Aπό "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"
"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 17-18/10/20 |
ΤΗΣ ΣΟΝΙΑΣ ΤΣΙΤΗΛΟΥ
Πραγματικά δεν ξέρω τι υπερίσχυσε περισσότερο σε μένα, η οργή ή η θλίψη, όταν είδα το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» της περασμένης Κυριακής. Οργή για την πρωτοφανή καπηλεία από την «Αυγή» του συνθήματος «Δεν είναι αθώοι» που δημοκρατικοί πολίτες διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων χρησιμοποίησαν όταν φάνηκε ότι η δίκη της Χρυσής Αυγής έφτανε μετά από χρόνια στο τέλος της. Είναι αδιανόητη η σχετικοποίηση των εννοιών που προκαλεί το πρωτοσέλιδο με τους δυο - πρώην και νυν - πρωθυπουργούς, που επί της ουσίας αθωώνει τη νεοναζιστική οργάνωση.
Οργή γιατί η Αριστερά που εγώ ξέρω, που μέσα σε αυτή γεννήθηκα, δεν χρησιμοποιούσε χυδαίο λόγο για τους πολιτικούς αντιπάλους της. Μιλάω κυρίως για την Αριστερά της Μεταπολίτευσης, που χρησιμοποιούσε έντονο, επιθετικό ενίοτε λόγο, ναι, αλλά χυδαίο και ατεκμηρίωτο όχι. Ιδιαίτερα το ρεύμα της Αριστεράς που προέκυψε από τη διάσπαση του ΚΚΕ του 1968 και ονομάστηκε Ανανεωτική Αριστερά προσπάθησε να φέρει στην πολιτική ζωή του τόπου, στην αντιπαράθεση των πολιτικών απόψεων, την τεκμηρίωση, τον διάλογο, τη νηφαλιότητα. Το ρεύμα αυτό εκπροσωπήθηκε στον ημερήσιο Τύπο από την «Αυγή». Για πολλά χρόνια η «Αυγή», παρά τη μικρή κυκλοφορία της, διακρινόταν για την εγκυρότητα, τη μετριοπάθεια, τη νηφαλιότητα, χωρίς να χάνει τη μαχητικότητά της. Ηταν μια εφημερίδα κύρους και γνώμης με κοινό ευρύτερο της κομματικής πελατείας. Είναι γνωστό ότι η «Αυγή» είχε πολύ συχνά, μάλλον σχεδόν πάντα, οικονομικά προβλήματα, αρκετές φορές η έκδοσή της κινδύνεψε, και τότε πολίτες διαφορετικών πολιτικών προτιμήσεων έδωσαν χείρα βοηθείας γιατί πίστευαν ότι αυτή η φωνή δεν έπρεπε να σιγήσει.
Ο Λεωνίδας Κύρκος, που υπήρξε μεταξύ άλλων και αυτός διευθυντής της «παλαιάς Αυγής», οριοθέτησε την πολιτική αντιπαράθεση στο σημείωμα που άφησε και διαβάστηκε στην κηδεία του. Το επίμαχο πρωτοσέλιδο είναι ξεκάθαρα εκτός αυτού του πλαισίου και σπάει το τείχος που ορθώθηκε μια εβδομάδα πριν με πρωτοβουλία της «Εφημερίδας των Συντακτών».
Χρησιμοποιώ τον όρο «παλαιά Αυγή» γιατί η παρούσα που κυκλοφορεί το μόνο κοινό που διαθέτει με την «παλαιά» είναι το όνομα. Είναι περισσότερο η εικόνα ενός κομματικού οργάνου ψυχροπολεμικής εποχής. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τη νέα αυτή εφημερίδα ο Σοφιανός Χρυσοστομίδης, ο Βασίλης Κωνσταντινίδης, ο Λευτέρης Μαυροειδής, άνθρωποι με ευρύτατη παιδεία, που αφιέρωσαν σχεδόν το σύνολο της επαγγελματικής ζωής τους στην «παλαιά Αυγή». Δεν μπορώ να φανταστώ να υπερασπίζεται τον τίτλο της κυριακάτικης «Αυγής» ο Αγγελος Ελεφάντης. Μιλώ μόνο για μερικές από τις εμβληματικές μορφές που δεν είναι πια μαζί μας.
Αφησα τελευταίο τον σύντροφό μου Γρηγόρη Γιάνναρο, διευθυντή της «Αυγής» στη δεκαετία 1978-1988, διάστημα κατά τη γνώμη μου καθοριστικό για τη χώρα και που το αποτύπωμά του το ζούμε ως τις μέρες μας.
Η καθημερινή αγωνία για τα πενιχρά οικονομικά της «Αυγής», η κάλυψη της μισθοδοσίας, η γκρίνια των κομματικών δεν επηρέαζαν τη φροντίδα του Γρηγόρη για την πλήρη ειδησεογραφική κάλυψη σε όλους τους τομείς της ζωής, την προβολή των νέων ιδεών, την αύξηση της κυκλοφορίας ή για το πώς η κριτική στην εκάστοτε κυβέρνηση θα είναι νηφάλια και εποικοδομητική. Η «Αυγή» ήταν εφημερίδα κύρους, με αντιπολιτευτικό ήθος απέναντι στο πανίσχυρο τότε ΠΑΣΟΚ, που το 1981 είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Συμμερίζομαι τα συναισθήματα πολλών ανδρών και γυναικών δημοσιογράφων που έκαναν τα πρώτα επαγγελματικά βήματά τους στην «παλαιά Αυγή». Νέοι αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας δημοσιογράφοι που δούλευαν απλήρωτοι για μήνες, άνθρωποι με προτάσεις και για άλλες επιλογές, είχαν όμως την ικανοποίηση, όπως πολλοί δηλώνουν τώρα, ότι δούλευαν σε μια εφημερίδα που αντιμετώπιζε τις ειδήσεις και τις διαφορετικές απόψεις με ήθος και νηφαλιότητα. Συνέβαλαν όλοι και όλες στην εικόνα της έγκυρης και σοβαρής εφημερίδας της Αριστεράς, αποτέλεσαν και αποτελούν ακόμα στελέχη εφημερίδων και συγκροτημάτων του Τύπου. Είναι γνωστό ότι τόσο η προδικτατορική όσο και ενδεχομένως πολύ περισσότερο η μεταδικτατορική «Αυγή» υπήρξαν φυτώριο δημοσιογράφων. Η θητεία στην εφημερίδα αποτελούσε διαβατήριο για μετακίνηση σε άλλες εφημερίδες. Αλλωστε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης χείρα βοηθείας με ανώνυμα ρεπορτάζ έδωσαν δημοσιογράφοι χωρίς ιδεολογική συγγένεια με την Αριστερά, σε τομείς που η «παλαιά Αυγή» δεν είχε πρόσβαση, όπως π.χ. το αστυνομικό ρεπορτάζ, ένδειξη απήχησης της εφημερίδας σε έναν πολύ ανταγωνιστικό χώρο.
Αυτά θυμήθηκα με το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» της περασμένης Κυριακής και με κυρίευσε θλίψη και οργή. Αν αφήσω το συναίσθημα και δω ψύχραιμα τα πράγματα, είναι παραπάνω από σαφές ότι η «παλαιά Αυγή» ήταν προϊόν μιας διαφορετικής Αριστεράς, μιας Αριστεράς με κουλτούρα, ήθος αλλά και αγωνιστικότητα, μιας Αριστεράς που έδινε μεγάλη σημασία στην κουλτούρα γιατί και η ίδια συμμετείχε στη δημιουργία της.
-Η Σόνια Τσιτήλου είναι πανεπιστημιακός
Οργή γιατί η Αριστερά που εγώ ξέρω, που μέσα σε αυτή γεννήθηκα, δεν χρησιμοποιούσε χυδαίο λόγο για τους πολιτικούς αντιπάλους της. Μιλάω κυρίως για την Αριστερά της Μεταπολίτευσης, που χρησιμοποιούσε έντονο, επιθετικό ενίοτε λόγο, ναι, αλλά χυδαίο και ατεκμηρίωτο όχι. Ιδιαίτερα το ρεύμα της Αριστεράς που προέκυψε από τη διάσπαση του ΚΚΕ του 1968 και ονομάστηκε Ανανεωτική Αριστερά προσπάθησε να φέρει στην πολιτική ζωή του τόπου, στην αντιπαράθεση των πολιτικών απόψεων, την τεκμηρίωση, τον διάλογο, τη νηφαλιότητα. Το ρεύμα αυτό εκπροσωπήθηκε στον ημερήσιο Τύπο από την «Αυγή». Για πολλά χρόνια η «Αυγή», παρά τη μικρή κυκλοφορία της, διακρινόταν για την εγκυρότητα, τη μετριοπάθεια, τη νηφαλιότητα, χωρίς να χάνει τη μαχητικότητά της. Ηταν μια εφημερίδα κύρους και γνώμης με κοινό ευρύτερο της κομματικής πελατείας. Είναι γνωστό ότι η «Αυγή» είχε πολύ συχνά, μάλλον σχεδόν πάντα, οικονομικά προβλήματα, αρκετές φορές η έκδοσή της κινδύνεψε, και τότε πολίτες διαφορετικών πολιτικών προτιμήσεων έδωσαν χείρα βοηθείας γιατί πίστευαν ότι αυτή η φωνή δεν έπρεπε να σιγήσει.
Ο Λεωνίδας Κύρκος, που υπήρξε μεταξύ άλλων και αυτός διευθυντής της «παλαιάς Αυγής», οριοθέτησε την πολιτική αντιπαράθεση στο σημείωμα που άφησε και διαβάστηκε στην κηδεία του. Το επίμαχο πρωτοσέλιδο είναι ξεκάθαρα εκτός αυτού του πλαισίου και σπάει το τείχος που ορθώθηκε μια εβδομάδα πριν με πρωτοβουλία της «Εφημερίδας των Συντακτών».
Χρησιμοποιώ τον όρο «παλαιά Αυγή» γιατί η παρούσα που κυκλοφορεί το μόνο κοινό που διαθέτει με την «παλαιά» είναι το όνομα. Είναι περισσότερο η εικόνα ενός κομματικού οργάνου ψυχροπολεμικής εποχής. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τη νέα αυτή εφημερίδα ο Σοφιανός Χρυσοστομίδης, ο Βασίλης Κωνσταντινίδης, ο Λευτέρης Μαυροειδής, άνθρωποι με ευρύτατη παιδεία, που αφιέρωσαν σχεδόν το σύνολο της επαγγελματικής ζωής τους στην «παλαιά Αυγή». Δεν μπορώ να φανταστώ να υπερασπίζεται τον τίτλο της κυριακάτικης «Αυγής» ο Αγγελος Ελεφάντης. Μιλώ μόνο για μερικές από τις εμβληματικές μορφές που δεν είναι πια μαζί μας.
Αφησα τελευταίο τον σύντροφό μου Γρηγόρη Γιάνναρο, διευθυντή της «Αυγής» στη δεκαετία 1978-1988, διάστημα κατά τη γνώμη μου καθοριστικό για τη χώρα και που το αποτύπωμά του το ζούμε ως τις μέρες μας.
Η καθημερινή αγωνία για τα πενιχρά οικονομικά της «Αυγής», η κάλυψη της μισθοδοσίας, η γκρίνια των κομματικών δεν επηρέαζαν τη φροντίδα του Γρηγόρη για την πλήρη ειδησεογραφική κάλυψη σε όλους τους τομείς της ζωής, την προβολή των νέων ιδεών, την αύξηση της κυκλοφορίας ή για το πώς η κριτική στην εκάστοτε κυβέρνηση θα είναι νηφάλια και εποικοδομητική. Η «Αυγή» ήταν εφημερίδα κύρους, με αντιπολιτευτικό ήθος απέναντι στο πανίσχυρο τότε ΠΑΣΟΚ, που το 1981 είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Συμμερίζομαι τα συναισθήματα πολλών ανδρών και γυναικών δημοσιογράφων που έκαναν τα πρώτα επαγγελματικά βήματά τους στην «παλαιά Αυγή». Νέοι αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας δημοσιογράφοι που δούλευαν απλήρωτοι για μήνες, άνθρωποι με προτάσεις και για άλλες επιλογές, είχαν όμως την ικανοποίηση, όπως πολλοί δηλώνουν τώρα, ότι δούλευαν σε μια εφημερίδα που αντιμετώπιζε τις ειδήσεις και τις διαφορετικές απόψεις με ήθος και νηφαλιότητα. Συνέβαλαν όλοι και όλες στην εικόνα της έγκυρης και σοβαρής εφημερίδας της Αριστεράς, αποτέλεσαν και αποτελούν ακόμα στελέχη εφημερίδων και συγκροτημάτων του Τύπου. Είναι γνωστό ότι τόσο η προδικτατορική όσο και ενδεχομένως πολύ περισσότερο η μεταδικτατορική «Αυγή» υπήρξαν φυτώριο δημοσιογράφων. Η θητεία στην εφημερίδα αποτελούσε διαβατήριο για μετακίνηση σε άλλες εφημερίδες. Αλλωστε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης χείρα βοηθείας με ανώνυμα ρεπορτάζ έδωσαν δημοσιογράφοι χωρίς ιδεολογική συγγένεια με την Αριστερά, σε τομείς που η «παλαιά Αυγή» δεν είχε πρόσβαση, όπως π.χ. το αστυνομικό ρεπορτάζ, ένδειξη απήχησης της εφημερίδας σε έναν πολύ ανταγωνιστικό χώρο.
Αυτά θυμήθηκα με το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» της περασμένης Κυριακής και με κυρίευσε θλίψη και οργή. Αν αφήσω το συναίσθημα και δω ψύχραιμα τα πράγματα, είναι παραπάνω από σαφές ότι η «παλαιά Αυγή» ήταν προϊόν μιας διαφορετικής Αριστεράς, μιας Αριστεράς με κουλτούρα, ήθος αλλά και αγωνιστικότητα, μιας Αριστεράς που έδινε μεγάλη σημασία στην κουλτούρα γιατί και η ίδια συμμετείχε στη δημιουργία της.
-Η Σόνια Τσιτήλου είναι πανεπιστημιακός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου