"ΤΑ ΝΕΑ./ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 01-02/02/20
ΠΡΟΑΣΤΙΑΚΟΣ,
του Γιώργου Σκαμπαρδώνη,
Ήμουν προ ημερών στην Αθήνα κι έπαιρνα πρωινό στην ταράτσα κεντρικού ξενοδοχείου που έχει ανεμπόδιστη, υπέροχη θέα προς την Ακρόπολη. Διάφοροι τουρίστες και Ελληνες που κάθονταν στα διπλανά τραπέζια δεν έβλεπαν, δεν θαύμαζαν, ωστόσο, τον Παρθενώνα, αλλά έπιναν καφέ βυθισμένοι στις οθόνες των κινητών τους. Ισως να έβλεπαν και την Ακρόπολη, εικονικά, στο φορητό, ενώ αυτή έλαμπε ολοζώντανη, αληθινή, ακριβώς απέναντί μας. Συμβαίνει: συχνά ψάχνεις τα γυαλιά σου ενώ φοράς φακούς επαφής.
Βγαίνοντας στην Πανεπιστημίου, αλλά και σε άλλες οδούς, παρατήρησα ότι κανείς, πουθενά, δεν καθότανε στα μπαλκόνια, όλα ήταν άδεια, έρημα - το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη Θεσσαλονίκη, και σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα: οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί έφτιαξαν εκατομμύρια μπαλκόνια στα οποία πλέον ουδείς κάθεται να πιει καφέ, να αγναντέψει κάτω την κίνηση, να κουβεντιάσει. Μάταιοι εξώστες, όπου συνήθως είναι παρκαρισμένοι απρόσωποι φωριαμοί, μηχανισμοί αιρκοντίσιον και τραπεζάκια που σαπίζουν άχρηστα. Πού και πού μόνο βλέπεις σε μπαλκόνι μόνο του κανένα σκυλί που εκτίει ποινή καθείρξεως σε λίγα τετραγωνικά και γαβγίζει για να ακούει τη φωνή του - περιμένει να γυρίσει το αφεντικό απ' τη δουλειά και να το βγάλει βόλτα τη νύχτα στα πεζοδρόμια για να κατουρήσει τα χολερά δεντράκια. Είναι η μόνη του χαρά.
Το μπαλκόνι έχει ξεπεραστεί από χρόνια. Κυρίως από την εποχή που εισέβαλε στα σπίτια η συσκευή της τηλεόρασης. Και σε κάποιον βαθμό είναι λογικό: το γυαλί σε σύγκριση με το μπαλκόνι είναι ένας εξώστης όχι μόνο προς τον γνωστό δρόμο και την πόλη, αλλά προς όλο τον πλανήτη. Ξεπερνάει σε θέα και ποικιλία θεάματος ακόμα και τον Πύργο του Αϊφελ. Τι να κάνεις να βγεις στο μίζερο, στενό μπαλκονάκι, τι να δεις, όταν η οθόνη της TV σε ξεναγεί σε όλους τους κόσμους του πλανήτη, πραγματικούς και φανταστικούς, σε ειδήσεις, ταξίδια, ιστορίες, σίριαλ, χώρες και ταξίδια δωρεάν και με κάθε ευκολία; Ζώντας μιαν ασάλευτη ζωή, σχεδόν μια ζωή εν τάφω, μπορείς να πας παντού. Eνώ τρως μπολονέζ πίνοντας μπίρα στον καναπέ και στη μοιραία θαλπωρή της ευτυχίας ενός τρίτου ορόφου, μπορείς εκ του ασφαλούς να πλανάσαι στην Ανταρκτική, στην Αφρική, στου διαβόλου τη μάνα εν γένει, χωρίς καν να φοράς τα παπούτσια σου. Επομένως τι έχει να σου προσφέρει ένα στενό, ενδεές, πεπερασμένο μπαλκονάκι ή ακόμα κι ένας τεράστιος αστικός εξώστης μπροστά στην άπειρη ποικιλία και τις ατελεύτητες δυνατότητες της τηλεόρασης, η οποία είναι ένα μαγικό χαλί που σε πάει δωρεάν οπουδήποτε; (Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.)
Γιατί να βγεις και να κάτσεις στριμωχτά στο μπαλκονάκι σου και να δεις απέναντι και κάτω τα ίδια και τα ίδια, τα διπλανά κάγκελα, τις τυφλές πολυκατοικίες αντίκρυ, τα κλειστά παράθυρα, την ερημιά και τον εγκλεισμό, τα γκρίζα γραφεία με τις τραβηγμένες κουρτίνες, γιατί να ακούσεις πάλι τον θόρυβο και τα κλάξον των αυτοκινήτων, την εγγαστρίμυθη βοή της πόλης; Ποια η γοητεία; Πού το καινούργιο και το συναρπαστικό ή το απλώς ενδιαφέρον; Πουθενά. Αρα, επιστρέφεις αναπόφευκτα μέσα στο δωμάτιο και θέλοντας και μη, μηχανιστικά, πλέον, ανοίγεις την τηλεόραση, τον μεγάλο οφθαλμό προς τον κόσμο και ταυτόχρονα τον Τεράστιο Καταπιόνα που σε ρουφάει σε δευτερόλεπτα και σε εξαφανίζει εντός του ενώ εσύ παραμένεις βουβός, χάνεσαι, παρακολουθώντας την άπειρη ροή προς μια αφηρημένη αποπλάνηση με αέναες χρωματιστές εναλλαγές χωρίς νόημα. (Είναι κι αυτό μια μελαγχολική παρηγοριά.)
Παλιότερα, στον αιώνα προ TV, το μεγάλο παράθυρο ήταν το ραδιόφωνο μόνο που δεν έβλεπες, αλλά απλώς άκουγες. Διάβαζες στον πίνακα επιλογών (τουλάχιστον στα παλιά ραδιόφωνα) τα ονόματα ξένων κρατών και διάλεγες BBC, Μόσχα, Ντόιτσε Βέλε ή Παρίσι - ήταν πάντως μια υπόσχεση επικοινωνίας με τον μακρινό έξω κόσμο. Ακόμη παλιότερο παράθυρο ήταν τα βιβλία, τα μυθιστορήματα, η ανάγνωση: σε έμπαζε σε ξένους κόσμους, σε άλλες εποχές με μεγάλους ήρωες και ηρωίδες, σε αδιανόητες περιπέτειες που απολάμβανες στην πολυθρόνα ή στο κρεβάτι - το βιβλίο ήταν τότε ένα φετίχ και η πιο σοβαρή υπόσχεση ταξιδιού μακριά από τη στριμωχτή καθημερινότητα. Ηταν του φτωχού το αρνί και του πλούσιου η απόλαυση. Και διαβάζοντάς το συμμετείχες ενεργά με την προσοχή και τη φαντασία σου - αλλά υπήρχε βέβαια και η μεγάλη απόλαυση της καθημερινής εφημερίδας που για τους περισσότερους ήταν ιεροτελεστία. Ακόμα και δημόσια ιεροτελεστία, αφού διαβαζόταν και μαζικά στα καφενεία, αστικά και περιφερειακά, ενώ ήταν πολύ δημοφιλή και τα μυθιστορήματα της παραλογοτεχνίας που δημοσιεύονταν σε συνέχειες. Συν, μια εποχή, και τα λαϊκά περιοδικά με τα φωτορομάντσα - σίριαλ και τα παιδικά περιοδικά με τα Μίκι Μάους και τις λοιπές πολεμικές ή εξωτικές περιπέτειες. (Χαίρε, μεγάλε Ταρζάν).
Ολα αυτά τα χαιρόσουνα στο σπίτι, κυρίως. Διεύρυναν τις δυνατότητες του μικρού σου μπαλκονιού που έβλεπε απλώς στον οικείο δρόμο, με τις γνωστές εικόνες - όμως ακόμα και τότε, ως τη δεκαετία του '80, ο κόσμος έβγαινε ακόμα στους εξώστες ή και στην πόρτα, στις λαϊκές γειτονιές για να δει, να κουβεντιάσει, πίνοντας το καφεδάκι του. Τώρα, πια, τα μπαλκόνια έχουνε ερημώσει παντού - τα κάγκελά τους παραμένουν άβαφα, παρατημένα. Εχουνε ξεπεραστεί πολιτισμικά και πρακτικά με τρόπο αναπόφευκτο. Πολύ περισσότερο με την έλευση του κομπιούτερ και του smart κινητού που τα κάνει όλα - οι οθόνες προσφέρουν, πλέον, την καλύτερη παγκόσμια θέα ανά πάσα στιγμή και από οπουδήποτε, όχι μόνο στατικά, απ' το σπίτι. Σε λίγο καιρό ίσως πάψουν πια οι μηχανικοί να φτιάχνουν μπαλκόνια. Στη θέση τους θα βάζουν μια ένδον οθόνη. Ή, κι αν τα φτιάχνουν, θα καθόμαστε σε αυτά για να μπούμε στο Facebook ή με την πλάτη προς τα έξω, γυρισμένοι ανάποδα, θα βλέπουμε εντός του σπιτιού την οθόνη της τηλεόρασης, τη θέα προς τα μέσα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου