Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", "ΤΑ ΝΕΑ",
την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" και την "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου"
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 07/06/17 |
Του Στέφανου Κασιμάτη
Τηρώ ένα προσωπικό εορτολόγιο, ξέρετε, βάσει του οποίου προχθές ήταν η γιορτή του Λουλού, του λατρεμένου παπαγάλου της Φελισιτέ, ηρωίδας του Μπαλζάκ στο διήγημα «Μια απλή καρδιά». Απολύτως στο πνεύμα του Λουλού βρήκα τη δήλωση του Κώστα Καζάκου. (Επειδή σε κάποιους η επίκληση του ονόματος του παλαιού ηθοποιού θα εγείρει ερωτήματα εύλογα, σπεύδω να τα προλάβω: ναι, συνεχίζει να υπάρχει ο Κώστας Καζάκος, εξαφανισμένος εδώ και 18 χρόνια, αφότου ερμήνευσε σε παράσταση δρόμου του ΚΚΕ τον πρόεδρο του λαϊκού δικαστηρίου που καταδίκασε τον Μπιλ Κλίντον.) Ο Κώστας Καζάκος επετίμησε αυστηρότατα τους νέους που βρίσκουν δουλειά στο εξωτερικό και φεύγουν από την Ελλάδα του Υπαρκτού Ελληνισμού. Αυτό που κάνουν «είναι στην ουσία προδοσία», είπε. Οι νέοι πρέπει να μένουν και να αγωνίζονται στον τόπο τους, πιστεύει, διότι όταν φεύγεις στο εξωτερικό γίνεσαι «ξένος».
Δεν είναι καθόλου κακό να νιώθεις εντελώς ξένος προς την αρχαϊκή και, για τα μέτρα του σήμερα, αφελέστατα απλοϊκή αντίληψη περί κοινότητας που έχει στο κεφάλι του ο πρόεδρος Κ. Καζάκος. Ο άνθρωπος, εν πάση περιπτώσει, είναι ον ανώτερο του σκύλου –καλύτερου φίλου του ανθρώπου–, ο οποίος διαχωρίζει το γνώριμο από το ξένο τρίβοντας τη μουσούδα του στην άγνωστη επιφάνεια και μυρίζοντας. Πνευματικά είναι, κυρίως, τα στοιχεία που δημιουργούν κοινότητα μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό το ελληνικό έθνος, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δημιουργήθηκε σε σημαντικό βαθμό σε κοινότητες Ελλήνων που ζούσαν εκτός Ελλάδος.
Αντιθέτως, αυτή η απόσταση που σε κάνει να νιώθεις εντελώς ξένο τον Καζάκο και τον κόσμο του είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να αρχίσεις να αντιδράς εναντίον του ισοπεδωτικού εξισωτισμού που επιβάλλει η Αριστερά. Με άλλα λόγια, για να υπερασπισθείς την ελευθερία σου.
Αυτή την ελευθερία, να μη συνδέεται η μοίρα σου με εκείνη που διάλεξε ένας μέτριος ηθοποιός για τον εαυτό του, είναι που αρνείται στους άλλους ο Κ. Καζάκος, χαρακτηρίζοντας προδοσία αυτό που θα λέγαμε στη γλώσσα των πατέρων του αμερικανικού έθνους ατομική «επιδίωξη της ευτυχίας», εκτός Υπαρκτού στην πολιτισμένη Δύση, εκ μέρους όσων έχουν και τη δυνατότητα, τα προσόντα και την τόλμη για να το κάνουν. Ο ίδιος μπορεί να μην το ξέρει (και σε κάθε περίπτωση δεν τον έχω ικανό να μπορεί να το πει, αν το ξέρει...), αλλά η ελευθερία την οποία ο Καζάκος τόσο εύκολα χαρακτηρίζει προδοσία είναι θεμελιώδης αξία του πολιτισμού της Δύσης: επινοήθηκε από τους Ελληνες την περίοδο της Κλασικής Αρχαιότητας ως ελευθερία του πολίτη και τελειοποιήθηκε με τον Διαφωτισμό ως ελευθερία του ατόμου. Οχι ότι αυτό δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στον Κ. Καζάκο. Κομμουνιστής είναι ο άνθρωπος, δεν το κρύβει· προφανώς θα σιχαίνεται τη Δύση.
Βέβαια, ο Κ. Καζάκος, μολονότι πρόεδρος, δεν είναι σοβαρό πρόσωπο. Ως ηθοποιός ήταν μέτριος και νομίζω ότι δεν θα τον θυμόταν κανείς σήμερα, εάν δεν είχε βασισθεί η καριέρα του στη Τζένη Καρέζη και, μετά, στο ΚΚΕ. Στον κινηματογράφο, επί χούντας, ερμήνευε υπερβολικούς, φωσκολικούς ρόλους, μονίμως οργισμένων, κομπλεξικών και αντιπαθητικών χαρακτήρων, του είδους που κατά βάθος μισούν τον εαυτό τους και ταλαιπωρούν τους γύρω τους. Επαιζε τον εαυτό του, μπαίνω στον πειρασμό να σκεφθώ· διότι και στον δημόσιο βίο, ως βουλευτής του ΚΚΕ, αυτό τον σαματατζίδικο στόμφο μετέφερε. Η αποκορύφωση της σοβαρής παρέμβασής του στον δημόσιο βίο (το 1999, στην παράσταση «Η δίκη του Κλίντον») ήταν, στην πραγματικότητα, η αποκορύφωση μιας ολόκληρης καριέρας στον κινηματογράφο και στο θέατρο ως κακής φάρσας – γεγονός που μας δίνει ένα μέτρο σοβαρότητας για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Μην παραλείψω ότι σιτίζεται από το Πρυτανείον και αυτός· διευθύνει το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Αυτός, λοιπόν, λέει προδότες εκείνους που διεκδικούν για τον εαυτό τους την ελευθερία να μη μοιραστούν μαζί του τον γερασμένο, αποτυχημένο και θλιβερό κόσμο του.
Η έλλειψη σοβαρότητας, όμως, είναι εκείνο που δίνει την αυθεντικότητα στη δήλωση και ενισχύει την αξία της. Ο πρόεδρος Καζάκος, μέσα στη χοντροκομμένη απλοϊκότητά του, λέει με απλό και άτσαλο τρόπο αυτό που οι περισσότεροι από την Αριστερά που κυβερνά έχουν στο μυαλό τους. Είναι φανερό, λ.χ., στη συστηματική κωλυσιεργία εις βάρος της εισαγωγής της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού και, από την άλλη πλευρά, στην προκλητική κολακεία και στο ντάντεμα καταληψιών και καταστροφέων. Στους εκλογικούς υπολογισμούς της, η κυβέρνηση σίγουρα χαίρεται όταν της αδειάζουν τη γωνία όσοι δεν συμβιβάζονται με την ισοπέδωση της εξομοίωσης, όλοι εκείνοι που δεν αρκούνται στην απλή χαρά που βρίσκει το ζώο στο κοπάδι του: σπουδές της πλάκας, χαρτί της πλάκας και θέση στο Δημόσιο.
Εξοργιστική, αλλά εν τέλει χρήσιμη η «ηχηρή» παρέμβαση του Κ. Καζάκου, για να μας θυμίσει ότι ο φθόνος είναι η σημαντικότερη εκ των αφανών δυνάμεων που κινούν την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Διαισθάνομαι ότι είναι από τους λόγους για τους οποίους η Αριστερά έχει τέτοια επιτυχία στην Ελλάδα...
Φυτρώνουν παντού
Η Εύη Καρακώστα εξηγεί γιατί η κυβέρνηση δίνει περήφανα τη μάταιη μάχη για το χρέος και, συγχρόνως, προσπαθεί να συνεγείρει τα πλήθη των υποστηρικτών της κυβέρνησης: «Πάμε εμείς, ως Ελληνες, για να χάσουμε; Εμείς, με την ιστορία μας, είναι δυνατό να πηγαίνουμε για να χάσουμε;». Συμπέρασμα: και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανάγκη την Παπακώστα του, μόνο που εκεί τη λένε Καρακώστα...
"ΤΑ ΝΕΑ", 07/06/17 |
BRAIN DRAIN
Ο Κώστας Καζάκος δεν πρέπει να αισθάνεται μόνος του στην όχθη της καχυποψίας. Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από την επίθεση του Παύλου Πολάκη στους «μενουμευρώπηδες». Ο μόνιμος αντίλογος, άλλωστε, για τις συγκεντρώσεις των τελευταίων ήταν ότι ένα Εράσμους είναι λίγο, πολύ λίγο, για να υποκαταστήσει το ευρωπαϊκό ιδεώδες.
Πρόκειται για αντιδράσεις που υποκρύπτουν την αντιδραστικότητα. Για συμπτώματα που καμουφλάρουν την «ασθένεια». Προφανώς ένα Εράσμους είναι λίγο, αλλά την ίδια στιγμή είναι από τις πλέον χειροπιαστές αποδείξεις για την κατεύθυνση που μπορεί να πάρει η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αλλο δίλημμα: Χάνει η Ελλάδα δισεκατομμύρια από την έξοδο των νέων επιστημόνων ή κερδίζει από το μέλλον, όταν οι ίδιοι αποφασίσουν να επενδύσουν την υπεραξία της εκπαίδευσής τους πίσω στην πατρίδα τους; Χάνει η Ελλάδα ή κερδίζει η Ευρώπη;
Η δήλωση Καζάκου είναι η επιφάνεια μιας παλιάς παθογένειας, η οποία μας καταδυναστεύει από την εποχή που τοποθετήσαμε την ΕΟΚ στα εθνικά τοτέμ και ταμπού. Αντλήσαμε προνόμια κάποτε για να θρηνούμε σήμερα την υφαρπαγή τους. Αποδεχτήκαμε δίκην συμβολαίου την ελεύθερη κινητικότητα για να την ποινικοποιούμε σήμερα μαζί με όλα τα ελλείμματα στη διαδικασία ενοποίησης. Πρόκειται για μια υποτροπή. Και ταιριάζει περισσότερο στην Ελλάδα των κλειστών οριζόντων που μένει περιχαρακωμένη στα όρια των δικών της προσδοκιών και απαιτήσεων
Πρόεδρος του δικαστηρίου τότε ήταν ο Κώστας Καζάκος. Τραγωδός εκ τραγωδών, σύζυγος και πατέρας τραγωδών, άρα ο καταλληλότερος για να αποφανθεί για μια σύγχρονη τραγωδία. Εκτός των άλλων διαθέτει και την κατάλληλη φωνή, την εμβρίθεια του στόμφου, ο οποίος όσο εμβριθέστερος τόσο καταλληλότερος για να αποδώσει το αίσθημα του δικαίου και της αληθείας. Και να καταδικάσει τους ενόχους. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, διότι η συγκίνηση τη σκοτίζει, τον πλαισίωνε σωρεία σχημάτων έντεχνης μουσικής, απ’ αυτά που σε νανουρίζουν με τα πάθη του λαού.
Το δικαστήριο συγκεντρώθηκε στην πλατεία Συντάγματος – εκεί που έχει δρέψει δάφνες έκτοτε η σύγχρονη πολιτική φαρσοκωμωδία. Πλήθος λαού που διψούσε για δικαιοσύνη. Και η φωνή του προέδρου από τα μεγάφωνα σηκώθηκε πάνω από την πλατεία, πέταξε πάνω από τα Λιόσια και τα Βαρδούσια, τον Παλαιοφάρσαλο και τας Μικροθήβας, διέσχισε ως θυελλώδης άνεμος τα σύνορα και έφτασε ώς το Βελιγράδι από τη μια και την Ουάσιγκτον από την άλλη. Τι μέρες κι αυτές! Πόσο θα ήθελα να μπορούν να τις ζήσουν και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Αχ Ελλάδα, που σε περνούν για μικρή όμως μόλις υψώσεις το ανάστημα ενός Καζάκου, τους κάνεις και τρέμουν.
Ολοι αθώοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Το ίδιο ισχύει και για τον Κλίντον, ο οποίος μετά την καταδίκη του πήρε την κάτω βόλτα. Δεν μπόρεσε να εκλεγεί για τρίτη φορά λόγω συνταγματικού κωλύματος – να το είχαμε εμείς, θα σας δείχναμε πώς είναι τα κωλύματα. Και τώρα η σύζυγός του. Ο Κλίντον έχει φτάσει σε τέτοια ένδεια ώστε αναγκάζεται να καλεί τον Τσίπρα για να του δώσουν σημασία. Σε αντίθεση με τους δικαστές του. Ο Κώστας Καζάκος έγινε βουλευτής του ΚΚΕ και κατόπιν διευθυντής ΔΗΠΕΘΕ. Και τώρα ο Καζάκος αποκαλεί «προδότες» όσους νέους φεύγουν στο εξωτερικό για να γλιτώσουν από τους Καζάκους του κόσμου τούτου.
Το ζήτημα είναι ότι και να ήθελες να καταδικάσεις τότε τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, μετά το σούργελο σιωπούσες και πάλευες να κρυφτείς.
Κώστας Καζάκος: Ανέστιοι
Του Μιχάλη Τσιντσίνη
Πού βρίσκεται ο τόπος που αποκαλούμε «τόπο μας»; Δεν βρίσκεται μόνο στον χάρτη. Δεν είναι μόνο ο γεωγραφικός χώρος, αλλά και οι φαντασιακές αξίες με τις οποίες τον εμψυχώνουμε. Γι’ αυτό και μπορεί κανείς να έχει μαζί του σχέσεις, ας πούμε, πνευματικές – σχέσεις πίστεως ή προδοσίας.
Ο ορισμός του τόπου και της προδοσίας που έδωσε ο Κώστας Καζάκος, και που στη συνέχεια επιχείρησε όχι πειστικά να ανασκευάσει, δεν είναι όσο μειοψηφικός τον έκανε να φαίνεται η κατακραυγή που ακολούθησε.
«Ο,τι θέλει ο νέος, δουλειά, σπίτι, οικογένεια, πρέπει να τα παλέψει και να αγωνιστεί να τα κερδίσει στον τόπο του»: Είναι μια διατύπωση που, αν δεν συμπληρωνόταν με το ανάθεμα της προδοσίας, θα προσυπέγραφαν με την ίδια ηθική βεβαιότητα οι περισσότεροι – ακόμη και οι πιο ένθερμοι καζακομάχοι. Θα προσυπέγραφαν το αξίωμα ότι έχει κάποιος καθήκον να εξαντλήσει τις αντοχές του εδώ, προτού δοκιμάσει να επιζήσει περνώντας τα σύνορα.
Ο κόσμος στον οποίο ο Καζάκος σταδιοδρόμησε, και τον οποίο έμαθε να διαβάζει μέσα από τα γυαλιά της κομμουνιστικής «θεολογίας», δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σύνορα – κι ας επαγγέλλεται ότι θα τα καταργήσει, όταν έρθει το τέλος της Ιστορίας. Εχει ανάγκη τα σύνορα ως άμυνα στην παγκοσμιοποίηση και στον κοσμοπολιτισμό – όπως ακριβώς τα έχει ανάγκη η εθνικιστική συνιστώσα της αντιπαγκοσμιοποίησης.
Ο κόσμος του Καζάκου, όμως, δεν είναι ο κόσμος των νεομεταναστών. Η γενιά που, από ανάγκη ή από προαίρεση, αναζητεί την τύχη της εκτός Ελλάδας είχε μάθει να ζει σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα.
Αυτό που τώρα εκδηλώνεται ως έλλειμμα στο εθνικό ισοζύγιο ανθρώπινου κεφαλαίου οφείλεται, και ας ακούγεται παράδοξο, στο εθνικό επίτευγμα της Μεταπολίτευσης: Στο γεγονός ότι οι γενιές που γεννήθηκαν μετά το ’74 ήταν σε ικανό βαθμό εξοπλισμένες –με γλώσσες, μεταπτυχιακά, ταξίδια και Erasmus– για να ευδοκιμήσουν σε έναν μεταεθνικό χώρο· στον ευρωπαϊκό χώρο, που πλέον αποτιμά τα εφόδιά τους σε τιμές απείρως πιο ανταγωνιστικές από αυτές που προσφέρει η νοτιοανατολική του απόληξη.
Περιγράφοντας έτσι τη νέα διασπορά, κινδυνεύει κανείς να την εξωραΐσει – να τη μεταμφιέσει σε ρεύμα αγαθής εξωστρέφειας και ρωμαλέου κοσμοπολιτισμού, παρασιωπώντας τα αληθινά της ελατήρια. Αυτοί που μεταναστεύουν, μπορεί να μεταναστεύουν εξοπλισμένοι, ή ακόμη και ανακουφισμένοι· δεν μεταναστεύουν όμως πανηγυρίζοντας.
Στη γενιά που επιχειρεί να νουθετήσει ο Καζάκος η κρίση επέβαλε αδιακρίτως μια ταυτότητα ιστορικής ανεστιότητας. Ολοι –όσοι δραπέτευσαν από τον τόπο τους, αλλά και όσοι μένουν εντός του εγκλωβισμένοι– έχουν λόγο να νιώθουν ανέστιοι. Εξόριστοι από τον ιστορικό «τόπο» που τους διαμόρφωσε και που δεν μπορεί πια να εγγυηθεί τη ζωή για την οποία τους είχε ετοιμάσει. Δεν έφυγαν εκείνοι. Ο «τόπος» έφυγε.
Toυ Δημήτρη Δουλγερίδη
Ας περάσουμε έστω και διαισθητικά στην πίσω πλευρά του καθρέφτη. Τι είναι αυτό που στη γλώσσα του Κώστα Καζάκου ονομάζεται «προδοσία», απ' όπου κι αν προέρχεται; Αν δεν είναι οι νέοι που φεύγουν στο εξωτερικό, είναι εκείνοι που τους αναγκάζουν να φύγουν. Κατά κάποιον τρόπο η δήλωσή του απηχεί μια διαστρεβλωμένη αντίληψη που καταλήγει στο περίφημο brain drain. Αυτό που στην πραγματικότητα αποτελεί το μοναδικό μέχρι σήμερα κεκτημένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης: την ελεύθερη κινητικότητα φοιτητών ή σπουδαστών (και εργαζομένων) στο πλαίσιο της Ενωσης.
Ας περάσουμε έστω και διαισθητικά στην πίσω πλευρά του καθρέφτη. Τι είναι αυτό που στη γλώσσα του Κώστα Καζάκου ονομάζεται «προδοσία», απ' όπου κι αν προέρχεται; Αν δεν είναι οι νέοι που φεύγουν στο εξωτερικό, είναι εκείνοι που τους αναγκάζουν να φύγουν. Κατά κάποιον τρόπο η δήλωσή του απηχεί μια διαστρεβλωμένη αντίληψη που καταλήγει στο περίφημο brain drain. Αυτό που στην πραγματικότητα αποτελεί το μοναδικό μέχρι σήμερα κεκτημένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης: την ελεύθερη κινητικότητα φοιτητών ή σπουδαστών (και εργαζομένων) στο πλαίσιο της Ενωσης.
Ο Κώστας Καζάκος δεν πρέπει να αισθάνεται μόνος του στην όχθη της καχυποψίας. Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από την επίθεση του Παύλου Πολάκη στους «μενουμευρώπηδες». Ο μόνιμος αντίλογος, άλλωστε, για τις συγκεντρώσεις των τελευταίων ήταν ότι ένα Εράσμους είναι λίγο, πολύ λίγο, για να υποκαταστήσει το ευρωπαϊκό ιδεώδες.
Πρόκειται για αντιδράσεις που υποκρύπτουν την αντιδραστικότητα. Για συμπτώματα που καμουφλάρουν την «ασθένεια». Προφανώς ένα Εράσμους είναι λίγο, αλλά την ίδια στιγμή είναι από τις πλέον χειροπιαστές αποδείξεις για την κατεύθυνση που μπορεί να πάρει η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αλλο δίλημμα: Χάνει η Ελλάδα δισεκατομμύρια από την έξοδο των νέων επιστημόνων ή κερδίζει από το μέλλον, όταν οι ίδιοι αποφασίσουν να επενδύσουν την υπεραξία της εκπαίδευσής τους πίσω στην πατρίδα τους; Χάνει η Ελλάδα ή κερδίζει η Ευρώπη;
Η δήλωση Καζάκου είναι η επιφάνεια μιας παλιάς παθογένειας, η οποία μας καταδυναστεύει από την εποχή που τοποθετήσαμε την ΕΟΚ στα εθνικά τοτέμ και ταμπού. Αντλήσαμε προνόμια κάποτε για να θρηνούμε σήμερα την υφαρπαγή τους. Αποδεχτήκαμε δίκην συμβολαίου την ελεύθερη κινητικότητα για να την ποινικοποιούμε σήμερα μαζί με όλα τα ελλείμματα στη διαδικασία ενοποίησης. Πρόκειται για μια υποτροπή. Και ταιριάζει περισσότερο στην Ελλάδα των κλειστών οριζόντων που μένει περιχαρακωμένη στα όρια των δικών της προσδοκιών και απαιτήσεων
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Τύπου", 07/06/17 |
Πρόεδρος του δικαστηρίου τότε ήταν ο Κώστας Καζάκος. Τραγωδός εκ τραγωδών, σύζυγος και πατέρας τραγωδών, άρα ο καταλληλότερος για να αποφανθεί για μια σύγχρονη τραγωδία. Εκτός των άλλων διαθέτει και την κατάλληλη φωνή, την εμβρίθεια του στόμφου, ο οποίος όσο εμβριθέστερος τόσο καταλληλότερος για να αποδώσει το αίσθημα του δικαίου και της αληθείας. Και να καταδικάσει τους ενόχους. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, διότι η συγκίνηση τη σκοτίζει, τον πλαισίωνε σωρεία σχημάτων έντεχνης μουσικής, απ’ αυτά που σε νανουρίζουν με τα πάθη του λαού.
Το δικαστήριο συγκεντρώθηκε στην πλατεία Συντάγματος – εκεί που έχει δρέψει δάφνες έκτοτε η σύγχρονη πολιτική φαρσοκωμωδία. Πλήθος λαού που διψούσε για δικαιοσύνη. Και η φωνή του προέδρου από τα μεγάφωνα σηκώθηκε πάνω από την πλατεία, πέταξε πάνω από τα Λιόσια και τα Βαρδούσια, τον Παλαιοφάρσαλο και τας Μικροθήβας, διέσχισε ως θυελλώδης άνεμος τα σύνορα και έφτασε ώς το Βελιγράδι από τη μια και την Ουάσιγκτον από την άλλη. Τι μέρες κι αυτές! Πόσο θα ήθελα να μπορούν να τις ζήσουν και τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Αχ Ελλάδα, που σε περνούν για μικρή όμως μόλις υψώσεις το ανάστημα ενός Καζάκου, τους κάνεις και τρέμουν.
Ολοι αθώοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Το ίδιο ισχύει και για τον Κλίντον, ο οποίος μετά την καταδίκη του πήρε την κάτω βόλτα. Δεν μπόρεσε να εκλεγεί για τρίτη φορά λόγω συνταγματικού κωλύματος – να το είχαμε εμείς, θα σας δείχναμε πώς είναι τα κωλύματα. Και τώρα η σύζυγός του. Ο Κλίντον έχει φτάσει σε τέτοια ένδεια ώστε αναγκάζεται να καλεί τον Τσίπρα για να του δώσουν σημασία. Σε αντίθεση με τους δικαστές του. Ο Κώστας Καζάκος έγινε βουλευτής του ΚΚΕ και κατόπιν διευθυντής ΔΗΠΕΘΕ. Και τώρα ο Καζάκος αποκαλεί «προδότες» όσους νέους φεύγουν στο εξωτερικό για να γλιτώσουν από τους Καζάκους του κόσμου τούτου.
Το ζήτημα είναι ότι και να ήθελες να καταδικάσεις τότε τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, μετά το σούργελο σιωπούσες και πάλευες να κρυφτείς.
Κώστας Καζάκος: Ανέστιοι
Του Μιχάλη Τσιντσίνη
Πού βρίσκεται ο τόπος που αποκαλούμε «τόπο μας»; Δεν βρίσκεται μόνο στον χάρτη. Δεν είναι μόνο ο γεωγραφικός χώρος, αλλά και οι φαντασιακές αξίες με τις οποίες τον εμψυχώνουμε. Γι’ αυτό και μπορεί κανείς να έχει μαζί του σχέσεις, ας πούμε, πνευματικές – σχέσεις πίστεως ή προδοσίας.
Ο ορισμός του τόπου και της προδοσίας που έδωσε ο Κώστας Καζάκος, και που στη συνέχεια επιχείρησε όχι πειστικά να ανασκευάσει, δεν είναι όσο μειοψηφικός τον έκανε να φαίνεται η κατακραυγή που ακολούθησε.
«Ο,τι θέλει ο νέος, δουλειά, σπίτι, οικογένεια, πρέπει να τα παλέψει και να αγωνιστεί να τα κερδίσει στον τόπο του»: Είναι μια διατύπωση που, αν δεν συμπληρωνόταν με το ανάθεμα της προδοσίας, θα προσυπέγραφαν με την ίδια ηθική βεβαιότητα οι περισσότεροι – ακόμη και οι πιο ένθερμοι καζακομάχοι. Θα προσυπέγραφαν το αξίωμα ότι έχει κάποιος καθήκον να εξαντλήσει τις αντοχές του εδώ, προτού δοκιμάσει να επιζήσει περνώντας τα σύνορα.
Ο κόσμος στον οποίο ο Καζάκος σταδιοδρόμησε, και τον οποίο έμαθε να διαβάζει μέσα από τα γυαλιά της κομμουνιστικής «θεολογίας», δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σύνορα – κι ας επαγγέλλεται ότι θα τα καταργήσει, όταν έρθει το τέλος της Ιστορίας. Εχει ανάγκη τα σύνορα ως άμυνα στην παγκοσμιοποίηση και στον κοσμοπολιτισμό – όπως ακριβώς τα έχει ανάγκη η εθνικιστική συνιστώσα της αντιπαγκοσμιοποίησης.
Ο κόσμος του Καζάκου, όμως, δεν είναι ο κόσμος των νεομεταναστών. Η γενιά που, από ανάγκη ή από προαίρεση, αναζητεί την τύχη της εκτός Ελλάδας είχε μάθει να ζει σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα.
Αυτό που τώρα εκδηλώνεται ως έλλειμμα στο εθνικό ισοζύγιο ανθρώπινου κεφαλαίου οφείλεται, και ας ακούγεται παράδοξο, στο εθνικό επίτευγμα της Μεταπολίτευσης: Στο γεγονός ότι οι γενιές που γεννήθηκαν μετά το ’74 ήταν σε ικανό βαθμό εξοπλισμένες –με γλώσσες, μεταπτυχιακά, ταξίδια και Erasmus– για να ευδοκιμήσουν σε έναν μεταεθνικό χώρο· στον ευρωπαϊκό χώρο, που πλέον αποτιμά τα εφόδιά τους σε τιμές απείρως πιο ανταγωνιστικές από αυτές που προσφέρει η νοτιοανατολική του απόληξη.
Περιγράφοντας έτσι τη νέα διασπορά, κινδυνεύει κανείς να την εξωραΐσει – να τη μεταμφιέσει σε ρεύμα αγαθής εξωστρέφειας και ρωμαλέου κοσμοπολιτισμού, παρασιωπώντας τα αληθινά της ελατήρια. Αυτοί που μεταναστεύουν, μπορεί να μεταναστεύουν εξοπλισμένοι, ή ακόμη και ανακουφισμένοι· δεν μεταναστεύουν όμως πανηγυρίζοντας.
Στη γενιά που επιχειρεί να νουθετήσει ο Καζάκος η κρίση επέβαλε αδιακρίτως μια ταυτότητα ιστορικής ανεστιότητας. Ολοι –όσοι δραπέτευσαν από τον τόπο τους, αλλά και όσοι μένουν εντός του εγκλωβισμένοι– έχουν λόγο να νιώθουν ανέστιοι. Εξόριστοι από τον ιστορικό «τόπο» που τους διαμόρφωσε και που δεν μπορεί πια να εγγυηθεί τη ζωή για την οποία τους είχε ετοιμάσει. Δεν έφυγαν εκείνοι. Ο «τόπος» έφυγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου