Από την "ΕΣΤΙΑ"
ΧΑΜΕΝΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Του Τίτου Ιω. Αθανασιάδη
TO 1931, ή Ελλάδα, έπί Κυβερνήσεων Ελευθερίου Βενιζέλου, όρισε, μέ Προεδρικό Διάταγμα, μονομερώς ώς έδικαιούτο, τήν έκταση του εθνικού εναέριου χώρου της στά 10 ναυτικά μίλια, ένώ ή αιγιαλίτιδα ζώνη της ήταν στά 3 ναυτικά μίλια. Ή εθνική εναέρια ζώνη ορίστηκε, δηλαδή, ευρύτερη τής αιγιαλίτιδας ζώνης. Ή ρύθμιση έγινε γιά τίς ανάγκες τής αεροπορίας καί τής αστυνομίας της.
Ουδεμία χώρα τής εποχής εκείνης, περιλαμβανομένης τής Τουρκίας, αντέδρασε, μέ τήν εξαίρεση τής Βρεταννίας, μεγάλης τότε αποικιακής δύναμης. Άλλα καί αυτής ή άντίδραση ήταν μάλλον τυπική καί διατυπώθηκε αρκετό χρόνο μετά τήν ελληνική πρωτοβουλία.
Αργότερα, στή Διεθνή Διάσκεψη του Σικάγου (1944), καθιερώθηκε ρητά η αρχή της σύμπτωσης τών εθνικών ορίων των παράκτιων χωρών στή θάλασσα καί στον αέρα, ένώ το 1982 στή Διάσκεψη τής Γενεύης ορίστηκε ότι τά σύνορα αυτά μπορεί νά ορισθούν μέχρι τά 12 ν.μ. καί όχι πέραν αυτών.
Ή συνεχής αδιατάρακτη εφαρμογή τοϋ Προεδρικού Διατάγματος της Ελλάδας άπό τό 1931, μέ την αποδοχή τοΰ περιεχομένου του άπό τους διεθνείς οργανισμούς, τους υπεύθυνους γιά τήν διεθνή αεροπλοία καί την έκ μέρους τους διατύπωση, μέ αφορμή τά FIR, συστάσεων προς τά κράτη καί τους αεροναυτιλλομένους, νά εφαρμόζουν τα ύπ' αυτού οριζόμενα, προσέδωσαν σ' αυτό διεθνές νομικό κύρος καί το καθιέρωσαν ώς τοπικό έθιμο, περιβεβλημένο διεθνώς αναμφισβήτητη νομική ισχύ.
Αυτός είναι καί ο λόγος γιά τον όποιο η Τουρκία, η οποία αντέδρασε το πρώτον κατά της ελληνικής ρύθμισης (του 1931), σαράντα τρία χρόνια μετά, τό 1974 δηλαδή, καί συνεχίζει έκτοτε νά επιμένει στή μείωση του έλληνικού εναέριου χώρου στά 6 ν.μ., ώστε νά συμπέσει μέ τήν έκταση τών ελληνικών χωρικών υδάτων, ουδέν έχει επιτύχει. Ή νομική ισχύς, διεθνώς, του ελληνικού τοπικού εθίμου είναι τόσο ισχυρή, ώστε ή Τουρκία νά καθίσταται προφανές ότι ματαιοπονεί.
Είναι προφανές ότι ή Κυβέρνηση Βενιζέλου άντιληφθείσα εγκαίρως τίς προοπτικές της Αεροπλοΐας, έσπευσε, τό 1931, νά καθιερώσει μέτρο πού εξυπηρετούσε τά ελληνικά εθνικά συμφέροντα στον εναέριο χώρο του Αιγαίου, χωρίς όμως νά επεκτείνει ταυτόχρονα καί τήν αιγιαλίτιδα ζώνη πέραν τών 3 ν.μ., πού ήταν τότε.
Η διατήρηση τών ελληνικών χωρικών υδάτων στά 3 ν.μ. όφείλετο κυρίως σέ λόγους εξυπηρέτησης του ελληνικού εφοπλιστικού κόσμου, ο όποιος θά μπορούσε νά αντιμετωπίσει προβλήματα σέ άλλες θάλασσες, εάν άλλα παράκτια κράτη ακολουθούσαν την ελληνική στάση καί έπεξέτειναν τη θαλάσσια εθνική ζώνη τους πέραν των 3 ν.μ. πού αποτελούσαν τότε καθιερωμένη, κατά τό μάλλον ή ήττον, αρχή.
Τήν επέκταση τής ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στά 6 ν.μ. επέβαλε ή Κυβέρνηση Μεταξά, τό 1936, προφανώς διότι διείδε δύο επικείμενες μεταβολές: Πρώτον, τήν τάση οριοθέτησης τών χωρικών υδάτων τών επάκτιων κρατών στά 6 ν.μ., καί πέραν ακόμη αυτών. Καί δεύτερον, τήν ανατροπή τής διεθνούς τάξεως μέ τήν αναθεωρητική πολιτική κυρίως τής φασιστικής Ιταλίας καί τής ναζιστικής Γερμανίας.
Τό ενδεχόμενο πολέμου υποχρέωνε τήν Ελλάδα νά εξασφαλίσει έαυτήν από τή θάλασσα, επεκτείνοντας τήν αιγιαλίτιδα ζώνη της. Έάν ή Κυβέρνηση Βενιζέλου τό 1931 καί η Κυβέρνηση Μεταξά τό 1936 είχαν τήν πρόνοια να έπεκτείνουν καί τήν αίγιαλίτιδα,ζώνη στά όρια του ελληνικού εναέριου χώρου (10 ν.μ.) ή ακόμη καί πέραν αυτών, μέχρι τά 12 ν.μ., η 'Ελλάδα δέν θά αντιμετώπιζε σήμερα τίς πιέσεις καί τίς απειλές της Τουρκίας στό Αιγαίο, δεδομένου ότι στή δεκαετία του 1930, ή γείτων χώρα δέν είχε αναπτύξει τίς επεκτατικές βλέψεις πού έχει στην εποχή μας.
Παρόμοια ευκαιρία έχασαν καί οι πρώτες μετά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ελληνικές κυβερνήσεις, όταν τό κύρος τής 'Ελλάδας ήταν υψηλό διεθνώς, λόγω τής συμμετοχής της στή συμμαχική νίκη κατά του ναζισμού καί τοϋ φασισμού, ένώ ή Τουρκία αντιμετώπιζε διεθνή απαξίωση λόγω τής φιλοναζιστικής τής «ουδετερότητας» κατά τή διάρκεια τοϋ πολέμου, πού τήν άφησε άθικτη (μοναδική ίσως περίπτωση γιά χώρα τής Ευρώπης καί τής Εγγύς Ανατολής).
Μετά, μάλιστα, τή μή ικανοποίηση, τό 1946-47, τών ελληνικών εθνικών δικαίων (εξαιρέσει τοϋ Δωδεκανησιακού), είναι βέβαιο ότι έάν η Ελλάδα προέβαινε μονομερώς στην επέκταση τών χωρικών της υδάτων άπό τα 6 στά 12 ν.μ. (οπότε ό ελληνικός εναέριος χώρος θά προσαρμοζόταν στό ίδιο όριο), ουδεμία Μεγάλη Δυνάμη τής εποχής θά αντιδρούσε.
Αλλά καί άν ακόμη διατυπώνονταν δισταγμοί άπό όσες άπό αυτές, ενδεχομένως, έθίγοντο άπό μιά τέτοια ρύθμιση, υπήρχε ό διεθνής κανόνας τής «άβλαβούς διέλευσης τών σκαφών τρίτων χωρών άπό τά χωρικά ύδατα παράκτιου κράτους» γιά νά τίς καθησυχάσει, ένώ η Ελλάδα θά μπορούσε νά τους προσφέρει καί αγκυροβόλια γιά τους στόλους τους, σέ αιγαιοπελαγίτικα νησιά της.
Η Τουρκία ενδεχομένως νά αντιδρούσε ακολουθώντας τήν ελληνική περίπτωση: Ή αύξηση όμως τών χωρικών της υδάτων καί τοΰ εναέριου χώρου της στό Αιγαίο θά ήταν μηδαμινή, μπροστά στην αντίστοιχη επέκταση τών ελληνικών ορίων, λόγω τής πληθώρας τών ελληνικών νησιών καί τής γεωγραφίας, γενικά, τής περιοχής.
Τό μειονέκτημα της αυτό αντιλαμβάνεται ή Τουρκία σήμερα (σέ εποχή πού έχει περιέλθει στή λήθη η στάση της κατά τόν πόλεμο) καί αντιδρά βιαίως, παραβιάζοντας τόν ελληνικό εναέριο μέ τά μαχητικά της καί θεωρώντας ώς casus belli τήν επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας στά 12 ν.μ.
Στην περίπτωση μάλιστα του ελληνικού εναέριου προσποιείται τήν «παρθένον», δηλούσα ψευδώς ότι άγνοοϋσε μέχρι τό 1974 τήν ελληνική ρύθμιση τοϋ 1931.
Αλλά έν τοιαύτη περιπτώσει, πώς γινόταν καί τά τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη έπί 43 χρόνια (1931-1974) δέν πετούσαν στον ελληνικό εναέριο χώρο μεταξύ 6 καί 10 ν. μιλίων καί μάλιστα ούτε στις περιόδους τών ελληνοτουρκικών κρίσεων του 1955 καί 1963-1964; Άπό σύμπτωση, ή διότι έγνώριζαν ότι έάν τό έκαναν θά παρανομούσαν, γεγονός πού δέν θά απέκλειε τήν κατάρριψη τους; Ή απάντηση βρίσκεται ασφαλώς στή δεύτερη περίπτωση.
Σήμερα, η Άγκυρα ελπίζει ότι μέ τίς συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου, θά ανατρέψει τήν καθιερωμένη διεθνώς ελληνική νομιμότητα έπί τών 10 ν.μ. Ματαιοπονεί όμως, διότι τά ελληνικά μαχητικά «αναχαιτίζουν» τά τουρκικά καί αποκλείουν τήν καθιέρωση τής τουρκικής παρανομίας ώς καθεστώτος, διά τής πολυχρονίου ασκήσεως της.
"ΕΣΤΙΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 17-18/06/17 |
ΧΑΜΕΝΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Του Τίτου Ιω. Αθανασιάδη
TO 1931, ή Ελλάδα, έπί Κυβερνήσεων Ελευθερίου Βενιζέλου, όρισε, μέ Προεδρικό Διάταγμα, μονομερώς ώς έδικαιούτο, τήν έκταση του εθνικού εναέριου χώρου της στά 10 ναυτικά μίλια, ένώ ή αιγιαλίτιδα ζώνη της ήταν στά 3 ναυτικά μίλια. Ή εθνική εναέρια ζώνη ορίστηκε, δηλαδή, ευρύτερη τής αιγιαλίτιδας ζώνης. Ή ρύθμιση έγινε γιά τίς ανάγκες τής αεροπορίας καί τής αστυνομίας της.
Ουδεμία χώρα τής εποχής εκείνης, περιλαμβανομένης τής Τουρκίας, αντέδρασε, μέ τήν εξαίρεση τής Βρεταννίας, μεγάλης τότε αποικιακής δύναμης. Άλλα καί αυτής ή άντίδραση ήταν μάλλον τυπική καί διατυπώθηκε αρκετό χρόνο μετά τήν ελληνική πρωτοβουλία.
Αργότερα, στή Διεθνή Διάσκεψη του Σικάγου (1944), καθιερώθηκε ρητά η αρχή της σύμπτωσης τών εθνικών ορίων των παράκτιων χωρών στή θάλασσα καί στον αέρα, ένώ το 1982 στή Διάσκεψη τής Γενεύης ορίστηκε ότι τά σύνορα αυτά μπορεί νά ορισθούν μέχρι τά 12 ν.μ. καί όχι πέραν αυτών.
Ή συνεχής αδιατάρακτη εφαρμογή τοϋ Προεδρικού Διατάγματος της Ελλάδας άπό τό 1931, μέ την αποδοχή τοΰ περιεχομένου του άπό τους διεθνείς οργανισμούς, τους υπεύθυνους γιά τήν διεθνή αεροπλοία καί την έκ μέρους τους διατύπωση, μέ αφορμή τά FIR, συστάσεων προς τά κράτη καί τους αεροναυτιλλομένους, νά εφαρμόζουν τα ύπ' αυτού οριζόμενα, προσέδωσαν σ' αυτό διεθνές νομικό κύρος καί το καθιέρωσαν ώς τοπικό έθιμο, περιβεβλημένο διεθνώς αναμφισβήτητη νομική ισχύ.
Αυτός είναι καί ο λόγος γιά τον όποιο η Τουρκία, η οποία αντέδρασε το πρώτον κατά της ελληνικής ρύθμισης (του 1931), σαράντα τρία χρόνια μετά, τό 1974 δηλαδή, καί συνεχίζει έκτοτε νά επιμένει στή μείωση του έλληνικού εναέριου χώρου στά 6 ν.μ., ώστε νά συμπέσει μέ τήν έκταση τών ελληνικών χωρικών υδάτων, ουδέν έχει επιτύχει. Ή νομική ισχύς, διεθνώς, του ελληνικού τοπικού εθίμου είναι τόσο ισχυρή, ώστε ή Τουρκία νά καθίσταται προφανές ότι ματαιοπονεί.
Είναι προφανές ότι ή Κυβέρνηση Βενιζέλου άντιληφθείσα εγκαίρως τίς προοπτικές της Αεροπλοΐας, έσπευσε, τό 1931, νά καθιερώσει μέτρο πού εξυπηρετούσε τά ελληνικά εθνικά συμφέροντα στον εναέριο χώρο του Αιγαίου, χωρίς όμως νά επεκτείνει ταυτόχρονα καί τήν αιγιαλίτιδα ζώνη πέραν τών 3 ν.μ., πού ήταν τότε.
Η διατήρηση τών ελληνικών χωρικών υδάτων στά 3 ν.μ. όφείλετο κυρίως σέ λόγους εξυπηρέτησης του ελληνικού εφοπλιστικού κόσμου, ο όποιος θά μπορούσε νά αντιμετωπίσει προβλήματα σέ άλλες θάλασσες, εάν άλλα παράκτια κράτη ακολουθούσαν την ελληνική στάση καί έπεξέτειναν τη θαλάσσια εθνική ζώνη τους πέραν των 3 ν.μ. πού αποτελούσαν τότε καθιερωμένη, κατά τό μάλλον ή ήττον, αρχή.
Τήν επέκταση τής ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στά 6 ν.μ. επέβαλε ή Κυβέρνηση Μεταξά, τό 1936, προφανώς διότι διείδε δύο επικείμενες μεταβολές: Πρώτον, τήν τάση οριοθέτησης τών χωρικών υδάτων τών επάκτιων κρατών στά 6 ν.μ., καί πέραν ακόμη αυτών. Καί δεύτερον, τήν ανατροπή τής διεθνούς τάξεως μέ τήν αναθεωρητική πολιτική κυρίως τής φασιστικής Ιταλίας καί τής ναζιστικής Γερμανίας.
Τό ενδεχόμενο πολέμου υποχρέωνε τήν Ελλάδα νά εξασφαλίσει έαυτήν από τή θάλασσα, επεκτείνοντας τήν αιγιαλίτιδα ζώνη της. Έάν ή Κυβέρνηση Βενιζέλου τό 1931 καί η Κυβέρνηση Μεταξά τό 1936 είχαν τήν πρόνοια να έπεκτείνουν καί τήν αίγιαλίτιδα,ζώνη στά όρια του ελληνικού εναέριου χώρου (10 ν.μ.) ή ακόμη καί πέραν αυτών, μέχρι τά 12 ν.μ., η 'Ελλάδα δέν θά αντιμετώπιζε σήμερα τίς πιέσεις καί τίς απειλές της Τουρκίας στό Αιγαίο, δεδομένου ότι στή δεκαετία του 1930, ή γείτων χώρα δέν είχε αναπτύξει τίς επεκτατικές βλέψεις πού έχει στην εποχή μας.
Παρόμοια ευκαιρία έχασαν καί οι πρώτες μετά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ελληνικές κυβερνήσεις, όταν τό κύρος τής 'Ελλάδας ήταν υψηλό διεθνώς, λόγω τής συμμετοχής της στή συμμαχική νίκη κατά του ναζισμού καί τοϋ φασισμού, ένώ ή Τουρκία αντιμετώπιζε διεθνή απαξίωση λόγω τής φιλοναζιστικής τής «ουδετερότητας» κατά τή διάρκεια τοϋ πολέμου, πού τήν άφησε άθικτη (μοναδική ίσως περίπτωση γιά χώρα τής Ευρώπης καί τής Εγγύς Ανατολής).
Μετά, μάλιστα, τή μή ικανοποίηση, τό 1946-47, τών ελληνικών εθνικών δικαίων (εξαιρέσει τοϋ Δωδεκανησιακού), είναι βέβαιο ότι έάν η Ελλάδα προέβαινε μονομερώς στην επέκταση τών χωρικών της υδάτων άπό τα 6 στά 12 ν.μ. (οπότε ό ελληνικός εναέριος χώρος θά προσαρμοζόταν στό ίδιο όριο), ουδεμία Μεγάλη Δυνάμη τής εποχής θά αντιδρούσε.
Αλλά καί άν ακόμη διατυπώνονταν δισταγμοί άπό όσες άπό αυτές, ενδεχομένως, έθίγοντο άπό μιά τέτοια ρύθμιση, υπήρχε ό διεθνής κανόνας τής «άβλαβούς διέλευσης τών σκαφών τρίτων χωρών άπό τά χωρικά ύδατα παράκτιου κράτους» γιά νά τίς καθησυχάσει, ένώ η Ελλάδα θά μπορούσε νά τους προσφέρει καί αγκυροβόλια γιά τους στόλους τους, σέ αιγαιοπελαγίτικα νησιά της.
Η Τουρκία ενδεχομένως νά αντιδρούσε ακολουθώντας τήν ελληνική περίπτωση: Ή αύξηση όμως τών χωρικών της υδάτων καί τοΰ εναέριου χώρου της στό Αιγαίο θά ήταν μηδαμινή, μπροστά στην αντίστοιχη επέκταση τών ελληνικών ορίων, λόγω τής πληθώρας τών ελληνικών νησιών καί τής γεωγραφίας, γενικά, τής περιοχής.
Τό μειονέκτημα της αυτό αντιλαμβάνεται ή Τουρκία σήμερα (σέ εποχή πού έχει περιέλθει στή λήθη η στάση της κατά τόν πόλεμο) καί αντιδρά βιαίως, παραβιάζοντας τόν ελληνικό εναέριο μέ τά μαχητικά της καί θεωρώντας ώς casus belli τήν επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας στά 12 ν.μ.
Στην περίπτωση μάλιστα του ελληνικού εναέριου προσποιείται τήν «παρθένον», δηλούσα ψευδώς ότι άγνοοϋσε μέχρι τό 1974 τήν ελληνική ρύθμιση τοϋ 1931.
Αλλά έν τοιαύτη περιπτώσει, πώς γινόταν καί τά τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη έπί 43 χρόνια (1931-1974) δέν πετούσαν στον ελληνικό εναέριο χώρο μεταξύ 6 καί 10 ν. μιλίων καί μάλιστα ούτε στις περιόδους τών ελληνοτουρκικών κρίσεων του 1955 καί 1963-1964; Άπό σύμπτωση, ή διότι έγνώριζαν ότι έάν τό έκαναν θά παρανομούσαν, γεγονός πού δέν θά απέκλειε τήν κατάρριψη τους; Ή απάντηση βρίσκεται ασφαλώς στή δεύτερη περίπτωση.
Σήμερα, η Άγκυρα ελπίζει ότι μέ τίς συνεχείς παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου, θά ανατρέψει τήν καθιερωμένη διεθνώς ελληνική νομιμότητα έπί τών 10 ν.μ. Ματαιοπονεί όμως, διότι τά ελληνικά μαχητικά «αναχαιτίζουν» τά τουρκικά καί αποκλείουν τήν καθιέρωση τής τουρκικής παρανομίας ώς καθεστώτος, διά τής πολυχρονίου ασκήσεως της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου