πι
Η πιο επιτυχημένη στιγμή της κυβέρνησης στην προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας του κορωνοϊού, είναι χωρίς αμφιβολία εκείνη της επιλογής του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα ως εκπροσώπου του υπουργείου υγείας.
Ευγενής, με ήθος και αρχές, χαμηλών τόνων και γι’ αυτό πολύ συμπαθής και συγχρόνως με μεγάλη εμπειρία και πολύ καλό βιογραφικό, που μαρτυρούν ένα ιδιαίτερα υψηλό επιστημονικό επίπεδο.
Τι υπάρχει όμως στον αγώνα αντιμετώπισης της πανδημίας, πέρα και πίσω από την πολύ καλή εικόνα της ενημέρωσης που ο ιδιαίτερα συμπαθής καθηγητής παρουσιάζει καθημερινά στις οθόνες της τηλεόρασης;
Η απάντηση είναι όχι πολλά πράγματα.
Αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι η Ελλάδα υπήρξε ιδιαίτερα τυχερή, επειδή η είσοδος των πρώτων κρουσμάτων και η μετάδοση του ιού στη χώρα μας καθυστέρησαν αρκετά σε σχέση με γειτονικές Ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως την Ιταλία και την Ισπανία, το παράδειγμα των οποίων ανησύχησε τους υπευθύνους και ανάγκασε την κυβέρνηση να πάρει πολύ εγκαίρως τη σωστή απόφαση των περιοριστικών μέτρων, αν εξαιρέσει λοιπόν κανείς αυτό το τυχαίο γεγονός, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε άλλο θετικό που να γεννά αισιοδοξία για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον.
Η πλαστή πραγματικότητα της εξάπλωσης του ιού
Κατ’ αρχήν ας δούμε τα στοιχεία που μας παρέχουν τη γνώση για την πορεία και την εξάπλωση της νόσου. Καθημερινά ενημερωνόμαστε για έναν αριθμό κρουσμάτων, που δεν αντιστοιχεί στην πραγματική εξάπλωση του ιού στον πληθυσμό, αλλά αντανακλά το σύνολο των ασθενών που νοσηλεύονται με τη νόσο στα νοσοκομεία της χώρας, συν τον περιορισμένο αριθμό εκείνων που διαθέτουν τα 300 ευρώ που χρειάζονται για να διαγνωστούν σε ιδιωτικά κέντρα και οι οποίοι προκύπτουν τελικά θετικοί στον ιό.
Αν ληφθεί όμως υπόψη η πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία στα νοσοκομεία φτάνουν και νοσηλεύονται μόνο τα βαριά περιστατικά, καθώς ο ΕΟΔΥ συνιστά σε όσους τηλεφωνούν με ελαφρά έως μέτρια συμπτώματα της νόσου να μένουν σπίτι χωρίς νοσηλευτική φροντίδα, γίνεται φανερό το γιατί ο αριθμός των κρουσμάτων που καθημερινά ανακοινώνεται από το υπουργείο υγείας αντιστοιχεί σε ένα μικρό μόνο μέρος των συνολικών κρουσμάτων της πανδημίας.
Ο ίδιος ο κ. Τσιόδρας επιβεβαιώνει την υποεκτίμηση της εξάπλωσης της νόσου, καθώς αμφισβητεί τον αριθμό των κρουσμάτων που ο ίδιος δίνει καθημερινά. Ανεβάζοντας τον πραγματικό αριθμό από τα 1.156 διαπιστωμένα κρούσματα, που είναι σήμερα, στους 10.000. Ή και περισσότερους.
Ο πρώην υπουργός υγείας Παύλος Πολάκης από την άλλη, ανεβάζει τον αριθμό αυτόν στα 40.000 - 50.000 συνολικά κρούσματα.
Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ εκτιμήσεων και διαπιστωμένων κρουσμάτων, δικαιολογείται από την κρίσιμη επιλογή που έχει κάνει η ελληνική κυβέρνηση, να μην διεξάγονται συστηματικά διαγνωστικά τεστ στον πληθυσμό. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει στη χώρα περί τα 13.000 διαγνωστικά τεστ μόνο, τη στιγμή που η Γερμανική κυβέρνηση πέτυχε το μεγάλο στόχο να μειώσει την αναλογία των θανάτων ως προς το συνολικό αριθμό κρουσμάτων, ακριβώς επειδή εκτελεί 300.000 - 500.000 διαγνωστικά τεστ εβδομαδιαία.
Έτσι, γνωρίζοντας ποιοι είναι φορείς και ποιοι από τον γενικό πληθυσμό ασθενούν, έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν πολύ καλύτερες ιατρικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες σε όσους το χρειάζονται. Με αποτέλεσμα να θεραπεύεται πολύ μεγάλος αριθμός όσων νοσούν, ενώ συγχρόνως να αντιμετωπίζεται πολύ αποτελεσματικά και το κρίσιμο ζήτημα του περιορισμού της εξάπλωσης και εντέλει της εξάλειψης της νόσου, που είναι και ο τελικός στόχος.
Επιπλέον, γνωρίζοντας η Γερμανική κυβέρνηση με σχετικά μεγάλη ακρίβεια ποιοι ασθενούν και ποιοι είναι φορείς, έχει τη δυνατότητα να απομονώνει μόνο εκείνους που μεταδίδουν τον ιό, αποφεύγοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τα τυφλά και οριζόντια περιοριστικά μέτρα.
Η άγνοια του πραγματικού βαθμού εξάπλωσης της νόσου στον πληθυσμό όμως, έχει και μια ακόμη παράπλευρη απώλεια. Όσο λιγότερα γνωρίζουμε για την πραγματικότητα της εξάπλωσης του ιού στον γενικό πληθυσμό, τόσο πιο αργά και πιο καθυστερημένα θα σταματήσουν τα περιοριστικά μέτρα, κάτω από τον φόβο να αναζωπυρωθεί η μετάδοση της πανδημίας.
Έτσι, παραμένει άγνωστο το πόσον καιρό ακόμη θα χρειαστεί να μείνουμε στα σπίτια μας, όπως και το για πόσο καιρό ακόμη η οικονομία θα βρίσκεται στον πάγο.
Η μόνη θετική επίπτωση της επιλογής της υποκαταγραφής των κρουσμάτων,, είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζεται στα διεθνή στατιστικά μοντέλα ως μια χώρα που κατάφερε να περιορίσει αποτελεσματικά τη μετάδοση και εξάπλωση του ιού, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες που μαστίζονται από την αύξηση των κρουσμάτων, αλλά και των θανάτων από την πανδημία.
Η πλαστή αυτή πραγματικότητα που παρουσιάζεται προς τα έξω, δίνει την ευκαιρία στην ελληνική κυβέρνηση να κερδίζει, προσωρινά, πόντους και στον πρωθυπουργό την απατηλή, όσο και πρόσκαιρη εικόνα ενός αποτελεσματικού ηγέτη που νίκησε την πανδημία με τις δύσκολες, πλην σωστές αποφάσεις του.
Ο Απρίλης αναμένεται να διαψεύσει την επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας
Ο χρόνος όμως, δυστυχώς, δεν είναι με το μέρος αυτών που υποστηρίζουν την επικοινωνιακή διαχείριση της εξάπλωσης της πανδημίας.
Κι αυτό γιατί αν η επιστήμη της ιατρικής μπορούσε να φέρει αποτελέσματα με την αξιοποίηση επικοινωνιακών μεθόδων, δεν θα χρειαζόμασταν γιατρούς αλλά… επικοινωνιολόγους!
Μακάρι να διαψευστούν, αλλά πολλοί ειδικοί επιστήμονες που μελετούν μοντέλα εξάπλωσης του ιού, εκτιμούν ότι ο Απρίλιος δεν θα είναι ένας εύκολος μήνας για την Ελλάδα.
Κι αυτό γιατί αλήθεια για την εξάπλωση του ιού δεν θα αργήσει να αποκαλυφθεί.
Πολλά από τα σημερινά χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες αδήλωτα κρούσματα, αργά ή γρήγορα, θα χρειαστούν περίθαλψη και νοσηλεία. Όσο και αν ο ΕΟΔΥ αποτρέπει τους ασθενείς να νοσηλευτούν, η συχνότητα των περιστατικών που χρειάζονται ιατρική φροντίδα και νοσηλεία είτε σε κανονικά κρεβάτια, είτε και σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, θα αρχίσει στο επόμενο διάστημα να αυξάνει επικίνδυνα και να πιέζει το σύστημα υγείας.
Με δεδομένο τον περιορισμένο αριθμό ΜΕΘ που διαθέτει η χώρα μας, τόσο σε δημόσια νοσοκομεία, όσο και στις ακριβοπληρωμένες ιδιωτικές κλινικές, είναι πολύ πιθανόν η έκρηξη που θα συμβεί, να ξεπεράσει την ικανότητα του συστήματος υγείας να ανταποκριθεί.
Οπότε τότε, θα αποκαλυφθεί το παγόβουνο των κενών και των ελλειμμάτων του συστήματος υγείας που κρύβεται κάτω από την κορυφή των 11.000.000 Ευρώ που η κυβέρνηση, αντί να δίνει για την ενίσχυση του συστήματος υγείας, μοιράζει σε φιλικά της ΜΜΕ για την ενίσχυση της κρατικής προπαγάνδας.
Θλιβερή συνέπεια αυτού του, σε κάθε περίπτωση, απευκταίου σεναρίου εξάπλωσης της νόσου χωρίς ανάλογη δυνατότητα νοσηλευτικής φροντίδας, είναι ότι θα αρχίσουν να αυξάνονται επικίνδυνα και οι θάνατοι από την ασθένεια. Δίνοντας μια πλαστή βέβαια, και πάλι, αναλογία θανάτων ως προς τα κρούσματα, καθώς ο αριθμός των θανάτων μπορεί κάποια στιγμή να πλησιάσει επικίνδυνα τον αριθμό των υποεκτιμημένων, πλην όμως επιβεβαιωμένων, κρουσμάτων…
Και βεβαίως κανείς δεν θέλει να σκέφτεται τι θα συμβεί αν ο ιός, κάποια στιγμή, μεταδοθεί και στις δομές όπου συσσωρεύονται πρόσφυγες και μετανάστες, στα νησιά ή αλλού…
Για την ώρα λοιπόν και πέραν από τους προσωρινούς κομπασμούς της κυβέρνησης και των φιλικών της ΜΜΕ και πίσω από την ωραία εικόνα του συμπαθούς και άξιου επιστήμονα κ. Τσιόδρα, οι μόνες σταθερές της αντιμετώπισης της πανδημίας είναι ο αριθμός όσων νοσηλεύονται, καθώς και ο αριθμός των θανάτων.
Αν και αυτός ακόμη είναι πιθανόν να επιδέχεται αμφισβήτησης, γιατί ποιος ξέρει σε απομονωμένες περιοχές και σε περιοχές χωρίς πρόσβαση σε νοσοκομεία, τι στα αλήθεια συμβαίνει με όσους πεθαίνουν στα σπίτια τους χωρίς διάγνωση, αλλά και χωρίς ιατρική φροντίδα και χωρίς νοσηλεία…
Μακάρι ο Απρίλιος να διαψεύσει αυτό το εφιαλτικό σενάριο.
Όμως, επειδή κανείς δεν επιτρέπεται να παίζει με τη δημόσια υγεία, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή μας, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αφήσει τις ευκολίες, την προπαγάνδα και τα επικοινωνιακά τεχνάσματα και να επιδοθεί άμεσα σε μια σοβαρή προσπάθεια στήριξης του συστήματος υγείας.
Ο σκληρός Απρίλης απαιτεί άμεσα μέτρα ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας
Που σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να μιμηθεί αυτό που όλες οι άλλες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έκαναν, αυξάνοντας τις έκτακτες επενδύσεις για την ενίσχυση του συστήματος υγείας, καθώς και της οικονομίας που πλήττεται, σε ποσοστά της τάξης του 10-20% του ΑΕΠ τους.
Κι ακόμη η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει σε άμεση επαναφορά των δημοσίων επενδύσεων, τις οποίες η κυβέρνηση Μητσοτάκη σχεδόν μηδένισε, στα προηγούμενα, ή ακόμη και σε μεγαλύτερα επίπεδα. Κι επίσης να προχωρήσει στην άμεση μεταφορά σημαντικού μέρους του ΑΕΠ όχι σε ιδιώτες, αλλά για την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, που είναι το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας.
Προχωρώντας σε άμεσες προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, προμηθευόμενη τον απαραίτητο εξοπλισμό και επενδύοντας στη δημιουργία νέων κλινών, κανονικών και ΜΕΘ, με όποιον τρόπο. Το παράδειγμα της δημιουργίας προσωρινών νοσηλευτηρίων σε στάδια και δημόσιους χώρους στις περιοχές όπου αυτό χρειάζεται, όπως έγινε στην Κίνα, αλλά και τη Γερμανία και την Ισπανία, δείχνει ότι σε έκτακτες συνθήκες απειλής και κινδύνου αυτή είναι η μόνη εφικτή επιλογή.
Και τέλος, η δειγματοληπτική διεξαγωγή διαγνωστικών τεστ σε αντιπροσωπευτικές ομάδες του πληθυσμού, θα βοηθήσει σημαντικά στην καλύτερη γνώση των πραγματικών παραμέτρων της εξάπλωσης του ιού, συμβάλλοντας έτσι στην αποτελεσματική παροχή φροντίδας, στη θεραπεία όσων νοσούν, αλλά και στη σημαντική μείωση των θανάτων και εντέλει και στην εξάλειψη της νόσου, που είναι και η μόνη ασφαλής προϋπόθεση για τον τερματισμό των περιοριστικών μέτρων.
Αν η ελληνική κυβέρνηση μιμηθεί τις Ευρωπαϊκές και προχωρήσει σε αυτά τα άμεσα και αναγκαία μέτρα ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας, τότε ο Απρίλης δεν θα την διαψεύσει, καθώς το σύνολο της κρατικής ανταπόκρισης στην πανδημία θα είναι στο ίδιο υψηλό επίπεδο με εκείνο του εξαιρετικού εκπροσώπου της κυβέρνησης, του καθηγητή Τσιόδρα.
* Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου, Καθηγητή ΑΠΘ Μέλους της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του «ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία»
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου