οι κηπουροι τησ αυγησ

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Σε αυτό ακριβώς το φόντο πρέπει να ερμηνευθούν και οι αποφάσεις που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα οι οποίες, όπως ισχυρίζονται αρκετοί, γυρίζουν τον διακόπτη και βάζουν την ΕΕ στις ράγες που οδηγούν προς το μοντέλο της «πολεμικής οικονομίας». Με πρωταγωνιστή, μάλιστα, και αυτή τη φορά έναν Γάλλο: τον επίτροπο Τιερί Μπρετόν, ο οποίος έχει αναλάβει να σηκώσει το βάρος του σχεδιασμού και της υλοποίησης αυτού του εξαιρετικά φιλόδοξου σχεδίου το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, περιλαμβάνει βήματα προς την κατεύθυνση της σταδιακής ενοποίησης της παραγωγής και των προμηθειών οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών, με παράλληλο συντονισμό στις δομές των ενόπλων δυνάμεων των «27».

Από "ΤΑ ΝΕΑ"



"ΤΑ ΝΕΑ", 13/03/24

"ΤΑ ΝΕΑ", 13/03/24

 



ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ

Η ιδέα για τη συγκρότηση μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας δεν είναι καινούργια. Γεννήθηκε στο μυαλό του Ζαν Μονέ, του Ρομπέρ Σουμάν και των άλλων «πατέρων της ευρωπαϊκής ενοποίησης» σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), η οποία ιδρύθηκε το 1952 και υπήρξε ο προπομπός της ΕΟΚ και της ΕΕ. Για μια σειρά λόγους, ωστόσο, αυτή η ιδέα δεν πήρε ποτέ σάρκα και οστά.

Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Δυτικοευρωπαίοι αποφάσισαν να ασχοληθούν σχεδόν αποκλειστικά με την οικονομική τους ανάπτυξη και εναπόθεσαν όλα τα υπόλοιπα στις Ηνωμένες Πολιτείες και το δημιούργημά τους, το ΝΑΤΟ, που έτσι κι αλλιώς δεν τους άφηναν πολλά περιθώρια κινήσεων. Η δε Γαλλία, η μοναδική ίσως χώρα της Ευρώπης η οποία εξακολουθούσε να έχει στρατιωτική παρουσία και να διαδραματίζει ρόλο και εκτός των συνόρων της, δεν φάνηκε ποτέ πρόθυμη να «μοιραστεί» την πρωτοκαθεδρία που διέθετε σε στρατιωτικό επίπεδο με άλλους εταίρους και, κυρίως, με τη Γερμανία.

Σήμερα, όμως, όλα έχουν αλλάξει. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και, πολύ σύντομα, των αυταπατών για το «τέλος της Ιστορίας» που το συνόδευσαν, η ορμητική ανάδυση της Κίνας και των BRICS με ταυτόχρονη σταδιακή υποχώρηση των ΗΠΑ (που ενδέχεται να επιταχυνθεί εάν επανεκλεγεί πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ τον ερχόμενο Νοέμβριο), η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που επανέφερε τον πόλεμο στην Ευρώπη, οι δραματικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και η απειλή μιας γενικευμένης σύρραξης, μαζί με τις ραγδαίες και βίαιες ανακατατάξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, αναγκάζουν για μια ακόμη φορά τους «27» να ανασύρουν από τα αραχνιασμένα αρχεία τους την ιδέα του Μονέ, αναζητώντας τρόπους να την υλοποιήσουν.

Σε αυτό ακριβώς το φόντο πρέπει να ερμηνευθούν και οι αποφάσεις που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα οι οποίες, όπως ισχυρίζονται αρκετοί, γυρίζουν τον διακόπτη και βάζουν την ΕΕ στις ράγες που οδηγούν προς το μοντέλο της «πολεμικής οικονομίας». Με πρωταγωνιστή, μάλιστα, και αυτή τη φορά έναν Γάλλο: τον επίτροπο Τιερί Μπρετόν, ο οποίος έχει αναλάβει να σηκώσει το βάρος του σχεδιασμού και της υλοποίησης αυτού του εξαιρετικά φιλόδοξου σχεδίου το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, περιλαμβάνει βήματα προς την κατεύθυνση της σταδιακής ενοποίησης της παραγωγής και των προμηθειών οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών, με παράλληλο συντονισμό στις δομές των ενόπλων δυνάμεων των «27».

Ολα αυτά, βεβαίως, είναι για την ώρα θεωρητικά και η απόσταση μέχρι τη στιγμή που θα πάρουν (αν πάρουν) σάρκα και οστά είναι πολύ μεγάλη. «Η Ευρώπη άρχισε να πιστεύει εντελώς ξαφνικά ότι είναι καλό να εργαστεί πάνω στην άμυνα (…) Είμαι ενθουσιασμένος για το γεγονός ότι υπήρξε αυτή η συνειδητοποίηση. Ομως, ανάμεσα στη συνειδητοποίηση αυτή και την πραγματικότητα που έχει να κάνει με την οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας μεσολαβούν πολλά χρόνια ή ακόμη και δεκαετίες» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ερίκ Τραπιέ, επικεφαλής της γαλλικής Dassault Aviation, που είναι από τους κορυφαίους ομίλους του κλάδου στην Ευρώπη και διεθνώς.

«Εάν μελετήσει κανείς τις πολεμικές οικονομίες, τότε θα διαπιστώσει ότι παράγουν όπλα και όχι νομοθεσίες, καθώς και ότι πρόκειται για οικονομίες που έχουν στην καρδιά τους και στο επίκεντρο όλων των άλλων προτεραιοτήτων τους την άμυνα. Εδώ, επίσης, απέχουμε ακόμη αρκετά από αυτό το σημείο» πρόσθεσε ο ίδιος. «Η ευρωπαϊκή άμυνα βρίσκεται σε καταστροφική κατάσταση, όχι απλώς επειδή οι χώρες της Ευρώπης δεν δαπανούν αρκετά, αλλά επειδή δεν συντονίζουν τις δαπάνες τους» εκτίμησε και ο Μαξ Μπέργκμαν του γνωστού Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS), συμμεριζόμενος τις επιφυλάξεις του Τραπιέ και πολλών ακόμη.

Από την πλευρά της, η πρόεδρος της Κομισιόν και εκλεκτή του ΕΛΚ για μια δεύτερη θητεία στη συγκεκριμένη θέση μετά τις ευρωεκλογές, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προωθεί την ιδέα της δημιουργίας μιας θέσης «υπουργού Αμυνας» της ΕΕ, ώστε να αποδειχθεί ότι οι ευρωπαίοι εταίροι εννοούν στ’ αλήθεια όσα διακηρύττουν. Η αλήθεια, όμως, είναι πως κάτι τέτοιο, πέρα από το ότι απαιτεί τροποποίηση των Συνθηκών της ΕΕ, μοιάζει ακόμη μακρινό σενάριο – τουλάχιστον όσο και η ύπαρξη ενός «υπουργού Οικονομικών» που θα είναι υπεύθυνος και για τους «27» από τις Βρυξέλλες.

Οι «πρόθυμοι»


Η εμπειρία, εξάλλου, από την ύπαρξη του συντονιστή της εξωτερικής πολιτικής και της ευρωπαϊκής διπλωματίας, μια θέση την οποία σήμερα κατέχει ο Ζοζέπ Μπορέλ, δεν είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντική. Κι αυτό διότι, όπως όλοι έχουν καταλάβει, οι σημαντικές αποφάσεις δεν εναπόκεινται σε αυτόν, αλλά στα Συμβούλια Κορυφής. Κι αυτό, μάλιστα, στην καλύτερη περίπτωση, μιας και πολύ συχνά οι Ευρωπαίοι δρουν είτε κατά μόνας είτε κατά ομάδες «προθύμων», προτάσσοντας και υπηρετώντας τα επιμέρους συμφέροντα έναντι των ευρωπαϊκών.

Μπορεί, άραγε, αυτή η «συνήθεια» των περασμένων 70 σχεδόν ετών να αλλάξει για να συγκροτηθεί η Ευρωπαϊκή Αμυντική Ενωση, με ό,τι αυτή συνεπάγεται; Δεν θα βρεθούν πολλοί να απαντήσουν θετικά σε αυτό. Ειδικά αν αναλογιστεί ότι οι Γάλλοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να προωθήσουν στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο τα δικά τους προϊόντα, όπως κάνουν και οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, ενώ οι περισσότερες χώρες εξακολουθούν να «ψωνίζουν» στα σίγουρα από την αμερικανική αγορά, δεσμεύοντας δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες δισ., για τις επόμενες δεκαετίες.


Πρέπει να επανεξοπλιστεί έτσι κι αλλιώς

ΤΟΥ LIEVEN ANATOL

Ο στόχος του επανεξοπλισμού της Ευρώπης είναι αξιέπαινος – όχι, όμως, και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για να τον στηρίξουν. Οσο διάστημα συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, υφίσταται πραγματικός κίνδυνος ΝΑΤΟ και Ρωσία να εμπλακούν σε πόλεμο ως συνέπεια μιας ακούσιας σύγκρουσης. Ωστόσο, οι πιθανότητες κάτι τέτοιο να συμβεί εξαιτίας μιας προμελετημένης ρωσικής εισβολής σε ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ είναι ελάχιστες.

Η Ρωσία, απλούστατα, δεν συνιστά σοβαρή απειλή όσον αφορά την εξαπόλυση μιας συμβατικής επίθεσης εκ μέρους της στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει πει επανειλημμένως – με πιο πρόσφατη περίπτωση τη συνέντευξή του στον Τάκερ Κάρλσον – ότι η Ρωσία δεν έχει πρόθεση ούτε συμφέρον να επιτεθεί στο ΝΑΤΟ, εκτός και αν το ΝΑΤΟ επιτεθεί στη Ρωσία. Για μια σειρά αντικειμενικούς λόγους, σε αυτό τουλάχιστον μπορούμε να τον πιστέψουμε.

Αν, λοιπόν, αφαιρέσουμε από την εξίσωση την απειλή μιας ρωσικής εισβολής, τότε θα διαπιστώσουμε πως το πραγματικό επιχείρημα για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης είναι σχεδόν το διαμετρικά αντίθετο: Οτι είναι αναγκαίο να υπάρξει ειρήνη με τη Ρωσία. Κι αυτό, διότι μόνο μια Ευρώπη που έχει αυτοπεποίθηση αναφορικά με την ικανότητά της να προστατεύσει τον εαυτό της είναι σε θέση να σπάσει τον φαύλο κύκλο, ο οποίος τη θέλει να φοβάται απεγνωσμένα μήπως οι ΗΠΑ πάψουν να εγγυώνται την ασφάλειά της και, γι’ αυτό, στηρίζει τις πολιτικές εκείνες των ΗΠΑ οι οποίες προκαλούν σοβαρή ζημιά στην ασφάλειά της. Παράλληλα, βεβαίως, είναι προφανές από τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ και των υποστηρικτών του ότι η στρατιωτική δέσμευση των ΗΠΑ προς την Ευρώπη δεν μπορεί, πρακτικά, να θεωρείται δεδομένη μακροπρόθεσμα.

Στην περίπτωση που οι ευρωπαϊκές χώρες – ή, τουλάχιστον, η Γαλλία και η Γερμανία – ήταν σίγουρες πως έχουν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους χωρίς τις ΗΠΑ, τότε θα είχαν εκφράσει τη βούληση να μπλοκάρουν τις πιέσεις των ΗΠΑ για διεύρυνση του ΝΑΤΟ και θα είχαν καταβάλει πραγματική προσπάθεια να φτάσουν σε ένα συμβιβασμό με τη Ρωσία για την Ουκρανία. Αυτή η αυτοπεποίθηση να επέτρεπε, επίσης, στην Ευρώπη να διαχωρίσει τη θέση της από την εντεινόμενη αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.

Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα επέτρεπε στην Ευρώπη να εκφράσει την αντίθεσή της στις καταστροφικές πολιτικές των ΗΠΑ και του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, που ενέχουν τον κίνδυνο της επιστροφής της τρομοκρατίας και των εθνοτικών και θρησκευτικών διαμαχών με τις πολυπληθείς και ολοένα αναπτυσσόμενες μουσουλμανικές μειονότητες της Ευρώπης.

Κατά συνέπεια, δεδομένης της απουσίας μιας άμεσης ρωσικής απειλής, η Ευρώπη έχει τον χρόνο να υλοποιήσει ένα μετρημένο πρόγραμμα για τον επανεξοπλισμό της. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να περιλαμβάνει περιορισμένες αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες αλλά, κάτι που είναι πολύ πιο σημαντικό, την ενιαία και συντονισμένη παραγωγή πολεμικού υλικού, την ενοποίηση των στρατιωτικών δυνάμεων και την ανάπτυξή τους στην ανατολική Ευρώπη, έτσι ώστε να δοθούν εγγυήσεις στα κράτη-μέλη της ΕΕ που βρίσκονται εκεί. Αυτού του τύπου ο επανεξοπλισμός θα αποδειχθεί, ωστόσο, ανώφελος εάν δεν διαμορφώσει και τη βάση για μια στρατηγική αυτονομία και για την υπεράσπιση των πραγματικών συμφερόντων και της πραγματικής ασφάλειας της Ευρώπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου