"ΤΑ ΝΕΑ", 27/02/20
ΤΗΣ ΜΥΡΤΟΥΣ ΛΙΑΛΙΟΥΤΗ
Ξέρει κανείς τι πραγματικά συνέβη στην ΑΣΟΕΕ πριν από λίγες μέρες; Ενας αστυνόμος τράβηξε όπλο εντός του προαύλιου χώρου του πανεπιστημίου. Περίπου τριάντα τύποι με κουκούλες τον ξυλοφόρτωσαν. Αν ακούσει κανείς τα γεγονότα με αυτή τη σειρά, δύσκολα αποφασίζει ποιος έχει δίκιο. Υπάρχει κάποιος λόγος που τον έδειραν ή εκείνοι που αποφάσισαν να τον στείλουν στο νοσοκομείο δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους κοινούς τραμπούκους;
Ποιος έκατσε να το πολυσκεφτεί; Σ' αυτή τη χώρα συμπεριφερόμαστε λες και το ξύλο σε έναν αστυνομικό συμβαδίζει με την κανονικότητα. Ενστικτωδώς, με το άκουσμα της λέξης, το μυαλό πάει στο «τα 'θελε και τα 'παθε». Είναι κάτι σαν κοινωνικό αντανακλαστικό, σαν να μαθαίνουμε από νωρίς πως η αστυνομία είναι ένα τσακ πριν δείξει το πραγματικό, ακροδεξιό της πρόσωπο. Τεράστια ευκολία αυτή η αβασάνιστη αντιπάθεια. Δεν χρειάζεται να ασχοληθείς παραπάνω. Τι σημασία έχει που ο αστυνομικός ήταν ντυμένος με πολιτικά και είχε έρθει να πάρει την παρέα του από το πανεπιστήμιο; Γιατί να μας νοιάξει που εκείνον τον ένα τον χτύπησαν τριάντα και μετά τον έσυραν μέσα στο πανεπιστήμιο για να τον χτυπήσουν κι άλλο; «Τα 'θελε και τα 'παθε». «Ας πρόσεχε»
Το θέμα κάνει τζιζ. Οι αστυνομικοί, λένε, δεν πρέπει να σηκώνουν ποτέ όπλο, ούτε για αυτοπροστασία. Πόσο μάλλον εντός ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος, καθώς ένα λάθος θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Και κάπως έτσι, φτάνουμε στην εξής παράνοια: είμαστε έτοιμοι να αποδώσουμε ευθύνες σε έναν άνθρωπο που δεν προκάλεσε, περιμένοντας απέξω. Κι έφαγε ξύλο γιατί κάποιοι, αυτοί που εδώ και χρόνια θεωρούν πως τα πανεπιστήμια τους ανήκουν, αποφάσισαν πως δεν τον ήθελαν εκεί. Οι τύποι με τις κουκούλες δίνουν τη δική τους εκδοχή: ο αστυνομικός, λέει, «τραμπούκισε» έναν μικροπωλητή, ζητώντας του να φύγει από το σημείο. Και όταν εκείνοι του ζήτησαν τον λόγο για τον τρόπο του, τους αποκάλυψε την ιδιότητά του -ε, από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Ακόμα κι αν η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, το πρόβλημα που προκύπτει είναι το ίδιο. Φταίει εκείνος που στόχευσε φοιτητές με το υπηρεσιακό όπλο του ή εκείνοι που αποφάσισαν πως άξιζε να τον δείρουν; Αν το ζήτημα αφορά έναν αστυνομικό που έπραξε λάθος, ακόμα και σε καθεστώς αυτοπροστασίας, αφορά εξίσου και «τα παιδιά» που όρισαν τους εαυτούς τους πανεπιστημιακούς τοποτηρητές. Στο τέλος-τέλος, αφορά τη σχέση μας με τη βία. Και τη διαρκή επιμονή μας να διαχωρίζουμε τη βία της εξουσίας από την άλλη, την καλή, τη δική μας. Ολο και πιο συχνά πλέον, αποδεικνύεται πως τίποτα δεν μας έμαθαν οι νεκροί. Τα τρία θύματα της Μαρφίν και το 16χρονο αγόρι του Δεκεμβρίου έγιναν σύμβολα του ενός και του άλλου, μεταμορφώθηκαν σε φρικτές επετείους και αναμνήσεις μιας άλλης εποχής. Και εκεί που λες πως γίναμε σοφότεροι, με έναν ανεξήγητο τρόπο ξεκινάμε πάλι από την αρχή, σαν να ήμασταν, τα τελευταία δέκα χρόνια, κρατημένοι στη ναφθαλίνη: φταίει εκείνος που τράβηξε όπλο ή φταίνε εκείνοι που τον χτύπησαν;
Πολλά ειπώθηκαν αυτή τη φορά. Και θα ξαναλέγονται κάθε φορά που θα φτάνουμε στο όριο, στην τελευταία στιγμή - ελπίζοντας πως δεν θα υπάρξει επόμενη φορά. Και κάθε φορά, σαν την πρώτη φορά, οι αδιέξοδες ερωτήσεις έχουν μόνο αδιέξοδες απαντήσεις.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου