οι κηπουροι τησ αυγησ

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2017

ΑΚΟΜΗ ΚΙ ΑΝ ΖΗΤΗΣΟΥΝ ΣΥΓΝΩΜΗ-ΚΑΙ ΔΗ ΓΟΝΥΚΛΙΝΕΙΣ...- ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ ΩΣ ΑΡΞΑΜΕΝΟΙ ΧΕΙΡΩΝ ΑΔΙΚΩΝ, ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΠΟΣΟ ΘΑ ΑΠΟΓΑΛΑΚΤΙΣΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΡΙ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ ΚΑΙ "ΝΑ ΤΑ ΒΡΟΥΝ" ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ....

Από τον κλώνο της "Ε" και 

την ημιεπίσημη κυβερνητική εφημερίδα

"Εφ.Συν", 01/02/17

Κυπριακό: τι κρύβεται πίσω από τις εγγυήσεις

Του Αλέξη Ηρακλείδη

Το ζήτημα των εγγυήσεων κανονικά δεν θα έπρεπε να είχε αναγορευτεί σε μεγάλο θέμα, σε σημείο μάλιστα που να θέτει σε κίνδυνο την πορεία της ανεύρεσης λύσης.

Είναι προφανές ότι οι εγγυήσεις του 1960 είναι απηρχαιωμένες όπως έχουν τονίσει ο Αναστασιάδης και η Αθήνα, αλλά ακόμη και ξένοι αξιωματούχοι, όπως το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών επί προέδρου Ομπάμα και η Βρετανία.

Από την άλλη, δεν μπορεί να εκλείψουν τελείως κάποιες εγγυήσεις για την ασφάλεια μόνο και μόνο από το γεγονός ότι η Κύπρος είναι κράτος-μέλος της Ε.Ε. Χρειάζεται κάτι πιο σύγχρονο και αποτελεσματικό, εγγυήσεις του ΟΗΕ ή και παραμονή μέρους της ειρηνευτικής δύναμης για κάποιο διάστημα, ή ίσως ένας ειδικός μηχανισμός της Ε.Ε., ακόμη και κάποιος εγγυητικός ρόλος από πλευράς ΝΑΤΟ.

Ομως το θέμα δεν είναι και τόσο απλό στην επίλυσή του και σε αυτό επέτυχαν εν μέρει οι καλοθελητές στην Αθήνα και την Αγκυρα που το έθεσαν όχι ως θέμα ουσίας ή αρχής, αλλά για να σαμποτάρουν τις συνομιλίες.

Το θέμα των εγγυήσεων, στις πιο ακραίες εκδοχές του, δηλαδή η πλήρης κατάργησή τους από τη μια και η διατήρησή τους ως έχουν από την άλλη, δεν αποτελεί απλή αγκύλωση, εμμονή ή καπρίτσιο.

Αγγίζει τις πλέον ευαίσθητες χορδές των δύο κοινοτήτων, γιατί ακριβώς οι «αρχικές εγγυήσεις» και η «μη εφαρμογή τους» άπτονται των δύο μεγάλων τραυμάτων εκάστης πλευράς, της τουρκικής εισβολής και κατοχής του 1974, που ακριβώς στηρίχτηκε στις εγγυήσεις του 1960, και των αιματηρών σε βάρους των Τουρκοκυπρίων επεισοδίων του 1963-64, όπου οι εγγυήσεις δεν λειτούργησαν για να τα αποσοβήσουν.

Κανονικά και τα δύο αυτά γεγονότα είναι εντελώς αδιανόητα σήμερα.

Καμία σχέση δεν έχει η σημερινή κατάσταση με την τότε.

Το 1963-64 τον λόγο είχαν οι ένοπλες ομάδες του Γιωρκάτζη, του Λυσσαρίδη και του Σαμψών, το δε 1974 τον λόγο είχαν αρχικά η φονική ΕΟΚΑ Β’, η ελληνική χούντα του Ιωαννίδη και ο Σαμψών.

Και βέβαια είχαμε τη δεύτερη τουρκική εισβολή που ήταν πολύ πιο καταστροφική και αιματηρή, με τους χιλιάδες νεκρούς και τους πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα.

Επιπλέον, η τουρκική αυτή στρατιωτική προέλαση διά της οποίας κατελήφθη σχεδόν το 37% του κυπριακού εδάφους ήταν εντελώς αδικαιολόγητη, μια και είχε επανέλθει η πολιτειακή ομαλότητα τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αθήνα.

Από την άλλη, τα τραύματα αυτά είναι βαθύτατα και δεν επουλώνονται εύκολα.

Οι μισοί και πλέον Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι έχουν ζήσει τα τραγικά αυτά γεγονότα και για τους περισσότερους παραμένουν οι εφιάλτες τους (τα δε παιδιά τους τα γνωρίζουν από τους γονείς τους και από όσα μαθαίνουν στη διαδικασία κοινωνικοποίησης στο σχολείο, καθώς και από τα εκατέρωθεν μουσεία του αγώνα στα οποία καταγράφονται αποκλειστικά οι ωμότητες της άλλης πλευράς).

Και πάντως για τους περισσότερους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους τα τραύματα αυτά δεν ξεπερνιούνται με νηφάλια και ορθολογική σκέψη.

Οπως εύστοχα ελέχθη πρόσφατα από έναν Ελληνα ερευνητή που εργάζεται στο νησί, «στην Κύπρο δεν πολεμάμε με τα γεγονότα, αλλά με τα φαντάσματα».

Τα δε τραύματα εν προκειμένω μεταφράζονται σε κάτι άλλο πρωτεύον, στον αγώνα επιβίωσης της κάθε πλευράς, επιβίωση που δεν μπορεί να τίθεται σε καμία περίπτωση εν αμφιβόλω.

Η μια πλευρά λέει, διά στόματος Νίκου Αναστασιάδη, ότι η εμμονή της Τουρκίας να παραμείνει εγγυήτρια είναι σαν να ζητούσαμε από τη Λετονία να αποδεχτεί ρωσική εγγύηση ασφαλείας.

Λίγοι θα διαφωνούσαν με τον εύστοχο αυτό παραλληλισμό.

Η άλλη όμως πλευρά λέει, διά στόματος Μουσταφά Ακιντζί, χωρίς την ύπαρξη τουρκικής εγγύησης, τι θα μπορούσε στο μέλλον να αποσοβήσει μια επανάληψη του αιματηρού 1963-64;

Πώς ξεπερνιέται το θέμα των εγγυήσεων και πώς γεφυρώνονται οι διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών;

Το ζητούμενο είναι να εξασφαλίζεται η πραγματική ασφάλεια (και η ψυχολογική αίσθηση ασφάλειας) και για τις δύο κοινότητες της Κύπρου, μία «κοινή ασφάλεια» όπως ονομάζεται από τους ειδικούς στα θέματα διεθνούς ασφάλειας.

Και εδώ τον αποκλειστικό λόγο τον έχουν οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων, που γνωρίζουν πολύ καλύτερα από την Αθήνα και την Αγκυρα τι είναι το καλό για την κοινότητά τους.

Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι δύο ηγέτες είναι σε θέση να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση στο θέμα αυτό, που θα καλύπτει πλήρως τις ανάγκες και τους φόβους των δύο κοινοτήτων.

Γενικότερα, αν η Αθήνα και η Αγκυρα τους αφήσουν ήσυχους (ειδικά η Αγκυρα), το Κυπριακό θα λυθεί ευνοϊκά με επανένωση στο άμεσο μέλλον και επιτέλους θα αρθεί η αναχρονιστική διχοτόμηση του νησιού.

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας δύο βιβλίων για το Κυπριακό και την επίλυσή του


"Η ΑΥΓΗ", 31/01/17 

Μύθοι και αλήθειες γιά το Κυπριακό

Του Πάνου Τριγάζη

Η Κύπρος «της αγάπης και του ονείρου» εισήλθε στο 2017 με βάσιμες ελπίδες για την επίλυση του δυσεπίλυτου εθνικού της προβλήματος, που διαρκεί πολλές δεκαετίες. Η μέχρι τώρα πορεία των διακοινοτικών συνομιλιών υπήρξε επιτυχής, παρά τις εκκρεμότητες, διότι η βούληση για λύση είναι δεδομένη εκ μέρους τόσο του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη όσο και του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Μουσταφά Ακιντζί.

Κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν για το ποια τελικά θα είναι η στάση της Άγκυρας, πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε στην κυβέρνηση Ερντογάν ότι από το 2002 απομακρύνθηκε από το δόγμα Ετσεβίτ ότι «το Κυπριακό λύθηκε το 1974», δηλώνοντας έκτοτε ότι επιθυμεί λύση στο πλαίσιο του ΟΗΕ, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος και για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.

Ορθότατα η σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας έχει τοποθετήσει το Κυπριακό στην κορυφή των εθνικών προτεραιοτήτων συνεργαζόμενη στενά τόσο με τον Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη και την κυβέρνησή του όσο και με την Αριστερά της Κύπρου, ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή.

Θα έλεγα ότι ως Αριστερά έχουμε ταυτιστεί με το Κυπριακό και τη δίκαιη επίλυσή του, πολλοί δε εξ ημών πήραμε «το βάφτισμα του πυρός» στους κοινωνικούς αγώνες συμμετέχοντας σε συλλαλητήρια για το Κυπριακό.

Έρχομαι τώρα σε διάφορους μύθους περί το Κυπριακό, για να τους αντικρούσω.

Μύθος πρώτος: Το Κυπριακό ως πρόβλημα δημιουργήθηκε το 1974 και είναι μόνο πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Ο μύθος αυτός διακινείται από εκείνους που θέλουν να αποσιωπούν τις ευθύνες του λεγόμενου «εθνικού κέντρου» για την κυπριακή τραγωδία, της οποίας η πρώτη πράξη ήταν το πραξικόπημα της χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ εναντίον του Μακαρίου, τον οποίον συμμαχικοί κύκλοι χαρακτήριζαν συνοδοιπόρο του ΑΚΕΛ και της Μόσχας. Ακόμα και «Κάστρο της Μεσογείου» τον είχαν χαρακτηρίσει.

Η αλήθεια είναι ότι το Κυπριακό ως διεθνές πρόβλημα υπάρχει από τα Χριστούγεννα του 1963, όταν στο νησί ξέσπασαν διακοινοτικές συγκρούσεις, οι οποίες οδήγησαν στις «πράσινες γραμμές» και στην εγκατάσταση στην Κύπρο (1964) ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, η οποία παραμένει και σήμερα.

Μύθος δεύτερος: Η λύση δικοινοτικής - διζωνικής ομοσπονδίας οδηγεί στην οριστική διχοτόμηση και κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην άποψη αυτή προσχώρησε εσχάτως και η ηγεσία του ΚΚΕ, ενώ μέχρι τώρα πάντοτε ευθυγραμμιζόταν με τη θέση του ΑΚΕΛ.

Η αλήθεια είναι ότι τη δικοινοτική - διζωνική ομοσπονδία αποδέχτηκε ο Μακάριος από το 1977, διά των συμφωνιών Μακαρίου - Ντενκτάς, οι οποίες επαναλήφθηκαν το 1979 από τους Κυπριανού - Ντενκτάς, είχαν δε εγκριθεί ομόφωνα κατ’ επανάληψη από το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου.

Προσθέτω ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι δικοινοτικό κράτος από ιδρύσεώς της και, αν τώρα προτείνεται η μετεξέλιξή του σε ομοσπονδία με δύο συνιστώσες πολιτείες, αυτό κατέστη αναγκαίο λόγω της τραγωδίας του 1974. Άρα όσοι λένε ότι υπερασπίζονται την Κυπριακή Δημοκρατία και την υπόστασή της δεν μπορούν να αρνούνται την ομοσπονδία.

Μύθος τρίτος: Ζητούμε την εφαρμογή των αποφάσεων του ΟΗΕ για το Κυπριακό, διατείνονται και οι απορριπτικοί. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι βασικό συστατικό των αποφάσεων αυτών είναι και η λύση δικοινοτικής - διζωνικής ομοσπονδίας.

Μύθος τέταρτος: Η πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων είναι αντιδημοκρατική, διότι παραβλέπει ότι η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού είναι οι Ελληνοκύπριοι.

Η αλήθεια είναι ότι πολιτική ισότητα ισχύει για όλες τις ομοσπονδίες, ίσχυε και για τη Σοβιετική Ένωση και τη Γιουγκοσλαβία. Μάλιστα στις δύο αυτές περιπτώσεις τα ομόσπονδα κρατίδια ή πολιτείες είχαν και δικαίωμα αποχώρησης, ενώ στην περίπτωση της Κύπρου, τόσο με τις μέχρι τώρα συμφωνίες όσο και με το σχέδιο Ανάν, αποκλείονται και η απόσχιση και η διπλή ένωση.

Μύθος πέμπτος: «Η τωρινή διαπραγματευτική διαδικασία οδηγεί σε νέο σχέδιο Ανάν, το οποίο ο κυπριακός λαός (...)». Κατ’ αρχάς ο «μπαμπούλας» ενός νέου σχεδίου Ανάν δεν υπάρχει. Δυστυχώς, το σχέδιο εκείνο είχε προκύψει και με ευθύνη του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε αποδεχτεί την επιδιαιτησία του ΟΗΕ. Σήμερα ο ΟΗΕ βοηθά τις δικοινοτικές συνομιλίες, αλλά το σχέδιο καταρτίζεται αποκλειστικά από τους Αναστασιάδη - Ακιντζί, με τη συμβολή και εμπειρογνωμόνων της Ε.Ε. ως προς την ισχύ του ευρωπαϊκού κεκτημένου.

Στα δε μέχρι τώρα συμφωνηθέντα έχουν υπάρξει σημαντικές βελτιώσεις σε σύγκριση με το σχέδιο Ανάν, όπως ότι στην υπό ίδρυση ομοσπονδία θα ισχύουν οι τρεις ελευθερίες που ισχύουν στην Ε.Ε.

Τέλος, καλό είναι να θυμόμαστε, ιδιαίτερα οι αριστεροί, ότι το σχέδιο Ανάν του 2004 είχε μεν απορριφθεί από τους Ελληνοκύπριους και μάλιστα πανηγυρικά, αλλά είχε εγκριθεί από τους Τουρκοκύπριους, επίσης πανηγυρικά. Άρα ο κυπριακός λαός στην ουσία διχάστηκε περί το σχέδιο Ανάν. Προσθέτω ότι και η σημερινή διαδικασία, εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς, προβλέπει και πάλι ταυτόχρονα δημοψηφίσματα.

*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τα κύρια σημεία εισήγησης στην Ο.Μ. ΣΥΡΙΖΑ Βύρωνα, 16.1.2017


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου