Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
ΣΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ
Το 1940, όταν «ξύπνησε η Ιστορία» στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, ο Ζάκος Νικηφοράκης ήταν μόλις 14 ετών. Μέσα σε δέκα χρόνια, μέχρι το 1950, έζησε από την πρώτη γραμμή την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, όλες τις ανατροπές που σφράγισαν τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις μέχρι σήμερα. Μέλος της νεολαίας του ΕΛΑΣ, αλλά και της ΟΠΛΑ έως τον Δεκέμβρη του ’44, με δράση στο Παγκράτι της Κατοχής, εξέτισε ποινή 2,5 ετών στις φυλακές Αβέρωφ και αργότερα πολέμησε στον Εμφύλιο ως στρατιώτης του Εθνικού Στρατού. Σήμερα, 71 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου, η «Κ» συνομίλησε με τον κ. Νικηφοράκη για τις μνήμες και τα βιώματα από τη δεκαετία του 20ού αιώνα που άλλαξε την Ελλάδα για πάντα.
– Πώς ήταν η ζωή σας μέχρι να ξεσπάσει ο πόλεμος;
– Ηταν μια ζωή μικροαστική. Οταν ξέσπασε ο πόλεμος, το 1940, ήμουν 14 ετών. Ζούσαμε στο Παγκράτι.
– Εργαζόσασταν;
– Δούλεψα μέσα στον πόλεμο. Η μητέρα μου δούλευε μαζί με έναν ξάδελφό της σε μια φαρμακευτική εταιρεία, κοντά στον Λευκό Σταυρό. Πήγαινα με το ποδήλατο στα φαρμακεία τις παραγγελίες που είχαμε.– Πώς μπήκατε στην Αντίσταση;
– Ημουν πρόσκοπος. Η 6η ομάδα προσκόπων έτυχε να έχει αρχηγό αριστερό. Η ομάδα μας ήταν αριστερή. Ο αρχηγός λεγόταν Κωνσταντίνου και το ψευδώνυμό του ήταν «Μπαγκίρας». Αργότερα έγινε ναυτικός και λιμενάρχης. Εφτασε σε ηλικία άνω των 90 και πάντα ερχόταν στις συγκεντρώσεις που κάναμε.
– Η οικογένειά σας ήταν αριστερή;
– Οχι, ήταν δημοκρατική. Ο πατέρας μου ήταν βενιζελικός.
– Ποια ήταν τα πρώτα σας καθήκοντα στην οργάνωση;
– Είχα αναλάβει τον επονίτικο ΕΛΑΣ, δηλαδή τη νεολαία του ΕΛΑΣ στο Παγκράτι. Συγκεντρώναμε τρόφιμα και τα δίναμε στους πιο αδύναμους.
– Στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ «Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών» (2018) είπατε ότι το 1943 χτυπήσατε έναν Γερμανό…
– Ναι, αναγκάστηκα να τον πυροβολήσω. Μπήκε ξαφνικά μέσα στην ομάδα μας. Είχαμε καλέσει μια συγκέντρωση στη συμβολή Πύρρου και Δαμάρεως για να ενημερώσουμε τον κόσμο για τη σύσκεψη της Τεχεράνης, τον Δεκέμβρη του 1943. Εβρεχε κι έκανε κρύο. Ξαφνικά, αυτός ανάβει τον φακό του και το φως πέφτει στον οπλισμό μας. Είχα μερικά δευτερόλεπτα για να αποφασίσω τι θα κάνω. Κρατούσα ένα πιστόλι σαν αυτά που είχαν οι Ιταλοί καραμπινιέροι, ένα 45άρι. Τον είδα να τραβάει το πιστόλι του. Δεν δίστασα. Τράβηξα πρώτος και τον πυροβόλησα.
– Εγιναν αντίποινα;
– Δεν έγιναν. Πέρασα πολύ δύσκολα γιατί νόμιζα ότι θα σκότωναν 40. Αυτό έκαναν όταν σκοτωνόταν ένας Γερμανός. Σκότωναν 40 δικούς μας. Ομως αυτός βρέθηκε εκεί μαζί με μια κοπέλα. Η κοπέλα εξαφανίστηκε. Επειδή σκοτώθηκε από όπλο ιταλικό, διαδόθηκε ότι τον σκότωσε κάποιος Ιταλός φίλος της κοπέλας. Κι έτσι δεν έγιναν αντίποινα.
– Στο Παγκράτι είχε παίξει ρόλο στην Αντίσταση ο σκηνοθέτης Βασίλης Ρώτας, που είχε το σπίτι και το θέατρό του ακριβώς επάνω στην πλατεία Μεσολογγίου.
– Ναι, πηγαίναμε στο σπίτι του. Ηταν εκεί η κόρη του. Ερχόταν στις εκδηλώσεις που κάναμε η κόρη του και μας έλεγε ένα ποίημα.
– Στο σπίτι του Ρώτα συναντήσατε τον Μάνο Χατζιδάκι; Ηταν κι αυτός 15άρης το 1940 και γείτονας στο Παγκράτι.
– Τον είχα γνωρίσει τον Μάνο Χατζιδάκι επειδή ήμουν επικεφαλής της ομάδας της νεολαίας του ΕΛΑΣ. Μου τον έφεραν και μου τον σύστησαν. Ηταν ένας άνθρωπος-φαινόμενο. Εγραφε στο πακέτο των τσιγάρων του μουσική και στίχους.
– Γνωρίσατε και την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ;
– Την Αρβελέρ την είχα προϊσταμένη. Είχε μεγάλο πόστο στη νεολαία του ΕΛΑΣ. Ηταν αχτιδάρχης. Είχε όλη την Ανατολική Αττική υπό την καθοδήγησή της. Τη θυμάμαι καλά, κάναμε συντροφιά. Ηταν ένα στρουμπουλό κοριτσάκι, όμορφο. Βέβαια, μετά τον πόλεμο δεν ήθελε να μιλήσει για την εποχή αυτή. Απογοητεύτηκε πολύ από τους φόνους που έγιναν μετά την πρώτη περίοδο της Αντίστασης.
– Κι εσείς το ίδιο;
– Κι εγώ το ίδιο.
– Κάποιοι προχώρησαν σε εκδικητικές δολοφονίες;
– Ναι. Παράγινε το πράγμα…
– Πότε «παράγινε το πράγμα»;
– Τον Δεκέμβρη του ’44. Ο Δεκέμβρης ήταν ένας πολύ άσχημος μήνας.
– Υπήρχε μυστική προετοιμασία του ΚΚΕ για τον Δεκέμβρη; Πώς ήρθαν τα όπλα στην Αθήνα;
– Είχαμε τον οπλισμό και τον χρησιμοποιούσαμε.
– Γιατί το ΚΚΕ δεν κατέλαβε την εξουσία;
– Δεν μπορώ να το καταλάβω. Θα μπορούσαμε με ένα «ντου» να πάρουμε την εξουσία αμέσως. Προφανώς για όλα φταίει το γεγονός ότι ο Στάλιν είχε δώσει την Ελλάδα στον Τσώρτσιλ και δεν ήθελε να αθετήσει τον λόγο του. Γι’ αυτό κάποια στιγμή, πολλά χρόνια αργότερα, ο Ζαχαριάδης κατέληξε στη Σιβηρία.
– Εσείς πώς θυμάστε τον Δεκέμβρη;
– Στη σύγκρουση του Δεκέμβρη ξέφυγε το πράγμα. Κάθε καπετάνιος έκανε του κεφαλιού του. Είχαμε αρχηγό έναν Ανδρικίδη, που ήταν επικεφαλής στην ΟΠΛΑ για όλες τις ανατολικές συνοικίες. Ηταν ακροναυπλιώτης, δηλαδή επί Μεταξά είχε φυλακιστεί στις φυλακές της Ακροναυπλίας. Μεγάλος τίτλος αυτός. Ακροναυπλιώτης! Αυτός ήθελε να εξοντώσει όλους τους αντιφρονούντες. Αν ήταν δυνατόν. Θα έπρεπε να εξοντώσει τη μισή Ελλάδα.
– Δρούσε στο Παγκράτι;
Ναι, στο Παγκράτι. Και είχε όλες τις ανατολικές συνοικίες. Είχε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και γύριζε σε όλες τις συνοικίες, Βύρωνα, Υμηττό, Καισαριανή. Τον αναφέρει ο Μάνος Ελευθερίου στο βιβλίο του «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές». Τον λέει Ανδρονικίδη, ενώ ήταν Ανδρικίδης. Ηταν αρχηγός σε όλα τα τμήματα της πολιτοφυλακής.
Στη δίκη μου μια γυναίκα ήρθε στο δικαστήριο και είπε ότι την έσωσα
– Παραβήκατε εντολές του Ανδρικίδη;
– Ναι. Ολη η παρέα παραβήκαμε εντολές του. Αποφασίσαμε να μην εκτελούμε τις εντολές του. Μας έλεγε: «Να πιάσετε τον τάδε». Λέγαμε: «Δεν τον βρήκαμε. Δεν ήταν εκεί». Είχαμε δει τι γινόταν και τρομάξαμε.
– Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια του Δεκέμβρη συγκρουστήκατε με τις κυβερνητικές δυνάμεις;
– Συγκρουστήκαμε με την Αστυνομία και με τους Ριμινίτες, τα στρατεύματα που ήρθαν από τη Μέση Ανατολή. Συγκρουστήκαμε και με τους Αγγλους, αλλά είχαμε εντολή να μη σκοτώνουμε Αγγλους. Ο λόγος ήταν ότι μέχρι πριν από λίγο καιρό οι Αγγλοι ήταν σύμμαχοι. Το ΚΚΕ δεν έδινε εντολή για επίθεση σε Αγγλους.
– Και πότε τέλειωσαν όλα αυτά;
– Αρχές Γενάρη του 1945.
– Σας συνέλαβαν;
– Δεν με συνέλαβαν, αλλά όταν γύρισα στην Αθήνα είδα την κατάσταση. Κατάλαβα ότι δεν θα γλίτωνα αν κάποια στιγμή με έπιαναν. Ο διοικητής της Ασφάλειας του Παγκρατίου λεγόταν Μαριολάκος. Μεσολάβησε ένας κοινός φίλος, ο Ερρίκος Κοτσυφάκος που ήρθε σε επαφή με Μαριολάκο. Ο Μαριολάκος του είπε: «Μπορούμε να τον πιάσουμε, αλλά ας έρθει μόνος του». Πήγα μόνος μου και παραδόθηκα.
– Κινδυνεύσατε με εκτέλεση; Εγινε δίκη;
– Εγινε κανονική δίκη για μια συγκεκριμένη υπόθεση. Είχαμε πιάσει μια κοπέλα, με το επώνυμο Τζάλα, η οποία στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Αυτή ήταν μια κοπέλα καλής οικογενείας, ήταν γειτόνισσά μας στο Παγκράτι. Δούλευε στην τράπεζα, και ήταν συνάδελφος της γυναίκας του Ανδρικίδη. Ομως, η γυναίκα του Ανδρικίδη είπε στον άντρα της ότι εξαιτίας της [Τζάλα], είχε κατέβει και δούλευε στο υπόγειο της τράπεζας. Ετσι ο Ανδρικίδης μάς είπε να πιάσουμε την Τζάλα και να την πάμε στο τμήμα. Αυτό κάναμε. Την πιάσαμε, την πήγαμε στο τμήμα και μετά την εξαφάνισαν. Οπως έγινε γνωστό, την έστειλε για εκτέλεση στο τμήμα του Υμηττού. Ελεγαν ότι ξέφυγε τραυματισμένη και ότι την έπιασε κάποιος καπετάνιος. Πάντως εξαφανίστηκε. Διέδιδαν και μια άλλη φήμη, ότι δήθεν έφυγε με κάποιον, αλλά η αλήθεια είναι ότι τη σκότωσαν. Κι εγώ με έναν άλλον ήμασταν αυτοί που την είχαμε συλλάβει. Και την είχαμε φέρει στο τμήμα. Και εξαφανίστηκε η κοπέλα. Γι’ αυτή την υπόθεση δικάστηκα, αλλά αθωώθηκα. Δεν υπήρχαν στοιχεία που να έδειχναν ότι εγώ τη σκότωσα. Απλώς εγώ τη μετέφερα από το σπίτι της στο τμήμα το δικό μας.
– Υπήρχαν άνθρωποι που κατέθεσαν υπέρ σας…
– Υπήρξαν άνθρωποι που κατέθεσαν ότι τους βοήθησα εκείνες τις μέρες. Γιατί, όπως σας είπα, μας έστελναν να κάνουμε συλλήψεις και εμείς παριστάναμε ότι πηγαίναμε και μετά όταν επιστρέφαμε λέγαμε: «Δεν τους βρήκαμε. Δεν ήταν εκεί». Στη δίκη μου ήρθε μια γυναίκα μάρτυρας υπεράσπισης. Ακούστε τι είχε συμβεί. Τον Δεκέμβρη και οι δύο πλευρές πιάσαμε ομήρους. Οι δικοί μας έπιαναν ομήρους για να τους κουβαλήσουν σε ένα χωριό πάνω από την Καρδίτσα. Εμείς, φεύγοντας από την Αθήνα, πιάσαμε ως όμηρο τη μητέρα μιας συμμαθήτριάς μου. Ανέλαβα εγώ να τη συνοδεύσω πάνω από τον Υμηττό, προς το Κορωπί. Η γυναίκα δεν μπορούσε να περπατήσει και την κρατούσα εγώ για να ανεβεί επάνω στον Υμηττό. Θυμάμαι ότι μου είχε δώσει η μητέρα μου δύο αβγά βραστά που είχε πάρει από μια γειτόνισσα που είχε κότες. Στην κορυφογραμμή του Υμηττού, με κρύο πολύ, σκεφτείτε ότι ήταν Δεκέμβρης μήνας, έβγαλα τα αβγά να τα φάμε μαζί με τη γυναίκα αυτή. Τα φάγαμε με τα τσόφλια.
– Και αυτή η γυναίκα κατέθεσε υπέρ σας;
– Ναι, ήρθε στο δικαστήριο, είπε ότι την έσωσα. Και είπε ακόμα ότι στον κατήφορο, στην πίσω πλαγιά του Υμηττού την κουβάλησα γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Τελικά μετά τη δίκη έμεινα 2,5 χρόνια στη φυλακή. Το περισσότερο διάστημα ήμουν στις φυλακές Αβέρωφ.
– Hταν άσχημα; Hταν δοκιμασία για εσάς;
– Αντίθετα, πέρασα μερικά από τα πιο παραγωγικά μου χρόνια στις φυλακές Αβέρωφ. Είχα την ευθύνη για το σχολείο των αναλφάβητων. Δίδασκα τους αναλφάβητους ανάγνωση, γραμματική και συντακτικό. Και ήταν αρκετοί. Υπήρχαν κι άλλοι δάσκαλοι. Κάποιοι από αυτούς που τους μάθαμε γράμματα στη φυλακή εκείνη την εποχή, μου έγραφαν κιόλας γράμματα, πολλά χρόνια μετά. Επίσης, ήμουν θαλαμάρχης, είχα δηλαδή την ευθύνη του θαλάμου. Και έπρεπε και να αποστηθίσω τον ρόλο που θα έπαιζα στο θεατρικό έργο το οποίο θα ανεβάζαμε. Κάθε τόσο παίζαμε σε παραστάσεις, ανεβάζαμε έργα.
– Τι άλλο θυμάστε από τη φυλακή;
– Θυμάμαι ότι στις φυλακές Αβέρωφ γνώρισα τον Καπετάν Νικηφόρο, που πρωτοστάτησε στην ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοπόταμου. Hταν ένας από τους πιο μορφωμένους αντάρτες. Μας διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Γοργοπόταμου, πώς οργανώθηκε και πώς εκτελέστηκε αυτή η επιχείρηση. Eνα άλλο περιστατικό ήταν όταν είδα να μπαίνει στη φυλακή ένας τύπος ξερακιανός, αδύνατος, αλλά στητός-στητός. Τον φέραμε το βράδυ στο κελί και μας είπε όλη την ιστορία πώς μπήκε μέσα στην Ελλάδα από την Αλβανία ο Aρης Βελουχιώτης, πώς παγιδεύτηκε, πώς δολοφονήθηκε. Αυτός που μας έλεγε την ιστορία ήταν ο Σωτήρης Δράκος, αυτός που τον έβαλαν, τον ανάγκασαν και έκοψε το κεφάλι του Βελουχιώτη.
– Είχατε κάποια εμπλοκή με το ΚΚΕ όταν βγήκατε από τη φυλακή;
– Oχι. Με πλησίασαν, μου ζήτησαν να γίνω μέλος, αλλά δεν δέχθηκα. Λίγο καιρό μετά κατατάχθηκα στον Στρατό. Eπρεπε να κάνω τη στρατιωτική θητεία μου.
– Εβδομήντα ένα χρόνια μετά τη λήξη του, ο Εμφύλιος επανέρχεται συνεχώς στον δημόσιο λόγο. Πολλοί πιστεύουν ότι η εξήγηση σε πολλά ερωτήματα βρίσκεται κρυμμένη στον Εμφύλιο.
– Στον Δεκέμβρη… Το τι έγινε στα Δεκεμβριανά, ειπώθηκε ποτέ; Δεν ειπώθηκε. Κάθε καπετάνιος βρήκε την ευκαιρία, ανάλογα με τη νοοτροπία που είχε, να σκοτώσει πάρα πολλούς. Ηθελαν να εκδικηθούν. Και πήγε τζάμπα ο κόσμος. Εκανε αυτοκριτική το ΚΚΕ για τα εγκλήματα που έκανε τον Δεκέμβρη;
Μάχες Εμφυλίου
– Eχει ξεπεράσει η Ελλάδα τον εμφύλιο πόλεμο;
– Δεν νομίζω.
– Εσείς πολεμήσατε στον Εμφύλιο;
– Ναι. Στον Εμφύλιο ήμουν στρατιώτης με τον Εθνικό Στρατό, πολέμησα στην 71η Ορεινή Ταξιαρχία. Πολεμήσαμε ενάντια στη μεραρχία του Καπετάν Γιώτη (του Χαρίλαου Φλωράκη) στην Κακαρδίτσα, την υψηλότερη κορυφή στα Τρίκαλα. Ηταν θαύμα που δεν σκοτώθηκα εκεί. Μας έδωσε διαταγή ο ταγματάρχης να καταλάβουμε την κορυφή. Η κορυφή αυτή εκείνη την ώρα ήταν μέσα στα σύννεφα. Και όπως πηγαίναμε, όπως προχωρούσαμε ανηφορικά, ανοίγουν ξαφνικά τα σύννεφα. Και τότε άρχισαν να μας χτυπάνε οι αντάρτες στα 50-100 μέτρα. Μας φώναζαν: «Κωλόπαιδα της Φρειδερίκης». Θυμάμαι ότι ένιωσα τις σφαίρες να περνάνε δίπλα μου. Δίπλα μου κάποιος πήρε εντολή να πετάξει όλμο. Αλλά αυτός τα είχε χάσει τελείως και πήγε να βάλει τον όλμο ανάποδα. Αντί να τον βάλει με την ουρά, τον έβαλε με το κεφάλι. Επιασα τον όλμο από την ουρά την τελευταία στιγμή. Σκέφτομαι σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, ότι αν και πήρα μέρος σε πολλές μάχες, δεν με χτύπησε σφαίρα. Ημουν πολύ τυχερός.
– Πώς αισθανόσασταν που από την άλλη πλευρά ήταν πρώην σύντροφοί σας;
– Πολύ άσχημα. Ηταν μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση για μένα. Ημουν πολύ απογοητευμένος εκείνα τα χρόνια. Ημουν από οικογενειακή παράδοση ενάντια στους δεξιούς, αφού ο πατέρας μου ήταν βενιζελικός. Αλλά είχα απογοητευθεί και από τους συντρόφους μου. Ακόμη βλέπω στον ύπνο μου τις συγκρούσεις αυτές. Ακόμη βλέπω στον ύπνο μου τις μάχες στον Εμφύλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου