"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 21/08/16 |
1. Ο λαϊκισμός ροκανίζει
τη χώρα:
Του Αλέξη Παπαχελά
Καμία κυβέρνηση στα χρόνια της κρίσης δεν απέκτησε ένα δικό της σχέδιο και όραμα για τη χώρα. Ο Γιώργος Παπανδρέου θεώρησε ότι το μνημόνιο ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούσαν επί δεκαετίες, αν και βρίσκονταν σε όλα τα προεκλογικά προγράμματα των μεγάλων κομμάτων. Βυθίστηκε όμως στο τέλμα που δημιούργησαν η διαχειριστική του ανικανότητα, το βαθύ ΠΑΣΟΚ και ένας ισχυρός εσμός συμφερόντων.
Ο Αντώνης Σαμαράς ακολούθησε μια διπολική πολιτική, συνειδητοποιώντας από τη μια την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, όντας όμως από την άλλη όμηρος παλαιοκομματικών δεσμεύσεων και νοοτροπιών. Η πίεση της υλοποίησης των μνημονιακών υποχρεώσεων και των περίφημων... δόσεων πάντως δεν άφηνε σε κανέναν περιθώρια για να σκεφθεί πιο δημιουργικά και με όραμα.
Οσο για τον Αλέξη Τσίπρα, δεν είχε ποτέ σχέδιο. Επιχείρησε να κάνει μια «κατάληψη» σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απέτυχε οικτρά, και από τότε ακολουθεί μια τακτική που βασίζεται σε σχεδιασμούς δύο - τριών εβδομάδων ή και ημερών ακόμη. Το όραμα είναι να κατεβεί ο πήχυς παντού προς τα κάτω, στην Παιδεία, στους θεσμούς, στην ασφάλεια, όπου γίνεται.
Στόχος, να ικανοποιηθεί μια εκλογική πελατεία και η πολιτική επιβίωση. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Η υπόθεση κάποιων ότι θα μπορούσε να γίνει ο «Λούλα της Μεσογείου» έχει καταρρεύσει. «Δεν το ’χει», όπως θα έλεγε κάποιος πιτσιρικάς στις μέρες μας.
Χωρίς ένα δικό μας σχέδιο για το πώς θα ξεφύγει η χώρα από την κρίση, δεν πάμε πουθενά όμως. Και μάλιστα ένα σχέδιο απολύτως απτό και ρεαλιστικό, που θα φέρει μεγάλες τομές σε όλους τους τομείς. Τα καλύτερα ελληνικά μυαλά, εντός και εκτός Ελλάδος, πρέπει να βοηθήσουν στην κατάρτισή του. Η παρακμή καλπάζει, ροκανίζει κάθε στέρεο δοκάρι που στήριζε το ελληνικό κράτος.
Προϋπόθεση για να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα είναι να πεισθεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Αυτό χρειάζεται τεχνοκρατικό λόγο αλλά και συναίσθημα, ένα αφήγημα που θα συγκινήσει μια κουρασμένη κοινωνία. Δεν είναι επίσης υπόθεση ενός κόμματος ή ενός πολιτικού ηγέτη.
Το σαράκι του λαϊκισμού άλλωστε έχει μπει για τα καλά στις «φλέβες» και της Νέας Δημοκρατίας, που θα έπρεπε κανονικά να παίζει τον ρόλο του κεντροδεξιού ευρωπαϊκού κόμματος και μόνο. Θα χρειασθεί μεγάλη αυτοπεποίθηση και δύναμη ο πρόεδρός της για να δαμάσει το κομμάτι που λειτουργεί σαν το... παλαιό ΠΑΣΟΚ. Πρέπει όμως να το επιχειρήσει, γιατί η χώρα δεν θα πάει πολύ μακριά εάν στην εξουσία εναλλάσσονται δύο λαϊκίστικα κόμματα, που δεν έχουν άλλο σχέδιο πλην της είσπραξης των δόσεων και της ικανοποίησης της πελατείας τους.
2. Η διάχυση ενός ορισμένου «ύφους»:
Του Νίκου Βατόπουλου
Με δυσκολία θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Γεώργιο Ράλλη ή τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να χορεύουν τσάμικα, να φέρνουν γυροβολιές, να σολάρουν στο ζεϊμπέκικο και να σέρνουν τον χορό σε λαϊκά πανηγύρια... Είναι θέμα καταγωγής, καταβολής ή απλώς αγωγής; Περισσότερο, θα έλεγε κανείς, ότι είναι ζήτημα αντίληψης της πολιτικής εξουσίας, της δύναμης και της κατάχρησης. Είναι και θέμα ευφυΐας, εκτός από την αισθητική διάσταση, που είναι και αυτή άμεσα συνδεδεμένη με το ύφος της εξουσίας.
Βεβαίως, πολλοί και χόρεψαν και φίλησαν ροδοκόκκινα μαγουλάκια κοριτσιών που είχαν στηθεί με παραδοσιακές ενδυμασίες έτοιμα να ράνουν με ροδοπέταλα, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι ήθελαν να το κάνουν... Παλαιότερα, βεβαίως, δεν υπήρχε η ανάγκη για selfie. Υπήρχε όμως πάντα η ανάγκη να «είναι κανείς κοντά στον λαό». Και να μην αγνοεί το «λαϊκό αίσθημα».
Ζαλισμένος από το βάρος και την ηδονή της εξουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ, πόσο μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ, προσπαθεί, όχι πάντα με μεγάλη επιτυχία, να ορίσει τον χώρο του. Το πώς ορίζεται ένας χώρος μέσα στο κοινωνικό σώμα, ανάμεσα στα δίκτυα των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων και απέναντι στις διαρκώς αντικρουόμενες αντιλήψεις για τη σχέση πολιτικών και ψηφοφόρων, είναι ένα πολύπλευρο ζήτημα με καταγωγή στις απαρχές του κοινοβουλευτισμού, με τον οποίον, ούτως ή άλλως, η «γλώσσα» ΣΥΡΙΖΑ, το «στυλ» ΣΥΡΙΖΑ και εν γένει η κοσμοαντίληψη (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει) ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν άριστη σχέση. Δεν υπάρχει, ας πούμε, «χημεία».
Παρ’ όλα αυτά, παρατηρούμε τη διάχυση ενός ύφους. Είναι άραγε αυτό που θα ονόμαζε κανείς νέα Αριστερά; Ή μήπως αυτό που βλέπουμε καθημερινά ως πολίτες, αυτό το μείγμα ερασιτεχνικού αυταρχισμού και φιλάρεσκης ηθικολογίας, θα μπορούσε να είναι ένα καινούργιο μοντέλο που θα βοηθούσε ένα πρώην μικρό κόμμα να γίνει προοπτικά μια μηχανή μαζικής εξουσίας; Από απόσταση, θα έλεγε κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προχωράει την εξελικτική του φάση. Αγνωστο εάν θα οργανωθεί σταδιακά σε μια έκφραση ενός ευρύτατου φορέα πολυσυλλεκτικής εκπροσώπησης ή αν θα διολισθαίνει διαρκώς στην αυτοαναφορικότητα και στην απομόνωση. Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, που, όσο και μείζον, παραμένει στην παρούσα συγκυρία απλώς μια εικασία, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει όχι μόνο ότι φιλοδοξεί, αλλά εν πολλοίς ότι πιστεύει πως μπορεί να προτείνει σε ένα κομμάτι της κοινωνίας ένα κίνημα μαζικότητας.
Σαφώς, η φιλοδοξία αυτή ή η πίστη πως υπάρχουν οι κοινωνικές συνθήκες υποδοχής μιας μαζικής πολιτικής κουλτούρας, όπως αυτή που θέλει να περάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, υποδηλώνουν ανατριχιαστική άγνοια των διεθνών τάσεων ως προς τον πολυμερισμό των αντιλήψεων κάθε κοινωνικού σώματος τουλάχιστον στην παρούσα ιστορική φάση. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νεόκοπος στις μυλόπετρες της εξουσίας, με την ατσαλοσύνη του αδαούς, επιχειρεί να αρχιτεκτονήσει ένα σύστημα. Από «συστήματα» έχει δει πολλά η χώρα, και ούτε ένα δεν ωφέλησε την κοινωνία μακροπρόθεσμα. Απεναντίας, κάθε απόπειρα διάχυσης ενός μονομερούς πολιτικού λεξιλογίου ως «αληθούς» Ευαγγελίου σταδιακά άφησε τραύματα, αφού πρώτα γελοιοποίησε τους εμπνευστές του. Ομως, τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ζει τη δική του στιγμή, και όπως κάθε άπειρος και αβαθής φορέας εξουσίας, αδυνατεί να συλλάβει, να κατανοήσει και να αναλύσει, προς όφελός του έστω, τα μηνύματα της κοινωνίας, που ούτε στάσιμη είναι ούτε ανεκτική.
Συνεπώς, οφείλουμε, όλοι μας, οπαδοί ή αντίπαλοι της κυβερνητικής πρακτικής, σε όλες τις διαβαθμίσεις και αποχρώσεις υποστήριξης, ανοχής ή αντίθεσης, να υποστούμε τη χρονική διάρκεια και τις επιπτώσεις ωρίμανσης ενός φαινομένου. Το φαινόμενο είναι αντικειμενικά ενοχλητικό καθώς παρακολουθούμε τους αναχρονιστικούς κύκλους ενός λαϊκισμού που, σε κάθε περίπτωση, αναζητεί ρήγματα μέσα στο κοινωνικό σώμα. Και όταν δεν τα εντοπίζει, αναλαμβάνει να δημιουργήσει από μόνος του τα αναγκαία αυτά ρήγματα.
Αυτό που μοιάζει να αγνοεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η βραχύτητα των χρονικών κύκλων κοινωνικής ανοχής. Και όσο θα περιορίζεται ο φυσικός χώρος άσκησης του νέου ύφους εξουσίας τόσο πιο επιτακτικό θα καθίσταται το αίτημα της υπονόμευσής του.
Του Αλέξη Παπαχελά
Καμία κυβέρνηση στα χρόνια της κρίσης δεν απέκτησε ένα δικό της σχέδιο και όραμα για τη χώρα. Ο Γιώργος Παπανδρέου θεώρησε ότι το μνημόνιο ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις που εκκρεμούσαν επί δεκαετίες, αν και βρίσκονταν σε όλα τα προεκλογικά προγράμματα των μεγάλων κομμάτων. Βυθίστηκε όμως στο τέλμα που δημιούργησαν η διαχειριστική του ανικανότητα, το βαθύ ΠΑΣΟΚ και ένας ισχυρός εσμός συμφερόντων.
Ο Αντώνης Σαμαράς ακολούθησε μια διπολική πολιτική, συνειδητοποιώντας από τη μια την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, όντας όμως από την άλλη όμηρος παλαιοκομματικών δεσμεύσεων και νοοτροπιών. Η πίεση της υλοποίησης των μνημονιακών υποχρεώσεων και των περίφημων... δόσεων πάντως δεν άφηνε σε κανέναν περιθώρια για να σκεφθεί πιο δημιουργικά και με όραμα.
Οσο για τον Αλέξη Τσίπρα, δεν είχε ποτέ σχέδιο. Επιχείρησε να κάνει μια «κατάληψη» σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απέτυχε οικτρά, και από τότε ακολουθεί μια τακτική που βασίζεται σε σχεδιασμούς δύο - τριών εβδομάδων ή και ημερών ακόμη. Το όραμα είναι να κατεβεί ο πήχυς παντού προς τα κάτω, στην Παιδεία, στους θεσμούς, στην ασφάλεια, όπου γίνεται.
Στόχος, να ικανοποιηθεί μια εκλογική πελατεία και η πολιτική επιβίωση. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Η υπόθεση κάποιων ότι θα μπορούσε να γίνει ο «Λούλα της Μεσογείου» έχει καταρρεύσει. «Δεν το ’χει», όπως θα έλεγε κάποιος πιτσιρικάς στις μέρες μας.
Χωρίς ένα δικό μας σχέδιο για το πώς θα ξεφύγει η χώρα από την κρίση, δεν πάμε πουθενά όμως. Και μάλιστα ένα σχέδιο απολύτως απτό και ρεαλιστικό, που θα φέρει μεγάλες τομές σε όλους τους τομείς. Τα καλύτερα ελληνικά μυαλά, εντός και εκτός Ελλάδος, πρέπει να βοηθήσουν στην κατάρτισή του. Η παρακμή καλπάζει, ροκανίζει κάθε στέρεο δοκάρι που στήριζε το ελληνικό κράτος.
Προϋπόθεση για να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα είναι να πεισθεί ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Αυτό χρειάζεται τεχνοκρατικό λόγο αλλά και συναίσθημα, ένα αφήγημα που θα συγκινήσει μια κουρασμένη κοινωνία. Δεν είναι επίσης υπόθεση ενός κόμματος ή ενός πολιτικού ηγέτη.
Το σαράκι του λαϊκισμού άλλωστε έχει μπει για τα καλά στις «φλέβες» και της Νέας Δημοκρατίας, που θα έπρεπε κανονικά να παίζει τον ρόλο του κεντροδεξιού ευρωπαϊκού κόμματος και μόνο. Θα χρειασθεί μεγάλη αυτοπεποίθηση και δύναμη ο πρόεδρός της για να δαμάσει το κομμάτι που λειτουργεί σαν το... παλαιό ΠΑΣΟΚ. Πρέπει όμως να το επιχειρήσει, γιατί η χώρα δεν θα πάει πολύ μακριά εάν στην εξουσία εναλλάσσονται δύο λαϊκίστικα κόμματα, που δεν έχουν άλλο σχέδιο πλην της είσπραξης των δόσεων και της ικανοποίησης της πελατείας τους.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 21/08/16 |
2. Η διάχυση ενός ορισμένου «ύφους»:
Του Νίκου Βατόπουλου
Με δυσκολία θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Γεώργιο Ράλλη ή τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να χορεύουν τσάμικα, να φέρνουν γυροβολιές, να σολάρουν στο ζεϊμπέκικο και να σέρνουν τον χορό σε λαϊκά πανηγύρια... Είναι θέμα καταγωγής, καταβολής ή απλώς αγωγής; Περισσότερο, θα έλεγε κανείς, ότι είναι ζήτημα αντίληψης της πολιτικής εξουσίας, της δύναμης και της κατάχρησης. Είναι και θέμα ευφυΐας, εκτός από την αισθητική διάσταση, που είναι και αυτή άμεσα συνδεδεμένη με το ύφος της εξουσίας.
Βεβαίως, πολλοί και χόρεψαν και φίλησαν ροδοκόκκινα μαγουλάκια κοριτσιών που είχαν στηθεί με παραδοσιακές ενδυμασίες έτοιμα να ράνουν με ροδοπέταλα, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι ήθελαν να το κάνουν... Παλαιότερα, βεβαίως, δεν υπήρχε η ανάγκη για selfie. Υπήρχε όμως πάντα η ανάγκη να «είναι κανείς κοντά στον λαό». Και να μην αγνοεί το «λαϊκό αίσθημα».
Ζαλισμένος από το βάρος και την ηδονή της εξουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ, πόσο μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ, προσπαθεί, όχι πάντα με μεγάλη επιτυχία, να ορίσει τον χώρο του. Το πώς ορίζεται ένας χώρος μέσα στο κοινωνικό σώμα, ανάμεσα στα δίκτυα των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων και απέναντι στις διαρκώς αντικρουόμενες αντιλήψεις για τη σχέση πολιτικών και ψηφοφόρων, είναι ένα πολύπλευρο ζήτημα με καταγωγή στις απαρχές του κοινοβουλευτισμού, με τον οποίον, ούτως ή άλλως, η «γλώσσα» ΣΥΡΙΖΑ, το «στυλ» ΣΥΡΙΖΑ και εν γένει η κοσμοαντίληψη (αν υποθέσουμε ότι υπάρχει) ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν άριστη σχέση. Δεν υπάρχει, ας πούμε, «χημεία».
Παρ’ όλα αυτά, παρατηρούμε τη διάχυση ενός ύφους. Είναι άραγε αυτό που θα ονόμαζε κανείς νέα Αριστερά; Ή μήπως αυτό που βλέπουμε καθημερινά ως πολίτες, αυτό το μείγμα ερασιτεχνικού αυταρχισμού και φιλάρεσκης ηθικολογίας, θα μπορούσε να είναι ένα καινούργιο μοντέλο που θα βοηθούσε ένα πρώην μικρό κόμμα να γίνει προοπτικά μια μηχανή μαζικής εξουσίας; Από απόσταση, θα έλεγε κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προχωράει την εξελικτική του φάση. Αγνωστο εάν θα οργανωθεί σταδιακά σε μια έκφραση ενός ευρύτατου φορέα πολυσυλλεκτικής εκπροσώπησης ή αν θα διολισθαίνει διαρκώς στην αυτοαναφορικότητα και στην απομόνωση. Ανεξαρτήτως αυτού, πάντως, που, όσο και μείζον, παραμένει στην παρούσα συγκυρία απλώς μια εικασία, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει όχι μόνο ότι φιλοδοξεί, αλλά εν πολλοίς ότι πιστεύει πως μπορεί να προτείνει σε ένα κομμάτι της κοινωνίας ένα κίνημα μαζικότητας.
Σαφώς, η φιλοδοξία αυτή ή η πίστη πως υπάρχουν οι κοινωνικές συνθήκες υποδοχής μιας μαζικής πολιτικής κουλτούρας, όπως αυτή που θέλει να περάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, υποδηλώνουν ανατριχιαστική άγνοια των διεθνών τάσεων ως προς τον πολυμερισμό των αντιλήψεων κάθε κοινωνικού σώματος τουλάχιστον στην παρούσα ιστορική φάση. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νεόκοπος στις μυλόπετρες της εξουσίας, με την ατσαλοσύνη του αδαούς, επιχειρεί να αρχιτεκτονήσει ένα σύστημα. Από «συστήματα» έχει δει πολλά η χώρα, και ούτε ένα δεν ωφέλησε την κοινωνία μακροπρόθεσμα. Απεναντίας, κάθε απόπειρα διάχυσης ενός μονομερούς πολιτικού λεξιλογίου ως «αληθούς» Ευαγγελίου σταδιακά άφησε τραύματα, αφού πρώτα γελοιοποίησε τους εμπνευστές του. Ομως, τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ζει τη δική του στιγμή, και όπως κάθε άπειρος και αβαθής φορέας εξουσίας, αδυνατεί να συλλάβει, να κατανοήσει και να αναλύσει, προς όφελός του έστω, τα μηνύματα της κοινωνίας, που ούτε στάσιμη είναι ούτε ανεκτική.
Συνεπώς, οφείλουμε, όλοι μας, οπαδοί ή αντίπαλοι της κυβερνητικής πρακτικής, σε όλες τις διαβαθμίσεις και αποχρώσεις υποστήριξης, ανοχής ή αντίθεσης, να υποστούμε τη χρονική διάρκεια και τις επιπτώσεις ωρίμανσης ενός φαινομένου. Το φαινόμενο είναι αντικειμενικά ενοχλητικό καθώς παρακολουθούμε τους αναχρονιστικούς κύκλους ενός λαϊκισμού που, σε κάθε περίπτωση, αναζητεί ρήγματα μέσα στο κοινωνικό σώμα. Και όταν δεν τα εντοπίζει, αναλαμβάνει να δημιουργήσει από μόνος του τα αναγκαία αυτά ρήγματα.
Αυτό που μοιάζει να αγνοεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η βραχύτητα των χρονικών κύκλων κοινωνικής ανοχής. Και όσο θα περιορίζεται ο φυσικός χώρος άσκησης του νέου ύφους εξουσίας τόσο πιο επιτακτικό θα καθίσταται το αίτημα της υπονόμευσής του.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 21/08/16 |
3. Η Ελλάς έναντι της Τουρκίας:
Του Κώστα Ιορδανίδη
Μία διαδικασία μεταλλάξεως βρίσκεται εν εξελίξει στην Τουρκία, που θα ήταν σκόπιμο να αντιμετωπισθεί από την υφισταμένη πολιτική τάξη της χώρας μας. Μέχρις στιγμής το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην αποκατάσταση των σχέσεων της Αγκύρας με τη Ρωσία και το Ισραήλ προ ολίγων ημερών. Οι εξελίξεις αυτές ερμηνεύονται ως πρώτες κινήσεις απεξαρτήσεως της Αγκυρας από τη Δύση. Δεν πρόκειται περί αυτού.
Αυταρχικός ηγέτης είναι ο κ. Ερντογάν, όχι πολιτικά παράφρων· σε διορθωτικές κινήσεις εσφαλμένων ενεργειών τού παρελθόντος προβαίνει και όχι σε αναθεώρηση του αμυντικού προσανατολισμού της χώρας του.
Ενδιαφέρον είναι, ωστόσο, ότι η Μόσχα και η Ιερουσαλήμ ανταποκρίθηκαν δίχως να θέτουν προϋποθέσεις «δημοκρατικής συμπεριφοράς» προς την Τουρκία, όπως συμβαίνει με θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ειδικότερα την Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο, που αντιμετωπίζουν το πραξικόπημα ως στιγμιαίο αδίκημα και θεωρούν ότι ο κ. Ερντογάν θα πρέπει να επιστρέψει εις την προτέρα κατάσταση πραγμάτων, πολιτισμένα και ευρωπαϊκά εν ολίγοις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αντιθέτως έχει η εσωτερική πολιτική μετάλλαξη σε αυτήν τη χώρα, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος επιχειρεί να συνδυάσει την εσωτέρα δυναμική του Ισλάμ με τον κεμαλικό εθνικισμό. Με άλλα λόγια, ο κ. Ερντογάν, που επί σειράν ετών αντιμαχόταν τους Κεμαλιστές σε όλα τα επίπεδα, κινείται πλέον με στόχο να συνθέσει τις πλέον ασύμβατες έως τώρα τάσεις της τουρκικής κοινωνίας.
Η προωθούμενη εσωτερική ενότης δεν προέκυψε απλώς και μόνον από το αποτυχημένο πραξικόπημα. Αλλότριες προς την περιοχή δυνάμεις ενθάρρυναν εξεγέρσεις στη Μεσόγειο με αίτημα τον εκδημοκρατισμό, εν συνεχεία παρενέβησαν στρατιωτικώς και τελικώς προέκυψε χάος και δυστυχία και κύμα απελπισμένων προσφύγων και μεταναστών.
Ολα αυτά συνέβαιναν ταυτόχρονα στην περιφέρεια της Ευρώπης, αλλά η Ενωση ως σύστημα συνολικό επέλεξε τον ρόλο θεατού και ηθικολογούσε και σχολίαζε και ενίοτε εξέφραζε αποτροπιασμό. Αντίθετα, και παρά τη σωρεία των σφαλμάτων, οι χώρες που ενήργησαν με όρους παραδοσιακού συμφέροντος και ισχύος ήσαν οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Βρετανία, η Γαλλία και η Τουρκία, η οποία σε περιφερειακό επίπεδο είχε αγνοηθεί επί μία πενταετία, παρά το γεγονός ότι είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει άμεσο θέμα ασφαλείας, λόγω της ενθαρρύνσεως του αιτήματος της ανεξαρτησίας των Κούρδων.
Επειδή η Ελλάς είναι χώρα μίας εξόχως ασταθούς περιοχής, δεν έχει ως εκ τούτου την πολυτέλεια να διατυπώνει ευχολόγια ή να ηθικολογεί. Σε αυτά ας επιδίδονται οι Ευρωπαίοι εταίροι μας. Μία νέα εσωτερική πολιτική ενότης αρχίζει να διαμορφώνεται στη γειτονική μας χώρα, στο επίπεδο των δυνάμεων του κατεστημένου. Ο κ. Ερντογάν είναι, καλώς ή κακώς, η μόνη πραγματικότητα στην Τουρκία σήμερα. Θα ασχοληθεί με τα του οίκου του όπως ο ίδιος κρίνει και όχι καθ’ υπαγόρευσιν κάποιων εκ των εταίρων μας που απλώς αναζητούν προσχήματα για να αποκλείσουν τη γειτονική αυτή χώρα από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Θα αποτελούσε αφροσύνη εάν σε αυτήν τη φάση παρασυρόταν η Ελλάς από τη ρητορική των Βρυξελλών ή κάποιων ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ουδείς από τους ηθικολογούντες της σήμερον πρόκειται να συνδράμει τη χώρα μας σε περίοδο κρίσεως με την Τουρκία. Προς εξομάλυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων πρέπει να ενεργήσει η Ελλάς με όσες δυνάμεις διαθέτει και όχι για τη δαιμονοποίηση του κ. Ερντογάν.
Του Κώστα Ιορδανίδη
Μία διαδικασία μεταλλάξεως βρίσκεται εν εξελίξει στην Τουρκία, που θα ήταν σκόπιμο να αντιμετωπισθεί από την υφισταμένη πολιτική τάξη της χώρας μας. Μέχρις στιγμής το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην αποκατάσταση των σχέσεων της Αγκύρας με τη Ρωσία και το Ισραήλ προ ολίγων ημερών. Οι εξελίξεις αυτές ερμηνεύονται ως πρώτες κινήσεις απεξαρτήσεως της Αγκυρας από τη Δύση. Δεν πρόκειται περί αυτού.
Αυταρχικός ηγέτης είναι ο κ. Ερντογάν, όχι πολιτικά παράφρων· σε διορθωτικές κινήσεις εσφαλμένων ενεργειών τού παρελθόντος προβαίνει και όχι σε αναθεώρηση του αμυντικού προσανατολισμού της χώρας του.
Ενδιαφέρον είναι, ωστόσο, ότι η Μόσχα και η Ιερουσαλήμ ανταποκρίθηκαν δίχως να θέτουν προϋποθέσεις «δημοκρατικής συμπεριφοράς» προς την Τουρκία, όπως συμβαίνει με θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και ειδικότερα την Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο, που αντιμετωπίζουν το πραξικόπημα ως στιγμιαίο αδίκημα και θεωρούν ότι ο κ. Ερντογάν θα πρέπει να επιστρέψει εις την προτέρα κατάσταση πραγμάτων, πολιτισμένα και ευρωπαϊκά εν ολίγοις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αντιθέτως έχει η εσωτερική πολιτική μετάλλαξη σε αυτήν τη χώρα, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος επιχειρεί να συνδυάσει την εσωτέρα δυναμική του Ισλάμ με τον κεμαλικό εθνικισμό. Με άλλα λόγια, ο κ. Ερντογάν, που επί σειράν ετών αντιμαχόταν τους Κεμαλιστές σε όλα τα επίπεδα, κινείται πλέον με στόχο να συνθέσει τις πλέον ασύμβατες έως τώρα τάσεις της τουρκικής κοινωνίας.
Η προωθούμενη εσωτερική ενότης δεν προέκυψε απλώς και μόνον από το αποτυχημένο πραξικόπημα. Αλλότριες προς την περιοχή δυνάμεις ενθάρρυναν εξεγέρσεις στη Μεσόγειο με αίτημα τον εκδημοκρατισμό, εν συνεχεία παρενέβησαν στρατιωτικώς και τελικώς προέκυψε χάος και δυστυχία και κύμα απελπισμένων προσφύγων και μεταναστών.
Ολα αυτά συνέβαιναν ταυτόχρονα στην περιφέρεια της Ευρώπης, αλλά η Ενωση ως σύστημα συνολικό επέλεξε τον ρόλο θεατού και ηθικολογούσε και σχολίαζε και ενίοτε εξέφραζε αποτροπιασμό. Αντίθετα, και παρά τη σωρεία των σφαλμάτων, οι χώρες που ενήργησαν με όρους παραδοσιακού συμφέροντος και ισχύος ήσαν οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Βρετανία, η Γαλλία και η Τουρκία, η οποία σε περιφερειακό επίπεδο είχε αγνοηθεί επί μία πενταετία, παρά το γεγονός ότι είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει άμεσο θέμα ασφαλείας, λόγω της ενθαρρύνσεως του αιτήματος της ανεξαρτησίας των Κούρδων.
Επειδή η Ελλάς είναι χώρα μίας εξόχως ασταθούς περιοχής, δεν έχει ως εκ τούτου την πολυτέλεια να διατυπώνει ευχολόγια ή να ηθικολογεί. Σε αυτά ας επιδίδονται οι Ευρωπαίοι εταίροι μας. Μία νέα εσωτερική πολιτική ενότης αρχίζει να διαμορφώνεται στη γειτονική μας χώρα, στο επίπεδο των δυνάμεων του κατεστημένου. Ο κ. Ερντογάν είναι, καλώς ή κακώς, η μόνη πραγματικότητα στην Τουρκία σήμερα. Θα ασχοληθεί με τα του οίκου του όπως ο ίδιος κρίνει και όχι καθ’ υπαγόρευσιν κάποιων εκ των εταίρων μας που απλώς αναζητούν προσχήματα για να αποκλείσουν τη γειτονική αυτή χώρα από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Θα αποτελούσε αφροσύνη εάν σε αυτήν τη φάση παρασυρόταν η Ελλάς από τη ρητορική των Βρυξελλών ή κάποιων ηγετών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ουδείς από τους ηθικολογούντες της σήμερον πρόκειται να συνδράμει τη χώρα μας σε περίοδο κρίσεως με την Τουρκία. Προς εξομάλυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων πρέπει να ενεργήσει η Ελλάς με όσες δυνάμεις διαθέτει και όχι για τη δαιμονοποίηση του κ. Ερντογάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου