οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

Έχει αποδειχθεί από τους ψυχολόγους ότι το «σπίτι» παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ψυχολογίας του σύγχρονου ανθρώπου των μεγαλουπόλεων. Τα εγκαταλελειμμένα σιωπηλά σπίτια του Βατόπουλου συνηγορούν σ’ αυτό. Ισως να είναι πια η ώρα να περισώσουμε ό,τι έχει απομείνει. Το έχω ξαναπεί. Θα μπορούσε ομάδες σπουδαστών των αρχιτεκτονικών σχολών, οργανωμένες να περιηγηθούν την Αθήνα και με τη βοήθεια του υπουργείου Πολιτισμού, του δήμου και του καταπληκτικού φωτογραφικού αρχείου του να καταγραφούν όσα έχουν απομείνει πριν γκρεμιστούν όλα. Γιατί είναι φυσικά σίγουρο ότι πολλά από αυτά θα γκρεμιστούν. Δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε τους ιδιοκτήτες που πιθανόν δεν έχουν άλλο περιουσιακό στοιχείο να διατηρήσουν ένα ερείπιο «σαν κινηματογραφικό σκηνικό» στον Κεραμεικό, στο Γκάζι, στην Κυψέλη, στα Πατήσια, όπως αυτά που με την πένα του ζωντανεύει ο Βατόπουλος, ιδιαίτερα αν αυτό περιβάλλεται από πολυκατοικίες. Μπορούμε όμως να τα καταγράψουμε. Ιδιαίτερα τα τελευταία δείγματα του λαϊκού νεοκλασικισμού που μόνο στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα συναντάς και τα μικρά δείγματα της αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου (οι πολυκατοικίες του ’30 φαίνεται να αντέχουν ακόμη, το ίδιο και τα πολυώροφα εκλεκτιστικά). Το παρελθόν δεν μπορεί να μας δανείσει παρά μόνον αξίες και σύμβολα, που περιμένουν να τα ανακαλύψουμε. Η σημερινή αρχιτεκτονική δεν μπορεί πια στην πλειονότητά της να συμβολίζει μια ιδέα, αλλά κατά πρώτο λόγο καλείται να εξυπηρετήσει τον άνθρωπο. Απλά και μόνο ωφελιμιστική, είναι επόμενο να υψωθεί σε σύμβολο του πολιτισμού της εποχής μας...

Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (φύλλο 11/10/25





Οι στοιχειωδώς ενημερωμένοι επισκέπτες του Βρετανικού Μουσείου, από κάθε γωνιά της Γης, για τη διαδρομή (αρπαγή) των Γλυπτών του Παρθενώνα ψηφίζουν, έχοντας κατά νουν και την εικόνα της Ακρόπολης, «ναι». Τάσσονται έτσι στη σωστή πλευρά της Ιστορίας του πολιτισμού, ώστε τα –κακώς καλούμενα– «Μάρμαρα» να επιστρέψουν στον τόπο όπου αντίκρισαν το πρώτο φως. Η επιστολογράφος της «Κ», μετά γνώσεως, θίγει και μία λεπτή διάκριση των λέξεων: άλλο επιστροφή και άλλο επανένωση στο «ιστάμενο μνημείο», όπου με αρχαία ληξιαρχική πράξη γεννήσεως ανήκουν.

Γλυπτά Παρθενώνα: Μία «δίκη» για την επιστροφή

Κύριε διευθυντά,

Ηταν μια ζωηρή αντιπαράθεση ανάμεσα στην ελληνική και τη βρετανική πλευρά για την επιστροφή (ή μη) των Γλυπτών του Παρθενώνα (Αμφιθέατρο της Παλαιάς Βουλής, 29/9/2025). Η ελληνική φιλοξενία δεδομένη, αλλά και οι θέσεις σταθερές και περιχαρακωμένες στο νομικό πλαίσιο, με ισχυρά επιχειρήματα και το πλεονέκτημα «μιας ομάδας που έπαιζε στο γήπεδό της» (ας μου συγχωρεθεί η ορολογία), με σύμμαχο έξω τον ήλιο και μέσα τα ζωηρά χειροκροτήματα, αυθόρμητα ή κατά προτροπήν της διοργανώτριας εταιρείας Debate House. Δεν έχει σημασία. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον αυτή η εμπειρία και από τεχνικής πλευράς, με τον πρόεδρο να διευθύνει με μαθηματική και γεωμετρική ακρίβεια την κατανομή του χρόνου και του «χώρου» και κινήσεις μαέστρου, δίνοντας τον λόγο –όταν έκρινε– μαζί και ένα μικρό «show off», αλλά και οι πρωταγωνιστές, και κυρίως οι πρωταγωνίστριες, θαυμάσιες στο acting – reacting και performing: δρ Ελένη Κόρκα, επίτιμη γενική δ/ντρια Αρχαιοτήτων και η καθηγήτρια Νομικής, δρ Ειρήνη Σταματούδη.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εμμονή στα τυπικά και το «by the book» είναι πάντα στο βασικό μενού, κυρίως όταν μιλάνε οι αρχαιολόγοι σε ώσμωση, θαυμάσια, με τους νομικούς. Δεν γίνεται αλλιώς. Απλώς είχε κανείς την αίσθηση ότι επρόκειτο για έδρα δικαστηρίου και ότι βρίσκεται στο ακροατήριο που καλείται στο τέλος να ψηφίσει (όχι ενόρκως ευτυχώς). Δεν θα το έλεγα κομψό, με a priori τόσο προβλέψιμο το αποτέλεσμα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η εκδήλωση ήταν ήδη στον πρόλογο του Democracy Forum και ως γνωστόν, η ψήφος είναι ιερή στη Δημοκρατία.

Αλλά και τα επιχειρήματα, ή μάλλον τα παραδείγματα της άλλης πλευράς αμήχανα, δεν μπορούσαν να σηκώσουν στις αδύναμες πλάτες τους το τεράστιο ειδικό βάρος των μαρμάρινων Παρθενώνειων Γλυπτών. Ετσι, έδιναν ερείσματα στην ελληνική πλευρά να εδραιώνει το δίκιο της, παρά τις όποιες αντιρρήσεις των αντιπάλων. Οι εκπρόσωποι της βρετανικής πλευράς, gentlemen, άφησαν με τον τρόπο τους τις Ελληνίδες να περάσουν... Αλλωστε, όπως μαθαίναμε στο σχολείο, δεν μπορούμε να συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα, όπως π.χ. τη συλλογή του Ισλαμικού Μουσείου Μπενάκη και τα κειμήλια του Τσώρτσιλ στο Μιζούρι, με τα θραυσμένα και αποσπασμένα Γλυπτά του Παρθενώνα, για τα οποία η Επανένωση είναι οργανικό αίτημα, υπαρξιακό και ζωτικής σημασίας για τα υπόλοιπα μέλη, την ενότητα του συνόλου, αλλά και του αφηγήματος, που διαπερνά την ανάγνωση της εικόνας, ως καλλιτεχνική αρχαιολογική αξία και φτάνει στις πανανθρώπινες αξίες, τη δημοκρατία και τον αγώνα της λογικής να επικρατήσει.

Ως προς την τυπική νομική διαχείριση του προβλήματος, η οποία συνήθως δικαιούται να αγνοεί την ουσία, δεν ξέρω αν ταιριάζει στην περίπτωσή μας το λατινικό summum jus, summa injuria (υπέρτατο δίκαιο, υπέρτατη αδικία), πάντως ομολογώ το σκέφτηκα (και τον πληγωμένο θυμίζει, injured στα αγγλικά).

Ως Εθνος, άλλωστε, έχουμε και πικρή πείρα από διχοτομήσεις παντός είδους και ένα συλλογικό μετα-τραυματικό στρες, που δεν περνάει εύκολα. Οσο για το αν είχαν «κλαπεί» νόμιμα και μεταφέρθηκαν παράνομα... έξω από τη χώρα μας που ήταν τότε σε οθωμανική κατοχή, ένα είναι βέβαιον: αυτό έγινε με υπερόπλο το «δίκαιο του ισχυροτέρου», που δεν χρειάζεται ανάλυση και, δυστυχώς, θα ισχύει πάντα, με ή χωρίς φιρμάνι, αλλά δεν είναι καθόλου κολακευτικό για τον εκάστοτε «υπέρβαρο» ισχυρό, όταν πρόκειται για πολιτιστικά αγαθά. Χωρίς να σημαίνει υποχρεωτικά ότι το δίκαιο είναι μονίμως «υπέρ του αδυνάτου», δεν γενικεύουμε άκριτα. Απλώς εδώ υπάρχει βάση και μάλιστα γερή, και ιερή βεβαίως.

Και μια λεπτή διάκριση στην επιλογή των λέξεων: Αλλο επιστροφή και άλλο επανένωση, αφού ο Παρθενώνας, όπου ανήκουν, είναι «ιστάμενο μνημείο», όπως λέγεται. Ορατός από παντού, εκεί στον Βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών. Θυμάμαι πριν από κάποια χρόνια, ως μέλος τότε ex officio του ΚΑΣ, τη σχετική γνωμοδότηση και την υπουργική απόφαση που ακολούθησε για τη μεταφορά των μετοπών στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, η χαρακτηριστική λέξη-κλειδί ήταν «προσωρινά». Οσο κι αν στην εποχή μας προσωρινό σημαίνει «ουδέν μονιμότερον», ακόμη κι έτσι. Ακόμη κι έτσι, η διεκδίκηση δεν είναι από το ένα μουσείο στο άλλο. Είναι Παρθενώνας vs Βρετανικό και αυτό πιστεύω ότι δεν είναι μαχητό. Είναι ακαταμάχητο επιχείρημα. Ο Ναός της Αθηνάς είναι που «ζητάει» τα Γλυπτά. Από εκεί λείπουν. Εκεί ανήκουν, όσους σταθμούς κι αν χρειαστεί να κάνουν ενδιάμεσα, όσο κι αν δοκιμάζεται η δύναμη του πεπρωμένου. ΥΓ. 1: Ούτως ή άλλως, με όρους θεατρικούς, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση – to be continued.

ΥΓ. 2: Δεν ξέρω αν υπάρχει συναισθηματική δικαιοσύνη, ούτε αν οι Καρυάτιδες έκλαιγαν τις νύχτες για τη χαμένη αδελφή και οι μετόπες για τις υπόλοιπες. Εδώ εύχομαι να επικρατήσει η δύναμη της λογικής, μια «Σολομώντεια» λύση, και από τη θετή μητέρα των Γλυπτών, που τα αγάπησε κι αυτή, μια γενναία Υπέρβαση, που θα αναγνωρισθεί ανάλογα από την Ιστορία!

ΔΡ ΒΙΒΗ
 ΒΑΣΙΛΟΠΟΎΛΟΥ 
Επίτιμη Γενική Δ/ντρια Αρχαιοτήτων Πολιτιστικής Κληρονομιάς



Με ανυπομονησία κάθε «Γαστρονόμο»

Κύριε διευθυντά

Πάντα καλωσορίζω κάθε τεύχος του περιοδικού «Γαστρονόμος» της «Κ» και θαυμάζω το περιεχόμενο, την επιμέλεια και τη συχνότητα της έκδοσής του. Ειδικότερα ως προς το περιεχόμενό του, συντάσσομαι απολύτως με την ευδιάκριτη ανάδειξη από τις σελίδες του κάθε δημιουργικής προσπάθειας ανανέωσης της ελληνικής κουζίνας, ενώ κατανοώ την ήπια απαρέσκεια προς κάποιες γαστρονομικές δηθενιές που εξέθρεψε η άνθηση της εστίασης πολυτελείας στη χώρα μας μετά τη Μεταπολίτευση. Μια άνθηση, που, με την αλόγιστη συμπαράσταση των ειδικών περιοδικών της εποχής, υιοθετήθηκε αναφανδόν, αρχικά από τους νεόπλουτους ιεροφάντες του lifestyle και στη συνέχεια από τους μολυσμένους μιμητές μεσοαστούς, οι οποίοι «είδαν» τη βραδινή έξοδο για φαγητό, αποκλειστικά, ως ένα πεδίο διάκρισης και επίδειξης. Ως event, περίπου ως επίτευγμα.

Προσβλητικά κακέκτυπα ενός καλώς εννοούμενου κοσμοπολιτισμού, ούτε που ένιωσαν την πηγαία φυσική, ιδιωτική ανάγκη της απόλαυσης ενός νόστιμου, καλομαγειρεμένου και καλοσερβιρισμένου φαγητού. Πολύ περισσότερο, με ομόδοξους συνδαιτυμόνες ολόγυρα, στη σάλα του εστιατορίου, με τη συνοδευτική θαλπωρή της μικρής βαβούρας να διατρανώνει την –και μεταδοτική– αίσθηση ευδαιμονισμού, που κάπου κάπου όλοι νιώθουμε ότι μας αξίζει.

Μολαταύτα, σύμφωνα και με την περίπου επακριβή διατύπωση του πρύτανη της καθ’ ημάς γαστρονομίας Δειπνοσοφιστή - Χρίστου Ζουράρι, η κουζίνα έχει μια ανεκτίμητη, απαράγραπτη οφειλή προς το lifestyle και τους πλούσιους και ισχυρούς που συνωθούνται στις τάξεις του. Χάρις σ’ αυτούς, η γαστρονομία γενικότερα ευτύχησε να δεχτεί και να αφομοιώσει τις ευεργετικές γι’ αυτήν εισφορές της τόλμης, της σπατάλης και του περιττού. Χάρις σ’ αυτούς, οι κατάλογοι των εστιατορίων μας εμπλουτίστηκαν με καινοτόμες πρωτοβουλίες, δάνεια, μιμήσεις και πειραματισμούς. Ανεξάρτητα, βεβαίως, από το γεγονός ότι αυτά δεν προήλθαν από ένα αυθεντικό και ειλικρινές γαστρονομικό ενδιαφέρον. «Private vices lead to public benefits. Το ιδιωτικό κακό στην υπηρεσία του κοινού καλού», αφορίζει αφοπλιστικά ο φιλόσοφος Μάντβιλ.

ΓΙΏΡΓΟΣ Ι. ΚΩΣΤΟΎΛΑΣ
Βούλα




Η «Αγνωστη Αθήνα», σπίτια και «σιωπές»

Κύριε διευθυντά,

To βιβλίο «Αγνωστη Αθήνα» του Νίκου Βατόπουλου, το οποίο προσέφερε η «Καθημερινή της Κυριακής» (φ. 14/9), ανακινεί ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολλές φορές τον αρχιτεκτονικό κόσμο και το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.

Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της οικοδόμησης της νεαράς πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, επίσης απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί τον αθηναϊκό Τύπο.

Το αστικό τοπίο πρωταγωνιστεί στα πρωτοσέλιδα. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική αρρυθμία που ασχημίζει την πόλη απασχολεί όλο και περισσότερο τους πολίτες ή τουλάχιστον κάποιους πολίτες.

Η συζήτηση για την αρχιτεκτονική και την ανάγκη ή όχι εύρεσης ελληνικού ρυθμού είχε αποκτήσει μόνιμες στήλες στις εφημερίδες και στις συζητήσεις λάμβαναν μέρος σημαντικοί αρχιτέκτονες και τεχνοκριτικοί καθώς και πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, ήδη από τη δεκαετία του ’30.

Σήμερα, εκατό χρόνια αργότερα οι ίδιες αμφισβητήσεις και αμφιβολίες έρχονται πάλι στο προσκήνιο.

Στο διάστημα αυτό οι οικοδομές αυξήθηκαν, ο πληθυσμός της Αθήνας έχει πολλαπλασιαστεί και τα ερωτήματα παραμένουν πάντα τα ίδια.

Η «Κοσμητεία Εθνικού Τοπίου και Πόλεων» που ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 με στόχο τη διάσωση και διατήρηση της φυσικής και ιστορικής αξίας του ελληνικού τοπίου και των ιστορικών πόλεων, παρόλο ότι στην ίδρυσή της συνέβαλαν 28 φορείς, μεταξύ των οποίων η Ακαδημία, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων, το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, η Ενωση Συντακτών κ.ά., δεν φαίνεται να συνεισέφερε ιδιαίτερα στη διαμόρφωση της Αθήνας και σίγουρα όχι στα σπίτια.

«Στα σπίτια γεννιόμαστε, στα σπίτια κατοικούμε και στα σπίτια πεθαίνουμε», έγραφε ο Μιχελής. «Γύρω μας βλέπουμε σπίτια όλη την ημέρα και ίσως γι’ αυτό τα προσέχουμε ελάχιστα, ως εκδηλώσεις μιας τέχνης που λέγεται αρχιτεκτονική. Προσέχουμε μόνον αν έχουν 5 ή 6 δωμάτια και σπανίως ασχολούμεθα με το αν ευχαριστούν τα μάτια μας που βλέπουν την ψυχή που κινείται μέσα τους.

Στις σύγχρονες μάλιστα μεγαλουπόλεις, όπως η Αθήνα, όπου οι οικονομικοί όροι και η πυκνότητα του πληθυσμού επεμβαίνουν και μας αναγκάζουν να κατοικήσουμε όπου βρούμε, δεν προσέχουμε ούτε καν αν είναι προσηλιακά ή ευάερα παρά μόνον αν είναι κεντρικά ή απόκεντρα».

Κι όμως σήμερα έχει αποδειχθεί από τους ψυχολόγους ότι το «σπίτι» παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ψυχολογίας του σύγχρονου ανθρώπου των μεγαλουπόλεων.

Τα εγκαταλελειμμένα σιωπηλά σπίτια του Βατόπουλου συνηγορούν σ’ αυτό.

Ισως να είναι πια η ώρα να περισώσουμε ό,τι έχει απομείνει. Το έχω ξαναπεί. Θα μπορούσε ομάδες σπουδαστών των αρχιτεκτονικών σχολών, οργανωμένες να περιηγηθούν την Αθήνα και με τη βοήθεια του υπουργείου Πολιτισμού, του δήμου και του καταπληκτικού φωτογραφικού αρχείου του να καταγραφούν όσα έχουν απομείνει πριν γκρεμιστούν όλα. Γιατί είναι φυσικά σίγουρο ότι πολλά από αυτά θα γκρεμιστούν. Δεν μπορούμε να υποχρεώσουμε τους ιδιοκτήτες που πιθανόν δεν έχουν άλλο περιουσιακό στοιχείο να διατηρήσουν ένα ερείπιο «σαν κινηματογραφικό σκηνικό» στον Κεραμεικό, στο Γκάζι, στην Κυψέλη, στα Πατήσια, όπως αυτά που με την πένα του ζωντανεύει ο Βατόπουλος, ιδιαίτερα αν αυτό περιβάλλεται από πολυκατοικίες. Μπορούμε όμως να τα καταγράψουμε. Ιδιαίτερα τα τελευταία δείγματα του λαϊκού νεοκλασικισμού που μόνο στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα συναντάς και τα μικρά δείγματα της αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου (οι πολυκατοικίες του ’30 φαίνεται να αντέχουν ακόμη, το ίδιο και τα πολυώροφα εκλεκτιστικά).

Το παρελθόν δεν μπορεί να μας δανείσει παρά μόνον αξίες και σύμβολα, που περιμένουν να τα ανακαλύψουμε.

Η σημερινή αρχιτεκτονική δεν μπορεί πια στην πλειονότητά της να συμβολίζει μια ιδέα, αλλά κατά πρώτο λόγο καλείται να εξυπηρετήσει τον άνθρωπο. Απλά και μόνο ωφελιμιστική, είναι επόμενο να υψωθεί σε σύμβολο του πολιτισμού της εποχής μας.

ΜΑΡΩ ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΗ ΑΔΑΜΗ 
Ομ. Καθ. ΕΜΠ


Η Λήμνος, το «Αβέρωφ» και ο Γεώργιος Αβέρωφ

Κύριε διευθυντά,

Την 8η Οκτωβρίου, η Λήμνος γιόρτασε με κάθε μεγαλοπρέπεια την επέτειο απελευθέρωσής της από τον οθωμανικό ζυγό, το 1912. Η ημέρα αυτή είναι σημαντική όχι μόνο για το νησί μας, αλλά και για όλη την Ελλάδα, και τα Βαλκάνια, αφού ο στόλος μας με ναυαρχίδα το εύδρομο «Αβέρωφ» συνέτριψε τον τουρκικό στόλο και εμπόδισε την Τουρκία ν’ αποστείλει ενισχύσεις στον στρατό της, που ηττήθηκε από τον προελαύνοντα ελληνικό στρατό, ο οποίος κατέλαβε Ηπειρο, Μακεδονία με θριαμβευτική είσοδο στη Θεσσαλονίκη.

Ο Γεώργιος Αβέρωφ είναι μέγας εθνικός ευεργέτης. Γεννήθηκε το 1818 στο Μέτσοβο και ήταν ο νεότερος από τα πέντε αδέλφια του. Ο πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Αποστολάκας του Αυγέρου, αλλά με την πάροδο του χρόνου το επώνυμο μεταβλήθηκε σε Αυγέρωφ και τελικά κατέληξε στο Αβέρωφ. Πνεύμα ανήσυχο δεν έμεινε στο Μέτσοβο, αλλά πήγε στην Αίγυπτο και ασχολήθηκε με τη γεωργία νοικιάζοντας κτήματα πλησίον του Νείλου, ενώ στη συνέχεια επιδόθηκε στο εμπόριο σίτου με τη Ρωσία και το 1866 ίδρυσε εμπορικό και τραπεζιτικό οίκο στην Αλεξάνδρεια.

Ο Γεώργιος Αβέρωφ υπήρξε ο πλουσιότερος Ελληνας της διασποράς και ο σπουδαιότερος ευεργέτης της Ελλάδος. Οι πρώτες δωρεές έγιναν στην κοινότητα Αλεξανδρείας με την ίδρυση γυμνασίου, παρθεναγωγείου και νοσοκομείου. Επειτα φρόντισε για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Μέτσοβο όπου διέθεσε 1.500.000 δραχμές –ποσό τεράστιο για την εποχή– για κοινωφελή έργα.

Με δαπάνες του Γεωργίου Αβέρωφ: 1) Αποπερατώθηκε το Πολυτεχνείο. 2) Χτίστηκαν η στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και οι φυλακές της λεωφόρου Αλεξάνδρας. 3) Ανεγέρθηκαν οι ανδριάντες του Γρηγορίου Ε΄ και του Ρήγα Φεραίου, στα προπύλαια του Πανεπιστημίου. 4) Αναμαρμαρώθηκε το αρχαίο Παναθηναϊκό Στάδιο, μοναδικό στον κόσμο. 5) Προσέφερε 2.500.000. δρχ. υπέρ του ταμείου του Εθνικού Στόλου, για τη ναυπήγηση πολεμικού πλοίου που θα έφερε το όνομά του. Ετσι αγοράστηκε το θωρηκτό «Αβέρωφ», που καταναυμάχησε τον τουρκικό στόλο στα Δαρδανέλλια και ελευθέρωσε τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, με πρώτη τη Λήμνο. Εμείς οι παλαιότεροι γνωρίσαμε από τους απογόνους του, τον Ευάγγελο Αβέρωφ, επιφανή πολιτικό άνδρα, επίσης ευεργέτη του Μετσόβου.

Στη μία πλευρά του Σταδίου, στους πρόποδες του Αρδηττού, έχει στηθεί ο ανδριάντας του ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, αλλά δεν νομίζω ότι τον βλέπουν πολλοί, αφενός γιατί τα δένδρα τον καλύπτουν μερικώς και αφετέρου γιατί μας διακρίνει η αγνωμοσύνη...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΑΡΑΒΙΑ-ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ
 Συνταξιούχος συμβολαιογράφος


«Καλή συνέχεια». Και «καλή ανοσία»...

Κύριε διευθυντά

Στην «Καθημερινή της Κυριακής» 5/10, στο ένθετο Τέχνες & Γράμματα, και συγκεκριμένα σε άρθρο του κ. Ανδρέα Παππά, διάβασα με πολύ ενδιαφέρον για τις τυποποιημένες εκφράσεις-ευχές στις καθημερινές μας επαφές. Συμφωνώ απολύτως για την κατάχρηση ευχών με πρώτο συνθετικό το επίθετο καλός/ή/ό, με ιδιαίτερη αύξηση –τελευταία– της ευχής «καλή συνέχεια», ενώ η έκφραση «μην αγχώνεστε» αποτελεί μια κατηγορία από μόνη της! Στις ευχές βεβαίως υπάρχει μία αντιστοίχιση με το γεγονός για το οποίο δίδονται, αλλά ομολογώ ότι αιφνιδιάστηκα όταν –προ έτους– μετά τον εμβολιασμό μου κατά της COVID, ο υπάλληλος του κέντρου εμβολιασμού με χαιρέτησε ευγενικά στην έξοδο με την ευχή «καλή ανοσία»!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΡΔΟΣ 
Συνταξιούχος αναισθησιολόγος ΕΣΥ-Γλυφάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου