έναν αχρείαστο «σχετικισμό», που διακινδυνεύει τη συνταγματικότητά της. Πιο συγκεκριμένα, αν και η πολιτεία πρέπει να νομοθετεί με γενικής ισχύος ρυθμίσεις και να μην εξαιρεί, με κριτήριο τη θρησκεία, από την κανονιστική της εξουσία ένα οποιοδήποτε τμήμα του κοινωνικού συνόλου, η αποτέφρωση, εν προκειμένω, νομοθετείται, ως μη ώφειλε, περιοριστικώς «για όσους οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις επέτρεπαν τη μετά θάνατον αποτέφρωση». Με τον τρόπο αυτό αποκλείονται εξ ορισμού τα μέλη της επικρατούσας Ορθόδοξης Εκκλησίας, η αντίθεση της οποίας στην αποτέφρωση ουσιαστικώς προεξοφλείται…
Πράγματι, η ολόσωμη και μόνιμη ταφή του νεκρού σώματος –που δεν ακολουθείται από την αναγκαστική εκταφή– αποτελεί θεμελιώδη πρακτική της ορθόδοξης παράδοσης και συγχρόνως την εξωτερική προϋπόθεση της αναστάσεώς του, αν και από την τελευταία δεν μπορούν ασφαλώς να εξαιρεθούν εκείνοι των οποίων δεν σώζονται υλικά υπολείμματα της επίγειας παρουσίας τους. Παρόλο, επομένως, που η ταφή δεν συνάπτεται με το δόγμα, η συνεχής και αδιατάρακτη εφαρμογή της, με συνείδηση μάλιστα δικαίου (opinio juris), έχει δημιουργήσει ένα γενικό εκκλησιαστικό έθιμο, που δεν μπορεί να αγνοείται. Το ζήτημα απασχόλησε την ελλαδική Εκκλησία, το πρώτον, το έτος 1937, όταν η Ιερά Συνόδου της Ιεραρχίας, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου Α΄ [Παπαδόπουλου], απέκρουσε ομοφώνως την καύση των νεκρών, ως αντίθετη με την «ομοιόμορφον και αδιάσπαστον πράξιν αυτής»…
Η νομοθετική αστοχία του έτους 2006 αποκαθίσταται μόλις ύστερα από μία οκταετία (2014), οπότε η αποτέφρωση, ως εναλλακτικός τρόπος για τη μετά θάνατον διάθεση του σώματος, νομοθετείται, ορθώς, ως δυνατότητα για το σύνολο των πολιτών, αδιακρίτως των θρησκευτικών και γενικώς των κοσμοθεωρητικών πεποιθήσεων των τελευταίων. Τούτο ασφαλώς δεν σημαίνει υποχρέωση κανενός να την αποδεχθεί. Ετσι, ακόμα και ο ορθόδοξος χριστιανός μπορεί, εκ του νόμου, να προσχωρήσει πλέον σε αυτή την επιλογή. Είναι, επίσης, όμως προφανές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να ζητήσει από τους πιστούς της να εξακολουθήσουν να προτιμούν την ταφή από την καύση, ο δε αντιρρησίας πιστός θα πρέπει να υπολογίζει στις επιτιμιακές ποινές που εκείνη, όπως έχει δικαίωμα, θα αποφασίσει, και βεβαίως θα σταθμίσει εάν πρέπει, να του επιβάλει… Στην ίδια συνάφεια, ο πιστός που επιλέγει, καθό έχει ασφαλώς επίσης δικαίωμα, αντί της ταφής, την καύση, δεν νομιμοποιείται να αξιώνει από την Εκκλησία να τελέσει, και στην περίπτωσή του, την εκκλησιαστική κήδευση και ακολούθως τα ιερά μνημόσυνα… Τούτο, μάλιστα, ούτε η πολιτεία μπορεί να της το επιβάλει… Είναι, ασφαλώς, τελείως διαφορετικό ζήτημα εάν η Εκκλησία θα δεχθεί, με δική της πρωτοβουλία, στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησής της, που απορρέει από το δικαίωμά της στη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 Συντ.), να επιτρέψει, κατ΄ οικονομίαν (= λόγω επιείκειας και συγκατάβασης), να συνοδεύσουν τον νεκρό στο ξόδι του οι παραμυθητικές ευχές της… Σημειωτέον ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, με συνοδική εγκύκλιο, τον Οκτώβριο 2014, επέτρεψε, εν προκειμένω, απλώς την τέλεση τρισαγίου κατά την ποιμαντική σύνεση και κρίση του οικείου μητροπολίτη...
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ασύγγνωστη καθυστέρηση της πολιτείας να καταστήσει εφικτή την άσκηση ενός νομοθετημένου δικαιώματος, που οφείλεται τόσο στις αντιδράσεις της Εκκλησίας όσο και στις συνεχόμενες περιδινήσεις γύρω από το ζήτημα –σημειωτέον ότι από το 2006 μέχρι σήμερα επιμέρους ζητήματα της αποτέφρωσης ρυθμίζουν περί τα 15 νομοθετήματα (από τον ν. 3448/2006 στον ν. 4555/2018)–, προσέβαλε τον νομικό πολιτισμό μας. Η πρόσφατη λειτουργία του πρώτου αποτεφρωτηρίου μόνο ως δικαίωση του αυτονοήτου μπορεί να αντιμετωπιστεί…
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.
Έντυπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου