Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (ολοσέλιδο θέμα)
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 19/02/17 |
Γιατί η ελληνική κρίση επιμένει ακόμη
Του Γιάννη Παλαιολόγου
Μια σύγκριση της ελληνικής δοκιμασίας με τις τέσσερις μεγαλύτερες του τελευταίου αιώνα και με άλλες επτά χώρες που προσέφυγαν στο ΔΝΤ
- Μιλούν στην «Κ» ο πρώην υπ. Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης, ο πρώην υπ. Οικονομικών της Αργεντινής Ντομίνγκο Καβάγιο και το πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ Ασόκα Μόντι.
Πόσο μοναδική στα ιστορικά χρονικά είναι η ελληνική κρίση; Δύο
διαγράμματα αποτυπώνουν ανάγλυφα την τραγική εικόνα της χώρας. Το πρώτο – από
την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα– συγκρίνει
τέσσερις μεγάλες κρίσεις ανεπτυγμένων χωρών του τελευταίου αιώνα: τη Μεγάλη
Υφεση της δεκαετίας του ’30 στις ΗΠΑ, την ασιατική κρίση στα τέλη της δεκαετίας
του ’90, την πρόσφατη εμπειρία της Ευρωζώνης και την ελληνική κρίση.
Οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι με διαφορά οι χειρότερες. Οι χώρες που
βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα της αναταραχής στη ΝΑ Ασία είχαν ανακτήσει το
πραγματικό ΑΕΠ, στο οποίο είχαν φτάσει προ κρίσης, σε μόλις τρία χρόνια. Η
Ευρωζώνη χρειάστηκε έξι χρόνια, και σήμερα βρίσκεται μόλις 2% πάνω από τα προ
κρίσης επίπεδα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αφού συρρικνώθηκε η παραγωγή τους κατά
1/4 τρία χρόνια μετά το Κραχ, κατάφεραν έως το 1936 να ανακτήσουν το χαμένο
έδαφος. Η ελληνική οικονομία βρέθηκε στο ίδιο σημείο (μείωση 26%) το 2013 και
σήμερα, εννέα χρόνια μετά την έναρξη της δικής της Μεγάλης Υφεσης, παραμένει
καθηλωμένη στον βυθό.
Τεστ επταετίας
Το δεύτερο διάγραμμα προέρχεται από τη συνδρομητική υπηρεσία αναλύσεων Macropolis και συγκρίνει τις επιδόσεις, σε βάθος επταετίας, οκτώ χωρών που προσέφυγαν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την τελευταία 20ετία. Ο καλύτερος μαθητής του Ταμείου ήταν η Τουρκία, που διπλασίασε το ΑΕΠ της σε πραγματικούς όρους από το 2000 έως το 2007. Τη δεύτερη καλύτερη επίδοση, με μικρή διαφορά, είχε η Ρωσία, που αναπτύχθηκε ραγδαία στο πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας χάρη στη μεγάλη αύξηση των τιμών των υδρογονανθράκων. Ακολουθεί η Νότια Κορέα, με αύξηση σημαντικά άνω του 50%, ενώ η Ινδονησία, η Βραζιλία και η Ταϊλάνδη κυμαίνονται γύρω στο 25%.
Οι μόνες χώρες που παρέμεναν κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα επτά χρόνια μετά είναι η Αργεντινή και η Ελλάδα. Στο ναδίρ του, στην τριετία, το ΑΕΠ της Αργεντινής –λόγω και της υποτίμησης του πέσο– είχε μειωθεί κατά 2/3 από τα προ κρίσης επίπεδα. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Αργεντινή στην επταετία ήταν σε τροχιά δυναμικής ανάκαμψης.
Εστιάζοντας περισσότερο στη σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Μεγάλης Υφεσης, η ανεργία εκεί κορυφώθηκε τον Μάιο του 1933, στο 26%, για να μειωθεί σε λιγότερο από το μισό έως το τέλος του 1936. Στην Ελλάδα κορυφώθηκε στο 28% τον Ιούλιο του 2013 και έχει μειωθεί έκτοτε στο 23%. O Dow Jones έχασε το 85% της αξίας του από τον Αύγουστο του 1929 έως τον Μάιο του 1932, για να τετραπλασιαστεί η αξία του έως το τέλος του 1936 (η ανάκτηση των επιπέδων του 1929, ωστόσο, θα χρειαζόταν άλλα 23 χρόνια). Ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. βυθίστηκε επίσης κατά 85% από τον Οκτώβριο του 2007 έως τον Ιούνιο του 2012. Προς το παρόν, έχει ανακάμψει από το ναδίρ εκείνο κατά περίπου μόλις 30%.
Ο Γκίκας Χαρδούβελης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρώην υπουργός Οικονομικών, σημειώνει σχετικά: «Η ελληνική κρίση, σε αντίθεση με την αμερικανική, δεν είναι μία, αλλά τρεις: η διεθνής κρίση του 2008-2009, η πρώτη φάση της ελληνικής κρίσης από το 2010-2013 και η δεύτερη φάση, από το 2015 έως σήμερα». Οπως εξηγεί, η πτώση του ΑΕΠ στην Ελλάδα «δεν ήταν τόσο απότομη όσο στις ΗΠΑ, επειδή το 2008 δεν είχαμε τραπεζική κρίση και το 2010 ο δανεισμός από τους εταίρους απέτρεψε τη χρεοκοπία. Ως αποτέλεσμα, μειώθηκε το βάθος της ύφεσης αλλά αυξήθηκε η διάρκεια». Επιπλέον, «το μόνο μακροοικονομικό όπλο μας ήταν η εσωτερική υποτίμηση και δεν ενστερνιστήκαμε ποτέ το πρόγραμμα προσαρμογής». Στις ΗΠΑ, αντιθέτως, όπως τονίζει, «είχαν δική τους νομισματική και συναλλαγματική πολιτική», ενώ προχώρησαν και σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις (επιδόματα ανεργίας, εγγύηση καταθέσεων, νόμος GlassSteagall για τις τράπεζες) που συνέβαλαν στην κοινωνική συνοχή και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η απουσία του κράτους πρόνοιας τη δεκαετία του 1930, ωστόσο, συνεπάγεται ότι οι συνέπειες των ίδιων ποσοστών ύφεσης και ανεργίας ήταν πολύ βαρύτερες τότε. Οπως αναφέρει ο κ. Χαρδούβελης, η κοινωνική ασφάλιση δεν υπήρχε στις ΗΠΑ πριν από το 1935, ενώ τα επιδόματα ανεργίας καθιερώθηκαν σε όλες τις πολιτείες μόλις το 1937.
Η περίπτωση Αργεντινής
Τεστ επταετίας
Το δεύτερο διάγραμμα προέρχεται από τη συνδρομητική υπηρεσία αναλύσεων Macropolis και συγκρίνει τις επιδόσεις, σε βάθος επταετίας, οκτώ χωρών που προσέφυγαν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο την τελευταία 20ετία. Ο καλύτερος μαθητής του Ταμείου ήταν η Τουρκία, που διπλασίασε το ΑΕΠ της σε πραγματικούς όρους από το 2000 έως το 2007. Τη δεύτερη καλύτερη επίδοση, με μικρή διαφορά, είχε η Ρωσία, που αναπτύχθηκε ραγδαία στο πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας χάρη στη μεγάλη αύξηση των τιμών των υδρογονανθράκων. Ακολουθεί η Νότια Κορέα, με αύξηση σημαντικά άνω του 50%, ενώ η Ινδονησία, η Βραζιλία και η Ταϊλάνδη κυμαίνονται γύρω στο 25%.
Οι μόνες χώρες που παρέμεναν κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα επτά χρόνια μετά είναι η Αργεντινή και η Ελλάδα. Στο ναδίρ του, στην τριετία, το ΑΕΠ της Αργεντινής –λόγω και της υποτίμησης του πέσο– είχε μειωθεί κατά 2/3 από τα προ κρίσης επίπεδα. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Αργεντινή στην επταετία ήταν σε τροχιά δυναμικής ανάκαμψης.
Εστιάζοντας περισσότερο στη σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Μεγάλης Υφεσης, η ανεργία εκεί κορυφώθηκε τον Μάιο του 1933, στο 26%, για να μειωθεί σε λιγότερο από το μισό έως το τέλος του 1936. Στην Ελλάδα κορυφώθηκε στο 28% τον Ιούλιο του 2013 και έχει μειωθεί έκτοτε στο 23%. O Dow Jones έχασε το 85% της αξίας του από τον Αύγουστο του 1929 έως τον Μάιο του 1932, για να τετραπλασιαστεί η αξία του έως το τέλος του 1936 (η ανάκτηση των επιπέδων του 1929, ωστόσο, θα χρειαζόταν άλλα 23 χρόνια). Ο Γενικός Δείκτης του Χ.Α. βυθίστηκε επίσης κατά 85% από τον Οκτώβριο του 2007 έως τον Ιούνιο του 2012. Προς το παρόν, έχει ανακάμψει από το ναδίρ εκείνο κατά περίπου μόλις 30%.
Ο Γκίκας Χαρδούβελης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρώην υπουργός Οικονομικών, σημειώνει σχετικά: «Η ελληνική κρίση, σε αντίθεση με την αμερικανική, δεν είναι μία, αλλά τρεις: η διεθνής κρίση του 2008-2009, η πρώτη φάση της ελληνικής κρίσης από το 2010-2013 και η δεύτερη φάση, από το 2015 έως σήμερα». Οπως εξηγεί, η πτώση του ΑΕΠ στην Ελλάδα «δεν ήταν τόσο απότομη όσο στις ΗΠΑ, επειδή το 2008 δεν είχαμε τραπεζική κρίση και το 2010 ο δανεισμός από τους εταίρους απέτρεψε τη χρεοκοπία. Ως αποτέλεσμα, μειώθηκε το βάθος της ύφεσης αλλά αυξήθηκε η διάρκεια». Επιπλέον, «το μόνο μακροοικονομικό όπλο μας ήταν η εσωτερική υποτίμηση και δεν ενστερνιστήκαμε ποτέ το πρόγραμμα προσαρμογής». Στις ΗΠΑ, αντιθέτως, όπως τονίζει, «είχαν δική τους νομισματική και συναλλαγματική πολιτική», ενώ προχώρησαν και σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις (επιδόματα ανεργίας, εγγύηση καταθέσεων, νόμος GlassSteagall για τις τράπεζες) που συνέβαλαν στην κοινωνική συνοχή και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η απουσία του κράτους πρόνοιας τη δεκαετία του 1930, ωστόσο, συνεπάγεται ότι οι συνέπειες των ίδιων ποσοστών ύφεσης και ανεργίας ήταν πολύ βαρύτερες τότε. Οπως αναφέρει ο κ. Χαρδούβελης, η κοινωνική ασφάλιση δεν υπήρχε στις ΗΠΑ πριν από το 1935, ενώ τα επιδόματα ανεργίας καθιερώθηκαν σε όλες τις πολιτείες μόλις το 1937.
Η περίπτωση Αργεντινής
Η σύγκριση με την Αργεντινή είναι επίσης διδακτική. Την κατάρρευση του
2001-2002, που επιδεινώθηκε μετά τη στάση πληρωμών στο δημόσιο χρέος και την
επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων που επέφερε η εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας
πέσο - δολαρίου (Δεκέμβριος 2001), τη διαδέχθηκε η ραγδαία ανάκαμψη του 2003-5.
Τρία πράγματα αξίζει να υπογραμμιστούν σχετικά με την εμπειρία της Αργεντινής. Πρώτον, παρότι η απαλλαγή από το καθεστώς σταθερής ισοτιμίας ήταν για ορισμένους αναγκαία συνθήκη για την ανάκαμψη, η συνεπακόλουθη δραματική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος προκάλεσε πτώση του ΑΕΠ της χώρας, μετρημένου σε δολάρια, κατά 64% σε ένα χρόνο. Αυτό αντανακλά την τεράστια απώλεια αγοραστικής δύναμης που θα πλήξει και τους Ελληνες καταθέτες σε περίπτωση εξόδου της χώρας από το ευρώ.
Δεύτερον, όπως σημειώνει στην «Κ» ο Ντομίνγκο Καβάγιο, υπουργός Οικονομικών της χώρας μεταξύ του 1991- 1996 και αρχιτέκτονας της πολιτικής της μετατρεψιμότητας, η Αργεντινή εισήλθε στην κρίση με δημόσιο χρέος 50% του ΑΕΠ και πρωτογενές έλλειμμα μόλις 1% του ΑΕΠ – νούμερα πολύ καλύτερα από τα ελληνικά.
Το τρίτο σημείο αφορά τη σημαντική συμβολή στην ανάκαμψη των αυξημένων εξαγωγών, ιδιαίτερα αγροτικών προϊόντων, έως τα μέσα του 2005, σε μια περίοδο ραγδαίας αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων.
«Το κλειδί για την ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας ήταν η ύπαρξη ενός πολύ καλά χρηματοδοτούμενου και αποτελεσματικού εξαγωγικού τομέα, που δεν αφορούσε μόνο εμπορεύματα», σημειώνει ο κ. Καβάγιο, ο οποίος θεωρεί ότι η διατήρηση της σταθερής ισοτιμίας δεν θα είχε υπονομεύσει την ανάκαμψη – απλώς θα την είχε απαλλάξει από τον πληθωριστικό της χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, το συγκριτικά πιο δυσοίωνο διεθνές περιβάλλον και η κακοδαιμονία του εξαγωγικού τομέα στην Ελλάδα συνηγορούν στην εκτίμηση ότι θα ήταν δύσκολο να μιμηθεί αυτό το επίτευγμα της Αργεντινής αν ανακτούσε τον έλεγχο της νομισματικής και συναλλαγματικής της πολιτικής.
Ολέθριος συνδυασμός
Σύμφωνα με τον Ασόκα Μόντι, επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Princeton και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ, το βασικό λάθος των πιστωτών ήταν ότι «δεν αναδιάρθρωσαν το χρέος της Ελλάδας τον Μάιο του 2010, γεγονός που οδήγησε σε τρομακτικά επίπεδα λιτότητας». Οι συνέπειες του λάθους αυτού, εξηγεί, διογκώθηκαν εξαιτίας της άρνησης των πιστωτών να το αποδεχθούν. «Το ΔΝΤ μάλιστα επέμενε στην ίδια συνταγή –περισσότερη λιτότητα– τουλάχιστον έως τα μέσα του 2015», τονίζει ο ινδικής καταγωγής οικονομολόγος.
Ωστόσο δεν υποτιμά το ελληνικό μερίδιο ευθύνης. «Δεν είναι απλά ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις ζούσαν για ένα τέταρτο του αιώνα πέρα από τις δυνατότητές τους. Ψεύδονταν επανειλημμένως και εκμεταλλεύονταν την ανικανότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ελέγξει τα στοιχεία που της παρείχαν και να επιβάλει δημοσιονομική πειθαρχία». Ακόμα και σήμερα, εξηγεί, ύστερα από όλα όσα έχουν συμβεί, «η κυβέρνηση διατηρεί δεσμούς με τα παλαιά δίκτυα της διαφθοράς και διώκει και διαβάλλει τον άνθρωπο που προσπάθησε να πει την αλήθεια για τα στατιστικά στοιχεία της χώρας».
Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης φαίνεται πιο καθαρά αν συγκριθεί με την ασιατική κρίση, ή με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που βρέθηκαν σε πρόγραμμα προσαρμογής – όλες περιπτώσεις απότομης διακοπής της εισροής κεφαλαίων που κατέστησαν αναγκαία τη δραστική περιστολή δαπανών. Σε όλες τις συγκρίσιμες περιπτώσεις, η ανάκαμψη ήλθε πολύ ταχύτερα. Γιατί;
Η σύντομη απάντηση μπορεί να δοθεί με μία λέξη: εξαγωγές. Πιο συγκεκριμένα, ο βασικός παράγοντας διαφοροποίησης είναι η απουσία αύξησης των εξαγωγών στην Ελλάδα. Στην Ασία και στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (αλλά και στις περισσότερες από τις δεκάδες χώρες που προσέφυγαν στο ΔΝΤ τις τελευταίες δεκαετίες), οι αυξημένες εξαγωγές αποτέλεσαν ζωτικό πυλώνα στήριξης της οικονομίας, υποκαθιστώντας εν μέρει τη μείωση της ζήτησης από την περικοπή των δημόσιων δαπανών και την αύξηση των φόρων.
Το ελληνικό κράτος έχει χρεοκοπήσει. Αυτό είναι σαφές εδώ και αρκετά χρόνια.
Οι πιστωτές της Ελλάδας ωστόσο εξακολουθούν να διαχειρίζονται την κρίση με το
βλέμμα στις τοπικές και βραχυπρόθεσμες πολιτικές τους ανάγκες, αντί να εστιάζουν
στην πραγματική διευθέτηση του προβλήματος.
Εχουμε να κάνουμε με μια υπόθεση όπου όλοι γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει και αυτό συζητείται παντού, εκτός από τα σαλόνια της ευρωπαϊκής πολιτικής, με τους καλούς τους τρόπους. Η κυβέρνηση Τσίπρα, έπειτα από μια ταιριαστά φλογερή αρχή στο ζήτημα του χρέους, έχει εδώ και καιρό υιοθετήσει και αυτή τη γραμμή που επιβάλλουν αυτοί οι καλοί τρόποι. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγει την οργή των πιστωτών, αλλά έχει αποτύχει να βρει διέξοδο από την κρίση.
Τα βασικά δεδομένα περιγράφονται καλά, ξανά, από την έκθεση του άρθρου 4 που δημοσίευσε προ ημερών το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οπως αναφέρει η έκθεση, «ακόμα και με την υιοθέτηση αυτών των φιλόδοξων πολιτικών, η Ελλάδα δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα χρέους που αντιμετωπίζει με την οικονομική μεγέθυνση. Η Ελλάδα χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους της για να αποκαταστήσει τη διατηρησιμότητα του χρέους της».
Τρία πράγματα αξίζει να υπογραμμιστούν σχετικά με την εμπειρία της Αργεντινής. Πρώτον, παρότι η απαλλαγή από το καθεστώς σταθερής ισοτιμίας ήταν για ορισμένους αναγκαία συνθήκη για την ανάκαμψη, η συνεπακόλουθη δραματική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος προκάλεσε πτώση του ΑΕΠ της χώρας, μετρημένου σε δολάρια, κατά 64% σε ένα χρόνο. Αυτό αντανακλά την τεράστια απώλεια αγοραστικής δύναμης που θα πλήξει και τους Ελληνες καταθέτες σε περίπτωση εξόδου της χώρας από το ευρώ.
Δεύτερον, όπως σημειώνει στην «Κ» ο Ντομίνγκο Καβάγιο, υπουργός Οικονομικών της χώρας μεταξύ του 1991- 1996 και αρχιτέκτονας της πολιτικής της μετατρεψιμότητας, η Αργεντινή εισήλθε στην κρίση με δημόσιο χρέος 50% του ΑΕΠ και πρωτογενές έλλειμμα μόλις 1% του ΑΕΠ – νούμερα πολύ καλύτερα από τα ελληνικά.
Το τρίτο σημείο αφορά τη σημαντική συμβολή στην ανάκαμψη των αυξημένων εξαγωγών, ιδιαίτερα αγροτικών προϊόντων, έως τα μέσα του 2005, σε μια περίοδο ραγδαίας αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων.
«Το κλειδί για την ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας ήταν η ύπαρξη ενός πολύ καλά χρηματοδοτούμενου και αποτελεσματικού εξαγωγικού τομέα, που δεν αφορούσε μόνο εμπορεύματα», σημειώνει ο κ. Καβάγιο, ο οποίος θεωρεί ότι η διατήρηση της σταθερής ισοτιμίας δεν θα είχε υπονομεύσει την ανάκαμψη – απλώς θα την είχε απαλλάξει από τον πληθωριστικό της χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, το συγκριτικά πιο δυσοίωνο διεθνές περιβάλλον και η κακοδαιμονία του εξαγωγικού τομέα στην Ελλάδα συνηγορούν στην εκτίμηση ότι θα ήταν δύσκολο να μιμηθεί αυτό το επίτευγμα της Αργεντινής αν ανακτούσε τον έλεγχο της νομισματικής και συναλλαγματικής της πολιτικής.
Ολέθριος συνδυασμός
Σύμφωνα με τον Ασόκα Μόντι, επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Princeton και πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ, το βασικό λάθος των πιστωτών ήταν ότι «δεν αναδιάρθρωσαν το χρέος της Ελλάδας τον Μάιο του 2010, γεγονός που οδήγησε σε τρομακτικά επίπεδα λιτότητας». Οι συνέπειες του λάθους αυτού, εξηγεί, διογκώθηκαν εξαιτίας της άρνησης των πιστωτών να το αποδεχθούν. «Το ΔΝΤ μάλιστα επέμενε στην ίδια συνταγή –περισσότερη λιτότητα– τουλάχιστον έως τα μέσα του 2015», τονίζει ο ινδικής καταγωγής οικονομολόγος.
Ωστόσο δεν υποτιμά το ελληνικό μερίδιο ευθύνης. «Δεν είναι απλά ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις ζούσαν για ένα τέταρτο του αιώνα πέρα από τις δυνατότητές τους. Ψεύδονταν επανειλημμένως και εκμεταλλεύονταν την ανικανότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ελέγξει τα στοιχεία που της παρείχαν και να επιβάλει δημοσιονομική πειθαρχία». Ακόμα και σήμερα, εξηγεί, ύστερα από όλα όσα έχουν συμβεί, «η κυβέρνηση διατηρεί δεσμούς με τα παλαιά δίκτυα της διαφθοράς και διώκει και διαβάλλει τον άνθρωπο που προσπάθησε να πει την αλήθεια για τα στατιστικά στοιχεία της χώρας».
«Ο συνδυασμός της καταστροφικής πολιτικής που επιβλήθηκε στην
Ελλάδα και της απροθυμίας της χώρας να αλλάξει τις συνήθειες που την οδήγησαν σε
αδιέξοδο έχει προκαλέσει μια οικονομική και κοινωνική κατάρρευση ιστορικών
διαστάσεων», καταλήγει.
Για να βγει η χώρα από το τούνελ
Του Ντάνιελ Γκρος*
Η ελληνική οικονομία σπάει ρεκόρ – δυστυχώς, αρνητικά. Η ύφεση
στην Ελλάδα είναι βαθύτερη, και έχει διαρκέσει περισσότερο από οποιαδήποτε
συγκρίσιμη περίπτωση. Μόνο η Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του ’30 είχε παρόμοιο
κόστος σε παραγόμενο προϊόν και απασχόληση. Τότε όμως ήταν μία περίοδος
παγκόσμιας ύφεσης, με τον προστατευτισμό να περιορίζει το διεθνές εμπόριο.
Σήμερα το διεθνές περιβάλλον είναι πολύ διαφορετικό. Οι στενότεροι
οικονομικοί εταίροι της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ έχουν θετικές αναπτυξιακές
επιδόσεις εδώ και πάνω από τρία χρόνια. Οι ΗΠΑ ανέκαμψαν ακόμα νωρίτερα. Η
παγκόσμια οικονομία δεν σταμάτησε να διογκώνεται, ακόμα το 2009, όταν βίωσε μία
βαθιά αλλά βραχυχρόνια ύφεση. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης φαίνεται πιο καθαρά αν συγκριθεί με την ασιατική κρίση, ή με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης που βρέθηκαν σε πρόγραμμα προσαρμογής – όλες περιπτώσεις απότομης διακοπής της εισροής κεφαλαίων που κατέστησαν αναγκαία τη δραστική περιστολή δαπανών. Σε όλες τις συγκρίσιμες περιπτώσεις, η ανάκαμψη ήλθε πολύ ταχύτερα. Γιατί;
Η σύντομη απάντηση μπορεί να δοθεί με μία λέξη: εξαγωγές. Πιο συγκεκριμένα, ο βασικός παράγοντας διαφοροποίησης είναι η απουσία αύξησης των εξαγωγών στην Ελλάδα. Στην Ασία και στις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (αλλά και στις περισσότερες από τις δεκάδες χώρες που προσέφυγαν στο ΔΝΤ τις τελευταίες δεκαετίες), οι αυξημένες εξαγωγές αποτέλεσαν ζωτικό πυλώνα στήριξης της οικονομίας, υποκαθιστώντας εν μέρει τη μείωση της ζήτησης από την περικοπή των δημόσιων δαπανών και την αύξηση των φόρων.
Η ασιατική κρίση, για παράδειγμα, προκάλεσε σφοδρή ύφεση στη Ν. Κορέα και την
Ταϊλάνδη. Η ύφεση αυτή διήρκεσε πολύ λιγότερο και ήταν πολύ πιο ρηχή από την
εμπειρία της Ελλάδας. Στις δύο αυτές χώρες, πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της
κρίσης οι εξαγωγές είχαν συμβολή στην ανάπτυξη της τάξης του 25% του ΑΕΠ –
ισοδύναμο με μία ετήσια ώθηση ύψους 5%.
Στις ασιατικές χώρες, φυσικά, η ανάκαμψη μέσω εξαγωγών στηρίχθηκε από την προσαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι μεγάλες υποτιμήσεις των νομισμάτων τους κατέστησαν τις χώρες αυτές πιο ανταγωνιστικές. Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, δεν μπορούν να αλλάξουν την ισοτιμία τους. Συνεπώς είναι υποχρεωμένες να υποστούν την πολύ πιο επώδυνη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, ώστε να μειωθούν οι μισθοί και οι τιμές και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους.
Η πιο παρεμφερής περίπτωση με την Ελλάδα σε αυτό το πλαίσιο είναι η Πορτογαλία, που είναι αντίστοιχου μεγέθους και αναπτυξιακού επιπέδου. Αλλά και στην Πορτογαλία παρατηρείται η κλασική πορεία προσαρμογής: ενώ ο δημόσιος τομέας περιόρισε τις δαπάνες του, οι εξαγωγές συνεισέφεραν μία θετική ώθηση στην οικονομία ύψους 9% του ΑΕΠ στα πρώτα πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία δεν υπήρξε αυτή η θετική ώθηση – αντιθέτως, οι εξαγωγές έχουν μειωθεί σε πραγματικούς όρους και έχουν αφαιρέσει 5% από την ανάπτυξη.
* Ο Ντάνιελ Γκρος είναι διευθυντής του Centre for European Policy Studies
στις Βρυξέλλες.
Στις ασιατικές χώρες, φυσικά, η ανάκαμψη μέσω εξαγωγών στηρίχθηκε από την προσαρμογή της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι μεγάλες υποτιμήσεις των νομισμάτων τους κατέστησαν τις χώρες αυτές πιο ανταγωνιστικές. Τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, δεν μπορούν να αλλάξουν την ισοτιμία τους. Συνεπώς είναι υποχρεωμένες να υποστούν την πολύ πιο επώδυνη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, ώστε να μειωθούν οι μισθοί και οι τιμές και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητά τους.
Η πιο παρεμφερής περίπτωση με την Ελλάδα σε αυτό το πλαίσιο είναι η Πορτογαλία, που είναι αντίστοιχου μεγέθους και αναπτυξιακού επιπέδου. Αλλά και στην Πορτογαλία παρατηρείται η κλασική πορεία προσαρμογής: ενώ ο δημόσιος τομέας περιόρισε τις δαπάνες του, οι εξαγωγές συνεισέφεραν μία θετική ώθηση στην οικονομία ύψους 9% του ΑΕΠ στα πρώτα πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία δεν υπήρξε αυτή η θετική ώθηση – αντιθέτως, οι εξαγωγές έχουν μειωθεί σε πραγματικούς όρους και έχουν αφαιρέσει 5% από την ανάπτυξη.
Αυτή είναι η πραγματική ελληνική τραγωδία: παρότι οι μισθοί
έχουν μειωθεί κατά 25% και τόσοι πολλοί άνθρωποι αναζητούν εργασία, οι εξαγωγές
δεν έχουν μετατραπεί σε μοχλό ανάπτυξης. Είναι εύκολο να κατηγορηθούν οι ξένοι
πιστωτές για την επιβολή μέτρων λιτότητας, αλλά δεν μπορούν να κατηγορηθούν και
για την έλλειψη δυναμισμού στον εξαγωγικό τομέα. Μόνο η ελληνική κυβέρνηση, οι
ελληνικές επιχειρήσεις και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να θέσουν τα θεμέλια
της εξωστρεφούς ανάπτυξης, που αποτελεί τη μόνη βιώσιμη διέξοδο από τη σημερινή
μιζέρια.
Η ευθύνη ανήκει στους πιστωτές
Του Τζέφρι Σακς*
Η ελληνική κρίση είναι μοναδική στα χρονικά όσον αφορά το βάθος
της – είναι βαθύτερη από τη Μεγάλη Υφεση στις ΗΠΑ τον περασμένο αιώνα. Ο λόγος
είναι η άνευ προηγουμένου απροθυμία των επίσημων πιστωτών της Ελλάδας να
συμβάλουν εποικοδομητικά στην επίλυσή της.
Εχουμε να κάνουμε με μια υπόθεση όπου όλοι γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει και αυτό συζητείται παντού, εκτός από τα σαλόνια της ευρωπαϊκής πολιτικής, με τους καλούς τους τρόπους. Η κυβέρνηση Τσίπρα, έπειτα από μια ταιριαστά φλογερή αρχή στο ζήτημα του χρέους, έχει εδώ και καιρό υιοθετήσει και αυτή τη γραμμή που επιβάλλουν αυτοί οι καλοί τρόποι. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγει την οργή των πιστωτών, αλλά έχει αποτύχει να βρει διέξοδο από την κρίση.
Τα βασικά δεδομένα περιγράφονται καλά, ξανά, από την έκθεση του άρθρου 4 που δημοσίευσε προ ημερών το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οπως αναφέρει η έκθεση, «ακόμα και με την υιοθέτηση αυτών των φιλόδοξων πολιτικών, η Ελλάδα δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα χρέους που αντιμετωπίζει με την οικονομική μεγέθυνση. Η Ελλάδα χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους της για να αποκαταστήσει τη διατηρησιμότητα του χρέους της».
Τα στοιχεία που περιλαμβάνει η έκθεση του ΔΝΤ είναι γλαφυρά και τρομακτικά.
Το εξωτερικό χρέος της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 188,2% το 2011 σε
245,7% (πρόβλεψη) το 2016. Το πρόβλημα της υπερχρέωσης συνοδεύεται εξαρχής από
μια σχεδόν μόνιμη τραπεζική κρίση και πιστωτική ασφυξία. Σε αυτά προστέθηκε μια
σοκαριστική κρίση ρευστότητας τον Ιούλιο του 2015, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα πάγωσε την παροχή έκτακτης ρευστότητας προς τις τράπεζες μετά την
προκήρυξη του δημοψηφίσματος.
Η ανάγκη για βαθιά ελάφρυνση χρέους έχει αναγνωριστεί σχεδόν από όλους, αλλά εξακολουθεί να μη γίνεται πράξη. Το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους είναι όντως χαμηλό, αλλά οι πληρωμές έχουν απλώς αναβληθεί. Το «κούρεμα» που επιβλήθηκε στους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα το 2012 ήταν σημαντικό, αλλά απείχε πολύ από το μέγεθος που χρειάζεται η Ελλάδα για να επανέλθει σε κατάσταση φερεγγυότητας.
Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας προς τους επίσημους πιστωτές παραμένουν στο ακέραιο. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν θέλουν να αποδεχθούν την πραγματικότητα ή ίσως επειδή τρέφουν την, όχι και τόσο κρυφή, ελπίδα ότι κάποια στιγμή η Ελλάδα θα επιλέξει να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη.
Η προσέγγιση της κυβέρνησης Τσίπρα προκαλεί απορία. Αφού επικράτησε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 με τη σαφή νίκη του «Οχι», συνθηκολόγησε άμεσα απέναντι στα αιτήματα των πιστωτών, σαν το δημοψήφισμα να μην είχε καν λάβει χώρα. Και παρότι το ΔΝΤ έχει πρωτοστατήσει στην εκτίμηση ότι το χρέος της Ελλάδας είναι μη διατηρήσιμο, εξακολουθεί να αποτελεί τον αγαπημένο στόχο της ελληνικής κυβέρνησης, αποσπώντας την προσοχή από την αδιαλλαξία των Ευρωπαίων πιστωτών.
Η ανάγκη για βαθιά ελάφρυνση χρέους έχει αναγνωριστεί σχεδόν από όλους, αλλά εξακολουθεί να μη γίνεται πράξη. Το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους είναι όντως χαμηλό, αλλά οι πληρωμές έχουν απλώς αναβληθεί. Το «κούρεμα» που επιβλήθηκε στους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα το 2012 ήταν σημαντικό, αλλά απείχε πολύ από το μέγεθος που χρειάζεται η Ελλάδα για να επανέλθει σε κατάσταση φερεγγυότητας.
Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας προς τους επίσημους πιστωτές παραμένουν στο ακέραιο. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν θέλουν να αποδεχθούν την πραγματικότητα ή ίσως επειδή τρέφουν την, όχι και τόσο κρυφή, ελπίδα ότι κάποια στιγμή η Ελλάδα θα επιλέξει να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη.
Η προσέγγιση της κυβέρνησης Τσίπρα προκαλεί απορία. Αφού επικράτησε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 με τη σαφή νίκη του «Οχι», συνθηκολόγησε άμεσα απέναντι στα αιτήματα των πιστωτών, σαν το δημοψήφισμα να μην είχε καν λάβει χώρα. Και παρότι το ΔΝΤ έχει πρωτοστατήσει στην εκτίμηση ότι το χρέος της Ελλάδας είναι μη διατηρήσιμο, εξακολουθεί να αποτελεί τον αγαπημένο στόχο της ελληνικής κυβέρνησης, αποσπώντας την προσοχή από την αδιαλλαξία των Ευρωπαίων πιστωτών.
Φυσικά, με τη στάση αυτή των Ευρωπαίων, τίποτα δεν είναι
εύκολο. Η πραγματική πολιτική και ηθική ευθύνη για την παράταση της κρίσης
ανήκει συντριπτικά στους πιστωτές, όχι στον καταχρεωμένο και καταρρακωμένο
οφειλέτη. Αυτό διδάσκει η ιστορία των χρηματοοικονομικών. Είναι επιτέλους ώρα να
τερματιστεί ο πόνος της Ελλάδας, με πρωτοβουλία των πιστωτών.
*Ο κ. Τζέφρυ Σακς είναι διευθυντής του Center for Sustainable Development
στο Πανεπιστήμιο Columbia.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου