οι κηπουροι τησ αυγησ

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

"...Ενας Βαρώτσος στα Σκόπια, ναι. Αλλά η εκρίζωση του Δρομέα της Αθήνας τι θα σήμαινε; Οτι η πόλη έχει να εξαγάγει μόνο την ιδέα που είχε περί «σύγχρονης τέχνης» πριν από τριάντα χρόνια. Οτι θα «πουλούσε» αυτή την μπαγιάτικη ιδέα σαν καλή για τα Βαλκάνια –bon pour l’Orient– μοντερνιά. Οτι θα ήταν έτοιμη, για τις πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής, να αποξύσει την άυλη πατίνα του Δρομέα – να ακυρώσει όλη την απόσταση που χρειάστηκε να διανύσει το κοινό βλέμμα μέχρι να συμφιλιωθεί μαζί του· μέχρι να τον οικειωθεί τόσο, ώστε να τον υπερασπίζεται σαν μνημείο...."

Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (κύρια πρωτοσέλιδη φωτογραφία+ΤΟ ΘΕΜΑ+ΜΑΣΚΕΣ"

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 13/03/19

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 13/03/19


Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΡΩ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ


«Δεν είμαι συνηθισμένος σε αυτά, είμαι καλλιτέχνης και ξαφνικά βρέθηκα στο μάτι του κυκλώνα», τονίζει στην «Κ» ο Κώστας Βαρώτσος. Μιλήσαμε μαζί του με αφορμή την πληροφορία για έκτακτη συνάντησή του με την υπουργό Πολιτισμού στο προσωπικό της γραφείο, το βράδυ της προηγούμενης Παρασκευής. Εκεί, όπως λέει, του προτάθηκε η μεταφορά του διάσημου έργου του «Δρομέας» στα Σκόπια, στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών με τη γειτονική χώρα. Ωστόσο, η κ. Μυρσίνη Ζορμπά σε δήλωσή της στο ΑΠΕ διαβεβαίωσε ότι δεν έκανε ποτέ καμία τέτοια πρόταση στον Κώστα Βαρώτσο.

Ο ίδιος εξομολογήθηκε στην «Κ» τη μεγάλη του έκπληξη, αναφέροντας ότι είναι υποχρεωμένος για ηθικούς λόγους να μιλήσει δημόσια γι’ αυτή τη συνάντηση και ιδιαίτερα για την πρόταση την οποία η ηγεσία του ΥΠΠΟ αρνείται. «Πρέπει να υποστηρίξω την υπόληψή μου», σχολίασε εμφατικά. Για να διαβεβαιώσει στη συνέχεια ότι «έλαβα επίσημο τηλεφώνημα από τη γραμματέα της υπουργού που μου μετέφερε το αίτημα για συνάντηση στο υπουργικό της γραφείο, με σκοπό την ανακοίνωση μιας ιδέας. Πήγα στο ραντεβού θεωρώντας ότι επρόκειτο για κάτι σχετικό με τη λειτουργία του ΕΜΣΤ και τους χειρισμούς του υπουργείου στον πρόσφατο διαγωνισμό, ένα θέμα για το οποίο ο καλλιτέχνης είχε τοποθετηθεί δημοσίως. Η πρόταση της κ. Ζορμπά για τη μεταφορά του “Δρομέα” στα Σκόπια και η εγκατάσταση στην Αθήνα ενός από τα δημόσια γλυπτά της πόλης των Σκοπίων, με άφησε άφωνο», εξομολογήθηκε στην «Κ». Παρότι αιφνιδιάστηκε, η άρνησή του ήταν κατηγορηματική.

«Κάθε δημόσιο έργο είναι μια περιπέτεια», λέει ο Κ. Βαρώτσος. «Αποτελεί την κορυφαία προσφορά του καλλιτέχνη προς το κοινό, εκφράζει την πραγματική λειτουργία της τέχνης, τη συνομιλία καλλιτέχνη και δήμου χωρίς μεσολαβητές».

«Ο “Δρομέας” είναι ένα έργο συνδεδεμένο με την πόλη, αναπόσπαστο κομμάτι της, είπα στην υπουργό. Η συζήτησή μας συνεχίστηκε σε φιλικό επίπεδο και ήταν εφ’ όλης της ύλης για το ΕΜΣΤ και λίγο πριν φύγω από το γραφείο, η κ. Ζορμπά επανήλθε στο θέμα. “Μην αγγίξεις το Δρομέα”, της απάντησα. Εχω μείνει εμβρόντητος!».

«Πράξη τολμηρή»
Είναι γνωστή η σχέση του καλλιτέχνη με τη δημόσια γλυπτική και πολύ επιτυχημένη η διεθνής του σταδιοδρομία. Ο «Δρομέας» είναι ένα έργο πολυσυζητημένο και χαρακτηριστικό για την πόλη.

«Κάθε δημόσιο έργο είναι μια περιπέτεια», εξηγεί ο Κώστας Βαρώτσος. «Αποτελεί την κορυφαία προσφορά του καλλιτέχνη προς το κοινό και εκφράζει την πραγματική λειτουργία της τέχνης, τη συνομιλία καλλιτέχνη και δήμου χωρίς μεσολαβητές - ειδικούς, γκαλερί και μουσεία. Αυτή για μένα είναι μια κίνηση συναισθηματική. Οταν τοποθετείται σε δημόσιο χώρο το έργο κρίνεται πολλαπλώς και διαρκώς, το ίδιο και ο δημιουργός του. Είναι μια πράξη τολμηρή, και γοητευτική. Δίνει τη δυνατότητα στον καλλιτέχνη να αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με το κοινό, γεγονός που αποδεικνύεται από τις αντιδράσεις στην πρόταση μεταφοράς του “Δρομέα”. Τα έργα κινδυνεύουν από την εξουσία, όχι από τους πολίτες».



"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 13/03/19

ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

Μείζον αλλά υποτιμημένο είναι το θέμα της δημόσιας τέχνης στην Ελλάδα. Συχνά, και όχι αναίτια, η εκτιθέμενη τέχνη σε δημόσιους χώρους, τέχνη που έχει εγκατασταθεί με μόνιμο χαρακτήρα, λογίζεται ως υποδεέστερη της αντικειμενικής δυνατότητας. Κρίνεται δηλαδή η δημόσια τέχνη, στην Αθήνα, ως τέχνη χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες, ιδίως αν σταθούμε στις επιλογές των πρόσφατων χρόνων. Πιθανώς, μια και ο «Δρομέας» απασχολεί τον δημόσιο διάλογο, η διασπορά έργων τέχνης επί δημαρχίας Μιλτιάδη Εβερτ στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν μία από τις πιο θεαματικές κινήσεις αν αναλογιστεί κανείς την αποσπασματικότητα και τη γενική ξηρασία.

Η συζήτηση για τη δημόσια τέχνη συντηρείται δυστυχώς όχι τόσο με την ανανέωσή της όσο με την καταστροφή της υπάρχουσας. Η ανομία που επικρατεί και η διάχυση της αντίληψης πως ο δημόσιος χώρος είναι αφρούρητος και εντέλει καταργημένος στην ιδρυτική αρχή του (παύει δηλαδή να είναι κοινό κτήμα σε καθεστώς συνύπαρξης) περιορίζουν τις δυνατότητες. Η δημόσια τέχνη αμύνεται. Γλυπτά που θα μπορούσαν να κοσμούν πλατείες της Αθήνας και άλλων πόλεων μένουν φυλακισμένα σε αποθήκες. Οι νέοι καλλιτέχνες αποθαρρύνονται διά της μεθόδου της πλήρους αδιαφορίας για τη δημιουργία τους. Ο δημόσιος χώρος ενώ θα μπορούσε αφενός να συνοψίζει την ιστορία της τέχνης και αφετέρου να προάγει τη νέα δημιουργία (καλλιεργώντας το «δημόσιο βλέμμα») παραμένει άνυδρος ή στατικός αν όχι σε υποχώρηση.

Ολα αυτά σε μία πόλη χωρίς καμία ένδειξη ότι ξέρει πού βαδίζει. Ακόμη και η κατά τα άλλα ευπρόσδεκτη ένταξη του γλυπτού του Γιάννη Παππά (ένας «Μέγας Αλέξανδρος» έργο τέχνης) γίνεται χωρίς θεωρητική υποστήριξη σε σχέση με την πόλη (ως οργανισμού που εξελίσσεται) και τον δημόσιο χώρο (που προσφέρει ερεθίσματα).

Τα τελευταία δέκα χρόνια, η Αθήνα υποχώρησε συντριπτικά και σε θέματα δημόσιας τέχνης. Η τέχνη φυλάσσεται πλέον μόνο σε χώρους που ελέγχονται. Αυτό όμως συνιστά ήττα. Το Πνευματικό Κέντρο έχει καταθέσει τα όπλα. Τα γλυπτά του ξηλώθηκαν ή εκλάπησαν σε σημαντικό ποσοστό. Η Αθήνα με τη μεγάλη νεοκλασική παράδοση, τον σπουδαίο Μεσοπόλεμο, την άνοιξη του ’60 και τους δεκάδες πρώτης τάξεως σύγχρονους δημιουργούς, παρουσιάζει όψη φθίνουσα. Οταν η κατάσταση είναι αυτή που είναι, ακόμη και η σκέψη φιλοξενίας ενός από τα νοσηρής φαντασίας και απερίγραπτης κακοτεχνίας γλυπτά των Σκοπίων είναι παρανοϊκή. Η Αθήνα οφείλει να κάνει προσκλητήριο σε νέους δημιουργούς, να ξεκλειδώσει αποθήκες και να βγάλει αριστουργήματα στον δρόμο και να διασφαλίσει το δικαίωμα στη δημόσια τέχνη.

"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 13/03/19

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΠΟΥΡΝΑΡΑ

Ο Τήνιος Πραξιτέλης Τζανουλίνος μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του «γιατρού» των αγαλμάτων της Αθήνας. Τα τελευταία χρόνια, ο πεπειραμένος και χαρισματικός γλύπτης ήταν μέλος μιας ομάδας διαφόρων επιστημονικών ειδικοτήτων που συγκέντρωσε ο Δήμος Αθηναίων, στο πλαίσιο του προγράμματός του για τη συντήρηση και την αποκατάσταση 100 εμβληματικών υπαίθριων γλυπτών του αθηναϊκού κέντρου, με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ - Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττική, ύψους περίπου 740.000 ευρώ. Ο κ. Τζανουλίνος ανέλαβε να «θεραπεύσει» κάποια από τα βαριά περιστατικά των βανδαλισμών, όπως το αποκεφαλισμένο άγαλμα της Κυβέλης που φιλοτέχνησε η Ναταλία Μελά ή η σπασμένη μύτη του Παλαμά του Βάσου Φαληρέα στο Πνευματικό Κέντρο. Πώς του φαίνεται η πρόταση να φύγει ο «Δρομέας» από την Αθήνα;
Ο «Δρομέας» ήταν το δεύτερο μεγάλο έργο σε γυαλί του Βαρώτσου. Το πρώτο είναι ο «Ποιητής». Οι Κύπριοι αναγνώρισαν πρόσφατα τη μεγάλη αισθητική του αξία. Ενώ είχε τοποθετηθεί παλαιότερα σε μια λίγο άχαρη θέση στον προμαχώνα Καράφα, δίπλα από την Πύλη Αμμοχώστου στη Λευκωσία, μετακινήθηκε σε νέο πόστο ώστε να αναδειχθεί. Τώρα βρίσκεται στον προμαχώνα του δημαρχείου της πόλης και έχει απευθείας διάλογο με την αναμορφωμένη πλατεία Ελευθερίας. Για τους Κυπρίους, ο «Ποιητής» συμβολίζει μια νέα αρχή, ανάκαμψη από την κρίση και δεν είναι τυχαίο ότι τον έβαλαν σε μια τόσο προνομιακή τοποθεσία.Το γλυπτό δέχθηκε και ένα πολύ ευεργετικό lifting. Τις εργασίες επιτήρησε ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Σπουδαίος ήταν και ο ρόλος του Δάκη Ιωάννου, του συλλέκτη χάρη στον οποίο ο «Ποιητής» πρωτοβρέθηκε στην Κύπρο για μια έκθεση που είχε διοργανώσει στις αρχές του ’80. Με δική του δωρεά παρέμεινε εκεί και με δική του δαπάνη έγιναν η πρόσφατη φροντίδα και η μεταφορά του.

«Ακούγεται από τρελό έως αστείο και ελπίζω να μην είναι αλήθεια. Ο “Δρομέας” έχει γίνει ένα σύγχρονο σύμβολο για την Αθήνα, που προσωπικά μου αρέσει πολύ. Ξέρετε όλα τα δημόσια γλυπτά έχουν τη διαδρομή τους. Και παρότι το συγκεκριμένο τοποθετήθηκε σχετικά πρόσφατα, έχει τη δική του ιστορία. Φαντάζεστε στη θέση του έναν ακαλαίσθητο Μεγαλέξανδρο από τα Σκόπια; Ας σοβαρευτούμε όμως. Αν αληθεύουν αυτά που ακούγονται, δείχνουν την απαξιωτική στάση της πολιτείας έναντι της σύγχρονης δημόσιας γλυπτικής», υπογραμμίζει ο κ. Τζανουλίνος.

Και συνεχίζει: «Δυστυχώς, το ΥΠΠΟ δίνει πάντοτε τη βαρύτητα στα μουσεία, στις αρχαιολογικές τοποθεσίες και όχι στη δημόσια γλυπτική. Αυτή η ιεράρχηση επιδεινώνει τη θέση των δημόσιων γλυπτών της πρωτεύουσας, που δεν έχουν περάσει και λίγα κατά την περίοδο της κρίσης. Συνεπώς η πολιτεία, αντί να δίνει το παράδειγμα του σεβασμού, κάνει το αντίθετο σε μια περίοδο όπου οι απειλές πυκνώνουν. Σκεφτείτε ότι από το 2008 μια σειρά από γλυπτά έχει σπάσει ή έχει γεμίσει από γκράφιτι. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο 2011-2012 οι διαδηλωτές έβγαλαν όλο το μένος τους εκεί. Μια σειρά άλλων γλυπτών έχει εξαφανιστεί για να καταλήξει σε παράνομα χυτήρια, ώστε οι κλέφτες να πάρουν τον χαλκό. Ενα δημόσιο γλυπτό, συντηρημένο και αναδεδειγμένο προσθέτει στην εικόνα της πόλης. Ενα εγκαταλελειμμένο, σπασμένο, παραδομένο στα γκράφιτι είναι ένα σιωπηλό μήνυμα πως ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι του έρθει». Ο κ. Τζανουλίνος προσθέτει: «Είναι κρίμα σε μια πόλη σαν την Αθήνα, όπου άνθρωποι από όλον τον κόσμο έρχονται για να θαυμάσουν την αρχαία παράδοσή της στη γλυπτική, να έχει αυτήν την αντιμετώπιση στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία».


"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 13/03/19


ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ

Ένας Βαρώτσος στα Σκόπια; Γιατί όχι; Μια τέτοια χειρονομία θα συμβόλιζε ότι η σύγχρονη Ελλάδα μπορεί να συνομιλεί με τα Βαλκάνια, χωρίς να επιστρατεύει σάρισες και ντουλαμάδες. Θα συμβόλιζε μια νέα εθνική αυτοπεποίθηση, που δεν έχει ανάγκη αναπαραστάσεις πολέμων για να επικοινωνήσει με τους γείτονές της.

Ενας Βαρώτσος στο κέντρο μιας γειτονικής, νεαρής δημοκρατίας θα μπορούσε να σηματοδοτεί ότι οι σχέσεις με τους γείτονες δεν είναι πια «βαλκανικές» – καθηλωμένες στις αιματηρές παγίδες του εικοστού αιώνα. Ενας Βαρώτσος, ναι. Αλλά ο Δρομέας;

Οι αντιδράσεις στην έμπνευση περί δωρεάς εξηγούνται από το γεγονός ότι ο χρόνος έχει καταστήσει το γλυπτό μέρος του αθηναϊκού τοπίου – όχι μόνο μεταφορικά. Συμβαίνει αυτό με τη δημόσια τέχνη: Με τον καιρό παύει να διακοσμεί και καταλήγει να ενσωματωθεί στον χώρο, ανεξαρτήτως της καλλιτεχνικής της αξίας.

Δημόσια γλυπτά που δεν είναι πια αντιληπτά τόσο σαν έργα τέχνης, όσο σαν στοιχεία του αστικού περιβάλλοντος, μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μπορεί να είναι –όπως στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης– ένα μπρούντζινο αγόρι που κατουράει. Μπορεί να είναι η πράσινη πατίνα πάνω στον καθαρό χαλκό του Αγάλματος της Ελευθερίας. Μπορεί να είναι οι πράσινες ανταύγειες πάνω στις γυάλινες πτυχές του Δρομέα όταν έχει ήπιο φως.

Ενας Βαρώτσος στα Σκόπια, ναι. Αλλά η εκρίζωση του Δρομέα της Αθήνας τι θα σήμαινε; Οτι η πόλη έχει να εξαγάγει μόνο την ιδέα που είχε περί «σύγχρονης τέχνης» πριν από τριάντα χρόνια. Οτι θα «πουλούσε» αυτή την μπαγιάτικη ιδέα σαν καλή για τα Βαλκάνια –bon pour l’Orient– μοντερνιά. Οτι θα ήταν έτοιμη, για τις πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής, να αποξύσει την άυλη πατίνα του Δρομέα – να ακυρώσει όλη την απόσταση που χρειάστηκε να διανύσει το κοινό βλέμμα μέχρι να συμφιλιωθεί μαζί του· μέχρι να τον οικειωθεί τόσο, ώστε να τον υπερασπίζεται σαν μνημείο.

«Κάτω τα χέρια σας, βρωμοσκοπιανοί, από τον Δρομέα»: Πριν από την παρέμβαση της Ζορμπά, η φράση θα ακουγόταν μόνο σαν ανέκδοτο. Και όμως. Το πιο προβληματικό σκέλος της υπουργικής πρότασης δεν είναι η εξαγωγή ενός αθηναϊκού σήματος, αλλά η εισαγωγή, στη θέση του, του κολοσσιαίου σκοπιανού μικραλέξαντρου. Η εγκατάσταση δηλαδή ενός παραμορφώματος εθνικού μικρομεγαλισμού από την κυβέρνηση που διαφημίζει ότι τον ξεπέρασε.

Εντάξει, υπερβολές. Αν πέτυχε κάτι η διαψευδόμενη έμπνευση της Ζορμπά είναι να «μεγαλεξανδροποιήσει» τον Βαρώτσο και το έργο του· να τους εμβολιάσει με φρόνημα και να τους καταστήσει –γλύπτη και γλυπτό– πόλους περιχαράκωσης.

Ετσι, μια αποκαθήλωση ενός «εθνικού έργου» που δεν επρόκειτο ποτέ να συντελεστεί βάρυνε περισσότερο από ένα εθνικό μουσείο σύγχρονης τέχνης που έγινε, αλλά δεν άνοιξε. Το γυαλί βάρυνε περισσότερο από τον γύψο.Έντυπη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου