Ολα τα έχει βαριά και σουρτά, έτσι που να αναδίδουν μια παλαιού τύπου μαγκιά. Τον συγκεκριμένο, κάποτε, μπορεί και ακόμα, πολλοί τον προσκυνούν. Ναι. Πληθωρικά εκδηλώνει ο Ελληνας τα αισθήματά του σε όποιον συμπαραστέκεται στην όποια καψούρα του. Ενώ τραγουδάνε, οι σύγχρονοι οπαδοί-κοψοφλέβηδες πέφτουν στα γόνατα και κάνουν ότι προσκυνούν το ίνδαλμα, ανεβοκατεβάζοντας χέρια και σώμα. (Μπορεί κάπως έτσι να τους παίρνουν και τον λαιμό τους. Ασ’ το.)
Σύμφωνα με τα νέα, όπως αρχικά καταγράφηκαν στον Τύπο, ο μυστακοφόρος βαρύς άνδρας, όταν τον ερεύνησαν και ακολούθως τον συνέλαβαν, είπε στους αστυνομικούς «Είναι αυτό που ξέρετε…» και «Η κοκαΐνη είναι για προσωπική μου χρήση». Το λες και «Ξηγημένος». Μετά; Μετά τον είδαμε με χειροπέδες. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που ηδονίζονται να βλέπω άνθρωπο με χειροπέδες, οπότε και το ειρωνικό του «εγκληματίας», που με τη γνωστή μαγκιά πέταγε προς τους συγκεντρωμένους, τρυφερά το εξέλαβα σαν άμυνα του ανθρώπου που νιώθει ζόρικα, ντροπιασμένα. Ασχέτως τού πόσο μεγάλο ή μικρό ήταν το παράπτωμα στο οποίο υπέπεσε. Νιώθω ότι, εκείνη την ώρα, μέσα στο μυαλό τρέχουν ένα σωρό… Τα παιδιά σου, οι γονείς σου, οι φίλοι των παιδιών σου, ο κόσμος ο μικρός σου, πιο ισχυρός από τον μεγάλο… Ανθρωπένια πράγματα, ρε αδελφέ.
Σύμφωνα με τα νέα, όπως αρχικά καταγράφηκαν στον Τύπο, ο μυστακοφόρος βαρύς άνδρας, όταν τον ερεύνησαν και ακολούθως τον συνέλαβαν, είπε στους αστυνομικούς «Είναι αυτό που ξέρετε…» και «Η κοκαΐνη είναι για προσωπική μου χρήση». Το λες και «Ξηγημένος». Μετά; Μετά τον είδαμε με χειροπέδες. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που ηδονίζονται να βλέπω άνθρωπο με χειροπέδες, οπότε και το ειρωνικό του «εγκληματίας», που με τη γνωστή μαγκιά πέταγε προς τους συγκεντρωμένους, τρυφερά το εξέλαβα σαν άμυνα του ανθρώπου που νιώθει ζόρικα, ντροπιασμένα. Ασχέτως τού πόσο μεγάλο ή μικρό ήταν το παράπτωμα στο οποίο υπέπεσε. Νιώθω ότι, εκείνη την ώρα, μέσα στο μυαλό τρέχουν ένα σωρό… Τα παιδιά σου, οι γονείς σου, οι φίλοι των παιδιών σου, ο κόσμος ο μικρός σου, πιο ισχυρός από τον μεγάλο… Ανθρωπένια πράγματα, ρε αδελφέ.
Μετά ανέλαβε ο δικηγόρος. Πάνω-κάτω… τα γνωστά. Τίποτα. Ολα αλλιώς. Ούτε η κοκαΐνη ήταν δική του. Ούτε τίποτα, τίποτα. Παρανόηση. Ο μάγκας κότα. Κι εγώ ακόμα μια φορά αναζητώ έναν μάγκα μάγκα. Μαράζι το έχω! Τι σου είναι μωρέ, οι δικοί μας καλλιτέχνες; Αγγελοι.
Κάνω μια αναδρομή σε περιστατικά διαφόρων και μετράω χαμένες ευκαιρίες.
Για παράδειγμα φέρνω στη σκέψη κάποιον που οδηγούσε σκνίπα και πήρε στον λαιμό του κόσμο εκτός του εαυτού του. Πόσο η φωνή του, ακόμα και από τον άλλο κόσμο, θα χρησίμευε σε μια εκστρατεία για τη μη οδήγηση αν έχεις πιει; Πόσο θα είχε αξία αν αντί να σαχλοπαίζει κάποιος ειρωνευόμενος, με το αν η ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας –που έχει «αδιέξοδη» ανάγκη– ήταν μεγάλη, μικρή ή αστεία, εξηγούσε πόσο είναι ικανή, μέρα τη μέρα, να σε κάνει εξαρτημένο τόσο, που να μην αναγνωρίζεις τον εαυτό σου τον ίδιο; Πόσο θα είχε αξία να μιλήσει κάποιος για την αγριευτική διαδρομή της ιλιγγιώδους δόξας, αλλά και για την ακόμα πιο αγριευτική, αιματηρά αγριευτική, αντίστροφη διαδρομή της κατηφόρας; Ενας, μωρέ, να μιλήσει ανθρώπινα. Καθαρά και έντιμα. Ενας μάγκας μάγκας.
YΓ. Επιτρέψτε μου να σας προτρέψω στην ανάγνωση του βιβλίου μου «Το παλτό μου, μαμά», εκδόσεις Διόπτρα. Που αναφέρεται ακριβώς στη διαδρομή της εξάρτησης. Οποιασδήποτε εξάρτησης. Μπορεί να είναι άκομψο να συστήνεις βιβλίο σου, αλλά υπερισχύει το ότι το θεωρώ χρήσιμο. Πηγή: Protagon.gr
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 01/12/20 ΤΟΥ ΠΑΣΧΟΥ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗ Με μάσκα και γυαλιά ηλίου εμφανίστηκε στον ανακριτή ο κατηγορούμενος για οπλοκατοχή και κατοχή ποσότητας κοκαΐνης κ. Νότης Σφακιανάκης. Να κατανοήσουμε τη μάσκα λόγω της πανδημίας, αλλά τα γυαλιά ηλίου σε τι χρειάζονται μια χειμωνιάτικη μέρα; Δεν υπονοούμε κάτι φοβερό ή σατανικό. Απλώς ο πυρετός με τα προσωπικά δεδομένα έχει δημιουργήσει και ειδική ενδυματολογία όσων πάνε τον εισαγγελέα. Μην παρεξηγηθούμε: ορθώς πράττουν όσοι δεν δείχνουν το πρόσωπό τους στο αδηφάγο μάτι της κάμερας, ακόμη κι αυτοί που είναι πασίγνωστοι στο ελληνικό κοινό, όπως ο τραγουδιστής του «Μα εγώ είμαι Ελληνας». Καθένας έχει το δικαίωμα να κρύβει τα χαρακτηριστικά του από τη δημόσια θέα και οι Αρχές οφείλουν να τον βοηθούν σε αυτό. Για παράδειγμα, στη Γερμανία το 2001, όταν συνέλαβαν κάποιους ισλαμιστές που κατηγορήθηκαν για συμμετοχή στο έγκλημα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι αστυνομικοί προστάτευσαν τους κατηγορουμένους υψώνοντας σεντόνια κατά τη μεταγωγή τους. Δεν προχώρησαν στην τεμπέλικη αλλά και επικίνδυνη απόφαση της καθολικής απαγόρευσης δημοσίευσης φωτογραφιών, όπως η νομοθεσία στην Ελλάδα επιτάσσει. Η νόμοι για τα προσωπικά δεδομένα μάς έχουν –για ακόμη μία φορά– μπερδέψει. Κανονικά σήμερα στις εφημερίδες έπρεπε να διαβάζουμε: «Γνωστός τραγουδιστής συνελήφθη σε μπλόκο των αστυνομικών. (…) Στο αυτοκίνητο του 61χρονου αοιδού βρέθηκαν…». Κάποια πιο τολμηρά Μέσα πιθανώς να δημοσίευαν τα αρχικά του ονόματός του, Ν.Σ., ή θα υπονοούσαν την ταυτότητα του τραγουδιστή με στίχους όπως «υπήρξε άρχοντας στον κόσμο επάνω», ή «ο αετός συνελήφθη στον αέρα, ελεύθερος και δυνατός…». Στο τέλος, όλοι θα ανέτρεχαν σε ρυπαρούς δικτυακούς τόπους ή βρώμικες (από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα) εφημερίδες για να μάθουν αυτό που η νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων λογόκρινε. Κακώς; Πολύ κακώς, αλλά η περιέργεια είναι στη φύση των ανθρώπων, ειδικώς όταν νιώθουν ότι κάποιοι κάτι τους κρύβουν. Και μαζί με το όνομα του 61χρονου τραγουδιστή θα «πληροφορούνταν» ότι «Εβραίος κτηνίατρος θα μας μπήξει τη βελόνα». Η ετερογονία των σκοπών λειτουργεί καλύτερα όπου ανθούν οι απαγορεύσεις. Ή, παραφράζοντας τον Αμερικανό πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, θα λέγαμε: «Δεν πρέπει να εξετάζουμε τη νομοθεσία υπό το πρίσμα των καλών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί σωστά, αλλά υπό το πρίσμα των δεινών που θα επιφέρει αν εφαρμοστεί εντελώς σωστά». Μακροχρονίως, κάθε λογοκρισία καταντά επικίνδυνη. Οχι μόνο διότι οι νόμοι απαγορεύουν γενικώς και δεν μπορούν εκ των προτέρων να γνωρίζουν ποια έκφραση θα έχει τελικώς ευεργετικό αποτέλεσμα σε μια κοινωνία, αλλά πρωτίστως διότι δημιουργεί μια πλασματική αίσθηση ασφάλειας όταν, αντί να λύνουμε τα προβλήματα, απλώς λογοκρίνουμε κάποιες μορφές εκδήλωσής τους. |
ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Ηταν χειμώνας του 2007. Ή του 2008. Τα χρόνια τότε δεν πολυξεχώριζαν. Κυλούσαν σαν πηχτό ζαχαρόνερο, χωρίς να μαρτυρούν τη χρεοκοπία που ήδη έρρεε στον πάτο της κοίτης τους. Η παρέα είχε φύγει από μια παρουσίαση βιβλίου στα ανερχόμενα Πετράλωνα και με την προτροπή ενός λογιότατου αλλά «κυνόφιλου» ξεμυαλιστή, πέρασε με ένα σάλτο το σύνορο. Πέρασε στην κάτω πλευρά της Πειραιώς. Στου Νότη.
Γηπεδικών διαστάσεων, το μαγαζί ήταν αφύσικα φίσκα. Τραγουδούσαν τα δεύτερα. Οταν ήρθε η ώρα του πρώτου ονόματος, ο αέρας άλλαξε απότομα. Από το ντιριντάχτα πέρασε αμέσως –με τη συνέργεια του κοινού, που λούφαξε εκπαιδευμένο– σε κάτι που έμοιαζε με φαρσική αναπαράσταση ειδωλολατρικής τελετής. Η σάλα σκοτείνιασε και ο «φίρμας» εμφανίστηκε βλοσυρός στον προβολέα, σαν να μη βρισκόταν εκεί για να τραγουδήσει· σαν να επρόκειτο να ραντίσει τους πιστούς του με το αίμα φρεσκοσφαγμένης κατσίκας.
Στον αμύητο, η ψευτοσαμανική μεταμόρφωση του σόουμαν προκαλούσε αυθόρμητο γέλιο. Αλλά μόνο στον αμύητο. Σχεδόν όλο το ποίμνιο έδειχνε να παίρνει τη φάρσα πολύ στα σοβαρά και όχι μόνο επειδή η «ελάχιστη κατανάλωση» είχε ήδη έκδηλα αναστείλει τα κύτταρα της ανθρώπινης δυσπιστίας. Δεν χόρευαν (κάποιος εξήγησε ότι στα βαριά κομμάτια, ο πολλά βαρύς δεν επέτρεπε κόσμο στην πίστα). Δεν έβγαζαν κέφι. Μόνο φώναζαν τους στίχους με φουσκωμένες τις φλέβες γύρω από τα λαρύγγια τους.
Ο τραγουδιστής με τις λοξές φαβορίτες και το μπεγλέρι έμοιαζε έτσι τυλιγμένος σε μια φαντασίωση μεγαλείου που είχε γίνει πραγματικότητα. Πώς να μην πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, αφού τον έπαιρναν τόσο στα σοβαρά οι άλλοι; Αφού μια ολόκληρη γενιά, που ήξερε μόνο αυτά τα μαγαζιά, νόμιζε ότι η «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» είναι του Notis;
Επρεπε να έρθει η κρίση για να αποκαλύψει πως αυτό το κούφιο ομοίωμα λαϊκότητας επώαζε κάτι πιο επικίνδυνο από μπαρόκ ζεϊμπέκικα. Ο διασκεδαστής, όπως και άλλοι επαγγελματίες του θεάματος, εκμεταλλευόταν τα media, που αμοιβαίως τον εκμεταλλεύονταν, για να δώσει υπόσταση στην πετριά του λαϊκού ήρωα.
Εγινε έτσι μία από τις φιγούρες που πηδούσαν από τη μια μισαλλόδοξη θεωρία στην άλλη, σαν να έχει εγκατασταθεί μέσα του ο αλγόριθμος του YouTube και παίζει αλυσιδωτά, στο autoplay, τα άπαντα της ελληνοκάπηλης αγανάκτησης, ανάμεικτα με τη βαριά κληρονομιά του τσολιά: Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης. Οπως Ζαγοράκης, Καραγκούνης, Χαριστέας.
Ο συρμός πέρασε χωρίς να αφήσει ανεπανόρθωτες βλάβες. Ο εγκωμιαστής της εγκληματικής οργάνωσης πέρασε και ο ίδιος στη δικαιοδοσία της ποινικής δικαιοσύνης, όχι για κάτι τόσο βαρύ. Για μια αδυναμία.
Ο,τι έμοιαζε φοβερό, υποκύπτει εντέλει στην ασυνάρτητη μικρότητά του. Ο προβολέας που το αποθέωνε, το καίει.
Ηταν χειμώνας του 2007. Ή του 2008. Τα χρόνια τότε δεν πολυξεχώριζαν. Κυλούσαν σαν πηχτό ζαχαρόνερο, χωρίς να μαρτυρούν τη χρεοκοπία που ήδη έρρεε στον πάτο της κοίτης τους. Η παρέα είχε φύγει από μια παρουσίαση βιβλίου στα ανερχόμενα Πετράλωνα και με την προτροπή ενός λογιότατου αλλά «κυνόφιλου» ξεμυαλιστή, πέρασε με ένα σάλτο το σύνορο. Πέρασε στην κάτω πλευρά της Πειραιώς. Στου Νότη.
Γηπεδικών διαστάσεων, το μαγαζί ήταν αφύσικα φίσκα. Τραγουδούσαν τα δεύτερα. Οταν ήρθε η ώρα του πρώτου ονόματος, ο αέρας άλλαξε απότομα. Από το ντιριντάχτα πέρασε αμέσως –με τη συνέργεια του κοινού, που λούφαξε εκπαιδευμένο– σε κάτι που έμοιαζε με φαρσική αναπαράσταση ειδωλολατρικής τελετής. Η σάλα σκοτείνιασε και ο «φίρμας» εμφανίστηκε βλοσυρός στον προβολέα, σαν να μη βρισκόταν εκεί για να τραγουδήσει· σαν να επρόκειτο να ραντίσει τους πιστούς του με το αίμα φρεσκοσφαγμένης κατσίκας.
Στον αμύητο, η ψευτοσαμανική μεταμόρφωση του σόουμαν προκαλούσε αυθόρμητο γέλιο. Αλλά μόνο στον αμύητο. Σχεδόν όλο το ποίμνιο έδειχνε να παίρνει τη φάρσα πολύ στα σοβαρά και όχι μόνο επειδή η «ελάχιστη κατανάλωση» είχε ήδη έκδηλα αναστείλει τα κύτταρα της ανθρώπινης δυσπιστίας. Δεν χόρευαν (κάποιος εξήγησε ότι στα βαριά κομμάτια, ο πολλά βαρύς δεν επέτρεπε κόσμο στην πίστα). Δεν έβγαζαν κέφι. Μόνο φώναζαν τους στίχους με φουσκωμένες τις φλέβες γύρω από τα λαρύγγια τους.
Ο τραγουδιστής με τις λοξές φαβορίτες και το μπεγλέρι έμοιαζε έτσι τυλιγμένος σε μια φαντασίωση μεγαλείου που είχε γίνει πραγματικότητα. Πώς να μην πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά, αφού τον έπαιρναν τόσο στα σοβαρά οι άλλοι; Αφού μια ολόκληρη γενιά, που ήξερε μόνο αυτά τα μαγαζιά, νόμιζε ότι η «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» είναι του Notis;
Επρεπε να έρθει η κρίση για να αποκαλύψει πως αυτό το κούφιο ομοίωμα λαϊκότητας επώαζε κάτι πιο επικίνδυνο από μπαρόκ ζεϊμπέκικα. Ο διασκεδαστής, όπως και άλλοι επαγγελματίες του θεάματος, εκμεταλλευόταν τα media, που αμοιβαίως τον εκμεταλλεύονταν, για να δώσει υπόσταση στην πετριά του λαϊκού ήρωα.
Εγινε έτσι μία από τις φιγούρες που πηδούσαν από τη μια μισαλλόδοξη θεωρία στην άλλη, σαν να έχει εγκατασταθεί μέσα του ο αλγόριθμος του YouTube και παίζει αλυσιδωτά, στο autoplay, τα άπαντα της ελληνοκάπηλης αγανάκτησης, ανάμεικτα με τη βαριά κληρονομιά του τσολιά: Σωκράτης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης. Οπως Ζαγοράκης, Καραγκούνης, Χαριστέας.
Ο συρμός πέρασε χωρίς να αφήσει ανεπανόρθωτες βλάβες. Ο εγκωμιαστής της εγκληματικής οργάνωσης πέρασε και ο ίδιος στη δικαιοδοσία της ποινικής δικαιοσύνης, όχι για κάτι τόσο βαρύ. Για μια αδυναμία.
Ο,τι έμοιαζε φοβερό, υποκύπτει εντέλει στην ασυνάρτητη μικρότητά του. Ο προβολέας που το αποθέωνε, το καίει.
ΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΣΥΣΚΟΤΙΣΗ(γιατί σύντροφοι;...)
ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ
"ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ"
"Εφ.Συν", 30/11/20 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου