Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (φύλλο 12/04/25
Τα χρόνια της αδελφοκτονίας και μια φιλία ζωής «αντιπάλων» που ρίζωσε σε Παιδόπολη...
Κύριε διευθυντά,
Του ταίριαζε το λεχθέν από τον Μ. Ναπολέοντα «ο αληθινός ηρωισμός είναι να είναι κανείς ανώτερος από τις ατυχίες της ζωής».
Μικρό παιδί κατά την αιματηρή εμφύλια διαμάχη της δεκαετίας του 1940, με πατέρα σκοτωμένο αντάρτη του ΔΣΕ και μητέρα στη φυλακή ως συνεργάτιδα των ανταρτών η ζωή έπληξε τον μικρό Σίμο Τσιλίκα σ’ ένα χωριό του Εβρου με τον πιο σκληρό τρόπο, που είχε αποτέλεσμα να χάσει το αριστερό του πόδι πάνω από το γόνατο. Ο παππούς του τον «ενέταξε» στις Παιδοπόλεις που είχαν ιδρυθεί με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης. Με τη συμπαράσταση της «Βασιλικής Πρόνοιας», τοποθετείται στο πόδι του τεχνητό μέλος, κάτι πρωτοποριακό για την εποχή του.
Εκτοτε, ο Σίμος έλεγε «δεν επιβίωσα απλώς αλλά επέζησα!».
Και με την ισχυρή του θέληση, την ευφυΐα και το πνεύμα αριστείας μετά 12ετή παραμονή στις Παιδοπόλεις, εισήλθε φοιτητής της Ιατρικής Σχολής και εξήλθε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, γιατρός.
Ασκησε λίαν επιτυχώς και ευδοκίμως το επάγγελμά του στην πόλη της Κοζάνης, εις την οποίαν απέσπασε την καθολική εκτίμηση των κατοίκων της. Τίποτε δεν τον εμπόδισε από τα χρόνια της Παιδόπολης και μετά να έχει μια απολύτως φυσιολογική ζωή και ουδέποτε υπήρξε μεμψίμοιρος για ό,τι του συνέβη στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Κέρδισε, έτσι, το στοίχημα της ζωής μ’ έναν τρόπο που περιγράφει ο ομότεχνός του γιατρός, ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «Αγωνίζεσθε
εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆ ς πύλης». Και για τον Σίμο, η πύλη προς τη ζωή υπήρξε λίαν στενή, αλλά την διέβη εκφράζοντας πάντα τη βαθιά του ευγνωμοσύνη για όσα του προσέφερε η Παιδόπολη και τα χρόνια της τα χαρακτήριζε τα καλύτερα της ζωής του.
Δεν ξέχασε, όμως, και την κληρονομιά της πατρικής του οικογενείας.
Ετσι, στα πανεπιστημιακά του χρόνια υπήρξε γραμματέας των «Λαμπράκηδων» στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και παρέμεινε «αριστερός» μέχρι τον πρόσφατο θάνατό του. Ανεγνώριζε, όμως, ευθαρσώς τον σωτήριο ρόλο που έπαιξαν στη ζωή του οι Παιδοπόλεις.
Τον γνώρισα στην Παιδόπολη «Αγιος Δημήτριος» Θεσσαλονίκης, όταν επανήλθα από τη «Λαϊκή Δημοκρατία» της Ουγγαρίας, εις την οποίαν μεταφέρθηκα βιαίως από τα βουνά της Ηπείρου από τους αντάρτες του ΔΣΕ και εισήχθην σ’ αυτήν με αίτηση του πατρός μου. Εκτοτε, μας συνέδεσε ένας ισχυρός δεσμός φιλίας που διετηρήθη αμείωτος μέχρι την εκδημία του. Στις συναντήσεις μας δεκάδες χρόνια μετά την Παιδόπολη, αναπολούσαμε τα χρόνια της μακρινής μας νιότης, κατά την οποία η Ελληνική Πολιτεία, σε χρόνους δύσκολους, σε μια φλεγόμενη χώρα, ανταποκρίθηκε άξια στα ανήλικα παιδιά της που είχαν ανάγκη τη φροντίδα και την προστασία της.
Το περιβάλλον της, εξάλλου, μας παρείχε την απαιτούμενη ψυχική ηρεμία, χωρίς ίχνος πολιτικής καθοδήγησης, χωρίς να μας δηλητηριάζουν μάταιοι φανατισμοί και ανώφελα μίση.
Ετσι, η Παιδόπολη στάθηκε στέρεο βάθρο για να βγει ο Σίμος νικητής της ζωής. Θα παραθέσω και ένα άγνωστο περιστατικό που μου είχε διηγηθεί. Στις εθνικές εορτές, τα παιδιά του Γυμνασίου της Παιδόπολης παρελαύναμε μαζί με τα Γυμνάσια κ.λπ. της Θεσσαλονίκης, στον παραλιακό δρόμο της πόλης. Ετυχε σε μια τέτοια περίπτωση να μας επισκεφθεί η επικεφαλής της «Βασιλικής Πρόνοιας», Αλεξάνδρα Μελά, νύφη του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Είχε φήμη κάπως αυταρχικής γυναίκας.
Παρά ταύτα, άκουε με κατανόηση τα παράπονα και τις προτάσεις των τροφίμων (βλέπε το βιβλίο του καθηγητή της Γαλλικής Φιλολογίας, Σταύρου Καλαϊτζόγλου, «Τα παιδοπολίτικα, απ’ την απώλεια στην καταλλαγή»).
Ερώτησε σχετικώς τον Σίμο και τον Θανάση Πασελούδη, ο οποίος είχε κομμένο χέρι από τον καρπό και είχε απολέσει και ένα μάτι.
Της απάντησαν ότι λόγω της αναπηρίας των παρέμειναν στην Παιδόπολη. Τους προσεκάλεσε να μεταβούν στη Θεσσαλονίκη και να παρακολουθήσουν μαζί την παρέλαση.
Ετσι, την παρακολούθησαν από μπαλκόνι του πολυτελούς ξενοδοχείου της πόλης, το «Μεντιτεράνιαν», και με το απαραίτητο πλούσιο μενού. «Ενιωθα σαν πρίγκιπας», έλεγε ο Σίμος.
Πολύ αργότερα του ζήτησαν να είναι ομιλητής σε πάνελ για πρόσφατο τότε εκδοθέν από την αριστερά βιβλίο για τις Παιδοπόλεις.
Τους εξήγησε ότι οι Παιδοπόλεις υπήρξαν γι’ αυτόν σωτήριες και από τα 12 χρόνια της ζωής του σ’ αυτές διατηρεί τις καλύτερες αναμνήσεις. Φυσικά, δεν επέμεναν. Σαν ύστατο χαιρετισμό στον ξεχωριστό και αξιομνημόνευτο φίλο μου, που διέβη την Αχερουσία λίμνη τον Μάρτιο του 2025, θα του έλεγα:
«Τι καλά που σε γνώρισα...».
ΑΝΤΏΝΗΣ Ν. ΒΕΝΕΤΗΣ
Δεν ξέχασε, όμως, και την κληρονομιά της πατρικής του οικογενείας.
Ετσι, στα πανεπιστημιακά του χρόνια υπήρξε γραμματέας των «Λαμπράκηδων» στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και παρέμεινε «αριστερός» μέχρι τον πρόσφατο θάνατό του. Ανεγνώριζε, όμως, ευθαρσώς τον σωτήριο ρόλο που έπαιξαν στη ζωή του οι Παιδοπόλεις.
Τον γνώρισα στην Παιδόπολη «Αγιος Δημήτριος» Θεσσαλονίκης, όταν επανήλθα από τη «Λαϊκή Δημοκρατία» της Ουγγαρίας, εις την οποίαν μεταφέρθηκα βιαίως από τα βουνά της Ηπείρου από τους αντάρτες του ΔΣΕ και εισήχθην σ’ αυτήν με αίτηση του πατρός μου. Εκτοτε, μας συνέδεσε ένας ισχυρός δεσμός φιλίας που διετηρήθη αμείωτος μέχρι την εκδημία του. Στις συναντήσεις μας δεκάδες χρόνια μετά την Παιδόπολη, αναπολούσαμε τα χρόνια της μακρινής μας νιότης, κατά την οποία η Ελληνική Πολιτεία, σε χρόνους δύσκολους, σε μια φλεγόμενη χώρα, ανταποκρίθηκε άξια στα ανήλικα παιδιά της που είχαν ανάγκη τη φροντίδα και την προστασία της.
Το περιβάλλον της, εξάλλου, μας παρείχε την απαιτούμενη ψυχική ηρεμία, χωρίς ίχνος πολιτικής καθοδήγησης, χωρίς να μας δηλητηριάζουν μάταιοι φανατισμοί και ανώφελα μίση.
Ετσι, η Παιδόπολη στάθηκε στέρεο βάθρο για να βγει ο Σίμος νικητής της ζωής. Θα παραθέσω και ένα άγνωστο περιστατικό που μου είχε διηγηθεί. Στις εθνικές εορτές, τα παιδιά του Γυμνασίου της Παιδόπολης παρελαύναμε μαζί με τα Γυμνάσια κ.λπ. της Θεσσαλονίκης, στον παραλιακό δρόμο της πόλης. Ετυχε σε μια τέτοια περίπτωση να μας επισκεφθεί η επικεφαλής της «Βασιλικής Πρόνοιας», Αλεξάνδρα Μελά, νύφη του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Είχε φήμη κάπως αυταρχικής γυναίκας.
Παρά ταύτα, άκουε με κατανόηση τα παράπονα και τις προτάσεις των τροφίμων (βλέπε το βιβλίο του καθηγητή της Γαλλικής Φιλολογίας, Σταύρου Καλαϊτζόγλου, «Τα παιδοπολίτικα, απ’ την απώλεια στην καταλλαγή»).
Ερώτησε σχετικώς τον Σίμο και τον Θανάση Πασελούδη, ο οποίος είχε κομμένο χέρι από τον καρπό και είχε απολέσει και ένα μάτι.
Της απάντησαν ότι λόγω της αναπηρίας των παρέμειναν στην Παιδόπολη. Τους προσεκάλεσε να μεταβούν στη Θεσσαλονίκη και να παρακολουθήσουν μαζί την παρέλαση.
Ετσι, την παρακολούθησαν από μπαλκόνι του πολυτελούς ξενοδοχείου της πόλης, το «Μεντιτεράνιαν», και με το απαραίτητο πλούσιο μενού. «Ενιωθα σαν πρίγκιπας», έλεγε ο Σίμος.
Πολύ αργότερα του ζήτησαν να είναι ομιλητής σε πάνελ για πρόσφατο τότε εκδοθέν από την αριστερά βιβλίο για τις Παιδοπόλεις.
Τους εξήγησε ότι οι Παιδοπόλεις υπήρξαν γι’ αυτόν σωτήριες και από τα 12 χρόνια της ζωής του σ’ αυτές διατηρεί τις καλύτερες αναμνήσεις. Φυσικά, δεν επέμεναν. Σαν ύστατο χαιρετισμό στον ξεχωριστό και αξιομνημόνευτο φίλο μου, που διέβη την Αχερουσία λίμνη τον Μάρτιο του 2025, θα του έλεγα:
«Τι καλά που σε γνώρισα...».
ΑΝΤΏΝΗΣ Ν. ΒΕΝΕΤΗΣ
Μοναστηράκι Δωρίδος
Οι νεκροί του Εμφυλίου
Οι νεκροί του Εμφυλίου
και πού «ανήκουν»...
Kύριε διευθυντά,
Η ανακάλυψη ομαδικών τάφων στην περιοχή του Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη, «σημάδια», το πιθανότερο, του Εμφυλίου Πολέμου, θ’ ανοίξει ξανά συζητήσεις ή και αντιπαραθέσεις σφοδρές, όπως συμβαίνει συχνά στη χώρα μας. Νομίζω όμως ότι καλύτερο για όλους θα είναι ν’ αναδειχθεί η ανθρώπινη πλευρά του δράματος, η οποία και με ωθεί να γράψω το σημείωμα αυτό σαν μια μικρή προσωπική κατάθεση σ’ αυτήν την ιστορία.
Η αδελφή μου, ανιψιά του, μεγάλωσε με τα τραγούδια του. Η θεία μου, αδελφή του, συντηρούσε σ’ όλη της τη ζωή τη μνήμη του σαν κερί αναμμένο και ανακαλούσε πολύ συχνά μία μία τις μέρες του στρατοδικείου μέχρι τη στιγμή που «επήλθε η απαισία λήξις». Η γιαγιά μου, η μάνα του, που πέρασε ορφάνια και προσφυγιά, ανάστησε έξι παιδιά για να δει το μικρότερο να στήνεται στον τοίχο. Δεν πίστεψε ποτέ ότι τον έχασε και μέχρι τέλους τον περίμενε να γυρίσει.
Σήμερα ακούγονται διάφορα του τύπου: «οι νεκροί ανήκουν». Ομως όχι, οι νεκροί, όλοι οι νεκροί του Εμφυλίου, δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα ή άλλο τι. Οι νεκροί ανήκουν στις οικογένειές τους. Ανήκουν σ’ αυτούς που τους έκλαψαν όχι σ’ αυτούς που τους αντάλλαξαν. Ανήκουν στους πενθούντες, σ’ αυτούς που πληρώνουν πάντα τον λογαριασμό. Αυτοί σώζουν την παρτίδα. Οι αρχές πρέπει να διευκολύνουν κάθε ενδιαφερόμενο να δώσει στον άνθρωπό του το αξιοπρεπές τέλος που ταιριάζει σε ανθρώπους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΤΟΥΡΑΣ
H «εύθραυστη» εθνική μας μνήμη
Κύριε διευθυντά,
Συνεπής, επί σειράν ετών, στην επιλογή και χρήση του γυαλιού, ως δομικό υλικό των έργων του (βλ. τον Δρομέα της Αθήνας, τον Ποιητή στην Κύπρο, τη Στήλη στο λιμάνι της Αίγινας κ.ά.), ο Κώστας Βαρώτσος αυτή τη φορά υψώνει έναν γυάλινο πύργο, ως «Kιβωτό Eθνικής Mνήμης»:
Μνημείο «ηρωικό» και νηπενθές στον φωτεινό του χαρακτήρα. Τιμητικό σ’ εκείνους που έπεσαν για την ειρήνη, ανθρωποκεντρικό στον κονστρουκτιβισμό του και υπαινικτικό στην αφαιρετικότητά του, συνθέτει μία προσωπογραφία της εθνικής μνήμης, με τη «χάραξη» των ονομάτων που υπομνηματίζουν τα πρόσωπα των πεσόντων (1830-1974). Δεν ξέρω, βέβαια, πόσο το γυαλί είναι το καλύτερο υλικό για να γράψεις το όνομά τους.
Ισως «οι ήρωες κουράστηκαν» ηρωοποιημένοι και δραματοποιημένοι, «δέσμιοι» στο ανθεκτικό υλικό της πέτρας και στην αιωνιότητα του μαρμάρου ή θαμμένοι στη «σκόνη του χρόνου». Εδώ, πάντως, εκτίθενται στο φως και στη διαφάνεια (λανθάνει πάντα το αίτημα). Παράλληλα, από τα παγωμένα Ηρώα ώς τη γυάλινη μνήμη καταγράφεται άυλα και ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Tέχνης, ένα εικαστικό αρχείο προτάσεων και εφαρμογών, που εδώ αποκρυσταλλώνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Κοιτάζοντας τη φωτογραφία της «Καθημερινής» (Σάββατο 5 Απριλίου), εξομολογούμαι, αναθεωρώντας δυνατά: μήπως άραγε το γυαλί είναι το πιο κατάλληλο υλικό, αν όχι να διαφυλάξει τα ονόματα, αλλά για να υπενθυμίσει (συμβολικά πάντα) και υπαινικτικά, πόσο «εύθραυστη» υπήρξε και παραμένει η εθνική μας μνήμη, διαχρονικά;
Θέμα εξ αφορμής του έργου για ένα συνέδριο στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας ίσως και μια διατριβή σε Πανεπιστήμιο ή Στρατιωτική Σχολή. Ενα θέμα για την «εύθραυστη», όσο και θραυσματική ιστορική μας μνήμη, σε μια αναδρομή εμβάθυνσης και πολύτιμης αυτογνωσίας! Θα είχαμε πολλά να μάθουμε ή τουλάχιστον να πληροφορηθούμε, ως έθνος και ως πολίτες, και των πολιτικών συμπεριλαμβανομένων βεβαίως. Γνωρίζοντας ότι τα έργα τέχνης δεν περιορίζονται μόνο για απλή «ανάγνωση» της εικόνας τους, δικαιούμεθα να σκεφθούμε ότι κάτω από ένα ευκρινές νόημα υπόκειται συνήθως και ένα υπονοούμενο, που προσφέρεται σε διάφορες αναλύσεις, για τη μνήμη και τη λήθη, ως συνδηλώσεις μιας ιδιαίτερης «υπαρξιακής» διπολικής λειτουργίας, όπου το ένα ακραίο προϋποθέτει το άλλο, όπως η θέση ορίζεται από την άρνησή της.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι το επιβλητικό αυτό μνημείο τιμά τον επιτελεστικό του ρόλο, ενώ παράλληλα φωτεινό και «άνω θρώσκον», τολμά έναν «μεσολαβητικό» υπερβατικό διάλογο, υπηρετώντας, εκτός των άλλων, και μία «επικοινωνιακή ιδέα» με τα άυλα χρώματα του ορίζοντα. Ούτως ή άλλως, θετικά αποτιμάται αυτή η «εισβολή», όχι απρόσκλητη βέβαια, της σύγχρονης τέχνης σε ένα τόσο αυστηρό περιβάλλον.
Με ευκολία θα έλεγε κανείς ότι, εκτός από τους εξοπλισμούς, «η τέχνη είναι η άμυνά μας σε ποικίλες επιθέσεις». Χρειάζονται και τα στερεότυπα πολλές φορές.
ΔΡ ΒΙΒΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
Οι κύριοι Τικτοκίδης και Γιουτιούμπογλου
Κύριε διευθυντά,
Σας γράφω, εγώ, ένας μαθητής Δημοτικού για τα επώνυμα των ανθρώπων, που είναι πλέον μια πολύπλοκη υπόθεση. Παλιότερα, ακούγοντας το επώνυμο (επίθετο) του άλλου, καταλάβαινες συνήθως την καταγωγή του ή μερικές φορές και το επάγγελμα από το οποίο προήλθε το επώνυμο. Θεοδωρόπουλος από την Πελοπόννησο, Παναγίδης από τον Πόντο, Κονδυλάκης από την Κρήτη, Αλεπουδέλης από τη Λέσβο, Κοσμετάτος από την Κεφαλονιά, Κόντογλου από τη Μικρά Ασία. Αλλά και Σαμαράς, Ψαράς, Παππάς, Μυλωνάς, Διδασκάλου... Σήμερα, τα επίθετα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και μπορεί να προέρχονται από το οτιδήποτε. Κι αν ακολουθούσαμε από αύριο τους ίδιους παλιούς κανόνες; Τότε, ποια επώνυμα θα ανακάλυπτε ο ιστορικός του μέλλοντος άραγε; Μάλλον, Τικτοκίδης, Γιουτιούμπογλου, Ντελιβεράτος, αλλά δυστυχώς και Ανεργόπουλος... Τι φάση!
Kύριε διευθυντά,
Η ανακάλυψη ομαδικών τάφων στην περιοχή του Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη, «σημάδια», το πιθανότερο, του Εμφυλίου Πολέμου, θ’ ανοίξει ξανά συζητήσεις ή και αντιπαραθέσεις σφοδρές, όπως συμβαίνει συχνά στη χώρα μας. Νομίζω όμως ότι καλύτερο για όλους θα είναι ν’ αναδειχθεί η ανθρώπινη πλευρά του δράματος, η οποία και με ωθεί να γράψω το σημείωμα αυτό σαν μια μικρή προσωπική κατάθεση σ’ αυτήν την ιστορία.
Η αδελφή μου, ανιψιά του, μεγάλωσε με τα τραγούδια του. Η θεία μου, αδελφή του, συντηρούσε σ’ όλη της τη ζωή τη μνήμη του σαν κερί αναμμένο και ανακαλούσε πολύ συχνά μία μία τις μέρες του στρατοδικείου μέχρι τη στιγμή που «επήλθε η απαισία λήξις». Η γιαγιά μου, η μάνα του, που πέρασε ορφάνια και προσφυγιά, ανάστησε έξι παιδιά για να δει το μικρότερο να στήνεται στον τοίχο. Δεν πίστεψε ποτέ ότι τον έχασε και μέχρι τέλους τον περίμενε να γυρίσει.
Σήμερα ακούγονται διάφορα του τύπου: «οι νεκροί ανήκουν». Ομως όχι, οι νεκροί, όλοι οι νεκροί του Εμφυλίου, δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα ή άλλο τι. Οι νεκροί ανήκουν στις οικογένειές τους. Ανήκουν σ’ αυτούς που τους έκλαψαν όχι σ’ αυτούς που τους αντάλλαξαν. Ανήκουν στους πενθούντες, σ’ αυτούς που πληρώνουν πάντα τον λογαριασμό. Αυτοί σώζουν την παρτίδα. Οι αρχές πρέπει να διευκολύνουν κάθε ενδιαφερόμενο να δώσει στον άνθρωπό του το αξιοπρεπές τέλος που ταιριάζει σε ανθρώπους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΤΟΥΡΑΣ
H «εύθραυστη» εθνική μας μνήμη
Κύριε διευθυντά,
Συνεπής, επί σειράν ετών, στην επιλογή και χρήση του γυαλιού, ως δομικό υλικό των έργων του (βλ. τον Δρομέα της Αθήνας, τον Ποιητή στην Κύπρο, τη Στήλη στο λιμάνι της Αίγινας κ.ά.), ο Κώστας Βαρώτσος αυτή τη φορά υψώνει έναν γυάλινο πύργο, ως «Kιβωτό Eθνικής Mνήμης»:
Μνημείο «ηρωικό» και νηπενθές στον φωτεινό του χαρακτήρα. Τιμητικό σ’ εκείνους που έπεσαν για την ειρήνη, ανθρωποκεντρικό στον κονστρουκτιβισμό του και υπαινικτικό στην αφαιρετικότητά του, συνθέτει μία προσωπογραφία της εθνικής μνήμης, με τη «χάραξη» των ονομάτων που υπομνηματίζουν τα πρόσωπα των πεσόντων (1830-1974). Δεν ξέρω, βέβαια, πόσο το γυαλί είναι το καλύτερο υλικό για να γράψεις το όνομά τους.
Ισως «οι ήρωες κουράστηκαν» ηρωοποιημένοι και δραματοποιημένοι, «δέσμιοι» στο ανθεκτικό υλικό της πέτρας και στην αιωνιότητα του μαρμάρου ή θαμμένοι στη «σκόνη του χρόνου». Εδώ, πάντως, εκτίθενται στο φως και στη διαφάνεια (λανθάνει πάντα το αίτημα). Παράλληλα, από τα παγωμένα Ηρώα ώς τη γυάλινη μνήμη καταγράφεται άυλα και ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Tέχνης, ένα εικαστικό αρχείο προτάσεων και εφαρμογών, που εδώ αποκρυσταλλώνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Κοιτάζοντας τη φωτογραφία της «Καθημερινής» (Σάββατο 5 Απριλίου), εξομολογούμαι, αναθεωρώντας δυνατά: μήπως άραγε το γυαλί είναι το πιο κατάλληλο υλικό, αν όχι να διαφυλάξει τα ονόματα, αλλά για να υπενθυμίσει (συμβολικά πάντα) και υπαινικτικά, πόσο «εύθραυστη» υπήρξε και παραμένει η εθνική μας μνήμη, διαχρονικά;
Θέμα εξ αφορμής του έργου για ένα συνέδριο στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας ίσως και μια διατριβή σε Πανεπιστήμιο ή Στρατιωτική Σχολή. Ενα θέμα για την «εύθραυστη», όσο και θραυσματική ιστορική μας μνήμη, σε μια αναδρομή εμβάθυνσης και πολύτιμης αυτογνωσίας! Θα είχαμε πολλά να μάθουμε ή τουλάχιστον να πληροφορηθούμε, ως έθνος και ως πολίτες, και των πολιτικών συμπεριλαμβανομένων βεβαίως. Γνωρίζοντας ότι τα έργα τέχνης δεν περιορίζονται μόνο για απλή «ανάγνωση» της εικόνας τους, δικαιούμεθα να σκεφθούμε ότι κάτω από ένα ευκρινές νόημα υπόκειται συνήθως και ένα υπονοούμενο, που προσφέρεται σε διάφορες αναλύσεις, για τη μνήμη και τη λήθη, ως συνδηλώσεις μιας ιδιαίτερης «υπαρξιακής» διπολικής λειτουργίας, όπου το ένα ακραίο προϋποθέτει το άλλο, όπως η θέση ορίζεται από την άρνησή της.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι το επιβλητικό αυτό μνημείο τιμά τον επιτελεστικό του ρόλο, ενώ παράλληλα φωτεινό και «άνω θρώσκον», τολμά έναν «μεσολαβητικό» υπερβατικό διάλογο, υπηρετώντας, εκτός των άλλων, και μία «επικοινωνιακή ιδέα» με τα άυλα χρώματα του ορίζοντα. Ούτως ή άλλως, θετικά αποτιμάται αυτή η «εισβολή», όχι απρόσκλητη βέβαια, της σύγχρονης τέχνης σε ένα τόσο αυστηρό περιβάλλον.
Με ευκολία θα έλεγε κανείς ότι, εκτός από τους εξοπλισμούς, «η τέχνη είναι η άμυνά μας σε ποικίλες επιθέσεις». Χρειάζονται και τα στερεότυπα πολλές φορές.
ΔΡ ΒΙΒΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ
Οι κύριοι Τικτοκίδης και Γιουτιούμπογλου
Κύριε διευθυντά,
Σας γράφω, εγώ, ένας μαθητής Δημοτικού για τα επώνυμα των ανθρώπων, που είναι πλέον μια πολύπλοκη υπόθεση. Παλιότερα, ακούγοντας το επώνυμο (επίθετο) του άλλου, καταλάβαινες συνήθως την καταγωγή του ή μερικές φορές και το επάγγελμα από το οποίο προήλθε το επώνυμο. Θεοδωρόπουλος από την Πελοπόννησο, Παναγίδης από τον Πόντο, Κονδυλάκης από την Κρήτη, Αλεπουδέλης από τη Λέσβο, Κοσμετάτος από την Κεφαλονιά, Κόντογλου από τη Μικρά Ασία. Αλλά και Σαμαράς, Ψαράς, Παππάς, Μυλωνάς, Διδασκάλου... Σήμερα, τα επίθετα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και μπορεί να προέρχονται από το οτιδήποτε. Κι αν ακολουθούσαμε από αύριο τους ίδιους παλιούς κανόνες; Τότε, ποια επώνυμα θα ανακάλυπτε ο ιστορικός του μέλλοντος άραγε; Μάλλον, Τικτοκίδης, Γιουτιούμπογλου, Ντελιβεράτος, αλλά δυστυχώς και Ανεργόπουλος... Τι φάση!
ΜΙΧΑΛΗΣ Ι. ΜΙΧΑΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Μαθητής Ε΄ Τάξης Περιστέρι
Περί θερέτρων και... ορθότητας
Κύριε διευθυντά,
Πριν από δεκατέσσερα περίπου χρόνια είχα κάνει δύο – απέλπιδες, εκ του αποτελέσματος– προσπάθειες, στα φιλόξενα «Γράμματα Αναγνωστών» της «Κ» της 8/1/2011 και της 4/3/2011, να συμβάλω στο να αποτραπεί η εισαγωγή του αδόκιμου –κατά τη γνώμη μου πάντα– νεολογισμού «χειμερινά θέρετρα», μη καταχωρισμένου ακόμα τότε στη Λεξικογραφία, ο οποίος έβλεπα να «έρχεται» μέσω και του Τύπου της εποχής.
Περί θερέτρων και... ορθότητας
Κύριε διευθυντά,
Πριν από δεκατέσσερα περίπου χρόνια είχα κάνει δύο – απέλπιδες, εκ του αποτελέσματος– προσπάθειες, στα φιλόξενα «Γράμματα Αναγνωστών» της «Κ» της 8/1/2011 και της 4/3/2011, να συμβάλω στο να αποτραπεί η εισαγωγή του αδόκιμου –κατά τη γνώμη μου πάντα– νεολογισμού «χειμερινά θέρετρα», μη καταχωρισμένου ακόμα τότε στη Λεξικογραφία, ο οποίος έβλεπα να «έρχεται» μέσω και του Τύπου της εποχής.
Εις μάτην. Με λύπη μου σήμερα παρατηρώ –στο λήμμα «θέρετρο» πρόσφατου επώνυμου Λεξικού (ήδη από την πρώτη του εμφάνιση το 2014) καθώς και νεότερου Λεξικού επώνυμου καθηγητή (2015)– τα χειμερινά θέρετρα να απαντώνται, πλέον, ως παράδειγμα, όσο αντιφατικό και αυτοαναιρούμενο και αν είναι (<χειμών + θέρος). Είναι γνωστό ότι ανάλογα φαινόμενα έχουν παραδοθεί στη γλώσσα μας (πρβλ. π.χ. «οι άνδρες παντρεύονται –υπανδρεύονται δηλαδή– όπως και οι γυναίκες), αλλά αυτά έχουν καθιερώσει την ύπαρξή τους, καλώς ή κακώς, με τη χρήση αιώνων.
Τώρα έγινε φαίνεται αισθητή η ανάγκη να δημιουργηθεί, ως εξέλιξη της γλώσσας και των καιρών, αυτός ο νεολογισμός, μάλλον επειδή ελλείπει στα ελληνικά το αντίστοιχο του αγγλικού «resort» (τουριστικό κέντρο), το οποίο όμως είναι «εποχικά» ουδέτερο. Δεν παραδειγματιστήκαμε π.χ. από τα γαλλικά, όπου, παρά τη μεγάλη σχετική παράδοση, το «winter sports resort» αποδίδεται περιφραστικά και αβίαστα ως «station de sports d’ hiver - κέντρο χειμερινών σπορ» (βλ. Λεξικό «Le Robert & Collins»).
Θα διακινδυνεύσω να ομολογήσω πως, προσωπικά, δεν με χαροποιεί το γεγονός ότι λεξικογραφικοί ταγοί σπεύδουν να υιοθετήσουν αμαχητί έναν αμφισβητήσιμο νεολογισμό, επειδή ίσως πιστεύουν ότι επιβάλλεται π.χ. μια καινούργια, συνοπτικότερη κάποτε, έκφραση αντί των παλαιότερων «κέντρων χειμερινών διακοπών», «συγκροτημάτων χειμερινών διακοπών» και, βέβαια, αντί της απλούστερης και ειδικότερης κάπως «χιονοδρομικά κέντρα».
Με αυτή τη συλλογιστική καταλήγουμε (στο πρώτο από τα προαναφερόμενα Λεξικά) να βλέπουμε να αναγράφεται πρώτη πρώτη, ως παράδειγμα, η ταυτολογική –και κακόηχη– έκφραση «θερινό θέρετρο»(!). Στη συγκυρία αυτή, δυστυχώς, έρχεται στον νου η παροιμία «Τώρα που βρήκαμε παπά (“θέρετρο”) να θάψουμε πέντε - δέκα» (τα «χειμερινά» θέρετρα μαζί με τα –«δικαιωματικά»– «καλοκαιρινά). Μήπως όμως εδώ «θάβουμε» και τη γλώσσα μας;
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Σ. ΓΑΡΙΑΣ
Νέο Ψυχικό
Η βασίλισσα Αμαλία και
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Σ. ΓΑΡΙΑΣ
Νέο Ψυχικό
Η βασίλισσα Αμαλία και
ο καπετάν Τσάκας
Κύριε διευθυντά
« Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος» έλεγε ο Δημόκριτος. Ο πρόσφατος εορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου θα έλεγε κανείς ότι είναι ένα τέτοιο γεγονός, που αναζωογονεί την ύπαρξή μας αλλά και την ελληνική μας ταυτότητα.
Στο πνεύμα αυτό διεγείρονται ποικίλες μνήμες σχετικές με τον Αγώνα του 1821. Μία από αυτές, εξαιρετικά ευτράπελη και... πιπεράτη, είναι και αυτή σχετικά με τον καπετάν Τσάκα και τη Βασίλισσα Αμαλία, προερχόμενη από το «Δ.Γ. Δημητρακάκη ανέκδοτα απομνημονεύματα», που ανθολογεί ο Γιάννης Βλαχογιάννης (Ιστορική ανθολογία, εκδ. Εστία): «Ο καπετάν Τσάκας, από τους πρώτους Κλέφτες, συμπολεμιστής μα και δάσκαλος του Καραϊσκάκη, ένας δενδρόκορμος παίδαρος, αειθαλής και αρρενωπότατος, μετά το τέλος του Αγώνα αποτραβήχτηκε κάπου στα Αγραφα· έγινε κτηνοτρόφος και παντρεύτηκε στα εκατό του χρόνια(!) για τρίτη φορά...
Μια μέρα, σε περιοδεία που έκαναν ανά την Ελλάδα ο Οθωνας με την Αμαλία, καθ’ υπόδειξη του υπασπιστή τους Γαρδικιώτη Γρίβα, που τους είχε ενημερώσει για τον τρίτο γάμο του αιωνόβιου καπετάνιου, τον συνάντησαν.
Ενώ ο Βασιλιάς κουβέντιαζε με τον Τσάκα, η Βασίλισσα παρατήρησε μια τριαντάρα βλάχα, μεγαλόσωμη, που στεκόταν κι άκουγε.
– Είσαι κόρη του καπετάνιου; ρώτησε κάνοντας πως δεν ξέρει.
Ο Τσάκας δεν έδωσε καιρό της γυναίκας να απαντήσει.
– Ο Θεγός δε μ’ χάρ’ σε πιδιά με καμιά απ’ τις τρεις γ’ ναίκες που πήρα· η στερνή, η τρίτ’ είν’ αυτείνη οπ’ βλέπ’ ς, κυρά Βασίλισσα!
– Μα είναι πολύ νέα και την αδίκησες να την πάρεις γυναίκα σου, τόσο προχωρημένος στα χρόνια, είπε η Βασίλισσα πονηρά.
– Να σ’ πω, κυρά Βασίλισσα, είπε ο Τσάκας· αν εν (είναι) να χαλάεις τ’ Σαρακουστή, τότε να φας αρνί ή π’λακίδα· μα αν εν να φας παλιόγιδα, φάει καλύτερα ξερό του ψουμάκι σ’ να ’χεις διάφουρου και την ψυχή σ’ !
Σ’ αυτή την απόκριση έμεινε η Βασίλισσα μ’ ανοιχτό το στόμα»... όσα κι αν κατάλαβε.
ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΦΙΚΑΣ
Κύριε διευθυντά
« Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος» έλεγε ο Δημόκριτος. Ο πρόσφατος εορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου θα έλεγε κανείς ότι είναι ένα τέτοιο γεγονός, που αναζωογονεί την ύπαρξή μας αλλά και την ελληνική μας ταυτότητα.
Στο πνεύμα αυτό διεγείρονται ποικίλες μνήμες σχετικές με τον Αγώνα του 1821. Μία από αυτές, εξαιρετικά ευτράπελη και... πιπεράτη, είναι και αυτή σχετικά με τον καπετάν Τσάκα και τη Βασίλισσα Αμαλία, προερχόμενη από το «Δ.Γ. Δημητρακάκη ανέκδοτα απομνημονεύματα», που ανθολογεί ο Γιάννης Βλαχογιάννης (Ιστορική ανθολογία, εκδ. Εστία): «Ο καπετάν Τσάκας, από τους πρώτους Κλέφτες, συμπολεμιστής μα και δάσκαλος του Καραϊσκάκη, ένας δενδρόκορμος παίδαρος, αειθαλής και αρρενωπότατος, μετά το τέλος του Αγώνα αποτραβήχτηκε κάπου στα Αγραφα· έγινε κτηνοτρόφος και παντρεύτηκε στα εκατό του χρόνια(!) για τρίτη φορά...
Μια μέρα, σε περιοδεία που έκαναν ανά την Ελλάδα ο Οθωνας με την Αμαλία, καθ’ υπόδειξη του υπασπιστή τους Γαρδικιώτη Γρίβα, που τους είχε ενημερώσει για τον τρίτο γάμο του αιωνόβιου καπετάνιου, τον συνάντησαν.
Ενώ ο Βασιλιάς κουβέντιαζε με τον Τσάκα, η Βασίλισσα παρατήρησε μια τριαντάρα βλάχα, μεγαλόσωμη, που στεκόταν κι άκουγε.
– Είσαι κόρη του καπετάνιου; ρώτησε κάνοντας πως δεν ξέρει.
Ο Τσάκας δεν έδωσε καιρό της γυναίκας να απαντήσει.
– Ο Θεγός δε μ’ χάρ’ σε πιδιά με καμιά απ’ τις τρεις γ’ ναίκες που πήρα· η στερνή, η τρίτ’ είν’ αυτείνη οπ’ βλέπ’ ς, κυρά Βασίλισσα!
– Μα είναι πολύ νέα και την αδίκησες να την πάρεις γυναίκα σου, τόσο προχωρημένος στα χρόνια, είπε η Βασίλισσα πονηρά.
– Να σ’ πω, κυρά Βασίλισσα, είπε ο Τσάκας· αν εν (είναι) να χαλάεις τ’ Σαρακουστή, τότε να φας αρνί ή π’λακίδα· μα αν εν να φας παλιόγιδα, φάει καλύτερα ξερό του ψουμάκι σ’ να ’χεις διάφουρου και την ψυχή σ’ !
Σ’ αυτή την απόκριση έμεινε η Βασίλισσα μ’ ανοιχτό το στόμα»... όσα κι αν κατάλαβε.
ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΦΙΚΑΣ
Κτηνίατρος Καστοριά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου