Aπό "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ'
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 23-24/03/19 |
"ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ",
του Χρήστου Χωμενίδη
Ως παιδάκια ήμασταν διχασμένα. Τα μισά υποστηρίζαμε πως η άνοιξη μπαίνει μόλις εμφανιστούν παγωτά στα περίπτερα. Τα άλλα μισά τη μέρα που οι μαμάδες μας θα μας αφήσουν να φορέσουμε σορτς. Η αυστηρή δασκάλα (σύζυγος χωροφύλακος δήλωνε όλη καμάρι και ίσιωνε το κάδρο με το πουλί της χούντας), η παχουλή κυρία μας με την πορτοκαλί περμανάντ και τα μπράτσα-φραντζόλες δεν σήκωνε κουβέντα: «Ο ερχομός του έαρος συμπίπτει με την επιστροφή των αποδημητικών πτηνών!» αποφθεγμάτιζε και μας έδειχνε τη σχετική εικόνα στο αναγνωστικό. Σηκώναμε εμείς τα μάτια και προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τα χελιδόνια στον ουρανό της Κυψέλης. Ελπίζαμε κάποια οικογένεια να χτίσει τη φωλιά της στην κόχη του μπαλκονιού μας - πού τέτοια τύχη; -, οι «από πάνω σαν τηγάνι, από πίσω σαν ψαλίδι κι από κάτω σαν βαμβάκι» μας σνόμπαραν, προτιμούσαν τα δέντρα στο Πεδίον του Αρεως...
Στην εφηβεία μας, η άνοιξη αναγγελλόταν ως κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Με το που έφτιαχνε ο καιρός, επικρατούσε το φαινόμενο της θερμοκρασιακής αναστροφής, έτσι έλεγαν επιστημονικά το «νέφος». Ο ουρανός γινόταν καφεκίτρινος. Ενα μείγμα αναθυμιάσεων από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και τα φουγάρα των μηχανουργείων κάθιζε πάνω απ' τα κεφάλια μας. Ο κόσμος τρανταζόταν από κρίσεις βήχα, στα φαρμακεία τα σπρέι για τη διευκόλυνση της αναπνοής γίνονταν ανάρπαστα, οι κυβερνήσεις λάμβαναν έκτακτα μέτρα που αποτέλεσμα δεν έφερναν, ευχόμασταν να φυσήξει για να ανασάνουμε. Οι θάλασσες της Αττικής ήταν ομοίως μολυσμένες. Το να βουτήξεις στα νερά της Γλυφάδας - πόσω μάλλον τού Αλίμου - λογιζόταν ως εξτρίμ σπορ, μονάχα κάτι επτάψυχες γριές με κατάμαυρα μαγιό λόγω χηρείας και λαστιχένιες σκούφιες στο κεφάλι το τολμούσαν. Κατά τη δεκαετία του '80, που οι παρελθοντολάγνοι εξιδανικεύουν, η Αθήνα από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο κυριολεκτικά σε αρρώσταινε.
Εμείς βεβαίως, στα πρώτα νιάτα μας, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Την κοπανάγαμε από το σχολείο, αδειάζαμε αργότερα τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και λιαζόμασταν στις καφετέριες πέριξ της Σόλωνος με φραπέδες και τσιγάρα. Σέρτικα κάπνιζαν οι ψαγμένοι, αμερικάνικα οι κυριλέδες - απαραίτητο φοιτητικό αξεσουάρ ο αναπτήρας ζίπο, οι πιο μαγκιόροι τον άναβαν χωρίς να αγγίξουν τη ροδέλα του, κάνοντας στράκες με τα δάχτυλά τους.
Συχνάζαμε και στη Δεξαμενή, αεικίνητα γκαρσόνια έφερναν καραφάκια με ούζο και μεζέδες πνιγμένους στο τηγανόλαδο. Κατηφορίζαμε συχνά προς τα Εξάρχεια, τα θερινά σινεμά άνοιγαν απ' τον Μάιο και έπαιζαν ταινίες κλασικού ρεπερτορίου, εκεί πρωτοείδαμε Μπουνιουέλ και Βισκόντι. Στους πρόποδες του Λυκαβηττού υπήρχε ένα ισόγειο σαλόνι χωρίς κουρτίνες. Μια γυναικεία φιγούρα, βγαλμένη λες από αμφορέα, ύφαινε στον αργαλειό. Η Αννα Σικελιανού.
Ο ερχομός της άνοιξης ήταν τα κοριτσίστικα αμάνικα μπλουζάκια. Καρφώναμε το βλέμμα στο άνοιγμα της μασχάλης για να διακρίνουμε, ιδίως αν δεν φόραγε σουτιέν, κάπως το στήθος της - «θες να γυρίσω στο πλάι;» με ρώτησε διασκεδάζοντας με τη λαιμαργία μου -, σήμερα ούτε να το γράψω καλά καλά δεν επιτρέπεται, θα θεωρηθώ πολιτικά μη ορθός, σεξιστής. Ο Οδυσσέας Ελύτης κυκλοφορούσε ακόμα με το ναυτικό κασκέτο του στην οδό Σκουφά. Κατευθυνόταν προς το Ελληνικόν στην Πλατεία Κολωνακίου για να αγοράσει το μεσημεριανό του σε πλαστικό κεσέ. Τον κοιτάζαμε με δέος - ξέραμε απέξω όχι το εθνικό «Αξιον εστί" αλλά την ελευθεριάζουσα "Μαρία Νεφέλη": "...Και το βράδυ όπου κυλιέμαι στα γρασίδια καθενού, λες και κονταροχτυπιέμαι, ντρούγκου ντρούγκου ντρου...". Ο ποιητής μάς έδινε γραμμή κι εμείς την εφαρμόζαμε στο Πάρκο Ελευθερίας, εκεί όπου τα δέντρα πύκνωναν πίσω από το άγαλμα του Βενιζέλου.
Κάθε άνοιξη, παρά τη μόλυνση, την κυκλοφοριακή συμφόρηση, τα σκουπιδιάρικα που αγκομαχούσαν στις ανηφόρες, τους βλάκες που ανέκαθεν σκυλοκαβγάδιζαν για λίγα δράμια εξουσίας, κάθε άνοιξη η Αθήνα ξαναγινόταν άστυ. Ανοιχτός, δημόσιος χώρος. Μεγάλη αγκαλιά.
Πήραμε τα ποτά μας με τον κολλητό μου - διπλό ουίσκι εκείνος, τζιν με τόνικ εγώ - και ξεκινώντας από τον πεζόδρομο της Χάρητος φτάσαμε πέρα από την Ιερά Οδό, στο Αιγάλεω. Κάθε που άδειαζαν τα ποτήρια μας, κάναμε στάση ανεφοδιασμού σε κάποιο μπαρ, καντίνα, ακόμα και στο κυλικείο ενός νοσοκομείου μπήκαμε. Νιώθαμε τα πεζοδρόμια κι ό,τι αρχαίο και πανάρχαιο κρυβόταν από κάτω τους δικά μας. Προϋπόθεσή μας. Ξαποστάσαμε σε ένα παγκάκι σαν στον καναπέ του σπιτιού μας. Κοιτάξαμε τον Παρθενώνα όπως άλλοι βλέπουν τηλεόραση.
Ανοιξη του 1989 ήταν κι εμείς δεν είχαμε κλείσει τα είκοσι τρία. Πάω στοίχημα πως δύο πιτσιρικάδες χθες το βράδυ έκαναν το ίδιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου