οι κηπουροι τησ αυγησ

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Τρία διλήμματα για την Ελλάδα, που μάς απασχόλησαν την εποχή της Συνθήκης της Λωζάννης τον προηγούμενο αιώνα και που πρέπει να μάς απασχολούν και σήμερα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ως προς την ακολουθητέα πολιτική στην στήριξη και προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων και τελικώς το πρακτέο εν τοις πράγμασι, αντλώντας πολύτιμα διδάγματα από τις τότε εμπειρίες και καταστάσεις. Σε σχέση με τον Τουρκικό αναθεωρητισμό που ποτέ δεν θα εκλείψει, επιβάλλεται πλήρης στρατιωτικοποίηση της Ανατολικής νησιωτικής Ελλάδος, ευθέως απειλούμενης από τη γείτονα, πράγμα επιβαλλόμενο και από τις πρόνοιες του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.Και εις ό,τι αφορά την Ευρώπη, συνεπεία του πολέμου της Ουκρανίας, ο δοκιμαζόμενος ρόλος των δύο «μεγάλων» της Ευρώπης, Γερμανίας και Γαλλίας, σε σχέση με τη μακρυνή Κίνα που πλησιάζει τη «γηραιά ήπειρο» μέσω της εμπολέμου Ρωσίας, με την οποία φαίνεται να συντάσσεται…


ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ ΤΡΙΤΗ, 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2023, Η EKΠOMΠH "ΠΡΙΣΜΑ" ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΤV100) ΠΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΤΑΙ Ο  ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗ, ΑΦΙΕΡΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΕΩΣ Ε.Τ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ "ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ", ΜΕ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΓΙΝΕ ΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΩΣ ΧΡΗΣΙΜΗ, ΓΟΝΙΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΝΟΓΛΟΥ, ΜΟΝΙΜΟΥ ΛΕΚΤΟΡΟΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΙΣ ΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΠΘ. ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ  Η ΠΛΗΡΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ Υou Tube. ΩΣ ΕΚΔΟΤΗΣ ΚΑΙ ΕΓΩ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΟΥΚΑΜΙΣΑ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΚΑΣΤΑΛΙΑ" ΤΟΝ ΣΥΓΧΑΙΡΩ ΘΕΡΜΩΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ, ΒΕΒΑΙΩΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ. ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΟΛΗ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ, ΜΗ ΧΑΣΕΤΕ ΣΤΙΓΜΗ...Σ.Χ.Μ.


και μία κριτική του βιβλίου...



ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΟΝΤΗ*

Το βιβλίο του πρέσβη κ. Γ. Πουκαμισά«Γεωπολιτικά Διλήμματα της Ελλάδος στις Αρχές του 20ού Αιώνα», εξιστορεί με επιστημονικό και γλαφυρό τρόπο τα κρισιμότερα γεγονότα που έλαβαν χώρα την περίοδο 1912-1922 και αναλύει τις επιλογές και τις αποφάσεις που ελήφθησαν από την πολιτική ηγεσία της χώρας μας. Παράλληλα εκθέτει στον αναγνώστη το απαραίτητο ιστορικό υπόβαθρό για την κατανόηση επίκαιρων ζητημάτων, όπως είναι η σημασία των Στενών των Δαρδανελίων για την Ρωσία και ο διαχρονικός ρόλος της Τουρκίας ως «φύλακα» των Στενών.

Ο συγγραφέας εστιάζει σε τρία κομβικά γεγονότα, τρεις κομβικές επιλογές του Ελευθέριου Βενιζέλου, που καθόρισαν τα γεωγραφικά όρια της σύγχρονης Ελλάδας: Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Βαλκανική Συμμαχία στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο του 1912, η συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και η αποστολή του Ελληνικού Στρατού, ως συμμαχικού στρατού της Αντάντ, στην Σμύρνη τον Μάιο του 1919. Με διεξοδικό τρόπο παραθέτει τις εναλλακτικές επιλογές του Βενιζέλου ως διλήμματα, παραμένοντας αντικειμενικός και χωρίς να διακατέχεται από προκαταλήψεις μιας a priori pro-Βενιζελικής ή pro-Βασιλικής θέσης.

Αναφορικά με την συμμετοχή της Ελλάδας στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο στο πλευρό της Βουλγαρίας, του ορκισμένου εχθρού της Ελλάδας από την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, η απάντηση είναι σαφής: Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία διεκδικούσαν την ίδια περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Μακεδονία. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο περίπλοκη, όταν ο Σουλτάνος αναγκάστηκε ύστερα από τις διαδοχικές εξεγέρσεις των βορείων Αλβανών του 1911-1912 να αναγνωρίσει για πρώτη φορά την «Μεγάλη Αλβανία». Μάλιστα η πρώτη εξέγερση των Αλβανών καθολικών Μαλισσόρων της άνοιξης του 1911 ενισχύθηκε σημαντικά με χρηματική βοήθεια και με πολεμικό υλικό από την Ελλάδα στα πλαίσια του μυστικού συμφώνου Θεοτόκη-Ισμαήλ Κεμάλ του 1907.

Ο Ισμαήλ Κεμάλ όμως δεν τήρησε την συμφωνία, ώστε η Αλβανία να αποποιηθεί υπέρ της Ελλάδας το Βιλαέτι των Ιωαννίνων και έτσι η ελληνοαλβανική συνεννόηση τερματίστηκε.

Ο Ιταλο-τουρκικός πόλεμος του 1911-1912 αποτέλεσε τον καταλύτη στις εξελίξεις στα Βαλκάνια καθώς ανέδειξε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν στρατιωτικά αδύναμη. Η μετατόπιση στρατιωτών από τα βαλκάνια προς την Λιβύη έδωσε την ευκαιρία στους Αλβανούς να οργανώσουν μια εξέγερση μεγάλης κλίμακας την άνοιξη του 1912. Η εξέγερση ξεκίνησε από το Κόσοβο και γρήγορα εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές της βόρειας Αλβανίας. Στις 12 Αυγούστου του 1912, οι Αλβανοί επαναστάτες κατέλαβαν την πόλη των Σκοπίων.

Αυτή η εξέλιξη οδήγησε την Υψηλή Πύλη στο να προβεί σε σημαντικές παραχωρήσεις, ενώ πρέπει να επισημανθεί πως σημαντικό τμήμα του Οθωμανικού Στρατού αποτελούνταν από Αλβανούς, οι οποίοι και δεν εναντιώθηκαν στους ομοεθνείς τους αψηφώντας τις εντολές της Υψηλής Πύλης. Οι Αλβανοί είχαν υπαγορεύσει τους όρους τους στους Νεότουρκους, έχοντας την υποστήριξη των Αυστριακών που πίεζαν για μια αυτόνομη «Μεγάλη Αλβανία». Ως αποτέλεσμα, ο εδαφικός προσδιορισμός της Αλβανίας από τον Σουλτάνο στα τέσσερα βιλαέτια του Κοσόβου, Σκόδρας, Ιωαννίνων και Μοναστηρίου βρισκόταν σε μετωπική σύγκρουση με τα συμφέροντα και τις εδαφικές διεκδικήσεις των λοιπών βαλκανικών χωρών.

Όπως επισημαίνει και ο κ. Πρέσβης, η συμμαχία Σερβίας-Βουλγαρίας του Απριλίου του 1912 προβληματίζει τον Βενιζέλο αναφορικά με την τύχη της Μακεδονίας και επιδιώκει άμεσα μια συμμαχία με την Βουλγαρία του Γκέσοφ. Οι δύο άνδρες συμφωνούν στην σύναψη συμμαχίας, αλλά δεν θίγουν καθόλου το Μακεδονικό Ζήτημα, προσδοκώντας αυτό να λυθεί de facto στο πεδίο της μάχης. Στις 18 Αυγούστου του 1912, την ίδια μέρα που τα αλβανικά αιτήματα έγιναν αποδεκτά από την Υψηλή Πύλη, ο Βενιζέλος προτείνει την δημιουργία μιας τετραπλής Βαλκανικής Συνεννόησης στοχεύοντας στον περιορισμό της «Μεγάλης Αλβανίας».

Το αίτημα των τεσσάρων βαλκανικών χωρών δεν γίνεται αποδεκτό από τους Τούρκους και έτσι οδηγούμαστε στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Οι Αλβανοί πολέμησαν στο πλευρό των Τούρκων προσπαθώντας να αποτρέψουν τον κατακερματισμό της «Μεγάλης Αλβανίας» από την Βαλκανική Συμμαχία.

Ταυτίζομαι πλήρως με τον κ. Πρέσβη στο ότι, αν ο Βενιζέλος διατηρούσε την Ελλάδα ουδέτερη στους Βαλκανικούς Πολέμους, η Μακεδονία θα είχε διαμελιστεί μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας, η Ελλάδα δεν θα είχε απελευθερώσει τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου και τα σύνορά της θα περιορίζονταν στα σύνορα του 1897.

Η πραγματικότητα είναι πως τον Σεπτέμβριο του 1912 ο Βενιζέλος δεν θεωρούσε πως η Ελλάδα ήταν έτοιμη στρατιωτικά να συμμετέχει σε έναν Βαλκανικό Πόλεμο. Είχε άλλωστε φτάσει στο σημείο να έρθει σε έναν συμβιβασμό με την Υψηλή Πύλη αναφορικά με το ζήτημα της συμμετοχής των Κρητών βουλευτών στην Ελληνική Βουλή, αναγνωρίζοντας τα ονομαστικά επικυριαρχικά δικαιώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Κρήτη. Από την στιγμή όμως που η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο ήταν αποφασισμένες να στραφούν στον ένοπλο αγώνα για να αποτρέψουν την αυτονομία που προσέφεραν οι Νεότουρκοι στους Αλβανούς, η Ελλάδα δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμπορευτεί με τα βαλκανικά κράτη.  Αυτό δήλωσε και ο ίδιος ο Βενιζέλος μερικούς μήνες αργότερα στην Ελληνική Βουλή στις 4 Ιουλίου του 1913, ότι η Ελλάς δεν θα μπορούσε να μείνει ουδέτερη.

Αναφορικά με την συμμετοχή της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ο συγγραφέας εστιάζει στην βρετανική πρόταση του Ιανουαρίου του 1915, την οποία μετέφερε ο βρετανός πρέσβης στην Αθήνα Φράνσις Έλιοτ στον Βενιζέλο. Ο βρετανός Υπουργός των Εξωτερικών Έντουαρντ Γκρέι ζητούσε η Ελλάδα να παραχωρήσει στην Βουλγαρία την περιοχή της Καβάλας, ώστε να εξασφαλίσει την ουδετερότητα της δεύτερης στον Μεγάλο Πόλεμο. Το μεγάλο δέλεαρ για την Ελλάδα και τον Βενιζέλο ήταν τα ανταλλάγματα στην Μικρά Ασία που πρόσφεραν ως αντιστάθμισμα οι Βρετανοί στην περίπτωση που φυσικά επικρατούσε η Αντάντ.

Το κομβικό αυτό γεγονός, που οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό με τα οδυνηρά για την Ελλάδα αποτελέσματα, αναλύεται διεξοδικά από τον συγγραφέα ενώ επίσης παρατίθενται στο παράρτημα του βιβλίου οι επιστολές του Βενιζέλου προς τον Βασιλιά Κωσταντίνο, στην προσπάθεια του πρώτου να μεταπείσει τον δεύτερο στο να αποδεχτεί την βρετανική πρόταση. Ο συγγραφέας εστιάζει επίσης στην σημασία της ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας του 1913. Ερωτηματικό αποτελούσε η στάση της Ελλάδας ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1914 στην περίπτωση μιας βουλγαρικής επίθεσης στην Σερβία καθώς υπήρχαν διιστάμενες απόψεις μεταξύ Βενιζέλου και Κωσταντίνου : Ο Βενιζέλος θεωρούσε πως η Ελλάδα θα ήταν υποχρεωμένη να προστρέξει στο πλευρό των Σέρβων, ενώ οι Κωσταντίνος και Στρέιτ διαβεβαίωναν πως η συνθήκη αφορούσε αποκλειστικά στους Βαλκανικούς Πολέμους και η Ελλάδα θα παρέμενε ουδέτερη.

Όσο για την εκστρατεία του Ελληνικού Στρατού στην Μικρά Ασία, ο συγγραφέας τονίζει τις δυσκολίες του όλου εγχειρήματος σχετικά με το αν η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει τον έλεγχο της περιοχής της Σμύρνης, ιδίως μετά από την ανάδειξη του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ Ατατούρκ. Εστιάζει στο κομβικό γεγονός της ήττας του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και στην επάνοδο του Κωσταντίνου, γεγονός που οδήγησε στην αλλαγή της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων και ειδικότερα στην άρση της υποστήριξης της Μεγάλης Βρετανίας προς τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, όχι μόνο στην Μικρά Ασία αλλά και στην Β. Ήπειρο. Ο συνδυασμός της αλλαγής της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην Ελλάδα, αλλά και στην αναδυόμενη Τουρκία του Κεμάλ και το λάθος της νέας φιλοβασιλικής κυβέρνησης να μην οχυρωθεί κατά μήκος του Μαιάνδρου ποταμού, αλλά να προελάσει προς την Άγκυρα οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην Μικρασιατική Καταστροφή. Η ανακωχή των Μουδανιών συμφωνήθηκε έχοντας σαν βασικό όρο την απώλεια της Ανατολικής Θράκης, η οποία και οριστικοποιήθηκε με την Συνθήκη της Λωζάννης.

Εξαιρετικά εύστοχο είναι το συμπέρασμα του συγγραφέα πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να διατηρήσει την κυριαρχία της στην Σμύρνη ως «σφήνα» μέσα στην καρδιά του νεοσύστατου τουρκικού κράτους.

Ο Βενιζέλος άδραξε την μεγάλη ευκαιρία να ενισχύσει τα ελληνικά συμφέροντα στην Ιωνία. Έτσι σε συνεργασία με τους Αγγλογάλλους ο Ελληνικός Στρατός έφτασε πρώτος στην Σμύρνη, ώστε να αποτραπεί  η κατάληψή της από τους Ιταλούς, ενώ παράλληλα θα προστάτευε το ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Απέβλεπε στην συνέχιση της στήριξης των Αγγλογάλλων και φυσικά δεν μπορούσε να προβλέψει πως θα ηττηθεί στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.

Το βιβλίο του πρέσβη κ. Γ. Πουκαμισά αποτελεί μια εξαιρετική σπουδή στην ιστορία της περιόδου, προσφέροντας μια φρέσκια οπτική στα καίρια ζητήματα που απασχόλησαν τις Ελληνικές Κυβερνήσεις στις αρχές του 20ού Αιώνα.

*Ο κ. Βασίλης Κόντης είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας στο ΑΠΘ και πρώην πρόεδρος του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου