"TA NEA/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 30-31/01/21 |
Τιμή μου που τον γνώρισα, τιμή μου που τον είχα φίλο
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 δούλευα επαγγελματικά με τον Σήφη Βαλυράκη σε ένα μικρό γραφείο στη Λεωφόρο Συγγρού. Το γραφείο το κοσμούσαν έργα της γυναίκας του, της Μίνας, και έτσι περιβαλλόμασταν από τα έντονα και ζωντανά χρώματα της τέχνης της. Εκτός από τις συζητήσεις για τη δουλειά, ο Σήφης μου έκανε κάτι σαν πολιτικά σεμινάρια, ακούραστος ομιλητής. Εσκυβε πάνω στα λάθη των παλιότερων χρόνων, μου έκανε γόνιμη κριτική στην κυβέρνηση Καραμανλή, και μαζί βρίσκαμε και συγκρίναμε τις πιο τραβηγμένες περιπτώσεις της κρατικής γραφειοκρατίας με δόσεις χιούμορ και απελπισίας.
Εκείνο το βασικό που κράτησα από όλες αυτές τις συζητήσεις είναι πώς μετράει κανείς τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες της κάθε κυβέρνησης. Το ερώτημα που πρέπει να τίθεται είναι το εξής: κατά πόσο η εκάστοτε κυβέρνηση έχει παραδοθεί στη ροή των γεγονότων, κατά πόσο δηλαδή απορροφάει το σύνολο των δράσεών της η διαχείριση της καθημερινότητας, δηλαδή κινείται στον αυτόματο, χωρίς πρόγραμμα; Αντ' αυτού, για να πετύχει μια κυβέρνηση, πρέπει να προωθεί συνεχώς το δικό της πρόγραμμα και να διαμορφώνει την ατζέντα, όχι να μετατρέπεται σε διαχειριστή της καθημερινότητας. Μόλις δεις μια κυβέρνηση να παραδίδεται στη διαχείριση της καθημερινότητας, μου έλεγε, να ξέρεις ότι έχει έρθει η αρχή του τέλους. Παράδειγμα προς μίμηση ήταν πάντα ο μέντοράς του και πνευματικός του πατέρας, ο Ανδρέας.
Βασανίστηκε και φυλακίστηκε στην ΕΑΤ-ΕΣΑ λόγω αντιχουντικής δράσης. Πέτυχε μια κινηματογραφική τύπου απόδραση, αλλά μετά από αρκετές περιπέτειες ξαναπιάστηκε στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και οδηγήθηκε στη συνέχεια στις φυλακές της Κέρκυρας. Τελικά κατάφερε πάλι να αποδράσει και από εκεί, αυτή τη φορά κολυμπώντας ως την Αλβανία. Αλλά το τότε καθεστώς του Εμβερ Χότζα νόμιζε πως ήταν έλληνας κατάσκοπος που είχε μπει λαθραία, και του επέβαλε ποινή τριών ετών σε καταναγκαστικά έργα στο στρατόπεδο του Φίερι. Μου είχε δείξει τα σημάδια στα χέρια του, δώρο του Χότζα, όπως έλεγε. «Οταν σε δέρνουν» μου είπε εν είδει μαθήματος, «να προστατεύεις το κεφάλι σου. Εκεί η ζημιά είναι επικίνδυνη». Ο Ανδρέας κινητοποίησε τις επαφές του με το διεθνές μαοϊκό και φιλοκινεζικό κίνημα (ο Χότζα ήταν θαυμαστής του Μάο) και έτσι ο Σήφης Βαλυράκης αφέθηκε ελεύθερος.
Οταν το 1988 ο Ανδρέας τον τοποθέτησε υφυπουργό Δημόσιας Τάξης, οι Αμερικανοί θορυβήθηκαν - είχε κυκλοφορήσει το ψέμα από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΠΑΣΟΚ ότι ο Σήφης άνηκε στη «17 Νοέμβρη». Μίλησε ο Ανδρέας με τον αμερικανό πρέσβη και τον καθησύχασε, λέγοντάς του ότι πρέπει να χαίρεται για την τοποθέτηση του Σήφη - «Είναι ο μόνος μου υπουργός που έχει ζήσει στα κελιά του υπαρκτού σοσιαλισμού» του είπε - «δεν είναι εχθρός σας».
Στη Σουηδία έπιασε δουλειά σε εταιρεία καθαρισμού γραφείων - μαζί με τον αδερφό μου, τον Γιώργο. Αγωνιστές σαν τον Σήφη δεν δίσταζαν να δουλέψουν και σε χειρωνακτική εργασία προκειμένου να επιβιώσουν.
Ως υπουργός Δημόσιας Τάξης το 1995 ήταν από τους πρώτους που συνέλαβαν σχεδόν χίλιους «μπαχαλάκηδες», στο εσωτερικό μάλιστα του Πολυτεχνείου. Δεν περίμενε την άδεια του πρύτανη για να μπει. Εκρινε ότι η βία εντός του χώρου και η ασέβεια των μπαχαλάκηδων προς τον άγιο αυτόν δημόσιο χώρο έπρεπε να σταματήσουν. Η συγκεκριμένη επιχείρηση έγινε χωρίς να ανοίξει μύτη. Ηταν ένας λόγος που πολλές φορές στην επέτειο της 17ης Νοέμβρη έβρισκε το αμάξι του καμένο - ένα άνανδρο αντίποινο για την επιτυχία του.
Ολα αυτά μου τα διηγήθηκε σιγά-σιγά, χωρίς κομπορρημοσύνες, και μόνο κατόπιν πολλών πιέσεων από εμένα. Δεν ήθελε να μιλάει για τον εαυτό του. Για τη Μίνα και τα δυο του παιδιά, ναι, την πολιτική ανάλυση, τον Ανδρέα, τα κόμματα, τα διεθνή δρώμενα, ναι. Για τον εαυτό του, όχι.
Επαψε να είναι βουλευτής το 2012 αλλά δεν σταμάτησε την παραγωγή ιδεών και προτάσεων. Από τα πολλά κείμενα που μου έστελνε, τα τελευταία του είχαν σχέση με την αυξημένη τουρκική επιθετικότητα. Τον Σεπτέμβρη, με τις απειλές της Τουρκίας να έχουν κορυφωθεί, έγραψε ότι η χώρα μας έχει το δικαίωμα «ενεργοποίησης» κανόνων εμπλοκής. Οπως στην προσωπική του ζωή, έτσι και στην πολιτική δεν δίσταζε να δώσει τη μάχη.
Φυσικό ήταν να του ζητήσω να βαφτίσει τον γιο μας, τον Ανδρόνικο. Του είπα θέλω να τον βαφτίσει ο στενός φίλος και συνεργάτης του Ανδρέα, εφόσον ο ίδιος ο Ανδρόνικος δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον παππού του. Ηλπιζα ότι έτσι θα του χάριζε λίγο από το κουράγιο και τον ανδρισμό του με το ιδιαίτερο άγγιγμα της αγίας αυτής τελετής.
Εφυγε τόσο ξαφνικά που ακόμη να το συνειδητοποιήσω. Εχω τις κλήσεις του στο κινητό μου και τα πρόσφατα μηνύματά του στο Whats App. Ακούω την ένταση της φωνής του όταν μιλούσε, όπως και την αγανάκτησή του όταν αισθανόταν ότι αδικούσαν οι πολιτικοί αντίπαλοι τον Ανδρέα. Και συμφωνούσε φυσικά με το ότι το κόμμα στο οποίο άνηκε πρέπει να ονομάζεται ΠΑΣΟΚ. Θυμάμαι την προσφώνησή του όταν με παρουσίασε στα Χανιά για να στηρίξει την υποψηφιότητά μου ως ευρωβουλευτή την άνοιξη του 2019. Οπως απάντησα τότε, τιμή μου που τον γνώρισα, τιμή μου που τον είχα φίλο.
Κλείνω με τα λόγια ενός χανιώτη μαντιναδόρου:
Πάντα Σήφη η σκέψη μας θα είναι εκεί μαζί σου, και χαραγμένη στο μυαλό κάθε ανάμνησή σου.
Καλοστραθιά κουμπάρε,
η καρδιά μου ταξιδεύει μαζί σου
-Ο Νίκος Παπανδρέου είναι επιχειρηματίας, συγγραφέας
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 30/01/21 |
ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΖΙΜΑ
Ηταν μέσα Δεκεμβρίου του 2020 όταν επικοινώνησα τηλεφωνικά με τον Σήφη Βαλυράκη, για να τον ενημερώσω τι βρέθηκε στα αρχεία της διαβόητης Σιγκουρίμι, της μυστικής αστυνομίας του Ενβέρ Χότζα, για την απόδρασή του στην Αλβανία, το 1972, και ότι η «Καθημερινή» σχεδιάζει να δημοσιεύσει στοιχεία που τον αφορούσαν, με μια συνέντευξή του για τα γεγονότα όπως ο ίδιος τα βίωσε.
«Μετά χαράς, να σας πω ό,τι θέλετε», μου απάντησε και συμφωνήσαμε να τα πούμε και πάλι σύντομα. Δεν τα καταφέραμε…
Λίγο τα καταιγιστικά γεγονότα της πανδημίας, λίγο οι γιορτές που μεσολάβησαν, μας πρόλαβε ο αδόκητος θάνατός του. Εως την ώρα που γράφονταν τούτες οι γραμμές, οι ακριβείς συνθήκες υπό τις οποίες έχασε τη ζωή του ο πρώην υπουργός και αντιστασιακός στη δικτατορία ήταν ακόμη υπό διερεύνηση. Το βέβαιο είναι ότι ο Σήφης Βαλυράκης άφησε την τελευταία του πνοή στη θάλασσα. Τη θάλασσα, που στο παράτολμο εγχείρημα της απόδρασής του από τις φυλακές της Κέρκυρας και της διαφυγής του στην Αλβανία διέσχισε κολυμπώντας, παλεύοντας άφοβα με τα κύματα και τα υπόγεια ρεύματά της, και αποβιβάστηκε στην «ελευθερία» – όπως τουλάχιστον ο ίδιος νόμιζε. Γιατί κι εκεί τον περίμεναν οι φυλακές του Χότζα, χειρότερες από εκείνες του χούντας στην Ελλάδα.
Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα τις ακραία αντίξοες συνθήκες υπό τις οποίες κολύμπησε τη διαδρομή των τριών ναυτικών μιλίων μέχρι την ακτή των Εξαμιλίων.
Ο Βαλυράκης απέδρασε στις 17 Μαΐου 1972 από τις φυλακές της Κέρκυρας με τον συγκρατούμενό του Χαράλαμπο Γεωργακάκη, ο οποίος όμως στην προσπάθειά του να δρασκελίσει τον τοίχο τραυματίστηκε και συνελήφθη. Ο Βαλυράκης, αφού περιπλανήθηκε επί μέρες καταδιωκόμενος από τις Αρχές στο νησί, πήρε τη μεγάλη απόφαση.
«Ημουν μόνος μου και η μόνη επιλογή που είχα ήταν η απόδραση στην Αλβανία. Εβγαλα τα ρούχα μου, τα έβαλα σε μια νάιλον σακούλα για να τα έχω στεγνά όταν φτάσω, αλείφτηκα με μαγειρικό λίπος που είχα κλέψει από τα μαγειρεία ώστε να αντέχω στο κρύο και έπεσα στη θάλασσα. Ξεκίνησα να κολυμπάω και έφθασα εξουθενωμένος, σχεδόν λιπόθυμος, στις αλβανικές ακτές. Ντύθηκα τουρτουρίζοντας και στριμώχτηκα σε κάτι θάμνους μέχρι να έρθει το πρωί. Την άλλη ημέρα, είχα ανακτήσει τις δυνάμεις μου και ήμουν χαρούμενος καθώς θεωρούσα ότι πλέον βρισκόμουν σε ελεύθερη γη», εξιστόρησε σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ αργότερα.
Εχοντας διανύσει μιαν απόσταση τριών και πλέον ναυτικών μιλίων, βγήκε σε ερημική ακτή κοντά στο χωριό Εξαμίλια, όπου εντοπίστηκε από στρατιωτική περίπολο. Ο ιστορικός Σταύρος Ντάγιος αναζήτησε και βρήκε τον φάκελο Βαλυράκη στα αρχεία της διαβόητης Σιγκουρίμι, της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος, και λέει στην «Κ»:
«Οπως προκύπτει από τα αρχεία, οδηγήθηκε αρχικά στην ασφάλεια των Αγίων Σαράντα και στις 27 Μαΐου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της πόλης όπου καταδικάζεται, στις 27 Ιουλίου, σε φυλάκιση τριών χρόνων σύμφωνα με το άρθρο 255 του ποινικού κώδικα, για παράνομη είσοδο στη χώρα. Ο Βαλυράκης έμεινε εμβρόντητος γιατί περίμενε μιαν άλλη υποδοχή, υποδοχή ήρωα. Οι Αλβανοί, όμως, δεν τον αντιμετώπισαν έτσι, διότι είχαμε τότε τη διπλωματική συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών. Τον Μάιο του 1971 οι δύο χώρες είχαν συνάψει διπλωματικές σχέσεις και ο Χότζα δεν ήθελε να τις διαταράξει, οπότε δείχνει στην κυβέρνηση των συνταγματαρχών πως όσοι έρθουν από την Ελλάδα τούς περιμένουν η τιμωρία και οι φυλακές, και δεν θα τους επιτραπεί να αναπτύξουν ανατρεπτική δράση κατά αυτής. Ούτε όμως του απήγγειλε το καθεστώς κατηγορία περί κατασκοπείας, διότι τότε θα ενέπλεκε και την Αθήνα στην υπόθεση και δεν συνέφερε από τη στιγμή που επιχειρείτο προσέγγιση των δύο πλευρών.
Ο Βαλυράκης παραδέχθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι εισήλθε λάθρα στην Αλβανία και τυπικά διέπραξε το αδίκημα που του αποδόθηκε, αλλά πρόσθεσε πως «οι περιστάσεις στην Ελλάδα με υποχρέωσαν να φύγω και να ζητήσω προστασία και άσυλο στη χώρα σας». Χαρακτήρισε βαριά και άδικη την ποινή που του επιβλήθηκε, τονίζοντας πως «εγώ διώκομαι πολιτικά και γι’ αυτό σκέφτηκα να καταφύγω στη χώρα σας».
Ζήτησε ακόμη, όπως φαίνεται στα πρακτικά, να προσμετρήσει θετικά το νεαρό της ηλικίας του. Τα ίδια ανέφερε και στην έφεση που άσκησε ενώπιον του ανωτάτου δικαστηρίου των Τιράνων, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 898 απόφαση της 20ής Αυγούστου του 1972 επικύρωσε την απόφαση του δικαστηρίου των Αγίων Σαράντα και ο Βαλυράκης οδηγήθηκε στις φυλακές του Μπαλς και του Μπουρέλι.
Ενα χρόνο μετά, και συγκεκριμένα στις 28 Δεκεμβρίου του 1973, απολύθηκε από τις φυλακές πρόωρα και του επετράπη η άμεση μετάβαση στη Σουηδία».
Το τι μεσολάβησε ακριβώς για την πρόωρη αποφυλάκισή του δεν υπάρχει καταχωρισμένο στα αρχεία της Σιγκουρίμι. Το βέβαιο είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, ιδρυτής και αρχηγός του ΠΑΚ, ενεργοποίησε διεθνώς τις γνωριμίες του προς πίεση στον κομμουνιστή ηγέτη, οι οποίες φαίνεται ότι απέδωσαν με πιθανότερο τη μεσολάβηση του εξόριστου τότε στην Κίνα πρίγκιπα της Καμπότζης Σιχανούκ στον φιλομαοϊκό ακόμη Ενβέρ Χότζα. Κατ’ άλλους, ρόλο μεσολαβητή διαδραμάτισε ο Ούλοφ Παλμε.
Σε κάθε περίπτωση, στα αρχεία υπάρχει καταχωρισμένη η ευχαριστήρια επιστολή του Ανδρέα Παπανδρέου προς τον «αγαπητό σύντροφο», όπως τον αποκαλούσε, κομμουνιστή δικτάτορα, λίγες ημέρες προτού καταρρεύσει η χούντα στην Ελλάδα, την οποία δημοσιεύει η «Κ»:
«1η Ιουνίου 1974, Στοκχόλμη. Αγαπητέ σύντροφε Εμβέρ Χότζα: Θα ήθελα να εκφράσω τη βαθιά εκτίμησή μας για την απελευθέρωση του πολύτιμου συντρόφου μας Ιωσήφ Βαλυράκη.
Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να σας επισημάνω, αγαπητέ σύντροφε, την περίπτωση ενός άνδρα με μακρά και διακεκριμένη ιστορία ως μαχητή ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στην καπιταλιστική καταπίεση. Το όνομά του είναι Βασίλης Φιλίππου. Γεννηθείς στην Ελλάδα το 1923, βρίσκεται τώρα στην Αλβανία, ως φυλακισμένος. Δεν γνωρίζω τους λόγους γι’ αυτό, ούτε επιθυμώ να κάνω έρευνες.
Θα ήθελα, ωστόσο, να σημειώσω ότι ο Φιλίππου, ως ηγετικό μέλος του ΕΛΑΣ και της επανάστασης του 1946-1949, έχει θυσιάσει τόσο τον ίδιο όσο και την οικογένειά του προς το συμφέρον του καταπιεσμένου ελληνικού λαού. Θα είμαστε πραγματικά ευγνώμονες εάν εξετάσετε την αποφυλάκισή του, με χάρη. Παρακαλώ δεχθείτε, αγαπητέ σύντροφε, τους πιο ειλικρινείς, αδελφικούς χαιρετισμούς μου.
Ανδρέας Γ. Παπανδρέου»
Οπως αναφέρει ο κ. Ντάγιος, στα αλβανικά αρχεία δεν υπάρχουν αναφορές του Βαλυράκη περί βασανιστηρίων του, χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπέστη βία. Σε δύο έγγραφα, τα οποία έχει η «Κ», το ΥΠΕΞ της Αλβανίας εμφανίζεται να ενημερώνει το Κόμμα ότι ο Βαλυράκης σε μια σουηδική εφημερίδα κατήγγειλε ότι έπεσε θύμα βασανιστηρίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου