Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 02-03/01/21 |
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΩΜΕΝΙΔΗ
Στον ενδέκατο μήνα, στη μέση ακριβώς της θητείας μου, το βύσμα που είχε βάλει η μάνα μου επιτέλους λειτούργησε και με έφερε από τη Ναυτική Διοίκηση Ιονίου στο Πεντάγωνο.
Σκατά μετάθεση. Από εκεί που είχα αρχίσει να παλιώνω στην Κέρκυρα κι έβγαινα πλέον αδειούχος κάθε μέρα κι άραζα στο Λιστόν ή έπαιρνα σβάρνα τις παραλίες με το μηχανάκι μου, βρέθηκα ξαφνικά σοφέρ ναυάρχου. Και τι ναυάρχου! Φέροντος ένα από τα ενδοξότερα ονόματα της ελληνικής Ιστορίας. Με προπροπάππου προτομή στο Πεδίον του Αρεως. Με παππού ανδραγαθήσαντα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τέσσερις γενιές ναυτοσύνης κι εκείνος, η πέμπτη γενιά, ένας άχρηστος που τον είχαν τιμής ένεκεν τοποθετήσει επικεφαλής της «Διευθύνσεως Μελετών και Τεκμηρίων», θεματοφύλακα πάει να πει του παρελθόντος, κεράκι που τρεμόσβηνε στο οικογενειακό εικονοστάσι.
Τον αδικώ. Ο Νιόνιος ήταν ωραίος τύπος, καλοπερασάκιας, καλλιεργημένος, με σπάνιες γνώσεις στην όπερα και στη ζωγραφική κι ένα βρετανικό φλέγμα - κάπως παρωχημένο, πάντως καλοδεχούμενο. Τον οδηγό του όμως τον ήθελε κλαρίνο. Μπορεί να με διασκέδαζαν οι ιστορίες του -τότε δεν είχαμε ακόμα κινητά, στις διαδρομές μου μιλούσε ακατάπαυστα - μα με ξεθέωνε. Να πηγαινοφέρνω εκείνον στο υπουργείο, τα βλαστάρια του στο σχολείο, την κυρία του στο κομμωτήριο, την πεθερά του στον γιατρό, ορντινάντσα κανονική, μέχρι τα ψώνια κουβαλούσα από το σουπερμάρκετ, μέχρι τον σκύλο έβγαζα βόλτα. Και το βράδυ «κάνε έναν κόπο, Νικολόπουλε αγόρι μου, πετάξου ως τον Κηφισό, να παραλάβεις τρεις ντενεκέδες λάδι που μας έχουν στείλει από το χωριό της γυναίκας μου, γύρω στα μεσάνυχτα θα φτάσει το ΚΤΕΛ…». Πήγαινα βλαστημώντας. Θα είχα πάθει υπερκόπωση, στο Ναυτικό Νοσοκομείο θα είχα καταλήξει, αν δεν υπήρχε ο συνάδελφος με τον οποίον μοιραζόμασταν το σοφεριλίκι. Μάλιστα, φίλοι μου. Δυο ναύτες έστυβε στην καθισιά του ο απόγονος!
Στις γιορτές μάς μοίρασε. Ελαχαν στον συνάδελφο τα Χριστούγεννα, σε εμένα η Πρωτοχρονιά. Σηκώσαμε αδιάφορα τους ώμους. Τα ίδια μποτιλιαρίσματα θα τρώγαμε στη μάπα. Την ίδια γκρίνια από τους έφηβους δίδυμους που δεν γούσταραν να τραβιούνται με τους γονείς τους, τα ίδια καπρίτσια της γυναίκας του - «άνοιξε το παράθυρο, κλείσε το παράθυρο, βάλε ραδιόφωνο, βρες κανέναν καλύτερο σταθμό!». Το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του Νιόνιου ήταν μια BMW, σιτεμένη μεν αλλά κουκλάρα. Τουλάχιστον χαιρόσουν να την οδηγείς.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1990, στις οκτώμισι το βράδυ, τους παρέλαβα από τη μονοκατοικία τους στο Παλαιό Φάληρο και τους άφησα επί της Πλατείας Συντάγματος. Ενας φίλος του ναυάρχου - το συνήγαγα από τα συμφραζόμενά τους - είχε ένα καταπληκτικό ρετιρέ γωνία Οθωνος και Φιλελλήνων. Εκεί θα έκαναν ρεβεγιόν. «Πήγαινε να αλλάξεις τον χρόνο με τους δικούς σου και έλα στις δύο ακριβώς!» με διέταξε ο ναύαρχος. «Στις δυόμισι!» διόρθωσε η ναυαρχέσσα. «Να παίξουμε και λίγο χαρτάκι…».
Ποιούς δικούς μου; Η μάνα μου ήταν καλεσμένη στης θειάς μου. Αλλη όρεξη δεν είχα παρά να φάω στη μάπα όλο το σόι, να ακούσω πάλι για τον Ανδρέα και για τον Μητσοτάκη και για την Αποστασία και για τον Εμφύλιο και για τον Ολυμπιακό και για τις εκδρομές του «Μάνος Τουρς» και για τα έπιπλα βεράντας και για τις ολέθριες συνέπειες του καπνίσματος - τέτοια κουβέντιαζε τότε ο κόσμος κι αρπαζόταν - σάμπως και σήμερα από τι κατατρύχεται; Οσο δε για τους φίλους μου, σιγά μην εμφανιζόμουν στα πάρτι τους ντυμένος Ποπάι. «Γιατί δεν περνούσες» θα μου πείτε «από το σπίτι σου να αλλάξεις;». Μάλλον βαριόμουν έτσι κι αλλιώς.
Πάρκαρα την «Μπέμπα» έξω από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - είχε στρατιωτικές πινακίδες, δεν θα με έγραφαν. Αγόρασα τσιγάρα από το περίπτερο. Κατηφόρισα την Ερμού. Ημουν είκοσι τεσσάρων, ένιωθα ευάερος κι ευήλιος, σε κανέναν δεν χρώσταγα, κανείς δεν μου χρώσταγε. Ανέπνεα - κι απέπνεα μάλλον - ελευθερία. Ξεγνοιασιά.
Επικρατούσε στην πόλη η ατμόσφαιρα της αναμονής που προηγείται των μεγάλων γιορτών. Οι οικογένειες λουτροκοπανίζονταν, θα κάθονταν έπειτα στο τραπέζι, μετά τις δώδεκα θα ξεχύνονταν -όσοι ξεχύνονταν - στους δρόμους για να ξημερωθούν στα κλαμπ, στα πιάνο μπαρ, στα μπουζούκια. Προς το παρόν, σχεδόν τα πάντα ήταν κλειστά. Ο «Μπαϊρακτάρης» ευτυχώς όχι. Πήρα δυο καλαμάκια στο χέρι και έστριψα στην Αθηνάς.
Δεν είχε καταρρεύσει ακόμα εντελώς το ανατολικό μπλοκ. Το πρώτο καν μεταναστευτικό κύμα, από την Αλβανία, δεν είχε διασχίσει τα ελληνικά σύνορα. Η Αθήνα παρέμενε μια πρωτεύουσα πληθυσμιακά ομοιογενής. Ακαρύκευτη. Είχε εντούτοις τις σκοτεινές, τις πονηρές γωνιές της. Γύρω από την Ομόνοια έκαναν πιάτσα γυναίκες, τραβεστί και αγόρια. Διακινούνταν ναρκωτικά και κλεμμένα ρολόγια. Λειτουργούσαν τρία - τέσσερα πορνοσινεμά. Κυκλοφορούσαν μυστήριες φάτσες, παπατζήδες, ρουφιάνοι, ρεπόρτερ του αστυνομικού, αλαφροΐσκιωτοι που είχαν οριστικά χάσει τον δρόμο τους. Δεν με ενδιέφερε -παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1990 - τίποτα από τα παραπάνω.
Στα Χαυτεία διασταυρώθηκα με ένα τύπο με γούνα και κομοδινί μαλλί ο οποίος είχε βγάλει βόλτα τον πελώριο σκύλο του. Μπήκα στην οδό Αιόλου. Χάζεψα τα κασμίρια στη βιτρίνα του «Πριμηκύριου», τα φαντάστηκα ραμμένα επάνω μου. Το είχα δεδομένο ότι θα γινόμουν δικηγόρος.
Βλέπω αίφνης τον «Κρίνο», το ιστορικό λουκουματζίδικο με τις μαρμάρινες - ή γύψινες; - κολώνες. Και συνειδητοποιώ ότι προς τα εκεί ασυναίσθητα κατευθυνόμουν. Να φάω λαχταρούσα πεντέξι μελωμένα κουρκουμπίνια σαν κι εκείνα που μας έφερνε η γιαγιά μου κάθε της Αγίας Βαρβάρας. Και να ενηλικιώσω έπειτα απότομα τη γεύση μου με ένα ουίσκι - σέρβιρε, αλήθεια, ουίσκι; Τουλάχιστον ήταν ανοιχτός.
Στο δεύτερο διπλό με μπόλικα παγάκια, νιώθω μια παρουσία πίσω από την πλάτη μου. «Ρε Νικολόπουλε, άνοιξε το τριώδιο;» ακούω τη βραχνή φωνή της. Εκπλήσσομαι και χαίρομαι, κυρίως χαίρομαι. «Καθίστε, δεσποινίς! Ραντεβού είχαμε; Τι να κεράσω;».
Ηταν καλεσμένη, αρχίζει να μου εξηγεί, σε μια ρεβεγιόν στην οδό Ευριπίδου. Μπέρδεψε όμως τις Ευριπίδου και αντί για τη Φιλοθέη βρέθηκε στο κέντρο. «Θέλεις να σε πετάξω με το αυτοκίνητο; Με έχουν κάνει σοφέρ υποναυάρχου. Θα σου ανοίξω και την πόρτα! Θα σου βαρέσω και προσοχή!». Αρχίζει να μου τα μασάει. Να μου τα γυρίζει. Αντιλαμβάνομαι ότι μου λέει μπούρδες, μουσαντά, για να δικαιολογήσει κάπως την παρουσία της, σόλο, τέτοια μέρα εκεί.
Συμφοιτήτριά μου. Μύγα μέσα στο γάλα στο περιβάλλον της Νομικής. Από κάθε άποψη. Το όνομά της πρώτα από όλα. Πώς είναι δυνατόν να συστήνεσαι ως Καλλιόπη; Γιατί δεν το 'χεις κάνει Κάλλυ; Κέλλυ; Οπυ έστω; Από ανάποδο σνομπισμό; Το ντύσιμό της έπειτα. Ταγιέρ τύπου Σανέλ, μεταξωτά πουκάμισα και παντελόνες - πού βρίσκεσαι, κορίτσι μου, στο Παρίσι του 1950; Εδώ είναι Σόλωνος! Εδώ οι Δαπίτισσες φοράνε φυστικί σακάκια με μεγάλες βάτες κι έχουν ανταύγειες στο μαλλί ενώ οι Αριστερές κυκλοφορούν με ταγάρια και με τσιγγάνικες φούστες. Να μη μιλήσω για τη συμπεριφορά της. Να μπαίνει στο αμφιθέατρο με το περιοδικό «The Economist» υπό μάλης, να δηλώνει αναρχοδεξιά - πού το σκαρφίστηκε πάλι αυτό; -, να μιλάει στις συνελεύσεις παραπέμποντας στον Καντ ή στον Καμύ; Ολοι την ήξεραν, σχεδόν κανένας δεν την πήγαινε ιδιαίτερα. Οι ομόφυλές της την απεχθάνονταν - ψωνάρα την ανεβοκατέβαζαν. Κάποια αγόρια, ανάμεσά τους κι εγώ, την έβρισκαν ενδιαφέρουσα. Αξιοχάζευτη αν μη τι άλλο. Οχι ότι είχαμε πολλά - πολλά. Στη Σχολή συναντιόμασταν και στις γύρω καφετέριες. Τα βράδια η Καλλιόπη δεσμευόταν από άλλης τάξεως υποχρεώσεις. Ηταν παντρεμένη. Ετσι ισχυριζόταν. Με έναν πολύ μεγαλύτερό της επιχειρηματία.
«Κερνάω εγώ, Νικολόπουλε. Με δέχθηκαν για διδακτορικό στη φιλοσοφία του δικαίου στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού».
Τυχαία είχαμε πιάσει, προ μηνών, κουβέντα σχετικά με την Καλλιόπη με έναν κοινό μας γνωστό και μου είχε αποκαλύψει εκείνος πως ό,τι ξεστομίζει είναι μούφα. «Κολοκυνθού έχει μεγαλώσει, δυο στενά από μένα! Φτωχή οικογένεια, μαζεμένη. Ο πατέρας της - έχει πεθάνει χρόνια - κλητήρας στον Δήμο. Εντάξει, η Καλλιόπη ιδιαίτερα διαβαστερή ανέκαθεν. Κι εκεί όμως περισσότερο σάλτσα παρά κρέας…». «Και τα ρούχα της;». «Δουλεύει η μάνα της ράφτρα στο βεστιάριο του Εθνικού Θεάτρου. Της τα δίνει να τα φοράει. Νομίζει πως την ομορφαίνουν».
Οντως δεν είναι όμορφη. Καθόλου. Κι ας έχει εντυπωσιακά κατάξανθα μαλλιά και μπλε μάτια. Αν έχανε βεβαίως είκοσι κιλά, ίσως να έπαυε να θυμίζει γουρουνάκι. Ισως να απαλλασσόταν από αυτό το ροζουλί που τη στοιχειώνει και προσπαθεί να το ξορκίσει καπνίζοντας αρειμανίως, βρίζοντας σαν παλιός βαρκάρης, βραχνιάζοντας επιτηδευμένα…
«Πρόκειται, σου λέω, για μυθομανή! Για διαταραγμένη προσωπικότητα. Κατασκευάζει μια εικόνα, έναν κόσμο με τα πιο πρόχειρα μάλιστα υλικά. Κι όποιος τσιμπήσει, τσίμπησε. Θυμάσαι τον "The Economist"; Κυκλοφορεί κάθε εβδομάδα. Ε λοιπόν, η Καλλιόπη εμφανιζόταν με το ίδιο τεύχος επί τρία χρόνια!».
Και τι με νοιάζει εμένα; Κάθομαι στο τραπέζι του «Κρίνου» και η Καλλιόπη μού αμολάει πυροτεχνήματα. Μου αποκαλύπτει ότι έχει μεταφράσει Καβάφη στα τσέχικα και θα κυκλοφορήσει στην Πράγα του χρόνου. Μου εμπιστεύεται πως ο μπαμπάς της ήταν ο ραββίνος των Αθηνών. Θα μπορούσα να της επισημάνω ότι μια Εβραιοπούλα δεν πάει να σπουδάσει στον Λίβανο και τι θα κέρδιζα; Θα έχανε απλώς τα λόγια της. Θα ένιωθε άσχημα.
«Πες μας και τίποτα για σένα, ρε Νικολόπουλε…». «Ρώτα με ό,τι θες» της χαμογελάω. «Εγώ δεν ρωτάω. Ανακαλύπτω μόνη μου».
Παραγγέλνει και τρίτο ουίσκι. Αμα μεθύσει - ανησυχώ - θα με αφήσει να την κουβαλήσω στη μαμά της; Ή θα μου φύγει τρέχοντας, κάνοντας οχτάρια, και θα την κυνηγάω στην Αιόλου; Μισοκλείνει τα μάτια, σουφρώνει κάπως τα χείλια, παίρνει μια αλλόκοτη έκφραση. «Θέλω τη γνώμη σου για κάτι…» μου κάνει. «Ο,τι θες». «Δεν είναι κρίμα το 1991 να με βρει παρθένα;».
Το ξενοδοχείο «Τέμπη», πέντε πόρτες παρακεί, μας περιμένει. Κι αποδεικνύεται σχετικά καθαρό. Φεύγοντας, ξεχνάω στο κομοδίνο την «ασπιρίνη». Το ναυτικό καπέλο μου. Εχω ευτυχώς ρεζέρβα μες στην BMW.
«Η Λέσχη των Αδικοχαμένων»
Εγώ πέθανα, μπαμ και κάτω, στις 4 Μαΐου του 1992 από ανεύρυσμα εγκεφάλου. Η Καλλιόπη αυτοκτόνησε τρεις μήνες αργότερα. Ανήκουμε εδώ στη «Λέσχη των Αδικοχαμένων» η οποία έχει ιδιαίτερα προνόμια για τα νεαρά μέλη της. Μας αφήνουν για παράδειγμα να κατεβαίνουμε όποτε μας καπνίσει στη γη και να κόβουμε, αόρατοι, κίνηση.
Οι σταρ εξ ημών, ο Τζιμ Μόρισον, η Τζάνις Τζόπλιν, η Εϊμι Γουάινχαουζ, ακόμα και ο Παντελής Παντελίδης, αγωνιούν αν ακούγονται τα τραγούδια τους. Τους δίνει η υστεροφημία μια ψευδαίσθηση αθανασίας - τρελά πράγματα - αφού έτσι κι αλλιώς είμαστε αθάνατοι, έστω και στερούμενοι σώματος. Τι να πεις; Καλλιτέχνες… Εμείς οι άσημοι απλώς χαζεύουμε.
Είναι καλή παρέα ως νεκρή η Καλλιόπη, πιο ανάλαφρη, πιο ξένοιαστη από όσο όταν ζούσε. Με εκνευρίζει μόνο που επιμένει να ισχυρίζεται ότι αυτοχειριάστηκε για πάρτη μου.
«Ασε τα σάπια!» της κάνω. «Σιγά τη σχέση που 'χαμε! Κανένα πήδημα στη χάση και στη φέξη» .Βουρκώνει τότε ή τα παίρνει στο κρανίο και με βρίζει ή κρύβεται πίσω από κάνα σύννεφο. Με κάνει να αισθάνομαι σχεδόν τύψεις. Το ξεπερνάω όμως γρήγορα. Γρήγορα δεδομένης της αιωνιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου