Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
Ομάδες ατόμων
Μέσα σε μία εβδομάδα: Ομάδα ατόμων καταλαμβάνει παράνομα πανεπιστημιακό χώρο στο campus του ΑΠΘ, τον οποίο αναγνωρίζει ως «στέκι» της. Ο χώρος είχε προηγουμένως εκκενωθεί από την Αστυνομία, αλλά ανακαταλήφθηκε. Ομάδα ατόμων εισβάλλει στη Νομική, διακόπτει εκδήλωση επαγγελματικής δικτύωσης, επιτίθεται στους παρευρισκομένους και τραυματίζει έναν φοιτητή. Ομάδα ατόμων εμφανίζεται σε βιβλιοπωλείο στην Αθήνα για να διακόψει βιαίως εκδήλωση για τα Τέμπη, που δεν ανταποκρίνεται ιδεολογικά στο πλειοψηφικό «αντισυστημικό» πνεύμα. Τους υπαιτίους των παραπάνω επιθέσεων συνδέει ένα αδιόρατο νήμα: δεν κατονομάζονται, δεν προσδιορίζονται, δεν εξειδικεύονται με κάποιον τρόπο. Είναι «ομάδες ατόμων» και κάτω από αυτό το πέπλο ταυτοτικής ασάφειας μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να αναλάβουν την παραμικρή ευθύνη για τις πράξεις τους. Επιπτώσεις, άλλωστε, υφίστανται μόνο τα υπαρκτά πρόσωπα· οι «ομάδες ατόμων» έχουν εξ ορισμού κάτι μη προσωπικό, σχεδόν φαντασματικό: εμφανίζονται από το πουθενά, εξαφανίζονται ως διά μαγείας και κανείς δεν μπορεί να τις πιάσει.
Χαμένο στοίχημα
Σε ό,τι αφορά τους πανεπιστημιακούς χώρους, το στοίχημα από την πλευρά της κυβέρνησης έχει χαθεί. Δεν έχει σημασία αν η Αστυνομία παίζει λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα το καθιερωμένο κυνηγητό της με την κοινότητα των μπάχαλων· δεν έχει σημασία αν οι τελευταίοι ιδιοποιούνται τη δημόσια περιουσία με μικρότερη ή μεγαλύτερη ευκολία απ’ ό,τι πιο παλιά (πρέπει να είναι πολύ χαμηλά ο πήχυς για να μας απασχολούν αυτά). Από τη στιγμή που οι γνωστές ακροαριστερές παραφυάδες έχουν ακόμη τη δυνατότητα να παρεισφρέουν απρόσκοπτα σε σχολές προκειμένου να πατάξουν/εκδιώξουν αντιφρονούντες, ή και να διατηρούν μόνιμη παρουσία στα Ιδρύματα, λες και πρόκειται για ιδιωτικούς τους χώρους, δεν υπάρχει λόγος συζήτησης για μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση έχει παραιτηθεί από τον εκπεφρασμένο στόχο της και περιορίζεται σε τυπικές καταδίκες κατόπιν εορτής, όπως επιτάσσει η παραδοσιακή τελετουργία σύγκρουσης - κατευνασμού. Δεν υπάρχει ούτε πρόθεση ούτε σχέδιο για αλλαγή.
Το κακό προηγούμενο
Αν το οργανωμένο κράτος αδυνατεί να αντιμετωπίσει τους διάφορους πυρήνες αυτονομημένης εξουσίας εντός των πανεπιστημίων, δηλαδή σε περιοχές άμεσης εποπτείας και αρμοδιότητάς του, τι φανταζόμαστε ότι θα κάνει έξω από αυτές; Αν οι τραμπούκοι δρουν ανενόχλητοι εκεί όπου δεν θα έπρεπε καν να τους επιτρέπεται η είσοδος, πόσο πιθανό είναι να προστατευθούν από αυτούς οι θαμώνες ενός βιβλιοπωλείου στο οποίο η είσοδος είναι ελεύθερη; Η απροθυμία του κράτους να διαφυλάξει την ασφάλεια των πανεπιστημίων έχει δημιουργήσει ένα προηγούμενο, το οποίο παράγει αποτελέσματα και πέραν αυτών: πλέον η βία με πολιτικό υπόβαθρο, πραγματικό ή ψευδές, αντιμετωπίζεται από το κράτος με ενδοτισμό, όπου κι αν σημειώνεται. Εκείνοι που τα σπάνε στο Σύνταγμα ή μπουκάρουν σε βιβλιοπωλεία απολαμβάνουν την ίδια κάλυψη με αυτούς που επιβάλλουν την ιδεολογική ορθοδοξία στα πανεπιστήμια. Ας τους αφήσουμε να κάνουν ό,τι θέλουν, μη μας πουν και φασίστες. Αυτό μοιάζει να είναι το κυβερνητικό σκεπτικό.
Ποιο είναι το πρόβλημα;
Η έκταση του προβλήματος οφείλεται κυρίως στο ότι οι απόψεις διίστανται ως προς το αν το πρόβλημα είναι πρόβλημα. Δεν είναι, δηλαδή, ότι κάθισαν όλα τα πολιτικά μυαλά της χώρας να βρουν έναν τρόπο καταπολέμησης της βίας εντός κι εκτός των πανεπιστημίων και απέτυχαν να καταλήξουν κάπου· αυτό που συμβαίνει είναι ότι για πολλούς η βία δεν είναι ακριβώς βία (αλλά, ενδεχομένως, παρέμβαση), ενώ, ακόμη κι αν είναι όντως βία, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι καταδικαστέα. Εχει σπαταληθεί, για παράδειγμα, άπειρος πολιτικός χρόνος σε συζητήσεις για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία: Θα είναι αποτελεσματική; Κι αν δείξει υπερβάλλοντα ζήλο και θρηνήσουμε θύματα; Μήπως είναι απλώς ένα εργαλείο για περιττές προσλήψεις; Στην πραγματικότητα, κοσκινίζουμε για να μη ζυμώσουμε. Ο λόγος που η βία δεν καταστέλλεται είναι ότι διάφοροι πολιτικοί χώροι, με μεγάλη επιδραστικότητα, δεν τη θεωρούν πρόβλημα, αλλά μέσο αυτοπροώθησης ή και θεμιτή εκδήλωση διαφωνίας. Οι υπόλοιποι χώροι συνήθως φοβούνται να αντισταθούν στον παραλογισμό.
Μέσα σε μία εβδομάδα: Ομάδα ατόμων καταλαμβάνει παράνομα πανεπιστημιακό χώρο στο campus του ΑΠΘ, τον οποίο αναγνωρίζει ως «στέκι» της. Ο χώρος είχε προηγουμένως εκκενωθεί από την Αστυνομία, αλλά ανακαταλήφθηκε. Ομάδα ατόμων εισβάλλει στη Νομική, διακόπτει εκδήλωση επαγγελματικής δικτύωσης, επιτίθεται στους παρευρισκομένους και τραυματίζει έναν φοιτητή. Ομάδα ατόμων εμφανίζεται σε βιβλιοπωλείο στην Αθήνα για να διακόψει βιαίως εκδήλωση για τα Τέμπη, που δεν ανταποκρίνεται ιδεολογικά στο πλειοψηφικό «αντισυστημικό» πνεύμα. Τους υπαιτίους των παραπάνω επιθέσεων συνδέει ένα αδιόρατο νήμα: δεν κατονομάζονται, δεν προσδιορίζονται, δεν εξειδικεύονται με κάποιον τρόπο. Είναι «ομάδες ατόμων» και κάτω από αυτό το πέπλο ταυτοτικής ασάφειας μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να αναλάβουν την παραμικρή ευθύνη για τις πράξεις τους. Επιπτώσεις, άλλωστε, υφίστανται μόνο τα υπαρκτά πρόσωπα· οι «ομάδες ατόμων» έχουν εξ ορισμού κάτι μη προσωπικό, σχεδόν φαντασματικό: εμφανίζονται από το πουθενά, εξαφανίζονται ως διά μαγείας και κανείς δεν μπορεί να τις πιάσει.
Χαμένο στοίχημα
Σε ό,τι αφορά τους πανεπιστημιακούς χώρους, το στοίχημα από την πλευρά της κυβέρνησης έχει χαθεί. Δεν έχει σημασία αν η Αστυνομία παίζει λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένα το καθιερωμένο κυνηγητό της με την κοινότητα των μπάχαλων· δεν έχει σημασία αν οι τελευταίοι ιδιοποιούνται τη δημόσια περιουσία με μικρότερη ή μεγαλύτερη ευκολία απ’ ό,τι πιο παλιά (πρέπει να είναι πολύ χαμηλά ο πήχυς για να μας απασχολούν αυτά). Από τη στιγμή που οι γνωστές ακροαριστερές παραφυάδες έχουν ακόμη τη δυνατότητα να παρεισφρέουν απρόσκοπτα σε σχολές προκειμένου να πατάξουν/εκδιώξουν αντιφρονούντες, ή και να διατηρούν μόνιμη παρουσία στα Ιδρύματα, λες και πρόκειται για ιδιωτικούς τους χώρους, δεν υπάρχει λόγος συζήτησης για μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση έχει παραιτηθεί από τον εκπεφρασμένο στόχο της και περιορίζεται σε τυπικές καταδίκες κατόπιν εορτής, όπως επιτάσσει η παραδοσιακή τελετουργία σύγκρουσης - κατευνασμού. Δεν υπάρχει ούτε πρόθεση ούτε σχέδιο για αλλαγή.
Το κακό προηγούμενο
Αν το οργανωμένο κράτος αδυνατεί να αντιμετωπίσει τους διάφορους πυρήνες αυτονομημένης εξουσίας εντός των πανεπιστημίων, δηλαδή σε περιοχές άμεσης εποπτείας και αρμοδιότητάς του, τι φανταζόμαστε ότι θα κάνει έξω από αυτές; Αν οι τραμπούκοι δρουν ανενόχλητοι εκεί όπου δεν θα έπρεπε καν να τους επιτρέπεται η είσοδος, πόσο πιθανό είναι να προστατευθούν από αυτούς οι θαμώνες ενός βιβλιοπωλείου στο οποίο η είσοδος είναι ελεύθερη; Η απροθυμία του κράτους να διαφυλάξει την ασφάλεια των πανεπιστημίων έχει δημιουργήσει ένα προηγούμενο, το οποίο παράγει αποτελέσματα και πέραν αυτών: πλέον η βία με πολιτικό υπόβαθρο, πραγματικό ή ψευδές, αντιμετωπίζεται από το κράτος με ενδοτισμό, όπου κι αν σημειώνεται. Εκείνοι που τα σπάνε στο Σύνταγμα ή μπουκάρουν σε βιβλιοπωλεία απολαμβάνουν την ίδια κάλυψη με αυτούς που επιβάλλουν την ιδεολογική ορθοδοξία στα πανεπιστήμια. Ας τους αφήσουμε να κάνουν ό,τι θέλουν, μη μας πουν και φασίστες. Αυτό μοιάζει να είναι το κυβερνητικό σκεπτικό.
Ποιο είναι το πρόβλημα;
Η έκταση του προβλήματος οφείλεται κυρίως στο ότι οι απόψεις διίστανται ως προς το αν το πρόβλημα είναι πρόβλημα. Δεν είναι, δηλαδή, ότι κάθισαν όλα τα πολιτικά μυαλά της χώρας να βρουν έναν τρόπο καταπολέμησης της βίας εντός κι εκτός των πανεπιστημίων και απέτυχαν να καταλήξουν κάπου· αυτό που συμβαίνει είναι ότι για πολλούς η βία δεν είναι ακριβώς βία (αλλά, ενδεχομένως, παρέμβαση), ενώ, ακόμη κι αν είναι όντως βία, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι καταδικαστέα. Εχει σπαταληθεί, για παράδειγμα, άπειρος πολιτικός χρόνος σε συζητήσεις για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία: Θα είναι αποτελεσματική; Κι αν δείξει υπερβάλλοντα ζήλο και θρηνήσουμε θύματα; Μήπως είναι απλώς ένα εργαλείο για περιττές προσλήψεις; Στην πραγματικότητα, κοσκινίζουμε για να μη ζυμώσουμε. Ο λόγος που η βία δεν καταστέλλεται είναι ότι διάφοροι πολιτικοί χώροι, με μεγάλη επιδραστικότητα, δεν τη θεωρούν πρόβλημα, αλλά μέσο αυτοπροώθησης ή και θεμιτή εκδήλωση διαφωνίας. Οι υπόλοιποι χώροι συνήθως φοβούνται να αντισταθούν στον παραλογισμό.
Θέμα οπτικής γωνίας
Οταν βέβαια οι «ομάδες ατόμων» δεν ενεργούν με τρόπο εγκεκριμένο από το ακροαριστερό ιερατείο, χάνουν την ηθική νομιμοποίησή τους. Τότε είναι που η βία λογίζεται χωρίς αμφιβολία ως βία και τα δημοκρατικά αντανακλαστικά ενεργοποιούνται απότομα. Αν σε άλλη εκδήλωση της Νομικής εισέβαλλαν ομάδες ατόμων με αδιάγνωστα ιδεολογικά κίνητρα ή κίνητρα που θα μπορούσαν να αποδοθούν στην πραγματική ή φαντασιακή Ακροδεξιά (όπως γίνεται πλέον με οτιδήποτε μη αριστερό), οι αντιδράσεις θα ήταν πολύ διαφορετικές: θα είχαμε πορείες διαμαρτυρίας, βαριές καταγγελίες από σεβάσμιους εκπροσώπους της Αριστεράς, εκτεταμένη αρθρογραφία για τους κινδύνους της δημοκρατικής εκτροπής, δραματικές αναρτήσεις γεμάτες αναφορές στο παρακράτος, στη χούντα, στον «εκφασισμό της κοινωνίας». Αντ’ αυτών, όμως, επικράτησε σιωπή. Αλλά και τα σχόλια που ακούστηκαν δεν ήταν πολύ καλύτερα από τη σιωπή: «Γιατί μπαίνουν τόσο βίαιοι άνθρωποι στα πανεπιστήμια, οι οποίοι προκαλούν τόσο μεγάλη ζημιά και σωματικές βλάβες σε αθώους ανθρώπους;». Η δήλωση-απορία ακούστηκε στην τηλεόραση λίγο μετά το περιστατικό στη Νομική. Ηταν του αρμόδιου υπουργού. Επειδή τους αφήνετε, κύριε υπουργέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου