"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 05-07/06/.20
ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΑΥΛΑ,
του Σταμάτη Φασουλή
Κατέβηκα στο κέντρο Τετάρτη πρωί. Ούτε άνοιξη ούτε χειμώνας ούτε καλοκαίρι. Μια μέρα χωρίς εποχή. Στο Πρώτο Νεκροταφείο. Πήγα για το τελευταίο αντίο σε μια Μεγάλη Κυρία. Την Αμαλία Μεγαπάνου. Την είδα πρώτη φορά στα χρόνια του Αλσους στο Παγκράτι. Εκείνη στην πλατεία, εγώ στη σκηνή. Στην υπόκλιση είδα τη μορφή της, δεν γινόταν να μην τη δω. Ελαμπε, όχι μόνο από ομορφιά που ήταν έτσι κι αλλιώς αδιαμφισβήτητη, αλλά κι από κάποιο εσώτερο φως που σχημάτιζε μιαν άλω γύρω από το πρόσωπό της.
Πέρασαν χρόνια, έβγαινα από το Μέγαρο καθώς εκείνη έμπαινε. Μου άπλωσε το χέρι.
- Εσύ δεν με γνωρίζεις, εγώ όμως σε ξέρω.
-Σας γνώρισα και θέλω να σας πω ότι...
- Μην πεις τίποτα. Αν θες να με γνωρίσεις, θα σου στείλω τα βιβλία μου.
Πήγα να της πω διεύθυνση, αλλά με έκοψε ευγενικά με ένα χαμόγελο.
- Θα βρω τρόπο εγώ και θα τα στείλω.
Οντως, σε δυο τρεις μέρες έλαβα τα βιβλία της με μια πολύ ζεστή αφιέρωση. Ετσι τη γνώρισα μέσα από τον «Εκτορα» και τον «Διάλογο με την Αννα». Κι εκεί αντίκρισα πράγματι έναν άλλον άνθρωπο που ήταν αδύνατον να υποψιαστώ ότι κρυβόταν πίσω από τις φωτογραφίες και τις δημόσιες εμφανίσεις της δίπλα στον πρώτο της άνδρα, τον πρωθυπουργό τότε της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Επρεπε να περάσει καιρός κι εκεί στις αρχές του 2000, με τη μεσολάβηση του κοινού μας φίλου Θανάση Νιάρχου (θα του το οφείλω πάντα), μας δέχτηκε μια Πέμπτη βράδυ στο σπίτι της. Από τότε υπήρξαν αρκετές φορές που είχα την τιμή να παρευρίσκομαι σε αυτές τις συναντήσεις της Πέμπτης. Είναι ένα κομμάτι της ζωής μου που φυλάω πάντα σαν κάτι ακριβό. Πολύτιμο. Η συντροφιά ήταν τις περισσότερες φορές, εκτός από τον Θανάση, ο Κώστας Μητρόπουλος με τη γυναίκα του, η Αλκη Ζέη, ο Μάνος Ελευθερίου, η Σάντυ Ανδρονίδη, η Μερόπη Πρέκα, ο Αντώνης Φωστιέρης και τόσοι άλλοι που θυμάμαι. Πάντα οκτώ τον αριθμό.
Εκείνη καθόταν πάντα στην πολυθρόνα της, με το σκυλάκι να λουφάζει δίπλα της. Πίσω της ακριβώς μια προσωπογραφία της από τον Πάρη Πρέκα. Αν και δεν ήταν ακριβώς προσωπογραφία. Ο Πρέκας είχε κάνει κάτι ιδιοφυές. Την είχε ζωγραφίσει πλάτη, δεν έβλεπες καν το πρόσωπό της. Ομως από τον τρόπο που είχε μαζεμένα πίσω τα μαλλιά της, από την όλη στάση του σώματος, από τον αέρα μιας κίνησης που μόλις είχε σταματήσει πριν ολοκληρωθεί, έβλεπες την Αμαλία και καμία άλλη.
Ολο το βράδυ κυλούσε σχεδόν σαν μια τελετουργία. Οι θέσεις του καθενός μας, τα ασημένια μπολ με τους ξηρούς καρπούς και τ' αλμυρά, το πρώτο ποτό πριν από το φαγητό, όλα στην εντέλεια. Ως οικοδέσποινα είχε έναν περίεργο συνδυασμό ζεστασιάς, αυστηρότητας, ευγένειας και αμεσότητας συγχρόνως που σε τύλιγε δημιουργώντας κάτι σαν ζεστή φωλιά που νόμιζες ότι φτιάχτηκε αποκλειστικά για σένα, κι ας ήσουν δίπλα σε τόσους άλλους. Κι ύστερα η φωνή της μ' ένα κρυφό χαμόγελο... «Η Μαρία μας λέει ότι το τραπέζι είναι έτοιμο».
Είχε φροντίσει για όλους και για τα πάντα. Ποιος κάθε φορά θα καθίσει δεξιά της για να μη μείνει κανείς παραπονεμένος, το φαγητό που άλλαζε σύμφωνα με τη σύνθεση του τραπεζιού ή τις ημέρες νηστείας, το σερβίρισμα, το κρασί - για άλλους λευκό, άλλους κόκκινο -, όλα, μα όλα τόσο αθόρυβα προσεγμένα. Θα έλεγες ότι όλο αυτό το τυπικό ήταν μιας άλλης εποχής με μια περιρρέουσα ψυχρότητα.
Το εντελώς αντίθετο. Αυτές οι συναντήσεις υπήρξαν από τις πιο ζεστές βραδιές της ζωής μου. Εχω την εντύπωση πως μέσα από το Τυπικό δεν ζητούσε να εξαφανίσει το Αίσθημα, αλλά να το τιθασεύσει και να το διασώσει στο μέτρο που του πρέπει. Ηταν σπουδαίος άνθρωπος η Αμαλία Μεγαπάνου. Δεν ήταν μόνο μια Μεγάλη Κυρία. Ηταν μια ολόκληρη Κυρία Εποχή. Αυτή την εποχή αποχαιρετήσαμε. Αυτή την εποχή σκεπάσαμε στο χώμα.
Ας είναι ελαφρύ.
Θα είναι ελαφρύ.
Είμαι σίγουρος.
Το έχει φροντίσει.
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 05-07/06/12
ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΠΙΠΙΛΗ
Όλοι όσοι γνωρίσαμε από κοντά - και μελετήσαμε διαχρονικά - την Αμαλία Μεγαπάνου, παρά τα λαμπρά, μοναδικά που έζησε ως σύζυγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μπορούμε να ισχυριστούμε πως παρέμεινε Αμαλία Κανελλοπούλου, τολμηρή για την εποχή της, βαθιά δημοκράτισσα και αυθεντική φεμινίστρια. Μόνο μια γυναίκα που διαμόρφωσε στέρεο χαρακτήρα μπορούσε τελικά δημιουργώντας - ήταν συγγραφέας παιδικών και ιστορικών / ερευνητικών βιβλίων - να επιζήσει του πρόσκαιρου θρύλου και να εξελιχθεί σε μια αυτούσια προσωπικότητα.
Τη γνώριζα προσωπικά, και όχι μόνο με την ευκαιρία μιας εκ βαθέων, μεγάλης συνέντευξης που μου είχε δώσει, το 1988, για το γυναικείο περιοδικό «Πάνθεον», με την ευκαιρία της έκδοσης ενός ακόμη βιβλίου της, αλλά βιβλίου - σοκ αυτή τη φορά, του «Διαλόγου με την Αννα». Ενας διάλογος με μια 52χρονη χαρακτηρισμένη ιερόδουλη των Αθηνών - «ευφυή» τη χαρακτήριζε -, όπου στη δική της αφήγηση συμπύκνωσε και τις εμπειρίες άλλων εννιά, με τις οποίες η συγγραφέας είχε συνομιλήσει. Με είχε συνεπάρει αυτή της η πλευρά και έχοντας την ευκαιρία να τη συναντώ στα «δικά» μας, συντρώγοντας και κουβεντιάζοντας στο δικό της αγαπημένο, το Πάρκο Ελευθερίας, αποφάσισα αργότερα να τη «διαβάσω» καλά, μέσω του αρχείου της - επιστολές, δώρα από τις επίσημες συναντήσεις ως πρωθυπουργικού ζεύγους, ντοκουμέντα της - που η ίδια είχε παραχωρήσει στο Ιδρυμα Καραμανλή. Τη μοναδική αγγελία του γάμου της με τον φέρελπι υπουργό του Παπάγου τη βρήκα με πολύ κόπο στα μαυρόασπρα μικροφίλμ της Βιβλιοθήκης της Βουλής, στο «Εμπρός» (31-5-1952). Και έγραφε τότε ο Τύπος πως η νύφη - φυσικού κάλλους - μοναδικό στολίδι είχε μικρά κλαριά πάνω στην οργαντίνα του νυφικού της, από το μικρό ατελιέ της κυρίας Ευγενίας. Ηταν η Αμαλίτσα, η κόρη της εύπορης αστικής οικογένειας των Πατρών - ανιψιά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου -, με το πιάνο της, τα γαλλικά της, μεγαλωμένη, όπως μου είπε η ίδια, «με ένα ορισμένο ήθος, με το οποίο δεν ανατράφηκα μόνον εγώ, αλλά πολλά παιδιά της γενιάς μου, αυτής της αστικής γενιάς».
Ως σύζυγος Καραμανλή κρατούσε τις αστικές συνήθειες στο σπίτι τους, στην Καρνεάδου 24, τονίζοντας κάθε φορά στις φιλενάδες της πως θα έρθουν για καφέ «υπό τον όρο να μην ενοχλήσουν τον Κώστα», και πέρασε στην Ιστορία ως η πιο όμορφη, διακριτική, κομψή και αριστοκρατική πρώτη κυρία. Η συμβίωση ως το οδυνηρό και για τους δύο διαζύγιο - ήταν 40 ετών - στο Παρίσι, το 1972, είναι γνωστό πως ήταν από την αρχή δύσκολη. Αλλά και το δεύτερο διαζύγιό της, στα 58 της, με τον Μεγαπάνο ήταν για την ίδια πολύ οδυνηρό. Ομως, για εκείνη, ήταν πολύ πιο οδυνηρό για τα ζευγάρια όταν χάνουν τον σύντροφό τους από θάνατο, ενώ στο διαζύγιο κάποιος από τους δύο δεν αγαπά τον άλλο τόσο πολύ, και, ενώ πίστευε πως είναι δύσκολο να βρεθείς χωρίς σύντροφο, έλεγε στις γυναίκες να μην το παίρνουν τόσο κατάκαρδα όσο το παίρνουν. Η ίδια είχε βρει τον δρόμο της δηλώνοντας πως «δεν είμαι πια εκείνη η Κανελλοπούλου. Είμαι εγώ αυτό που είμαι. Είμαι η εξέλιξή μου. Δεν με εξελίσσει κάποιος. Μόνη μου έχω φροντίσει τον εαυτό μου. Δεν τον εγκατέλειψα. Δεν σας κάνω την πιο δυναμική απ' ό,τι είμαι. Είμαι άνθρωπος που φοβάται, που όμως επιχειρεί. Και σαν γυναίκα αδύναμη είμαι και σαν την άλλη γυναίκα, τη μάνα στον πόλεμο, που βουτάει το παιδί της και τρέχει. Βουτάω λοιπόν τον εαυτό μου και τρέχω».
Τολμηρή και ξεκάθαρη, όταν η ίδια απελευθέρωσε τον εαυτό της από τον καθωσπρεπισμό και τον καταναγκασμό της πρώτης της περιόδου, δήλωνε πως η ιδιότητα της συζύγου του πρωθυπουργού είναι εργασία, μια εργασία που την επιτέλεσε πολύ παλαιότερα και δεν χρειάζεται να της την υπενθυμίζουν και πως, ως δημοκράτισσα, θεωρεί πως μόνον αν μια σύζυγος πρωθυπουργού ψηφιστεί, έστω για βοηθός υπουργού, έχει το δικαίωμα να αναμειγνύεται στην πολιτική. «Θέλω δηλωμένα πράγματα, ώστε, αν δεν τα κάνει καλά, να μπορούν να την πετάξουν από αυτή τη θέση οι Ελληνες». Ακόμη σήμερα εξακολουθεί να επιπλέει η δημοσιογραφική επιπολαιότητα με την «κλισέ» ερώτηση σε γυναίκες που δεν έχουν αποκτήσει παιδιά, πρακτική που εξόργιζε την Αμαλία Μεγαπάνου γιατί είχε κουραστεί να παρουσιάζουν οι τότε σχολιαστές το «δράμα» της πως δεν απέκτησε ποτέ παιδί. Είχε δυνατό αντίλογο με τη ρητορική ερώτηση, πόσο εγωιστικό είναι από τους ανθρώπους να λένε «εγώ διαιώνισα το είδος μου», και ξεκαθάριζε πως αυτό δεν της έλειπε γιατί για εκείνη παιδιά της ήταν τα γραφτά τη
Ο δικός μου αποχαιρετισμός στην Αμαλία Μεγαπάνου θέλω να έχει διάρκεια. Γιατί και η ίδια αγωνίστηκε για να αποκτήσει, εν ζωή, τη δική της διάρκεια. Κατάφερε με κόπο να ξεφυλλίσει την πορεία της, κρατώντας ως ανάμνηση, ίσως και σε κορνιζαρισμένη μαυρόασπρη φωτογραφία, την ομορφιά που εξέπληξε τον κόσμο όλο, με το ζεύγος Καραμανλή και το ζεύγος Κένεντι έξω από τον Λευκό Οίκο, το 1962, τότε που ο επαρχιώτης πολιτικός ανέβηκε ένα διεθνές σκαλοπάτι ισάξιο με αυτό που άφησε στην Ιστορία ο Τζον Κένεντι. Από την πρώτη της περίοδο η Αμαλία παραδεχόταν ένα κοινό γνώρισμα με τον Καραμανλή. Τον αυταρχικό τους χαρακτήρα. Για τον αρσενικό, πολιτικό δε, της εποχής του ίσως και να ήταν ένα από τα σημαντικά του προτερήματα. Ομως για τον ανθρώπινο μίσχο ομορφιάς και αβρότητας, την Αμαλία, δεν ήταν αυτονόητη ιδιότητα. Αποχαιρετώντας την, αναρωτιέμαι πώς, αν δεν παραδεχόταν η ίδια τον ισχυρό της χαρακτήρα, θα μπορούσε να εξελίξει, όπως η ίδια υπερηφανευόταν, τον εαυτό της σε κάτι «άλλο», σ' αυτό ακριβώς το άλλο - το έργο της - που της έδωσε και μετά θάνατον διάρκεια.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου