οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

"...Ηταν η ακράδαντη, η ριζωμένη στα κύτταρά του πεποίθηση του αγοριού πως το κορίτσι αποτελούσε μιαν υπόσχεση ευτυχίας. Τη μοναδική υπόσχεση ευτυχίας στο Σύμπαν. Για το φιλί της - το 'βλεπα στα μάτια του - θα θυσίαζε ανενδοίαστα τα πάντα, παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα. Κάθε φιλοδοξία, κάθε μέριμνά του εξαερώνονταν εμπρός στον πόθο να τη γδύσει και να την πλαγιάσει. Είχε γίνει ολόκληρος ένα φλεγόμενο «θέλω». Θέλω, άρα υπάρχω..."

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 30-31/03/19

"ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ",
του Χρήστου Χωμενίδη

Σας έχει συμβεί να αντικρίσετε τον εαυτό σας στο διπλανό τραπέζι ή παγκάκι ή κάθισμα λεωφορείου;

Σε ένα διήγημά του ο ηλικιωμένος Χόρχε Λουίς Μπόρχες συναντάει το παιδί που κάποτε υπήρξε σε ένα πάρκο στην Ελβετία. Του πιάνει μάλιστα την κουβέντα, έχουν έναν διάλογο σαγηνευτικό μέσα στον παραλογισμό του.

Εγώ δεν φάνηκα τόσο τολμηρός, τόσο ασεβής - αν προτιμάτε - απέναντι στη ροή του χρόνου. Βυθίστηκα αντιθέτως στην πολυθρόνα μου και μολονότι ο ήλιος είχε δύσει, φόρεσα τα μαύρα μου γυαλιά για να καλύψω την αδιακρισία μου. Ρέμβαζα δήθεν. Το καφενείο ήταν πλάι στο κύμα, ο ανοιξιάτικος Σαρωνικός μάς αγκάλιαζε στοργικά, μπροστά μας υψωνόταν το Αγκίστρι, πιο πίσω οι ορεινοί όγκοι της Πελοποννήσου... Κατασκόπευα στην πραγματικότητα το παρελθόν μου.

Ο νεαρός δεν μου έμοιαζε ιδιαίτερα στην όψη, ήταν πιο κοντός και πιο νευρώδης. Τον διακατείχε ωστόσο η ίδια ακριβώς ορμή, η ίδια λαχτάρα να γοητεύσει που όριζε κι εμένα στην ηλικία του. Είχε γείρει ολόκληρος προς το κορίτσι - λίγο μικρότερο εκείνο, γύρω στα είκοσι - και το βομβάρδιζε με λέξεις.

Και τι δεν της ξεφούρνιζε! Πηδούσε ακάθεκτος από το ένα θέμα στο άλλο, ρητόρευε επί παντός του επιστητού, ανεβοκατέβαζε θεατρικά τη φωνή του, κουνούσε τα χέρια του σαν να διηύθυνε κάποια αόρατη ορχήστρα. Καθώς νύχτωνε, την ξενάγησε στο στερέωμα. «Εκεί, δες, είναι η Μεγάλη Αρκτος! Από κάτω της το σύμπλεγμα της Ανδρομέδας, στα αριστερά της μόλις διακρίνονται οι δακτύλιοι του Κρόνου!» - όλα λάθος, και ας του τα είχε διδάξει, υποτίθεται, ο παππούς του που ήταν ναυτικός. Πέρασε έπειτα από την αστρονομία στην αστρολογία. «Οταν ο Ηλιος διασχίζει τον αστερισμό του Λέοντα», αποφάνθηκε και τα μαλλιά του φούντωσαν σαν χαίτη, «εκλύεται κοσμική ακτινοβολία που δίνει στα νεογέννητα στόφα ηγέτη. Οταν μπαίνει στον Σκορπιό, το Σύμπαν ηλεκτρίζεται, ξυπνάνε οι πιο σεξουαλικές ορμές...».

Ηξερε άραγε ότι όσα αράδιαζε ελάχιστη βάση είχαν; Το πιθανότερο. Καθόλου νεραϊδοκρουσμένος δεν έδειχνε κατά βάθος - σε μια παρέα ομοφύλων του θα συζητούσε για το ποδόσφαιρο, άντε και για τη μουσική. Τώρα όμως είχε σε απόσταση αναπνοής εκείνη. Αποστολή του ιερή να τη μαγέψει.

«Ιδού λοιπόν», σκέφτηκα, «που στη διαδικτυωμένη εποχή μας υπάρχουν ακόμα άνθρωποι οι οποίοι φλερτάρουν διά ζώσης. Που, αντί να εκφυλιστεί η έλξη τους σε σάιμπερ σεξ - καθένας στο δικό του κρεβάτι και μονάχα η οθόνη να φωτίζει τον χώρο - ή σε διεκπεραιωτικά ραντεβού προς αμοιβαία εκτόνωση, συναντιούνται σε απόμερα καφενεία για να οσμιστεί ο ένας τον άλλον. Για να ερωτευτούν στην καλύτερη, για να ξενερώσουν στη χειρότερη... Στο διπλανό τραπέζι παιζόταν το πανάρχαιο έργο. Το κορίτσι έδινε ευκαιρίες στο αγόρι, αγωνιζόταν εκείνο να τις αξιοποιήσει, ξεδίπλωνε τα χαρίσματά του, τηρούσε το κορίτσι στάση εφεκτική, «κόπιασε κι άλλο αν θες να με κερδίσεις...» του 'λεγε με το βλέμμα.

Το συγκλονιστικότερο ωστόσο ήταν άλλο. Ηταν η ακράδαντη, η ριζωμένη στα κύτταρά του πεποίθηση του αγοριού πως το κορίτσι αποτελούσε μιαν υπόσχεση ευτυχίας. Τη μοναδική υπόσχεση ευτυχίας στο Σύμπαν. Για το φιλί της - το 'βλεπα στα μάτια του - θα θυσίαζε ανενδοίαστα τα πάντα, παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα. Κάθε φιλοδοξία, κάθε μέριμνά του εξαερώνονταν εμπρός στον πόθο να τη γδύσει και να την πλαγιάσει. Είχε γίνει ολόκληρος ένα φλεγόμενο «θέλω». Θέλω, άρα υπάρχω.

«Το θέλω βρωμάει» θα τον επέπληττα εάν αναλάμβανα ρόλο προπονητή στο άθλημα του έρωτα. «Δεν το καταλαβαίνεις πως την έχεις φλομώσει; Βάλε επιτέλους γλώσσα μέσα, κράτα παύσεις, άφησέ τη να σου μιλήσει για τον εαυτό της, άκου τη. Δεν θα την κατακτήσεις με το στόμα. Αλλά με το αφτί σου».

Στοιχηματίζω πως θα με κοιτούσε δύσπιστα. Στην ηλικία και με την ιδιοσυγκρασία του απεχθάνεται κανείς τις συμβουλές. Βδελύσσεται την οποιαδήποτε τακτική. Οπως ακριβώς περιφρονεί τους συμφοιτητές του που τρέφουν όνειρα κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης, που λιώνουν στη μελέτη ή συνδικαλίζονται, που αντί για εμπειρίες συλλέγουν ψήφους και βαθμούς. Εκείνος είναι αλογάκι αχαλίνωτο. Το οποίο καλπάζει προς τη χυλόπιτα.

Το πρόσωπο του κοριτσιού αίφνης φωτίστηκε. «Πώς βρέθηκε η Αναστασία εδώ;» αναφώνησε κι άρχισε να φωνάζει τη φίλη της, η οποία είχε μόλις περάσει πάνω στο ποδήλατο. Τινάχτηκε απ' το κάθισμά της, έτρεξε και την αγκάλιασε σαν ναυαγός που γραπώνεται από τη σανίδα σωτηρίας του.

Κοίταξα το αγόρι. Οι προσδοκίες του είχαν μόλις καταρρεύσει. Μασούσε νευρικά τα χείλη του και επιτέλους δεν έβγαζε κιχ.

Ηταν απαρηγόρητος; Κάθε άλλο. Θα τον παρηγορούσε η επόμενη. Ή η μεθεπόμενη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου