οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Η ΣΥΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΟΠΛΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ "ΤΟΥΡΚΙΑ", Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΗΤΤΟΠΑΘΕΙΑΣ ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΛΥΣΗΣ ΑΥΤΟΥ, Η "ΠΟΛΥ ΑΣΘΕΝΗΣ ΘΕΣΗ" ΣΧΕΤΙΚΩΣ ΜΕ ΤΟ ΕΥΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΝΑΕΡΙΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΛΗΦΟΥΜΕ , ΜΕ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΝΑ ΧΑΜΗΛΩΣΕΙ ΤΟΥΣ ΤΟΝΟΥΣ Η ΑΓΚΥΡΑ ΣΕ ΕΠΤΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ....

 Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"


"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/02/20

ΤΗΣ ΜΑΡΙΕΤΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ


Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις διέρχονται περίοδο σοβαρής κρίσης. Οι αιτίες ανατρέχουν πίσω στον χρόνο. Η αφορμή τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κύπρου καθώς και οι άμεσες και έμμεσες απειλές εις βάρος των ελληνικών δικαιωμάτων και συμφερόντων. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα στο διεθνές σύστημα επεκράτησαν κυρίως οι διπλωματικές διαδικασίες, οι συνεννοήσεις, η προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης ώστε να επιλυθούν προβλήματα διεκδικήσεων στα πλαίσια βέβαια του διεθνούς δικαίου. Η Τουρκία επανέρχεται σήμερα μετά το casus belli της δεκαετίας του '90 και τη θεωρία των γκρίζων ζωνών, λειτουργώντας έξω από κάθε αρχή και κανόνα που επικρατεί στις διεθνείς σχέσεις μεταξύ δημοκρατικών κρατών.

Προφανώς η συμπεριφορά της Τουρκίας ενισχύεται από την προσωπικότητα του προέδρου της και προσλαμβάνει τη διάσταση και την οξύτητα του χαρακτήρα του. Ωστόσο τα γεγονότα δεν μπορούν παρά να κριθούν με βάση τη γενικότερη τουρκική πολιτική, την αξιοποίηση των συγκυριών που επέτρεψαν την εισβολή της Τουρκίας στη Συρία με τις ευλογίες δυτικών δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο και την παράνομη χάραξη θαλασσίων ζωνών μαζί με την κυβέρνηση της Τρίπολης, γεγονός που παρακάμπτει τα δίκαια της Ελλάδος και πλήττει ευθέως τα συμφέροντά της.

Τι μπορούμε να κάνουμε ως χώρα και από πού μπορούμε να περιμένουμε στήριξη; Η Ευρωπαϊκή Ενωση στέκεται δίπλα μας μέσω των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν έχει όμως εφαρμόσει στην πράξη τις κυρώσεις που προβλέπονται για την Τουρκία. Προφανώς τα συμφέροντα των κατ' ιδίαν χωρών με μια χώρα 80 εκατομμυρίων με προνομιακές σχέσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες επιβραδύνουν την εκτέλεση των αποφάσεων. Μόνον η Γαλλία μέχρι στιγμής με τρόπο απερίφραστο και χωρίς υπεκφυγές τοποθετήθηκε όπως αρμόζει σε δημοκρατική χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο, στηρίζοντας τα ελληνικά δίκαια και στηλιτεύοντας τις παρανομίες της Τουρκίας. Ταυτόχρονα οι συνεννοήσεις που πραγματοποιήθηκαν για τη συνεργασία σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά και η καθαρή στάση υπέρ των κυπριακών δικαιωμάτων στην αποκλειστική οικονομική ζώνη δημιουργούν ένα πλαίσιο που βοηθά την ελληνική πλευρά, όπως τόνισε ο Πρωθυπουργός κατά τη συνάντησή του στο Παρίσι με τον πρόεδρο Μακρόν. Ο διπλωματικός πυρετός μεταξύ Ελλάδος και τρίτων χωρών όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, οι λιβυκές δυνάμεις του Χαφτάρ και το λιβυκό κοινοβούλιο δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθείται. Η χώρα μας οφείλει να κινείται συνεχώς σε πολυμερές και διμερές επίπεδο αναδεικνύοντας τα προβλήματα που προέρχονται από την επιθετικότητα της Τουρκίας και επιδιώκοντας συνεννοήσεις πάσης φύσεως και μορφής που μπορεί να πραγματοποιηθούν με άλλες δυνάμεις και χώρες. Η ανάδειξη του Μεταναστευτικού ως μηχανισμού πίεσης προς την Ελλάδα και την Ευρώπη συνολικά είναι υποχρέωση της χώρας μας ώστε οι εταίροι μας να κατανοήσουν την εκβιαστική τουρκική συμπεριφορά και να ενεργήσουν ανάλογα. Η ίδια η συνθήκη σε δύο άρθρα της αναφέρεται στην αλληλεγγύη για την άμυνα και καλεί τα κράτη-μέλη με σύστημα ενισχυμένης συνεργασίας να σπεύσουν να την εφαρμόσουν αναπτύσσοντας στρατεύματα και δυνατότητες. Καλό είναι η εξωτερική μας πολιτική να επιμείνει επί του θέματος.

Η εποχή που διανύουμε χαρακτηρίζεται από ασύμμετρες απειλές, χαώδεις καταστάσεις, δεδομένα που δεν υπήρχαν πριν. Τούτων δοθέντων η κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο καλούνται να αναπτύξουν τον παρεμβατικό τους ρόλο κινούμενοι παντού όπου υπάρχει περιθώριο ανάδειξης των προβλημάτων. Οπως άλλωστε τόνισε ο Πρωθυπουργός κατά την επίσκεψή του στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Ιταλία και κατά τη διάρκεια του προηγηθέντος Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα απειληθούν έμπρακτα, η Ελλάδα θα απαντήσει ανάλογα.



"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/02/20

ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Π. ΜΑΛΛΟΥΧΟΥ
Ανάμεσα σε όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στα ελληνοτουρκικά εξαιτίας της ευθείας και περίπου καθολικής αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας από την Τουρκία, υπάρχει και κάτι που συνιστά τον ορισμό του οξύμωρου. Η μία μετά την άλλη μια σειρά από (σημαντικές μάλιστα) χώρες χαρακτηρίζουν ξεκάθαρα ως παράνομες και απαράδεκτες τις τουρκικές διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας. Ομως, την ίδια στιγμή, μέσα στην ίδια την Ελλάδα, υπάρχουν κάποιοι που δεν τις βλέπουν έτσι. Αντιθέτως, εκφράζουν, ακόμα και σήμερα, την άποψη ότι πρέπει «να τα βρούμε» με την Τουρκία. Φτάνοντας στο σημείο να «νομιμοποιούν» ουσιαστικά τις διά των όπλων προβαλλόμενες απαιτήσεις της εις βάρος της Ελλάδας. Η επωδός είναι μία, αυτή που ήταν πάντοτε από τα Ιμια και τη Μαδρίτη: η Ελλάδα δεν πρέπει να αντιδρά στις τουρκικές απειλές, γιατί τότε θα πρέπει δήθεν να ετοιμαζόμαστε για ήττα, για επώδυνη συνθηκολόγηση και για κυριαρχικές απώλειες. Ακόμα και τώρα που οι διεθνείς ισορροπίες έχουν αλλάξει δραματικά.

Αυτή η εσχατολογική προσέγγιση των ελληνοτουρκικών πάει επί πολλά χρόνια «πακέτο» με ένα άλλο «αξίωμα» που το γελοιοποίησε ο χρόνος: Οτι, πάλι δήθεν, η Ελλάδα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί όχι απλώς για να μην ενοχλεί την Αγκυρα, αλλά και για να ενισχύει την «ευρωπαϊκή» προοπτική της. Τόνοι μελάνι έχουν χυθεί για να πειστεί η ελληνική κοινή γνώμη ότι πρέπει να «ενταχθεί» η Τουρκία στην ευρωπαϊκή «οικογένεια» και, τότε, όλα αυτά θα «λυθούν» με το μαγικό ραβδί των Βρυξελλών σε μία αγγελική ομοθυμία που θα βασιλέψει, υποτίθεται, στο Αιγαίο.

Από το 1996 και μετά, ήδη σχεδόν επί ένα τέταρτο του αιώνος, αυτές οι απόψεις έχουν καταστεί κυρίαρχες στο ελληνικό «σύστημα», με ό,τι αυτό σημαίνει. Και όποιος δεν συμφωνεί μαζί τους είναι τα γνωστά: δημαγωγός, λαϊκιστής, επιπόλαιος, φασίστας κοκ. Η προπαγάνδα που τις υποστηρίζει σε όλο αυτό το διάστημα είναι πρωτοφανούς έκτασης, επιμονής και ισχύος. Και, κυρίως, πρωτοφανούς μισαλλοδοξίας: όποιος δεν συμφωνεί μαζί της, στο πυρ το εξώτερο.

Ομως, στο ίδιο διάστημα που εδώ καλλιεργείται απ' το πρωί μέχρι το βράδυ ο αυθαίρετος, εξωπραγματικός αυτός τρόμος για την Τουρκία και επιχειρείται η ηττοπάθεια να καταστεί η νέα εθνική συνείδηση, ο Ερντογάν διαρκώς αποθρασύνεται. Οχι απλώς επιβεβαιώνει καθημερινά ότι η χώρα του διεκδικεί μεγάλο κομμάτι της Ελλάδας, αλλά, ταυτόχρονα, εξευτελίζει διαρκώς την Ευρώπη στην οποία εμείς εδώ προσευχόμαστε. Ο Ερντογάν χτίζει επιθετικές ένοπλες δυνάμεις και τις βάζει μπροστά στη διεκδίκηση εις βάρος της Ελλάδας. Και εμείς γυρνάμε το άλλο μάγουλο. Οποιος δει συγκριτικά τις τουρκικές διεκδικήσεις ανά δεκαετία από το 1975 και μετά, θα διαπιστώσει αμέσως ότι κάθε δεκαετία που περνάει, αυτή η ελληνική στάση, που έγινε κυρίαρχη από το 1996, δεν αποφέρει τίποτα άλλο πλην της ποιοτικής, ποσοτικής και γεωγραφικής ενίσχυσης της τουρκικής επιθετικότητας. Και όσο στην Ελλάδα επικρατούν εκείνοι που ομνύουν στο δόγμα «να τα βρούμε», με τις διάφορες εκδοχές του, τόσο στην Τουρκία φουντώνει η θέληση για βίαιη αλλαγή συνόρων.


Η θέση ότι η Ελλάδα πρέπει να υποχωρήσει έναντι της Τουρκίας, και μάλιστα εκ προοιμίου, δεν αντέχει ούτε στη λογική ούτε στην πραγματικότητα. Είναι δε εξόφθαλμα ακραία προσβολή του Συντάγματος. Ουδείς έχει δικαίωμα να ζητά την απομείωση της εθνικής κυριαρχίας. Ολοι έχουμε ακρογωνιαία υποχρέωση την υπεράσπισή της. Είναι θέση σαθρή από πάνω μέχρι κάτω. Που θα ήταν αδιανόητη οπουδήποτε στον κόσμο. Επίσης, η ίδια η Τουρκία την κονιορτοποιεί κάθε μέρα όλο και αγριότερα. Οι υποστηρικτές της πρέπει να αντιληφθούν επιτέλους ότι έσφαλαν. Και αντί να επιμένουν στον απόλυτο αυτό παραλογισμό να κοιτάξουν πια να διορθώσουν το λάθος τους.

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/02/20

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗ
Η πάγια ελληνική στάση στη διένεξη του Αιγαίου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διαθέτει πλεονεκτήματα αλλά και ορισμένα μειονεκτήματα. Στα πλεονεκτήματα συγκαταλέγεται η επίλυση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα στο Διεθνές Δικαστήριο και γενικότερα η έμφαση στο διεθνές δίκαιο για την επίλυση του πλέγματος των διαφορών που είναι τουλάχιστον έξι· στα μειονεκτήματα η εμμονή ότι υπάρχει μόνο ένα ζήτημα προς επίλυση, η υφαλοκρηπίδα, καθώς και η πολύ ασθενής θέση μας σε σχέση με τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο που δεν συμβαδίζει με το διεθνές δίκαιο (θα έπρεπε να είναι ίσος με τα χωρικά ύδατα). Δηλαδή στο θέμα αυτό η Ελλάδα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο που κατά τα άλλα επικαλείται στις άλλες ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίου.

Ας δούμε όμως την Τουρκία. Η Τουρκία, αν αίφνης θελήσει να επιδείξει εποικοδομητική στάση ως προς την επίλυση των έξι διαφορών του Αιγαίου, και να δημιουργηθεί, όπως το 1977-1981, το 1999-2005 και το 2010-2011, το κατάλληλο κλίμα για ουσιαστικές συνομιλίες, θα πρέπει να προβεί στα ακόλουθα.

Πρώτον, ως δείγμα καλής θέλησης να αφήσει κατά μέρος τα περί «γκρίζων ζωνών» που εξοργίζουν την Ελλάδα, και ας υπάρχουν ορισμένες ασάφειες στα θαλάσσια σύνορα βορείως των Δωδεκανήσων.

Δεύτερον, σε ό,τι αφορά τον εθνικό εναέριο χώρο και την εναέρια κυκλοφορία (FIR), η Αγκυρα να προτείνει ένα μορατόριουμ (στο μορατόριουμ παραμένει κανείς στις αρχικές του θέσεις, αλλά για όσο διάστημα ισχύει το μορατόριουμ, σταματάει η μέχρι τώρα δραστηριότητα κατά της άλλης πλευράς), ή έστω να περιορίσει δραστικά τις υπερπτήσεις της στον μίνιμουμ απαραίτητο αριθμό (προκειμένου να δείξει ότι δεν αποδέχεται τα επιπλέον τέσσερα μίλια του ελληνικού εναερίου χώρου).

Τρίτον, να αντιληφθεί ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν είναι ανύπαρκτα ή αμελητέα, όπως παραδοσιακά πιστεύει, αλλά έχουν, στις περισσότερες περιπτώσεις (πλην των ακατοίκητων νησιών που έχουν χωρικά ύδατα αλλά όχι υφαλοκρηπίδα), τα ίδια νομικά δικαιώματα με τα χερσαία εδάφη (άλλο αν σε μια εκδίκαση στο Διεθνές Δικαστήριο ή αλλού μπορεί ορισμένα νησιά να καταλήξουν με λιγότερη ή διόλου επήρεια, ειδικά αυτά πλησίον της Τουρκίας).

Τέταρτον, να λάβει σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με εκείνη, είναι νησιωτική και θαλάσσια χώρα. Για τον Ελληνα είναι έντονη η συναισθηματική ταύτιση με το Αιγαίο, στα νησιά του οποίου έχουν ταξιδέψει και διαμείνει οι περισσότεροι Ελληνες. Συνεπώς τυχόν διάσπαση του Αιγαίου στα δύο, με οποιονδήποτε τρόπο, κρίνεται απαράδεκτη και θα είναι τραυματική για τους Ελληνες.

Πέμπτον, να αντιληφθεί ότι η ελληνική επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είναι ένα πολύ ισχυρό νομικό χαρτί της Ελλάδας, το οποίο αν η Ελλάδα εγκαταλείψει (και μείνει στα 6 μίλια) θα πρέπει να λάβει ένα πολύ σοβαρό αντάλλαγμα, ή αλλιώς να βρεθεί μία λύση μεικτή (π.χ. στην ηπειρωτική χώρα 12 μίλια και στα νησιά του Αιγαίου 6 μίλια).

Εκτον, να εγκαταλείψει μια για πάντα τα απαράδεκτο casus belli, που άλλωστε την εκθέτει διεθνώς (μια και αντιβαίνει κατάφωρα σε έναν από τους πυλώνες του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την απαγόρευση της χρήσης, ή της απειλής χρήσης, ένοπλης βίας). Η απειλή αυτή επιβαρύνει πολύ το κλίμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δίνοντας επιχειρήματα σε εκείνους τους Ελληνες που «ζουν» από τη συνέχιση της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας και βέβαια θεωρούν ότι το casus belli τους δικαιώνει.

Εβδομον, οι τούρκοι αξιωματούχοι να αφήσουν κατά μέρος, όταν συνομιλούν με τους Ελληνες, τα περί «μεγάλης και ισχυρής χώρας», «περιφερειακής δύναμης», «κεντρικής χώρας» κ.λπ. Ολα αυτά παραπέμπουν σε έναν αναδυόμενο νεο-Οθωμανισμό που δικαιολογημένα ανησυχεί και εκνευρίζει τους Ελληνες, αλλά και όλους τους άλλους γείτονες της Τουρκίας (πλην ίσως του Αζερμπαϊτζάν).


Αναμφίβολα η Τουρκία είναι μεγάλη χώρα, πλην όμως αυτό δεν την καθιστά χώρα με περισσότερα δικαιώματα και με περισσότερη απαίτηση να γίνεται σεβαστή από τους γείτονές της. Ο σεβασμός και η πραγματική ισχύς δεν έρχονται με τις απειλές και τις κομπορρημοσύνες. Η Τουρκία παρά την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική και οικονομική της ισχύ, πάσχει ως κράτος και ως κοινωνία, ειδικά από το 2016 και μετά, έχοντας γίνει μια «ανελεύθερη δημοκρατία» (κατά την εύστοχη έκφραση του Economist το 2016), μια «απολυταρχική χώρα» (κατά την άποψη διαπρεπών τούρκων διανοούμενων), ειδικά με την καταπάτηση της ελευθερίας της έκφρασης, τις αυθαίρετες συλλήψεις και φυλακίσεις, με τα δικαστήρια να μην αποδίδουν δικαιοσύνη, και το κυριότερο, μια χώρα που χρησιμοποιεί ανεξέλεγκτα τη βία εναντίον μιας εθνοτικής ομάδας που αποτελεί το 20% του τουρκικού πληθυσμού, τους Κούρδους (τους οποίους από το 2016 και μετά τείνει συλλήβδην να θεωρεί τρομοκράτες). Αλλωστε αν δεν λύσει με ειρηνικό τρόπο το Κουρδικό, όπως είχε επιχειρήσει αρχικά ο ίδιος ο Ερντογάν (κερδίζοντας μάλιστα πολλές κουρδικές ψήφους) και επιμένει στη στρατιωτική λύση, δεν θα γίνει ποτέ μια σύγχρονη πραγματικά δημοκρατική χώρα, ή μια «κεντρική χώρα» όπως ονειρεύεται, σεβαστή αλλά και αγαπητή στους γείτονές της. Θα αρκεστεί μόνο στο γνωστό απόφθεγμα του Μακιαβέλι, καλύτερα να σε φοβούνται παρά να σε αγαπάνε (με ό,τι, θα προσέθετα, αυτό συνεπάγεται).

-Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας τεσσάρων βιβλίων στα ελληνικά και τα αγγλικά για την ελληνοτουρκική διένεξη και την επίλυσή της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου