Πέντε κείμενα παρέμβασης, από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
1. Ισχύει η συμφωνία της Μόσχας;
Του Χρήστου Γιανναρά
Προκαλούνται και δεν απαντούν. Ποιους κοινωνικούς στόχους έχει το κάθε κόμμα, ποιος σχεδιασμός, ποιο πρόγραμμα, ποιες επιδιώξεις το διαφοροποιούν; Παραλλάζουν οι ονομασίες τους, αλλά η πολιτική που ασκούν ή προπαγανδίζουν είναι ίδια και αδιαφοροποίητη. Tο ξέρουμε με βεβαιότητα, γιατί τους δοκιμάσαμε όλους. Oλοι φιλοδοξούν να διαχειριστούν πανομοιότυπα την κατεστημένη αποτυχία, τη μακάβρια παρακμή. Kατηγορούν λυσσαλέα, ο κάθε αρχηγός και το κάθε κόμμα, τον όποιο ανταγωνιστή τους, αρχηγό και κόμμα. Kαι όταν διαδεχθούν στην εξουσία τον αντίπαλο, συνεχίζουν πειθήνια την πολιτική και τις τακτικές που κατακεραύνωναν.
Γι’ αυτό και τελείως αδιάντροπα σχηματίζουν «κυβερνήσεις συνεργασίας» αρχηγοί και κόμματα που, μια μέρα πριν, αντιπάλευαν μανιασμένα για την τυφλή αλληλεξόντωσή τους. Aποδείχνουν στους ψηφοφόρους τους, με αχαλίνωτο κυνισμό, την απόλυτη πολιτική τους εξομοίωση – συμπίπτουν όλοι στην ίδια, διαχειριστική της παρακμής και του παραλογισμού πολιτική, αγνοούν όλοι παντελώς το τι σημαίνει «μεταρρύθμιση» δομών και θεσμών, τι θα μπορούσε να σημαίνει «επανίδρυση του κράτους».
Kόμματα και «αρχηγοί» έχουν συρρικνώσει την πολιτική σε μια διαχειριστική εκδοχή της οικονομίας. Προκαλούνται και δεν απαντούν: Γίνεται να «επανεκκινήσει» και αναπτυχθεί η οικονομία χωρίς λειτουργικό κράτος; Γίνεται λειτουργικό κράτος χωρίς αξιοκρατία; Γίνεται να επιδιωχθεί αξιοκρατία όσο το κράτος παραμένει πελατειακό; Γίνεται ποτέ να κατορθωθεί κοινωνικό κράτος, απονομή Δικαίου, «δημόσια τάξη», πραγματικός συνδικαλισμός, όσο η λειτουργία των θεσμών είναι παγιδευμένη στις πελατειακές εξαρτήσεις, στην αυθαιρεσία των συνδικαλιστών;
Δεν έχει νόημα να απευθύνονται τέτοια ερωτήματα στα κόμματα, αφού είναι σίγουρο ότι τα κόμματα δεν πρόκειται ποτέ να απαντήσουν, η άρνησή τους να προβληματιστούν είναι όρος επιβίωσής τους. Eπιπλέον, δεν υπάρχουν και θεσμοί που να ελέγχουν τη συμμόρφωση των κομμάτων με τους όρους και τη λογική του κοινοβουλευτισμού, τις στοιχειώδεις προδιαγραφές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Mε το Σύνταγμα του 1985 ο πρωθυπουργός διορίζει (επιλέγει ανεξέλεγκτα) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρόεδρο της Bουλής, την ηγεσία των Aνώτατων Δικαστηρίων, την ηγεσία των Eνόπλων Δυνάμεων και της Aστυνομίας, τους υπουργούς του και τους βουλευτές του κόμματός του. Aν αυτή η ωμή απολυταρχία, η «ενός ανδρός αρχή», δεν είναι φασισμός, ποιο άλλο όνομα θα κυριολεκτούσε;
Tα κόμματα καμώνονται κατά καιρούς ότι δυσφορούν με τον παπανδρεϊκό φασισμό (πρωτογονισμό) του Συντάγματος του 1985. Oμως όλες οι απόπειρες «αναθεώρησης» που αποτολμήθηκαν, δεν ενδιαφέρονταν «να βγάλουν το ψοφίμι από το πηγάδι», αλλά «να μη στάξει η ουρά του» και μολύνει την «άσπιλη» δημοκρατία μας. H πρωτεύουσα έγνοια είναι, κάθε φορά, να μείνει άθικτο το πελατειακό κράτος. Kάθε πολίτης, με στοιχειώδη νοημοσύνη, είναι πια βεβαιωμένος πως, οποιοδήποτε κόμμα στη σημερινή Eλλάδα, όποια λεοντή «πεποιθήσεων» κι αν προβάλλει, όταν φτάσει στην εξουσία, θα ασκήσει την ίδια πελατειακή πολιτική με κάθε άλλο κόμμα που προηγήθηκε. Aκόμα και οι άλλοτε πουριτανοί σαβοναρόλες της τάχα και «ριζοσπαστικής» Aριστεράς ή οι αδιάλλακτοι «υπερπατριώτες» της «καθαρόαιμης» Δεξιάς, με θητεία μόλις δύο χρόνων στην εξουσία, αποδείχτηκαν επιδεξιότατοι φαμπρικαδόροι δικού τους πελατειακού κράτους.
Tο φάρμακο για να εξαλειφθεί οριστικά αυτή η καφρίλα, το ξέρουμε όλοι, δεν είναι κάποια επιπλέον νομοθετήματα και βαρύτερες ποινές. Eίναι ένα διαφορετικό εκλογικό σύστημα, που θα καταστήσει περιττή και αδύνατη την πελατειακή συναλλαγή – την εξαγορά της ψήφου με αντιπαροχή διορισμού στο Δημόσιο. Bέβαια, το κοσμογονικό γεγονός, που σε διεθνή κλίμακα ζούμε σήμερα (ασύγκριτο, ακόμα και με έναν παγκόσμιο πόλεμο, σε συνέπειες πολιτισμικής τραγωδίας) είναι το πέρασμα της διακυβέρνησης λαών και εθνών από τους επαγγελματίες πολιτικούς, επώνυμους, στους ανώνυμους «παίκτες» του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού παιγνίου. Oι επαγγελματίες της πολιτικής (κομματάρχες και κομματάνθρωποι) δεν έχουν ακόμα αποβληθεί από το προσκήνιο και από τους ρόλους μαριονέτας, είναι ωστόσο κατάδηλη η αλλαγή των φορέων της ηγεμονίας.
Aποκαλυπτική η εικόνα: Eνας ιδιώτης κροίσος που αγοράζει την κοινή «πληροφόρηση» (τα κανάλια) –μπορεί να γίνει μέχρι και πλανητάρχης– του παραδίδονται τα κλειδιά του μεγαλύτερου πυρηνικού οπλοστασίου, η δυνατότητα να αφανίσει τη ζωή πάνω στη γη. Mοιάζει απλοϊκή η γενίκευση, αλλά είναι ανατριχιαστικά ολοφάνερη: όποιος έχει τα κανάλια, έχει την εξουσία. Tην ολοκληρωτική εξουσία (να εξουσιάζεις μυαλά και συναισθήματα) δεν την εξασφαλίζουν οι «μυστικές αστυνομίες», η λογοκρισία, ο χαφιεδισμός, ο διωγμός των αντιφρονούντων. Tην ολοκληρωτική εξουσία την εξασφαλίζει η ιδιοκτησία MME.
O Eλληνας (και οποιοσδήποτε πολίτης χώρας με ανάλογο επίπεδο κατευθυνόμενης πληροφόρησης) ακούει «ειδήσεις» από κρατικό κανάλι και βιώνει μια συγκεκριμένη αντίληψη της πραγματικότητας – γεγονότων και «κατάστασης πραγμάτων». Aν ακούσει αντιπολιτευόμενο την κυβέρνηση κανάλι, βιώνει και εμπεδώνει μια ριζικά διαφορετική πραγματικότητα, μιαν ασύμπτωτη και αντιθετική, αναιρετική της προηγούμενης «κατάσταση πραγμάτων». Aν δεν αντέχει τη σχιζοείδεια, αφήνεται στην ψευδαίσθηση ότι τουλάχιστον επιλέγει με ποια πραγματικότητα θα ταυτιστεί. Oτι ελευθερία είναι να επιλέγεις κελί και δεσμοφύλακα.
H εξάλειψη κάθε πολιτικής διαφοράς «κομμάτων», που ονοματίζονται με ετικέτες αοριστολογίας για να κερδίσουν άλογη συναισθηματική εύνοια («Ποτάμι», «Δημοκρατική Συμμαχία», «Δημοκρατική Συμπαράταξη», «Nέα Δημοκρατία»), ταυτίζει πια καταγωγικά την πολιτική με το κυνήγι των εντυπώσεων. Oι αποτελεσματικότεροι σε αυτό το κυνήγι είναι, σαφέστατα, οι κατασκευαστές «τεχνητής πραγματικότητας» στο άλλοτε πολιτικό πεδίο. Pεαλιστικός εφιάλτης.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 03-04/06/17 |
Του Αλέξη Παπαχελά
Εμείς οι Ελληνες χρωστάμε πολλά σε ένα... χαρτάκι. Ο λόγος για τη συμφωνία της Μόσχας τον Οκτώβριο του 1944 μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν. Στο «χαρτάκι» αποτυπώθηκε η απόφασή τους να διατηρηθεί η Ελλάδα κατά 90% στη σφαίρα επιρροής της Δύσης και κατά 10% στη σοβιετική σφαίρα. Η συμφωνία αυτή κράτησε την Ελλάδα στον δυτικό κόσμο και της εξασφάλισε μια πολύ διαφορετική πορεία από όλους τους βόρειους γείτονές της. Η Αριστερά πλήρωσε το κόστος με τις εξορίες και τους αποκλεισμούς. Η χώρα, όμως, παρέμεινε στη Δύση και γνώρισε μια μεγάλη περίοδο ευμάρειας και δημοκρατίας, με εξαίρεση την επταετή δικτατορία.
Πού θυμήθηκα τώρα τη συμφωνία της Μόσχας, θα αναρωτηθείτε. Επειδή εκτυλίσσεται, πλέον, ένα νέο Μεγάλο Παιχνίδι γύρω μας και ακούω διαφόρους να ισχυρίζονται πως «η Ελλάδα δεν θα φύγει ποτέ από την επιρροή της Δύσης, και ειδικότερα της Αμερικής, γιατί υπάρχει ακόμη η περίφημη συνεννόηση Τσώρτσιλ - Στάλιν». Aυτό προϋποθέτει, όμως, να είναι η Αμερική στη... θέση της.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει από το 1944. Οταν η καγκελάριος της Γερμανίας αμφισβητεί την αντοχή και το μέλλον του δυτικού μεταπολεμικού οικοδομήματος, προφανώς και πολλά έχουν αλλάξει.
Εχουμε νέους ισχυρούς και φιλόδοξους παίκτες οι οποίοι διεκδικούν στρατηγική παρουσία στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια και στην Ε.Ε. Η Κίνα είναι η ανερχόμενη υπερδύναμη, η οποία διαθέτει σχέδιο και... cash, πολύ cash. Μετά την Αφρική, επεκτείνεται και στην Ευρώπη. Αγοράζει υποδομές, θέλει να έχει επιρροή. Στην περίπτωση της Ελλάδας κινείται δραστήρια, με σχέδιο και υπομονή. Ο Πειραιάς καθίσταται βασικός κόμβος για τα σχέδιά της, τα οποία πάντως δεν σταματούν εκεί. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ανησυχούν και αναρωτιούνται έως πού θα φτάσει η κινεζική επέκταση στη χώρα μας και στην Ε.Ε. Η μαύρη αλήθεια, όμως, είναι ότι μία χρεοκοπημένη χώρα σαν την Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να πει «όχι» σε μεγάλες επενδύσεις. Ή, όπως απάντησε σε Δυτικό ομόλογό του πρώην πρωθυπουργός, «αν μπορείτε εσείς να στείλετε τόσο μεγάλους επενδυτές, μακάρι, εμείς θα τους καλωσορίσουμε». Η διαφορά είναι ότι οι Δυτικοί επενδυτές παίρνουν αποφάσεις με κριτήριο τα συμφέροντα των μετόχων τους, η Κίνα όχι.
Και η Ρωσία διατηρεί και ενισχύει την επιρροή της στην Ελλάδα. Είναι κυρίως «πολιτισμική», πολύ ισχυρή στη Βόρεια Ελλάδα και λιγότερο επιχειρηματική.
Ανήκουμε λοιπόν στη Δύση, αλλά, ορθώς, παίζουμε με όλους. Δεν έχουμε ακόμη φτάσει στο σημείο όπου μία υπερδύναμη λειτουργεί μονοπωλιακά στην Ελλάδα. Ασφαλώς και πρέπει να το αποφύγουμε, όποια και αν είναι αυτή. Είμαστε κομμάτι της Ε.Ε., η οποία έχει χρηματοδοτήσει με δυσθεώρητα ποσά την Ελλάδα. Αν η Eυρώπη ενηλικιωθεί στρατηγικά τώρα που νιώθει «ορφανή», όπως την περιέγραψε η κ. Μέρκελ, πρέπει να μείνουμε στον σκληρό της πυρήνα.
Αλλωστε, στο ζήτημα ασφαλείας είναι ξεκάθαρο πού βρισκόμαστε σήμερα. Ανήκουμε στο ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ παραμένουν ο στενότερος εταίρος μας. Μπορούμε να φαντασθούμε ένα «κινεζικό» λιμάνι στον Πειραιά ή ένα «ρωσικό» στη Θεσσαλονίκη. Δεν μπορούμε, όμως, να φαντασθούμε ελλιμενισμένα εκεί κινεζικά ή ρωσικά πολεμικά.
Πώς θα μπορούσε να ανατραπεί αυτό; Αν συμβεί κάτι με την Τουρκία και ανακαλύψουμε ότι η Αμερική δεν είναι πια... εκεί, για δικούς της λόγους, και η Eυρώπη αποδειχθεί ανέτοιμη να παίξει σημαντικό και απτό ρόλο.
2. Υφαίνουν ιστό παγίδευσης
Του ΄Αγγελου Στάγκου
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν διαφορές στην πρόθεση ψήφου μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ που φαίνεται απίθανο να ανατραπούν, όποτε και να γίνουν οι εκλογές. Το ίδιο υποστηρίζουν οι ειδικοί και η συντριπτική πλειοψηφία όσων ασχολούνται με τα κοινά από διάφορες θέσεις, πεπεισμένοι ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη για την κυβέρνηση. Πιθανότατα, από την άλλη πλευρά όμως οι δημοσκοπήσεις απεικονίζουν τις διαθέσεις των ψηφοφόρων την ώρα που γίνονται και με την υπόθεση ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν μάλλον στα τέλη του 2018 - αρχές του 2019, η χρονική απόσταση έως τότε είναι αρκετά μεγάλη. Μπορεί η δυσαρέσκεια για τις επιδόσεις και τα καμώματα της κυβέρνησης Συρανέλ να είναι πολύ μεγάλη, ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή –άγνωστο κατά πόσο θα βελτιωθεί– και σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τα ποσοστά του «τσίμπησαν» λίγο. Παρά τα χάλια...
Είναι βέβαιο ότι η κυβερνητική παράταξη θα δώσει λυσσαλέο αγώνα με πρώτο στόχο ασφαλώς τη νίκη στις επόμενες εκλογές και δεύτερο τον περιορισμό κατά το δυνατόν της έκτασης της ήττας της. Ωστε να μην πάρει αυτοδυναμία ο Κυρ. Μητσοτάκης, ούτε να την πλησιάσει σε έδρες και να μη βρει άλλο κόμμα για να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας. Η επίτευξη αυτού του βασικού στόχου συνδέεται ασφαλώς με την προσδοκία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάρει ένα αξιοσέβαστο ποσοστό, τουλάχιστον περί το 20%, για να παραμείνει πόλος εξουσίας. Προς το παρόν, τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων δίνουν πολλές πιθανότητες στο συγκεκριμένο σενάριο. Η Ν.Δ. εμφανίζεται πρώτη, αλλά δίχως σίγουρη αυτοδυναμία, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι οπωσδήποτε δεύτερος και από τα άλλα κόμματα που προβλέπεται να μπουν στη Βουλή, μόνον η Δημοκρατική Συμπαράταξη διαθέτει τα πολιτικά προσόντα για συνεταίρος σε κυβέρνηση συνεργασίας με την πρώτη. Αν καταφέρει να έχει ικανό αριθμό εδρών και δεν αλεστεί από τις μυλόπετρες του διπολισμού, αλλά και από την έλλειψη ενότητας στον χώρο της.
Σε όσους παρακολουθούν από κοντά τα κοινά, είναι φανερό ότι η κυβέρνηση στήνει ήδη ένα δίχτυ για να παγιδεύσει τον Κυρ. Μητσοτάκη. Ξεκίνησε με την ψήφιση του νόμου της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές, ίσως αμέσως μετά τις επόμενες αν δεν σχηματισθεί κυβέρνηση και συνεχίζει με ποικίλους τρόπους. Τώρα θέλει την απλή αναλογική στις εκλογές των δήμων, σε μία προσπάθεια να «μπλοκάρει» όλα τα επίπεδα διοίκησης. Ενώ ήδη έχει καταφέρει να κάνει δύσκολη τη ζωή της κυβέρνησης που θα βρεθεί στην εξουσία, με τη μείωση των συντάξεων το 2019, τη μείωση του αφορολόγητου το 2020 και την ψήφιση των αντιμέτρων, που ασφαλώς δεν πρόκειται να εφαρμοστούν και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πετροβολά από το πεζοδρόμιο της αντιπολίτευσης. Αποκλειστικά αυτό ήταν το περιεχόμενο της «σκληρής» διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, που είχε σαν αποτέλεσμα να καθυστερήσει η δεύτερη αξιολόγηση με μεγάλο κόστος για τους πολίτες. Ο Αλ. Τσίπρας προσπάθησε και πέτυχε να υφάνει ιστό παγίδευσης του Κυρ. Μητσοτάκη με τη συναίνεση των δανειστών. Και ενδεχομένως να ακολουθήσουν και άλλα τερτίπια...
Παράλληλα ο Αλ. Τσίπρας και το επιτελείο του υλοποιούν σχέδιο κτισίματος πελατειακών σχέσεων, άλωσης του κράτους και δημιουργίας δικτύου προπαγάνδας. Σε αυτό εντάσσονται προσλήψεις, αποφάσεις παρατάσεων, εξαιρέσεων, διευκολύνσεων και απαλλαγών, σχέσεις με εξωθεσμικούς παράγοντες με επιρροή και «στρατούς» (Σαββίδης - φανατικοί οπαδοί ΠΑΟΚ - Πόντιοι εξ ου και η έδρα Ποντιακών Σπουδών στο ΑΠΘ), αναβίωση ή ίδρυση μίντια –ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών σε πρώτη φάση– και στελέχωσή τους με «δικούς» τους ανθρώπους. Τις προσλήψεις τις «δουλεύουν» από καιρό και με διάφορους τρόπους. Με στήσιμο υπηρεσιών και οργανισμών που δεν χρειάζονται και στους οποίους διορίζουν, με νέα στρώματα «σταζιέρ», με προσλήψεις στο Δημόσιο με ποικίλες προφάσεις, που θα γίνουν και μαζικές με την πάροδο του χρόνου, μέσω των νέων οργανισμών των υπουργείων –ο Π. Καρακατσούλης κατήγγειλε ότι θα αυξηθούν κατά 10%– και με άλλους τρόπους. Θα αγνοήσουν ΣτΕ, Ελεγκτικό Συνέδριο και τρόικα και θα προχωρήσουν ακάθεκτοι με το σκεπτικό ότι η ακύρωση των αποφάσεών τους θα έλθει εκ των υστέρων και θα βλάψει τη νέα κυβέρνηση. Με την ίδια «αποφασιστικότητα» θα μοιράσουν και χρήματα.
Με λίγα λόγια, πασχίζουν με κάθε τρόπο να ξαναφτιάξουν το μοντέλο που οδήγησε την Ελλάδα στον γκρεμό, προκειμένου να κρατήσουν την εξουσία.
3. Γερμανικές διαταράξεις
Εμείς οι Ελληνες χρωστάμε πολλά σε ένα... χαρτάκι. Ο λόγος για τη συμφωνία της Μόσχας τον Οκτώβριο του 1944 μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν. Στο «χαρτάκι» αποτυπώθηκε η απόφασή τους να διατηρηθεί η Ελλάδα κατά 90% στη σφαίρα επιρροής της Δύσης και κατά 10% στη σοβιετική σφαίρα. Η συμφωνία αυτή κράτησε την Ελλάδα στον δυτικό κόσμο και της εξασφάλισε μια πολύ διαφορετική πορεία από όλους τους βόρειους γείτονές της. Η Αριστερά πλήρωσε το κόστος με τις εξορίες και τους αποκλεισμούς. Η χώρα, όμως, παρέμεινε στη Δύση και γνώρισε μια μεγάλη περίοδο ευμάρειας και δημοκρατίας, με εξαίρεση την επταετή δικτατορία.
Πού θυμήθηκα τώρα τη συμφωνία της Μόσχας, θα αναρωτηθείτε. Επειδή εκτυλίσσεται, πλέον, ένα νέο Μεγάλο Παιχνίδι γύρω μας και ακούω διαφόρους να ισχυρίζονται πως «η Ελλάδα δεν θα φύγει ποτέ από την επιρροή της Δύσης, και ειδικότερα της Αμερικής, γιατί υπάρχει ακόμη η περίφημη συνεννόηση Τσώρτσιλ - Στάλιν». Aυτό προϋποθέτει, όμως, να είναι η Αμερική στη... θέση της.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει από το 1944. Οταν η καγκελάριος της Γερμανίας αμφισβητεί την αντοχή και το μέλλον του δυτικού μεταπολεμικού οικοδομήματος, προφανώς και πολλά έχουν αλλάξει.
Εχουμε νέους ισχυρούς και φιλόδοξους παίκτες οι οποίοι διεκδικούν στρατηγική παρουσία στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια και στην Ε.Ε. Η Κίνα είναι η ανερχόμενη υπερδύναμη, η οποία διαθέτει σχέδιο και... cash, πολύ cash. Μετά την Αφρική, επεκτείνεται και στην Ευρώπη. Αγοράζει υποδομές, θέλει να έχει επιρροή. Στην περίπτωση της Ελλάδας κινείται δραστήρια, με σχέδιο και υπομονή. Ο Πειραιάς καθίσταται βασικός κόμβος για τα σχέδιά της, τα οποία πάντως δεν σταματούν εκεί. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί ανησυχούν και αναρωτιούνται έως πού θα φτάσει η κινεζική επέκταση στη χώρα μας και στην Ε.Ε. Η μαύρη αλήθεια, όμως, είναι ότι μία χρεοκοπημένη χώρα σαν την Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να πει «όχι» σε μεγάλες επενδύσεις. Ή, όπως απάντησε σε Δυτικό ομόλογό του πρώην πρωθυπουργός, «αν μπορείτε εσείς να στείλετε τόσο μεγάλους επενδυτές, μακάρι, εμείς θα τους καλωσορίσουμε». Η διαφορά είναι ότι οι Δυτικοί επενδυτές παίρνουν αποφάσεις με κριτήριο τα συμφέροντα των μετόχων τους, η Κίνα όχι.
Και η Ρωσία διατηρεί και ενισχύει την επιρροή της στην Ελλάδα. Είναι κυρίως «πολιτισμική», πολύ ισχυρή στη Βόρεια Ελλάδα και λιγότερο επιχειρηματική.
Ανήκουμε λοιπόν στη Δύση, αλλά, ορθώς, παίζουμε με όλους. Δεν έχουμε ακόμη φτάσει στο σημείο όπου μία υπερδύναμη λειτουργεί μονοπωλιακά στην Ελλάδα. Ασφαλώς και πρέπει να το αποφύγουμε, όποια και αν είναι αυτή. Είμαστε κομμάτι της Ε.Ε., η οποία έχει χρηματοδοτήσει με δυσθεώρητα ποσά την Ελλάδα. Αν η Eυρώπη ενηλικιωθεί στρατηγικά τώρα που νιώθει «ορφανή», όπως την περιέγραψε η κ. Μέρκελ, πρέπει να μείνουμε στον σκληρό της πυρήνα.
Αλλωστε, στο ζήτημα ασφαλείας είναι ξεκάθαρο πού βρισκόμαστε σήμερα. Ανήκουμε στο ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ παραμένουν ο στενότερος εταίρος μας. Μπορούμε να φαντασθούμε ένα «κινεζικό» λιμάνι στον Πειραιά ή ένα «ρωσικό» στη Θεσσαλονίκη. Δεν μπορούμε, όμως, να φαντασθούμε ελλιμενισμένα εκεί κινεζικά ή ρωσικά πολεμικά.
Πώς θα μπορούσε να ανατραπεί αυτό; Αν συμβεί κάτι με την Τουρκία και ανακαλύψουμε ότι η Αμερική δεν είναι πια... εκεί, για δικούς της λόγους, και η Eυρώπη αποδειχθεί ανέτοιμη να παίξει σημαντικό και απτό ρόλο.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 03-04/06/17 |
Του ΄Αγγελου Στάγκου
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν διαφορές στην πρόθεση ψήφου μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ που φαίνεται απίθανο να ανατραπούν, όποτε και να γίνουν οι εκλογές. Το ίδιο υποστηρίζουν οι ειδικοί και η συντριπτική πλειοψηφία όσων ασχολούνται με τα κοινά από διάφορες θέσεις, πεπεισμένοι ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη για την κυβέρνηση. Πιθανότατα, από την άλλη πλευρά όμως οι δημοσκοπήσεις απεικονίζουν τις διαθέσεις των ψηφοφόρων την ώρα που γίνονται και με την υπόθεση ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν μάλλον στα τέλη του 2018 - αρχές του 2019, η χρονική απόσταση έως τότε είναι αρκετά μεγάλη. Μπορεί η δυσαρέσκεια για τις επιδόσεις και τα καμώματα της κυβέρνησης Συρανέλ να είναι πολύ μεγάλη, ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή –άγνωστο κατά πόσο θα βελτιωθεί– και σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τα ποσοστά του «τσίμπησαν» λίγο. Παρά τα χάλια...
Είναι βέβαιο ότι η κυβερνητική παράταξη θα δώσει λυσσαλέο αγώνα με πρώτο στόχο ασφαλώς τη νίκη στις επόμενες εκλογές και δεύτερο τον περιορισμό κατά το δυνατόν της έκτασης της ήττας της. Ωστε να μην πάρει αυτοδυναμία ο Κυρ. Μητσοτάκης, ούτε να την πλησιάσει σε έδρες και να μη βρει άλλο κόμμα για να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας. Η επίτευξη αυτού του βασικού στόχου συνδέεται ασφαλώς με την προσδοκία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάρει ένα αξιοσέβαστο ποσοστό, τουλάχιστον περί το 20%, για να παραμείνει πόλος εξουσίας. Προς το παρόν, τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων δίνουν πολλές πιθανότητες στο συγκεκριμένο σενάριο. Η Ν.Δ. εμφανίζεται πρώτη, αλλά δίχως σίγουρη αυτοδυναμία, ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι οπωσδήποτε δεύτερος και από τα άλλα κόμματα που προβλέπεται να μπουν στη Βουλή, μόνον η Δημοκρατική Συμπαράταξη διαθέτει τα πολιτικά προσόντα για συνεταίρος σε κυβέρνηση συνεργασίας με την πρώτη. Αν καταφέρει να έχει ικανό αριθμό εδρών και δεν αλεστεί από τις μυλόπετρες του διπολισμού, αλλά και από την έλλειψη ενότητας στον χώρο της.
Σε όσους παρακολουθούν από κοντά τα κοινά, είναι φανερό ότι η κυβέρνηση στήνει ήδη ένα δίχτυ για να παγιδεύσει τον Κυρ. Μητσοτάκη. Ξεκίνησε με την ψήφιση του νόμου της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές, ίσως αμέσως μετά τις επόμενες αν δεν σχηματισθεί κυβέρνηση και συνεχίζει με ποικίλους τρόπους. Τώρα θέλει την απλή αναλογική στις εκλογές των δήμων, σε μία προσπάθεια να «μπλοκάρει» όλα τα επίπεδα διοίκησης. Ενώ ήδη έχει καταφέρει να κάνει δύσκολη τη ζωή της κυβέρνησης που θα βρεθεί στην εξουσία, με τη μείωση των συντάξεων το 2019, τη μείωση του αφορολόγητου το 2020 και την ψήφιση των αντιμέτρων, που ασφαλώς δεν πρόκειται να εφαρμοστούν και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πετροβολά από το πεζοδρόμιο της αντιπολίτευσης. Αποκλειστικά αυτό ήταν το περιεχόμενο της «σκληρής» διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, που είχε σαν αποτέλεσμα να καθυστερήσει η δεύτερη αξιολόγηση με μεγάλο κόστος για τους πολίτες. Ο Αλ. Τσίπρας προσπάθησε και πέτυχε να υφάνει ιστό παγίδευσης του Κυρ. Μητσοτάκη με τη συναίνεση των δανειστών. Και ενδεχομένως να ακολουθήσουν και άλλα τερτίπια...
Παράλληλα ο Αλ. Τσίπρας και το επιτελείο του υλοποιούν σχέδιο κτισίματος πελατειακών σχέσεων, άλωσης του κράτους και δημιουργίας δικτύου προπαγάνδας. Σε αυτό εντάσσονται προσλήψεις, αποφάσεις παρατάσεων, εξαιρέσεων, διευκολύνσεων και απαλλαγών, σχέσεις με εξωθεσμικούς παράγοντες με επιρροή και «στρατούς» (Σαββίδης - φανατικοί οπαδοί ΠΑΟΚ - Πόντιοι εξ ου και η έδρα Ποντιακών Σπουδών στο ΑΠΘ), αναβίωση ή ίδρυση μίντια –ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών σε πρώτη φάση– και στελέχωσή τους με «δικούς» τους ανθρώπους. Τις προσλήψεις τις «δουλεύουν» από καιρό και με διάφορους τρόπους. Με στήσιμο υπηρεσιών και οργανισμών που δεν χρειάζονται και στους οποίους διορίζουν, με νέα στρώματα «σταζιέρ», με προσλήψεις στο Δημόσιο με ποικίλες προφάσεις, που θα γίνουν και μαζικές με την πάροδο του χρόνου, μέσω των νέων οργανισμών των υπουργείων –ο Π. Καρακατσούλης κατήγγειλε ότι θα αυξηθούν κατά 10%– και με άλλους τρόπους. Θα αγνοήσουν ΣτΕ, Ελεγκτικό Συνέδριο και τρόικα και θα προχωρήσουν ακάθεκτοι με το σκεπτικό ότι η ακύρωση των αποφάσεών τους θα έλθει εκ των υστέρων και θα βλάψει τη νέα κυβέρνηση. Με την ίδια «αποφασιστικότητα» θα μοιράσουν και χρήματα.
Με λίγα λόγια, πασχίζουν με κάθε τρόπο να ξαναφτιάξουν το μοντέλο που οδήγησε την Ελλάδα στον γκρεμό, προκειμένου να κρατήσουν την εξουσία.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 03-04/06/17 |
Του Κώστα Ιορδανίδη
Το πλεονέκτημα των Μεγάλων Δυνάμεων, όλων των εποχών, είναι ότι μπορούν να σφάλλουν και να ενεργούν, ενίοτε, ανόητα και ανεύθυνα. Αλλά όχι επί μακρόν, διότι κάποτε θα καταβάλουν το τίμημα της αφροσύνης και ακολουθεί η κατάρρευση. Το δράμα ημών των τύποις ισοτίμων, αλλά επί της ουσίας δορυφορούμενων κρατών, είναι ότι εκτιθέμεθα σε άμεσους κινδύνους, που απειλούν όχι απλώς την ευζωία, αλλά την ύπαρξη της εθνικής οντότητός μας.
Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι η δραματικοποίηση της συγκυρίας είναι άσκοπη και υπερβολική και επιβλαβής. Δεν αποκλείεται να έχουν δίκαιο. Θα ήμαστε όντως ευτυχείς, ως έθνος, όμως, εάν το πρόβλημα εξηντλείτο στο θέμα της «αξιολογήσεως». Διότι ως προς αυτό, εδώ και μία επταετία, απλούστατα υφιστάμεθα τα επιτίμια μιας εγκληματικής διαχειρίσεως της προσχωρήσεώς μας στην ΕΟΚ και της εντάξεώς μας –ειδικότερα– στη Ζώνη του Ευρώ, διά τεχνασμάτων και δίχως να πληροί η χώρα μας καμία προϋπόθεση.
Πολύ πιο ουσιαστικές, με επιπτώσεις απείρως κρισιμότερες, είναι οι αναταράξεις στο υπερατλαντικό σύστημα ασφαλείας, που εξασφάλισε τη σταθερότητα και την ευημερία της Δυτικής Ευρώπης στα χρόνια που η ΕΣΣΔ αποτελούσε θανάσιμη απειλή.
Παρέλκει ασφαλώς ο σχολιασμός της τελευταίας εκρήξεως της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ σε μπιραρία του Μονάχου και η ανιστόρητη έως υπερφίαλη αναφορά της ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουν πλέον «την τύχη στα χέρια τους». Με αυτό το ζήτημα, ωστόσο, θα ασχοληθεί πρωτίστως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Ενδιαφέρουν, όμως, άμεσα την Ελλάδα οι επιπτώσεις της πολιτικής του Βερολίνου καθ’ όσον αφορά στην Αγκυρα.
Ανέλαβε πρωτοβουλία ηγέτιδος υπερδυνάμεως η καγκελάριος Μέρκελ και συνομολόγησε με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συμφωνία περί του «μεταναστευτικού» και αποσταθεροποίησε στην κυριολεξία την Ευρώπη. Ηγήθηκε κινήσεως η Γερμανία στο ΝΑΤΟ για να μην επιτρέψει στην Τουρκία να φιλοξενήσει την προσεχή Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας, ώστε να «μη δοθεί η εντύπωση ότι το ΝΑΤΟ υποστηρίζει την εσωτερική πολιτική της τουρκικής κυβερνήσεως», όπως επεσημάνθη από την εφημερίδα Die Welt.
Ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ ως συμμαχία των ελευθέρων και δημοκρατικών κρατών για την αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής, γι’ αυτό είχε αποκλεισθεί και η συμμετοχή της Ισπανίας του Φράνκο. Ωστόσο, το κριτήριο αυτό ατόνησε. Διαδοχικά πραξικοπήματα στην Τουρκία και η οικτρή δικτατορία των συνταγματαρχών στη χώρα μας καταδεικνύουν ότι, καλώς ή κακώς, οι εσωτερικές εξελίξεις σε μία χώρα δεν είναι δυνατόν να διαταράσσουν ρυθμίσεις επί θεμάτων ασφαλείας σε μία Συμμαχία.
Εάν υπάρχει μία χώρα που έχει απόλυτο συμφέρον να παραμείνει η Τουρκία στο αμυντικό σύστημα της Δύσεως, αυτή είναι η Ελλάς. Διότι στα χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι σχέσεις Αθηνών - Αγκύρας συχνότατα εκτραχύνθηκαν και εάν απετράπη η σύγκρουση, αυτό οφείλεται σε παρεμβάσεις της Ουάσιγκτον.
Οι σχέσεις του ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους με τη Μεγάλη Βρετανία αρχικώς και στη συνέχεια με τις ΗΠΑ υπήρξαν πολλές φορές τεταμένες, αλλά αυτές οι δύο χώρες ήταν και παραμένουν οι φυσικοί σύμμαχοι της Ελλάδος. Ως προς αυτό ας είναι η στάση της κυβερνήσεως αλλά και των άλλων κομμάτων απολύτως σαφής. Η Γερμανία της καγκελαρίου Μέρκελ, του δρος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εισέρχεται ως φαίνεται σε φάση ψυχολογικής διαταράξεως. Ας διαφοροποιηθεί η Ελλάς σαφώς από το Βερολίνο, τουλάχιστον στα θέματα ασφαλείας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΓΙΑΝΟΣ*, ΧΑΡΗΣ ΝΤΕΛΛΑΣ**, ΑΜΕΝΤΕΟ ΟΝΤΟΝΙ***
4.Οπισθοδρόμηση ολοταχώς στα ελληνικά πανεπιστήμια
Βασικά θέματα της επικαιρότητας τους τελευταίους μήνες είναι το πώς θα κλείσει η αξιολόγηση και αν θα υπάρξει ρύθμιση για το χρέος. Η ενασχόληση με τα θέματα αυτά έχει ως συνέπεια να παραβλέπονται πτυχές της οικονομίας που είναι θεμελιώδεις για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας και την έξοδο από την κρίση, όπου η κατάσταση χειροτερεύει διαρκώς.
Μία από αυτές είναι η εκπαίδευση και ειδικότερα τα πανεπιστήμιά μας. Η χειροτέρευση αφορά τη σταδιακή κατάργηση του νόμου 4009/2011 (νόμος Διαμαντοπούλου) και τις αλλαγές που επιθυμεί να επιφέρει ο υπουργός Παιδείας κ. Γαβρόγλου.
Να αρχίσουμε με μια σύντομη ανασκόπηση. Αν και κάποιες νησίδες αριστείας υπάρχουν, οι γενικές επιδόσεις των ελληνικών πανεπιστημίων είναι μέτριες σχετικά με τους δαπανώμενους πόρους. Ακόμα και στα χρόνια πριν από την κρίση, κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ήταν στα διακόσια καλύτερα του κόσμου (κατάταξη Shanghai Jiao Tong, 2007). Το Βέλγιο για παράδειγμα, με την ίδια περίπου δαπάνη κατά κεφαλήν, είχε τέσσερα πανεπιστήμια στα 150 καλύτερα.
Οι μέτριες επιδόσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην κακή διακυβέρνηση. Τα προβλήματα στη διακυβέρνηση είναι παρόμοια με αυτά σε άλλους δημόσιους οργανισμούς (π.χ. νοσοκομεία, ΔΕΚΟ): υπερβολική εξάρτηση από την εκάστοτε κυβέρνηση και συνεπαγόμενη έλλειψη ενός αυστηρού και αξιόπιστου πλαισίου ελέγχου και λογοδοσίας. Τα πανεπιστήμια εξαρτώνται πλήρως από το υπουργείο Παιδείας για όλες τις σημαντικές λειτουργικές τους αποφάσεις, όπως ο αριθμός των εισακτέων, οι προσλήψεις και αμοιβές του προσωπικού, και οι επενδύσεις σε κτίρια και εξοπλισμό. Οι πόροι που το υπουργείο διαθέτει στα πανεπιστήμια δεν έχουν καμία σχέση με δείκτες απόδοσης και ο έλεγχος σε επίπεδο πανεπιστημίου είναι ανύπαρκτος.
Το σύστημα αυτό επιβιώνει επειδή ωφελεί μικρές αλλά ισχυρές ομάδες συμφερόντων, σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Η έλλειψη ελέγχου οδηγεί σε φαινόμενα κακοδιαχείρισης και σπατάλης, καθώς και σε συναλλαγές μεταξύ κάποιων πανεπιστημιακών και εκπροσώπων κομματικών παρατάξεων, με τους τελευταίους να στηρίζουν τους πρώτους στις πρυτανικές εκλογές και άλλες διαδικασίες με διάφορα ανταλλάγματα. Η έλλειψη κινήτρων αριστείας επιτρέπει σε άτομα χωρίς ακαδημαϊκές ικανότητες να διορίζονται και να ανεβαίνουν στις πανεπιστημιακές βαθμίδες.
Ο νόμος 4009/2011 ήταν ένα σημαντικό βήμα για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Μειώνοντας δραστικά τη συμμετοχή των φοιτητών στην εκλογή πρυτάνεων και στη λήψη άλλων σημαντικών αποφάσεων, θα έβαζε τέλος στη συναλλαγή μεταξύ κομματικών παρατάξεων και πρυτανικών αρχών. Θεσπίζοντας τον θεσμό του Συμβουλίου Ιδρύματος (Σ.Ι.), το οποίο μεταξύ άλλων θα έλεγχε τον πρύτανη και τα οικονομικά του πανεπιστημίου, θα περιόριζε τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης. Τα πανεπιστήμια θα αποκτούσαν επίσης μεγαλύτερη ευχέρεια στη διαχείριση των πόρων τους και την ανεύρεση νέων, καθώς και σε άλλες λειτουργικές αποφάσεις. Η αυξημένη αυτονομία προϋποθέτει αξιόπιστο έλεγχο σε επίπεδο πανεπιστημίου, που ο νόμος καθιέρωσε μέσω των Σ.Ι.
Οι αλλαγές είχαν ως στόχο τα ελληνικά πανεπιστήμια να προσεγγίσουν τον τρόπο λειτουργίας αυτών στις περισσότερες προηγμένες χώρες. Ο νόμος 4009/2011 θα έπρεπε μάλιστα να συμπληρωθεί από επιπλέον αλλαγές που αντιστοιχούν σε διεθνείς πρακτικές. Για παράδειγμα, τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να καθορίζουν τα ίδια τον αριθμό των εισακτέων, και οι πόροι που λαμβάνουν από το υπουργείο να εξαρτώνται από την απόδοσή τους σε διδασκαλία και έρευνα. Επίσης τα Σ.Ι. θα έπρεπε να έχουν διευρυμένες αρμοδιότητες, π.χ. να έχουν τη δυνατότητα, σε ακραίες περιπτώσεις, να παύσουν πρυτάνεις που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Ο νόμος πάντως δημιούργησε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μελλοντικές τέτοιες αλλαγές θα ήταν εφικτές.
Οι αντιδράσεις στον νόμο ήταν ισχυρές και προέρχονταν από τις πληττόμενες ομάδες συμφερόντων. Σε πολλά πανεπιστήμια, τα Σ.Ι. αντιμετωπίστηκαν από τις πρυτανικές αρχές όχι μόνο χωρίς διάθεση συνεργασίας και αναγνώρισης του ελεγκτικού τους ρόλου, αλλά με απαξίωση και εχθρότητα. Ακόμα και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ένα από τα καλύτερα ελληνικά πανεπιστήμια, συναντήσαμε τέτοια φαινόμενα, ως εξωτερικά μέλη του Σ.Ι. Οι πιέσεις ενάντια στα Σ.Ι. μεταφέρθηκαν στους εκάστοτε υπουργούς Παιδείας, οι οποίοι από τον κ. Μπαμπινιώτη και μετά (κ. Αρβανιτόπουλος, Λοβέρδος, Μπαλτάς, Φίλης και Γαβρόγλου) κατάργησαν σταδιακά τις λίγες αρμοδιότητές τους.
Με το νέο νομοσχέδιο που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, ο κ. Γαβρόγλου επιδιώκει να καταργήσει πλήρως τα Σ.Ι. και να αποκαταστήσει τις χειρότερες πλευρές του προηγούμενου συστήματος, όπως την ουσιαστική συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των πανεπιστημίων. Ο εσωτερικός έλεγχος που ο κ. Γαβρόγλου θέλει να θεσμοθετήσει είναι αστείος, καθώς το ελεγκτικό όργανο θα υπόκειται στον πρύτανη ή σε άλλα εσωτερικά πανεπιστημιακά όργανα. Ο κ. Γαβρόγλου κατηγορεί τα Σ.Ι. ως προβληματικό και αντιδημοκρατικό θεσμό, παραγνωρίζοντας πλήρως τις διεθνείς πρακτικές. Από τις πελατειακές λογικές του παρελθόντος, έχουμε πλέον περάσει σε συνδυασμό πελατειασμού και περιθωριακών αντιλήψεων.
Οι σχεδιαζόμενες αλλαγές θα μειώσουν επίσης τους πόρους των πανεπιστημίων, καθώς για παράδειγμα τα μεταπτυχιακά προγράμματα περιορίζονται δραστικά. Τα πανεπιστήμια θα καταστούν έτσι ακόμα πιο εξαρτημένα από το υπουργείο, και τα καλύτερα από αυτά (που ήταν σε θέση να προσφέρουν τα καλύτερα μεταπτυχιακά) θα πληγούν περισσότερο.
Δυστυχώς, σχεδόν όλες οι καινοτομίες που εισήγαγε ο νόμος 4009/2011 σταδιακά καταργούνται και γυρίζουμε σε ένα σύστημα χειρότερο από το προηγούμενο. Η σχέση της πολιτείας με τα πανεπιστήμια θα συνεχίσει να επικεντρώνεται στα λάθος θέματα: πόσοι από τους κρατικούς πόρους, οι οποίοι πλέον είναι λιγοστοί, θα διατίθενται στα πανεπιστήμια, αντί για το πώς ο τρόπος λειτουργίας αυτών θα τεθεί σε σωστές βάσεις ακολουθώντας τα διεθνή πρότυπα. Χωρίς δραστικές τομές προς την κατεύθυνση αυτή, τα ελληνικά πανεπιστήμια θα συνεχίσουν να έχουν χαμηλές επιδόσεις. Το υπάρχον τέλμα θα αυξάνει την οικονομική ανισότητα (καθώς οι πιο ευκατάστατοι θα στέλνουν τα παιδιά τους σε πανεπιστήμια του εξωτερικού) και θα υποθηκεύει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας.
* Ο Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics και πρώην μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
** O Χάρης Ντέλλας κατέχει την έδρα της Μακροοικονομίας και είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Είναι πρώην μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος του ΟΠΑ.
*** Ο Αμεντέο Οντόνι είναι ομότιμος καθηγητής Αεροναυπηγικής και Αστροναυπηγικής στο MIT. Ηταν πρόεδρος του Συμβουλίου Ιδρύματος του ΟΠΑ.
5.H εξουσία αγοράζεται με τις εντυπώσεις
Το πλεονέκτημα των Μεγάλων Δυνάμεων, όλων των εποχών, είναι ότι μπορούν να σφάλλουν και να ενεργούν, ενίοτε, ανόητα και ανεύθυνα. Αλλά όχι επί μακρόν, διότι κάποτε θα καταβάλουν το τίμημα της αφροσύνης και ακολουθεί η κατάρρευση. Το δράμα ημών των τύποις ισοτίμων, αλλά επί της ουσίας δορυφορούμενων κρατών, είναι ότι εκτιθέμεθα σε άμεσους κινδύνους, που απειλούν όχι απλώς την ευζωία, αλλά την ύπαρξη της εθνικής οντότητός μας.
Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι η δραματικοποίηση της συγκυρίας είναι άσκοπη και υπερβολική και επιβλαβής. Δεν αποκλείεται να έχουν δίκαιο. Θα ήμαστε όντως ευτυχείς, ως έθνος, όμως, εάν το πρόβλημα εξηντλείτο στο θέμα της «αξιολογήσεως». Διότι ως προς αυτό, εδώ και μία επταετία, απλούστατα υφιστάμεθα τα επιτίμια μιας εγκληματικής διαχειρίσεως της προσχωρήσεώς μας στην ΕΟΚ και της εντάξεώς μας –ειδικότερα– στη Ζώνη του Ευρώ, διά τεχνασμάτων και δίχως να πληροί η χώρα μας καμία προϋπόθεση.
Πολύ πιο ουσιαστικές, με επιπτώσεις απείρως κρισιμότερες, είναι οι αναταράξεις στο υπερατλαντικό σύστημα ασφαλείας, που εξασφάλισε τη σταθερότητα και την ευημερία της Δυτικής Ευρώπης στα χρόνια που η ΕΣΣΔ αποτελούσε θανάσιμη απειλή.
Παρέλκει ασφαλώς ο σχολιασμός της τελευταίας εκρήξεως της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ σε μπιραρία του Μονάχου και η ανιστόρητη έως υπερφίαλη αναφορά της ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουν πλέον «την τύχη στα χέρια τους». Με αυτό το ζήτημα, ωστόσο, θα ασχοληθεί πρωτίστως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Ενδιαφέρουν, όμως, άμεσα την Ελλάδα οι επιπτώσεις της πολιτικής του Βερολίνου καθ’ όσον αφορά στην Αγκυρα.
Ανέλαβε πρωτοβουλία ηγέτιδος υπερδυνάμεως η καγκελάριος Μέρκελ και συνομολόγησε με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συμφωνία περί του «μεταναστευτικού» και αποσταθεροποίησε στην κυριολεξία την Ευρώπη. Ηγήθηκε κινήσεως η Γερμανία στο ΝΑΤΟ για να μην επιτρέψει στην Τουρκία να φιλοξενήσει την προσεχή Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας, ώστε να «μη δοθεί η εντύπωση ότι το ΝΑΤΟ υποστηρίζει την εσωτερική πολιτική της τουρκικής κυβερνήσεως», όπως επεσημάνθη από την εφημερίδα Die Welt.
Ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ ως συμμαχία των ελευθέρων και δημοκρατικών κρατών για την αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής, γι’ αυτό είχε αποκλεισθεί και η συμμετοχή της Ισπανίας του Φράνκο. Ωστόσο, το κριτήριο αυτό ατόνησε. Διαδοχικά πραξικοπήματα στην Τουρκία και η οικτρή δικτατορία των συνταγματαρχών στη χώρα μας καταδεικνύουν ότι, καλώς ή κακώς, οι εσωτερικές εξελίξεις σε μία χώρα δεν είναι δυνατόν να διαταράσσουν ρυθμίσεις επί θεμάτων ασφαλείας σε μία Συμμαχία.
Εάν υπάρχει μία χώρα που έχει απόλυτο συμφέρον να παραμείνει η Τουρκία στο αμυντικό σύστημα της Δύσεως, αυτή είναι η Ελλάς. Διότι στα χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι σχέσεις Αθηνών - Αγκύρας συχνότατα εκτραχύνθηκαν και εάν απετράπη η σύγκρουση, αυτό οφείλεται σε παρεμβάσεις της Ουάσιγκτον.
Οι σχέσεις του ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους με τη Μεγάλη Βρετανία αρχικώς και στη συνέχεια με τις ΗΠΑ υπήρξαν πολλές φορές τεταμένες, αλλά αυτές οι δύο χώρες ήταν και παραμένουν οι φυσικοί σύμμαχοι της Ελλάδος. Ως προς αυτό ας είναι η στάση της κυβερνήσεως αλλά και των άλλων κομμάτων απολύτως σαφής. Η Γερμανία της καγκελαρίου Μέρκελ, του δρος Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εισέρχεται ως φαίνεται σε φάση ψυχολογικής διαταράξεως. Ας διαφοροποιηθεί η Ελλάς σαφώς από το Βερολίνο, τουλάχιστον στα θέματα ασφαλείας.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 03-04/06/17 |
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΓΙΑΝΟΣ*, ΧΑΡΗΣ ΝΤΕΛΛΑΣ**, ΑΜΕΝΤΕΟ ΟΝΤΟΝΙ***
4.Οπισθοδρόμηση ολοταχώς στα ελληνικά πανεπιστήμια
Βασικά θέματα της επικαιρότητας τους τελευταίους μήνες είναι το πώς θα κλείσει η αξιολόγηση και αν θα υπάρξει ρύθμιση για το χρέος. Η ενασχόληση με τα θέματα αυτά έχει ως συνέπεια να παραβλέπονται πτυχές της οικονομίας που είναι θεμελιώδεις για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας και την έξοδο από την κρίση, όπου η κατάσταση χειροτερεύει διαρκώς.
Μία από αυτές είναι η εκπαίδευση και ειδικότερα τα πανεπιστήμιά μας. Η χειροτέρευση αφορά τη σταδιακή κατάργηση του νόμου 4009/2011 (νόμος Διαμαντοπούλου) και τις αλλαγές που επιθυμεί να επιφέρει ο υπουργός Παιδείας κ. Γαβρόγλου.
Να αρχίσουμε με μια σύντομη ανασκόπηση. Αν και κάποιες νησίδες αριστείας υπάρχουν, οι γενικές επιδόσεις των ελληνικών πανεπιστημίων είναι μέτριες σχετικά με τους δαπανώμενους πόρους. Ακόμα και στα χρόνια πριν από την κρίση, κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ήταν στα διακόσια καλύτερα του κόσμου (κατάταξη Shanghai Jiao Tong, 2007). Το Βέλγιο για παράδειγμα, με την ίδια περίπου δαπάνη κατά κεφαλήν, είχε τέσσερα πανεπιστήμια στα 150 καλύτερα.
Οι μέτριες επιδόσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην κακή διακυβέρνηση. Τα προβλήματα στη διακυβέρνηση είναι παρόμοια με αυτά σε άλλους δημόσιους οργανισμούς (π.χ. νοσοκομεία, ΔΕΚΟ): υπερβολική εξάρτηση από την εκάστοτε κυβέρνηση και συνεπαγόμενη έλλειψη ενός αυστηρού και αξιόπιστου πλαισίου ελέγχου και λογοδοσίας. Τα πανεπιστήμια εξαρτώνται πλήρως από το υπουργείο Παιδείας για όλες τις σημαντικές λειτουργικές τους αποφάσεις, όπως ο αριθμός των εισακτέων, οι προσλήψεις και αμοιβές του προσωπικού, και οι επενδύσεις σε κτίρια και εξοπλισμό. Οι πόροι που το υπουργείο διαθέτει στα πανεπιστήμια δεν έχουν καμία σχέση με δείκτες απόδοσης και ο έλεγχος σε επίπεδο πανεπιστημίου είναι ανύπαρκτος.
Το σύστημα αυτό επιβιώνει επειδή ωφελεί μικρές αλλά ισχυρές ομάδες συμφερόντων, σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Η έλλειψη ελέγχου οδηγεί σε φαινόμενα κακοδιαχείρισης και σπατάλης, καθώς και σε συναλλαγές μεταξύ κάποιων πανεπιστημιακών και εκπροσώπων κομματικών παρατάξεων, με τους τελευταίους να στηρίζουν τους πρώτους στις πρυτανικές εκλογές και άλλες διαδικασίες με διάφορα ανταλλάγματα. Η έλλειψη κινήτρων αριστείας επιτρέπει σε άτομα χωρίς ακαδημαϊκές ικανότητες να διορίζονται και να ανεβαίνουν στις πανεπιστημιακές βαθμίδες.
Ο νόμος 4009/2011 ήταν ένα σημαντικό βήμα για να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Μειώνοντας δραστικά τη συμμετοχή των φοιτητών στην εκλογή πρυτάνεων και στη λήψη άλλων σημαντικών αποφάσεων, θα έβαζε τέλος στη συναλλαγή μεταξύ κομματικών παρατάξεων και πρυτανικών αρχών. Θεσπίζοντας τον θεσμό του Συμβουλίου Ιδρύματος (Σ.Ι.), το οποίο μεταξύ άλλων θα έλεγχε τον πρύτανη και τα οικονομικά του πανεπιστημίου, θα περιόριζε τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης. Τα πανεπιστήμια θα αποκτούσαν επίσης μεγαλύτερη ευχέρεια στη διαχείριση των πόρων τους και την ανεύρεση νέων, καθώς και σε άλλες λειτουργικές αποφάσεις. Η αυξημένη αυτονομία προϋποθέτει αξιόπιστο έλεγχο σε επίπεδο πανεπιστημίου, που ο νόμος καθιέρωσε μέσω των Σ.Ι.
Οι αλλαγές είχαν ως στόχο τα ελληνικά πανεπιστήμια να προσεγγίσουν τον τρόπο λειτουργίας αυτών στις περισσότερες προηγμένες χώρες. Ο νόμος 4009/2011 θα έπρεπε μάλιστα να συμπληρωθεί από επιπλέον αλλαγές που αντιστοιχούν σε διεθνείς πρακτικές. Για παράδειγμα, τα πανεπιστήμια θα έπρεπε να καθορίζουν τα ίδια τον αριθμό των εισακτέων, και οι πόροι που λαμβάνουν από το υπουργείο να εξαρτώνται από την απόδοσή τους σε διδασκαλία και έρευνα. Επίσης τα Σ.Ι. θα έπρεπε να έχουν διευρυμένες αρμοδιότητες, π.χ. να έχουν τη δυνατότητα, σε ακραίες περιπτώσεις, να παύσουν πρυτάνεις που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Ο νόμος πάντως δημιούργησε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μελλοντικές τέτοιες αλλαγές θα ήταν εφικτές.
Οι αντιδράσεις στον νόμο ήταν ισχυρές και προέρχονταν από τις πληττόμενες ομάδες συμφερόντων. Σε πολλά πανεπιστήμια, τα Σ.Ι. αντιμετωπίστηκαν από τις πρυτανικές αρχές όχι μόνο χωρίς διάθεση συνεργασίας και αναγνώρισης του ελεγκτικού τους ρόλου, αλλά με απαξίωση και εχθρότητα. Ακόμα και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ένα από τα καλύτερα ελληνικά πανεπιστήμια, συναντήσαμε τέτοια φαινόμενα, ως εξωτερικά μέλη του Σ.Ι. Οι πιέσεις ενάντια στα Σ.Ι. μεταφέρθηκαν στους εκάστοτε υπουργούς Παιδείας, οι οποίοι από τον κ. Μπαμπινιώτη και μετά (κ. Αρβανιτόπουλος, Λοβέρδος, Μπαλτάς, Φίλης και Γαβρόγλου) κατάργησαν σταδιακά τις λίγες αρμοδιότητές τους.
Με το νέο νομοσχέδιο που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, ο κ. Γαβρόγλου επιδιώκει να καταργήσει πλήρως τα Σ.Ι. και να αποκαταστήσει τις χειρότερες πλευρές του προηγούμενου συστήματος, όπως την ουσιαστική συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των πανεπιστημίων. Ο εσωτερικός έλεγχος που ο κ. Γαβρόγλου θέλει να θεσμοθετήσει είναι αστείος, καθώς το ελεγκτικό όργανο θα υπόκειται στον πρύτανη ή σε άλλα εσωτερικά πανεπιστημιακά όργανα. Ο κ. Γαβρόγλου κατηγορεί τα Σ.Ι. ως προβληματικό και αντιδημοκρατικό θεσμό, παραγνωρίζοντας πλήρως τις διεθνείς πρακτικές. Από τις πελατειακές λογικές του παρελθόντος, έχουμε πλέον περάσει σε συνδυασμό πελατειασμού και περιθωριακών αντιλήψεων.
Οι σχεδιαζόμενες αλλαγές θα μειώσουν επίσης τους πόρους των πανεπιστημίων, καθώς για παράδειγμα τα μεταπτυχιακά προγράμματα περιορίζονται δραστικά. Τα πανεπιστήμια θα καταστούν έτσι ακόμα πιο εξαρτημένα από το υπουργείο, και τα καλύτερα από αυτά (που ήταν σε θέση να προσφέρουν τα καλύτερα μεταπτυχιακά) θα πληγούν περισσότερο.
Δυστυχώς, σχεδόν όλες οι καινοτομίες που εισήγαγε ο νόμος 4009/2011 σταδιακά καταργούνται και γυρίζουμε σε ένα σύστημα χειρότερο από το προηγούμενο. Η σχέση της πολιτείας με τα πανεπιστήμια θα συνεχίσει να επικεντρώνεται στα λάθος θέματα: πόσοι από τους κρατικούς πόρους, οι οποίοι πλέον είναι λιγοστοί, θα διατίθενται στα πανεπιστήμια, αντί για το πώς ο τρόπος λειτουργίας αυτών θα τεθεί σε σωστές βάσεις ακολουθώντας τα διεθνή πρότυπα. Χωρίς δραστικές τομές προς την κατεύθυνση αυτή, τα ελληνικά πανεπιστήμια θα συνεχίσουν να έχουν χαμηλές επιδόσεις. Το υπάρχον τέλμα θα αυξάνει την οικονομική ανισότητα (καθώς οι πιο ευκατάστατοι θα στέλνουν τα παιδιά τους σε πανεπιστήμια του εξωτερικού) και θα υποθηκεύει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της χώρας.
* Ο Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics και πρώην μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
** O Χάρης Ντέλλας κατέχει την έδρα της Μακροοικονομίας και είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Είναι πρώην μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος του ΟΠΑ.
*** Ο Αμεντέο Οντόνι είναι ομότιμος καθηγητής Αεροναυπηγικής και Αστροναυπηγικής στο MIT. Ηταν πρόεδρος του Συμβουλίου Ιδρύματος του ΟΠΑ.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 03-04/06/17 |
Του Χρήστου Γιανναρά
Προκαλούνται και δεν απαντούν. Ποιους κοινωνικούς στόχους έχει το κάθε κόμμα, ποιος σχεδιασμός, ποιο πρόγραμμα, ποιες επιδιώξεις το διαφοροποιούν; Παραλλάζουν οι ονομασίες τους, αλλά η πολιτική που ασκούν ή προπαγανδίζουν είναι ίδια και αδιαφοροποίητη. Tο ξέρουμε με βεβαιότητα, γιατί τους δοκιμάσαμε όλους. Oλοι φιλοδοξούν να διαχειριστούν πανομοιότυπα την κατεστημένη αποτυχία, τη μακάβρια παρακμή. Kατηγορούν λυσσαλέα, ο κάθε αρχηγός και το κάθε κόμμα, τον όποιο ανταγωνιστή τους, αρχηγό και κόμμα. Kαι όταν διαδεχθούν στην εξουσία τον αντίπαλο, συνεχίζουν πειθήνια την πολιτική και τις τακτικές που κατακεραύνωναν.
Γι’ αυτό και τελείως αδιάντροπα σχηματίζουν «κυβερνήσεις συνεργασίας» αρχηγοί και κόμματα που, μια μέρα πριν, αντιπάλευαν μανιασμένα για την τυφλή αλληλεξόντωσή τους. Aποδείχνουν στους ψηφοφόρους τους, με αχαλίνωτο κυνισμό, την απόλυτη πολιτική τους εξομοίωση – συμπίπτουν όλοι στην ίδια, διαχειριστική της παρακμής και του παραλογισμού πολιτική, αγνοούν όλοι παντελώς το τι σημαίνει «μεταρρύθμιση» δομών και θεσμών, τι θα μπορούσε να σημαίνει «επανίδρυση του κράτους».
Kόμματα και «αρχηγοί» έχουν συρρικνώσει την πολιτική σε μια διαχειριστική εκδοχή της οικονομίας. Προκαλούνται και δεν απαντούν: Γίνεται να «επανεκκινήσει» και αναπτυχθεί η οικονομία χωρίς λειτουργικό κράτος; Γίνεται λειτουργικό κράτος χωρίς αξιοκρατία; Γίνεται να επιδιωχθεί αξιοκρατία όσο το κράτος παραμένει πελατειακό; Γίνεται ποτέ να κατορθωθεί κοινωνικό κράτος, απονομή Δικαίου, «δημόσια τάξη», πραγματικός συνδικαλισμός, όσο η λειτουργία των θεσμών είναι παγιδευμένη στις πελατειακές εξαρτήσεις, στην αυθαιρεσία των συνδικαλιστών;
Δεν έχει νόημα να απευθύνονται τέτοια ερωτήματα στα κόμματα, αφού είναι σίγουρο ότι τα κόμματα δεν πρόκειται ποτέ να απαντήσουν, η άρνησή τους να προβληματιστούν είναι όρος επιβίωσής τους. Eπιπλέον, δεν υπάρχουν και θεσμοί που να ελέγχουν τη συμμόρφωση των κομμάτων με τους όρους και τη λογική του κοινοβουλευτισμού, τις στοιχειώδεις προδιαγραφές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Mε το Σύνταγμα του 1985 ο πρωθυπουργός διορίζει (επιλέγει ανεξέλεγκτα) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον πρόεδρο της Bουλής, την ηγεσία των Aνώτατων Δικαστηρίων, την ηγεσία των Eνόπλων Δυνάμεων και της Aστυνομίας, τους υπουργούς του και τους βουλευτές του κόμματός του. Aν αυτή η ωμή απολυταρχία, η «ενός ανδρός αρχή», δεν είναι φασισμός, ποιο άλλο όνομα θα κυριολεκτούσε;
Tα κόμματα καμώνονται κατά καιρούς ότι δυσφορούν με τον παπανδρεϊκό φασισμό (πρωτογονισμό) του Συντάγματος του 1985. Oμως όλες οι απόπειρες «αναθεώρησης» που αποτολμήθηκαν, δεν ενδιαφέρονταν «να βγάλουν το ψοφίμι από το πηγάδι», αλλά «να μη στάξει η ουρά του» και μολύνει την «άσπιλη» δημοκρατία μας. H πρωτεύουσα έγνοια είναι, κάθε φορά, να μείνει άθικτο το πελατειακό κράτος. Kάθε πολίτης, με στοιχειώδη νοημοσύνη, είναι πια βεβαιωμένος πως, οποιοδήποτε κόμμα στη σημερινή Eλλάδα, όποια λεοντή «πεποιθήσεων» κι αν προβάλλει, όταν φτάσει στην εξουσία, θα ασκήσει την ίδια πελατειακή πολιτική με κάθε άλλο κόμμα που προηγήθηκε. Aκόμα και οι άλλοτε πουριτανοί σαβοναρόλες της τάχα και «ριζοσπαστικής» Aριστεράς ή οι αδιάλλακτοι «υπερπατριώτες» της «καθαρόαιμης» Δεξιάς, με θητεία μόλις δύο χρόνων στην εξουσία, αποδείχτηκαν επιδεξιότατοι φαμπρικαδόροι δικού τους πελατειακού κράτους.
Tο φάρμακο για να εξαλειφθεί οριστικά αυτή η καφρίλα, το ξέρουμε όλοι, δεν είναι κάποια επιπλέον νομοθετήματα και βαρύτερες ποινές. Eίναι ένα διαφορετικό εκλογικό σύστημα, που θα καταστήσει περιττή και αδύνατη την πελατειακή συναλλαγή – την εξαγορά της ψήφου με αντιπαροχή διορισμού στο Δημόσιο. Bέβαια, το κοσμογονικό γεγονός, που σε διεθνή κλίμακα ζούμε σήμερα (ασύγκριτο, ακόμα και με έναν παγκόσμιο πόλεμο, σε συνέπειες πολιτισμικής τραγωδίας) είναι το πέρασμα της διακυβέρνησης λαών και εθνών από τους επαγγελματίες πολιτικούς, επώνυμους, στους ανώνυμους «παίκτες» του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού παιγνίου. Oι επαγγελματίες της πολιτικής (κομματάρχες και κομματάνθρωποι) δεν έχουν ακόμα αποβληθεί από το προσκήνιο και από τους ρόλους μαριονέτας, είναι ωστόσο κατάδηλη η αλλαγή των φορέων της ηγεμονίας.
Aποκαλυπτική η εικόνα: Eνας ιδιώτης κροίσος που αγοράζει την κοινή «πληροφόρηση» (τα κανάλια) –μπορεί να γίνει μέχρι και πλανητάρχης– του παραδίδονται τα κλειδιά του μεγαλύτερου πυρηνικού οπλοστασίου, η δυνατότητα να αφανίσει τη ζωή πάνω στη γη. Mοιάζει απλοϊκή η γενίκευση, αλλά είναι ανατριχιαστικά ολοφάνερη: όποιος έχει τα κανάλια, έχει την εξουσία. Tην ολοκληρωτική εξουσία (να εξουσιάζεις μυαλά και συναισθήματα) δεν την εξασφαλίζουν οι «μυστικές αστυνομίες», η λογοκρισία, ο χαφιεδισμός, ο διωγμός των αντιφρονούντων. Tην ολοκληρωτική εξουσία την εξασφαλίζει η ιδιοκτησία MME.
O Eλληνας (και οποιοσδήποτε πολίτης χώρας με ανάλογο επίπεδο κατευθυνόμενης πληροφόρησης) ακούει «ειδήσεις» από κρατικό κανάλι και βιώνει μια συγκεκριμένη αντίληψη της πραγματικότητας – γεγονότων και «κατάστασης πραγμάτων». Aν ακούσει αντιπολιτευόμενο την κυβέρνηση κανάλι, βιώνει και εμπεδώνει μια ριζικά διαφορετική πραγματικότητα, μιαν ασύμπτωτη και αντιθετική, αναιρετική της προηγούμενης «κατάσταση πραγμάτων». Aν δεν αντέχει τη σχιζοείδεια, αφήνεται στην ψευδαίσθηση ότι τουλάχιστον επιλέγει με ποια πραγματικότητα θα ταυτιστεί. Oτι ελευθερία είναι να επιλέγεις κελί και δεσμοφύλακα.
H εξάλειψη κάθε πολιτικής διαφοράς «κομμάτων», που ονοματίζονται με ετικέτες αοριστολογίας για να κερδίσουν άλογη συναισθηματική εύνοια («Ποτάμι», «Δημοκρατική Συμμαχία», «Δημοκρατική Συμπαράταξη», «Nέα Δημοκρατία»), ταυτίζει πια καταγωγικά την πολιτική με το κυνήγι των εντυπώσεων. Oι αποτελεσματικότεροι σε αυτό το κυνήγι είναι, σαφέστατα, οι κατασκευαστές «τεχνητής πραγματικότητας» στο άλλοτε πολιτικό πεδίο. Pεαλιστικός εφιάλτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου