Από την "Εφ.Συν"
"Εφ.Συν", 25/06/20 |
Επιστολή Αλιβιζάτου για το νομοσχέδιο
περί διαδηλώσεων και απάντηση του συντάκτη
Αθήνα, 24 Ιουνίου 2020
Κύριε Διευθυντά,
Πρώτο θέμα του χθεσινού φύλλου της έγκριτης εφημερίδας σας ήταν η καταγγελία του νομοσχεδίου για τις συναθροίσεις, που ανάρτησε προ καιρού για διαβούλευση το υπουργείο Προστασίας της Πολίτη και το οποίο, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει ακόμη κατατεθεί στη Βουλή.
Βασική άποψη του κ. Τάσου Κωστόπουλου, συντάκτη του σχετικού ρεπορτάζ, είναι ότι το νομοσχέδιο του κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδη δεν αρκείται στο να εισαγάγει δρακόντειες τάχα διατάξεις για το θέμα. Επί πλέον «επαναφέρει» τον αλήστου μνήμης χουντικό νόμο για τις συναθροίσεις και, συγκεκριμένα, το ν.δ. 794/1971 και το εκτελεστικό διάταγμά του β.δ.269/1972. Θυμίζω ότι τα νομοθετήματα αυτά, που τα συνόδευαν στο ΦΕΚ και σχετικοί χάρτες, ούτε λίγο ούτε πολύ απαγόρευαν εντελώς τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, καθώς και όλων των μεγάλων πόλεων της χώρας.
Δεν θα έσπευδα, κύριε Διευθυντά, να σας γράψω, αν δεν επρόκειτο για κραυγαλέα ανακρίβεια. Εχοντας συμμετάσχει το 2011 στη σύνταξη της πρότασης νόμου του τότε δημάρχου Γ. Καμίνη για το θέμα –πρότασης στην οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό το νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη– μπορώ να σας διαβεβαιώσω για τα εξής:
● Οσο παράλογο και αν αυτό σας φαίνεται, τα ως άνω χουντικά νομοθετήματα δεν έπαψαν τυπικά ποτέ να ισχύουν. Μπορεί από τότε ο Αρειος Πάγος και άλλα δικαστήρια να μην εφάρμοσαν ως αντισυνταγματικές πολλές διατάξεις τους (άρθρο 111§1 Σ.), ουδέποτε όμως αμφισβήτησαν ότι αυτά εξακολουθούν να ισχύουν. Διότι, απλούστατα, από το 1974 καμιά κυβέρνηση δεν τόλμησε να τα καταργήσει [βλ. αντί πολλών ΑΠ(Τμ.ΣΤ’) 1766/1988, 957, 1242/1993].
● Με άλλα λόγια –και αυτό είναι ντροπή για το πολιτικό σύστημα της χώρας– προκειμένου να μην κατηγορηθούν ως «αυταρχικές» και «αντιλαϊκές», όλες –επαναλαμβάνω όλες– οι κυβερνήσεις της χώρας από το 1974, από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ έως και τον ΣΥΡΙΖΑ, προτίμησαν να διατηρήσουν σε ισχύ τα ανελεύθερα νομοθετικά εκτρώματα της δικτατορίας, παρά να ψηφίσουν τον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα νόμο για τις δημόσιες εν υπαίθρω συναθροίσεις (άρθρο 11 παρ.2).
● Αν ήταν νομικός, ο συντάκτης σας θα γνώριζε ότι η αχρησία δεν είναι λόγος κατάργησης του νόμου. Ως ιστορικός όμως –και μάλιστα πολύ καλός που είναι– ο κ. Κωστόπουλος όφειλε να γνωρίζει ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο η Ελλάδα καταδικάστηκε για πρώτη φορά λόγω αστυνομικής βίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, το 2000 (υπόθεση Μακαρατζή κατά Ελλάδος, απόφαση 20.12.2004), είναι ότι ο νόμος που ίσχυε τότε στη χώρα μας για τη χρήση όπλων από την αστυνομία ήταν νόμος της δωσιλογικής κυβέρνησης Ράλλη, του 1943, τον οποίο, μετά την Απελευθέρωση, καμιά κυβέρνηση δεν είχε φροντίσει να αντικαταστήσει.
● Κρίνοντας από τους τίτλους του χθεσινού φύλλου της εφημερίδας σας (:«Χουντικός δακτύλιος για τις διαδηλώσεις», «Χρυσοχοΐδης: Η χούντα δεν τέλειωσε το 1974») πολύ φοβούμαι ότι παγιδευτήκατε στο φτηνό παιχνίδι της υποκρισίας με την ανευθυνότητα. Γιατί τι άλλο φανερώνει ο ισχυρισμός, με τη βοήθεια φωτογραφικού υλικού και πηχυαίων τίτλων, πως η σημερινή κυβέρνηση επαναφέρει σε ισχύ χουντικά νομοθετήματα που δεν έπαψαν ποτέ να ισχύουν;
● Ασφαλώς, πολλές επί μέρους διατάξεις του νομοσχεδίου Χρυσοχοΐδη χρειάζονται βελτίωση. Για παράδειγμα, γιατί η έναρξη εφαρμογής του νέου νόμου να αναβληθεί (επ’ αόριστο;) μέχρις ότου εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται για τη ρύθμιση «ειδικότερων» –όπως ορίζεται– ζητημάτων εφαρμογής; Καμιά σοβαρή συζήτηση ωστόσο δεν μπορεί να διεξαχθεί με δημοσιεύματα του ανωτέρω είδους. Εκτός και αν η εφημερίδα σας προτιμά η χώρα να εξακολουθεί να ζει με τη ρευστότητα της σημερινής ανομίας και όχι με ξεκάθαρους κανόνες, που θα αναγκάσουν τον καθένα μας να αναλάβει τις ευθύνες του.
Με τιμή,
Ν.Κ. Αλιβιζάτος
Απάντηση συντάκτη
Αχαρο, πράγματι, το καθήκον να απαντήσω στον καθηγητή μου της Συνταγματικής Ιστορίας στη Νομική Αθηνών. Η διδακτορική διατριβή του οποίου μου έμαθε, επιπλέον, να διακρίνω ανάμεσα στις φιλελεύθερες καταστατικές διακηρύξεις των κατά καιρούς κυβερνώντων και την εκάστοτε πραγματική κρατική πολιτική όσον αφορά τις ατομικές και συλλογικές πολιτικές ελευθερίες.
Στην απαντητική επιστολή του, ο κ. Αλιβιζάτος επιβεβαιώνει άλλωστε επί της ουσίας πλήρως το δημοσίευμά μας - με μία όμως (αθέλητη, υποθέτω) ανακρίβεια. Μνημονεύει δύο μόνο από τα τρία χουντικά νομοθετήματα, την ισχύ των οποίων «υπενθυμίζει» (ουσιαστικά: επαναφέρει) το νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη (Ν.Δ. 974/1971 και Β.Δ. 269/1972), αποσιωπώντας πλήρως το τρίτο (Β.Δ. 168/1972), το περιεχόμενο του οποίου συνιστούσε και τη βασική είδηση του χθεσινού ρεπορτάζ.
Υπενθυμίζω ότι το επίμαχο Β.Δ., που μπορεί να μην έχει -κι αυτό- τυπικά καταργηθεί αλλά ουδείς διανοήθηκε να το θεωρήσει ισχύον τα τελευταία 46 χρόνια, επιβάλλει τεράστιες «απαγορευμένες ζώνες» για οποιαδήποτε (μη κρατική/κυβερνητική) συνάθροιση σε Αθήνα-Πειραιά-Θεσσαλονίκη και ακόμη 30 αστικά κέντρα όλης της επικράτειας. Οπως μάλιστα επισημάναμε, το περιεχόμενό του εξαντλείται αποκλειστικά και μόνο στην οριοθέτηση αυτών των ζωνών· η ρητή μνεία του στο νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη δεν είναι ως εκ τούτου δυνατό να ερμηνευθεί αλλιώς, παρά μόνο ως επανεπιβολή αυτών των προ πολλού ανενεργών «χουντικών δακτυλίων».
Ο κ. Αλιβιζάτος αποφεύγει φυσικά να ισχυριστεί πως αυτές οι απαγορεύσεις εξακολούθησαν όντως να ισχύουν μετά τη Μεταπολίτευση. Μένουμε έτσι με την απορία, πού ακριβώς συνίστανται η «κραυγαλέα ανακρίβεια» και «το φτηνό παιχνίδι της υποκρισίας με την ανευθυνότητα» που (υποστηρίζει ότι) διέγνωσε στο κείμενό μας.
Θα συμφωνήσουμε μαζί του πως οι χουντικές αυτές διατάξεις -και πάμπολλες άλλες- έπρεπε να είχαν και τυπικά καταργηθεί από καιρό. Το γεγονός πως οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις απλώς παρέλειψαν να το κάνουν, ενώ τα δικαστήρια τις έκριναν διαρκώς αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου μη εφαρμοστέες, καθιστά όμως ακόμη προβληματικότερη την επίκλησή τους - και δη εν ονόματι μιας «συνέχειας του κράτους» που αγνοεί προκλητικά την de facto δημοκρατική θεσμική τομή του 1974.
Τάσος Κωστόπουλος
Αθήνα, 24 Ιουνίου 2020
Κύριε Διευθυντά,
Πρώτο θέμα του χθεσινού φύλλου της έγκριτης εφημερίδας σας ήταν η καταγγελία του νομοσχεδίου για τις συναθροίσεις, που ανάρτησε προ καιρού για διαβούλευση το υπουργείο Προστασίας της Πολίτη και το οποίο, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει ακόμη κατατεθεί στη Βουλή.
Βασική άποψη του κ. Τάσου Κωστόπουλου, συντάκτη του σχετικού ρεπορτάζ, είναι ότι το νομοσχέδιο του κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδη δεν αρκείται στο να εισαγάγει δρακόντειες τάχα διατάξεις για το θέμα. Επί πλέον «επαναφέρει» τον αλήστου μνήμης χουντικό νόμο για τις συναθροίσεις και, συγκεκριμένα, το ν.δ. 794/1971 και το εκτελεστικό διάταγμά του β.δ.269/1972. Θυμίζω ότι τα νομοθετήματα αυτά, που τα συνόδευαν στο ΦΕΚ και σχετικοί χάρτες, ούτε λίγο ούτε πολύ απαγόρευαν εντελώς τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, καθώς και όλων των μεγάλων πόλεων της χώρας.
Δεν θα έσπευδα, κύριε Διευθυντά, να σας γράψω, αν δεν επρόκειτο για κραυγαλέα ανακρίβεια. Εχοντας συμμετάσχει το 2011 στη σύνταξη της πρότασης νόμου του τότε δημάρχου Γ. Καμίνη για το θέμα –πρότασης στην οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό το νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη– μπορώ να σας διαβεβαιώσω για τα εξής:
● Οσο παράλογο και αν αυτό σας φαίνεται, τα ως άνω χουντικά νομοθετήματα δεν έπαψαν τυπικά ποτέ να ισχύουν. Μπορεί από τότε ο Αρειος Πάγος και άλλα δικαστήρια να μην εφάρμοσαν ως αντισυνταγματικές πολλές διατάξεις τους (άρθρο 111§1 Σ.), ουδέποτε όμως αμφισβήτησαν ότι αυτά εξακολουθούν να ισχύουν. Διότι, απλούστατα, από το 1974 καμιά κυβέρνηση δεν τόλμησε να τα καταργήσει [βλ. αντί πολλών ΑΠ(Τμ.ΣΤ’) 1766/1988, 957, 1242/1993].
● Με άλλα λόγια –και αυτό είναι ντροπή για το πολιτικό σύστημα της χώρας– προκειμένου να μην κατηγορηθούν ως «αυταρχικές» και «αντιλαϊκές», όλες –επαναλαμβάνω όλες– οι κυβερνήσεις της χώρας από το 1974, από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ έως και τον ΣΥΡΙΖΑ, προτίμησαν να διατηρήσουν σε ισχύ τα ανελεύθερα νομοθετικά εκτρώματα της δικτατορίας, παρά να ψηφίσουν τον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα νόμο για τις δημόσιες εν υπαίθρω συναθροίσεις (άρθρο 11 παρ.2).
● Αν ήταν νομικός, ο συντάκτης σας θα γνώριζε ότι η αχρησία δεν είναι λόγος κατάργησης του νόμου. Ως ιστορικός όμως –και μάλιστα πολύ καλός που είναι– ο κ. Κωστόπουλος όφειλε να γνωρίζει ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο η Ελλάδα καταδικάστηκε για πρώτη φορά λόγω αστυνομικής βίας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, το 2000 (υπόθεση Μακαρατζή κατά Ελλάδος, απόφαση 20.12.2004), είναι ότι ο νόμος που ίσχυε τότε στη χώρα μας για τη χρήση όπλων από την αστυνομία ήταν νόμος της δωσιλογικής κυβέρνησης Ράλλη, του 1943, τον οποίο, μετά την Απελευθέρωση, καμιά κυβέρνηση δεν είχε φροντίσει να αντικαταστήσει.
● Κρίνοντας από τους τίτλους του χθεσινού φύλλου της εφημερίδας σας (:«Χουντικός δακτύλιος για τις διαδηλώσεις», «Χρυσοχοΐδης: Η χούντα δεν τέλειωσε το 1974») πολύ φοβούμαι ότι παγιδευτήκατε στο φτηνό παιχνίδι της υποκρισίας με την ανευθυνότητα. Γιατί τι άλλο φανερώνει ο ισχυρισμός, με τη βοήθεια φωτογραφικού υλικού και πηχυαίων τίτλων, πως η σημερινή κυβέρνηση επαναφέρει σε ισχύ χουντικά νομοθετήματα που δεν έπαψαν ποτέ να ισχύουν;
● Ασφαλώς, πολλές επί μέρους διατάξεις του νομοσχεδίου Χρυσοχοΐδη χρειάζονται βελτίωση. Για παράδειγμα, γιατί η έναρξη εφαρμογής του νέου νόμου να αναβληθεί (επ’ αόριστο;) μέχρις ότου εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται για τη ρύθμιση «ειδικότερων» –όπως ορίζεται– ζητημάτων εφαρμογής; Καμιά σοβαρή συζήτηση ωστόσο δεν μπορεί να διεξαχθεί με δημοσιεύματα του ανωτέρω είδους. Εκτός και αν η εφημερίδα σας προτιμά η χώρα να εξακολουθεί να ζει με τη ρευστότητα της σημερινής ανομίας και όχι με ξεκάθαρους κανόνες, που θα αναγκάσουν τον καθένα μας να αναλάβει τις ευθύνες του.
Με τιμή,
Ν.Κ. Αλιβιζάτος
Απάντηση συντάκτη
Αχαρο, πράγματι, το καθήκον να απαντήσω στον καθηγητή μου της Συνταγματικής Ιστορίας στη Νομική Αθηνών. Η διδακτορική διατριβή του οποίου μου έμαθε, επιπλέον, να διακρίνω ανάμεσα στις φιλελεύθερες καταστατικές διακηρύξεις των κατά καιρούς κυβερνώντων και την εκάστοτε πραγματική κρατική πολιτική όσον αφορά τις ατομικές και συλλογικές πολιτικές ελευθερίες.
Στην απαντητική επιστολή του, ο κ. Αλιβιζάτος επιβεβαιώνει άλλωστε επί της ουσίας πλήρως το δημοσίευμά μας - με μία όμως (αθέλητη, υποθέτω) ανακρίβεια. Μνημονεύει δύο μόνο από τα τρία χουντικά νομοθετήματα, την ισχύ των οποίων «υπενθυμίζει» (ουσιαστικά: επαναφέρει) το νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη (Ν.Δ. 974/1971 και Β.Δ. 269/1972), αποσιωπώντας πλήρως το τρίτο (Β.Δ. 168/1972), το περιεχόμενο του οποίου συνιστούσε και τη βασική είδηση του χθεσινού ρεπορτάζ.
Υπενθυμίζω ότι το επίμαχο Β.Δ., που μπορεί να μην έχει -κι αυτό- τυπικά καταργηθεί αλλά ουδείς διανοήθηκε να το θεωρήσει ισχύον τα τελευταία 46 χρόνια, επιβάλλει τεράστιες «απαγορευμένες ζώνες» για οποιαδήποτε (μη κρατική/κυβερνητική) συνάθροιση σε Αθήνα-Πειραιά-Θεσσαλονίκη και ακόμη 30 αστικά κέντρα όλης της επικράτειας. Οπως μάλιστα επισημάναμε, το περιεχόμενό του εξαντλείται αποκλειστικά και μόνο στην οριοθέτηση αυτών των ζωνών· η ρητή μνεία του στο νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη δεν είναι ως εκ τούτου δυνατό να ερμηνευθεί αλλιώς, παρά μόνο ως επανεπιβολή αυτών των προ πολλού ανενεργών «χουντικών δακτυλίων».
Ο κ. Αλιβιζάτος αποφεύγει φυσικά να ισχυριστεί πως αυτές οι απαγορεύσεις εξακολούθησαν όντως να ισχύουν μετά τη Μεταπολίτευση. Μένουμε έτσι με την απορία, πού ακριβώς συνίστανται η «κραυγαλέα ανακρίβεια» και «το φτηνό παιχνίδι της υποκρισίας με την ανευθυνότητα» που (υποστηρίζει ότι) διέγνωσε στο κείμενό μας.
Θα συμφωνήσουμε μαζί του πως οι χουντικές αυτές διατάξεις -και πάμπολλες άλλες- έπρεπε να είχαν και τυπικά καταργηθεί από καιρό. Το γεγονός πως οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις απλώς παρέλειψαν να το κάνουν, ενώ τα δικαστήρια τις έκριναν διαρκώς αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου μη εφαρμοστέες, καθιστά όμως ακόμη προβληματικότερη την επίκλησή τους - και δη εν ονόματι μιας «συνέχειας του κράτους» που αγνοεί προκλητικά την de facto δημοκρατική θεσμική τομή του 1974.
Τάσος Κωστόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου