Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
![]() |
| "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 15/11/25 |
ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΜΟΥΜΤΖΗ
Βρισκόμαστε στα εξίμισι χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία και η δημοσκοπική βελόνα δεν λέει να κουνηθεί. Σταθερά πρώτο το κυβερνών κόμμα με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο. Το ίδιο και η δημοτικότητα του πρωθυπουργού που, σε γενικές γραμμές, συμπίπτει με την εκλογική επιρροή του κόμματός του, δημιουργώντας μια σταθερά περί το 30%. Τι σημαίνει αυτό; Πως, πλην δραματικού απροόπτου, η Νέα Δημοκρατία θα είναι και πάλι ο πόλος της νέας εξουσίας, με αυτοδυναμία ή με συνεργασίες. Αυτό είναι το μείζον μήνυμα όλων των δημοσκοπήσεων.
Υπάρχουν και τα ελάσσονα μηνύματα, τα οποία ερμηνεύουν το μείζον. Τι λένε αυτά; Πως καταγράφεται μια γενική πλειοψηφική δυσαρέσκεια, η οποία όμως έχει κατακερματισμένη την πολιτική της έκφραση. Απεναντίας, η μειοψηφική αποδοχή των κυβερνητικών πεπραγμένων εκφράζεται με τρόπο συμπαγή από το κυβερνών κόμμα. Κάπως έτσι δένει η μικρή με τη μεγάλη εικόνα των δημοσκοπήσεων. Να υπενθυμίσω στον αναγνώστη πως, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, το 50% των αναποφάσιστων προέρχεται από τον χώρο της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς, κάτι αναμφίβολα ελπιδοφόρο για τη Νέα Δημοκρατία.
Το γιατί υπάρχει αυτό το σκηνικό έχει αναλυθεί επαρκώς. Συγχρόνως, θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε πως οι συσπειρώσεις των μεγάλων κομμάτων, σχεδόν ενάμιση χρόνο πριν από τις εκλογές, διακρίνονται για τη χαλαρότητά τους. Σήμερα μια λογική προβολή των δημοσκοπικών ποσοστών στο 2027 είναι σαφώς παρακινδυνευμένη, λόγω της ρευστότητας του πολιτικού τοπίου. Απ’ όσο θυμάμαι, για πρώτη φορά έχουμε τρεις, εν αναμονή, αρχηγούς κομμάτων. Ομως, παρ’ όλα αυτά, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει πως ακόμη και σε ένα δυσμενές σενάριο η Νέα Δημοκρατία θα είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο θα περιστραφούν οι εξελίξεις.
Ενα καλό ερώτημα είναι αν σε επίπεδο τακτικής συμφέρει στο κυβερνών κόμμα η προβολή της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης ως τρόπου θεραπείας των αποτελεσμάτων της πρώτης. Το λέω αυτό διότι έτσι υφέρπει η τάση στις πρώτες εκλογές να κυριαρχήσει η χαλαρή ή η τιμωρητική ψήφος και στις δεύτερες να επέλθει η διόρθωση, όπως έγινε το 2012. Το ρίσκο εν προκειμένω είναι σημαντικό, καθώς τίποτα δεν προδικάζει την επανάληψη του φαινομένου 2012, ενώ το ενδεχόμενο ενός χαοτικού αποτελέσματος στις πρώτες εκλογές μπορεί να οδηγήσει σε λύσεις εξίσου χαοτικές, μη αναστρέψιμες. Στα κόμματα εξουσίας η χαλαρότητα λειτουργεί αρνητικά.
Τα σημερινά ποσοστά κυρίως της Νέας Δημοκρατίας, έτσι όπως καταγράφονται σε όλες τις δημοσκοπήσεις, προδιαγράφουν τη σημαντική πιθανότητα μιας κυβερνητικής σταθερότητας την επόμενη μέρα, κάτι που επιδρά θετικά στο οικονομικό πεδίο και κυρίως στον χώρο των μεγάλων επενδυτών. Γι’ αυτούς η πολιτική σταθερότητα είναι conditio sine qua non για τον σχεδιασμό τους. Στον βαθμό που κανένα κόμμα δεν συνομιλεί με κανένα, η αυτοδυναμία φαντάζει σήμερα η μόνη παραγωγική λύση, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΑΜΨΙΑ
Η αναταραχή που καταγράφεται τις τελευταίες εβδομάδες στο πολιτικό σκηνικό παρουσιάζεται συχνά ως ένδειξη μιας επερχόμενης ανατροπής. Η δημόσια συζήτηση, τροφοδοτούμενη από την ένταση ορισμένων κοινωνικών αντιδράσεων και τον διαρκή κατακερματισμό του δημόσιου λόγου, τείνει να μεγεθύνει κάθε επεισόδιο, κάθε γκάφα, κάθε κυβερνητική αστοχία σε τεκμήριο βαθιάς κρίσης.
Πίσω όμως από τον θόρυβο, η εικόνα της πραγματικής πολιτικής ισορροπίας παραμένει πολύ πιο ανθεκτική από όσο θα επιθυμούσαν οι αντίπαλοι της κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα το πολιτικό σκηνικό παραμένει ίδιο, καθώς δεν έχουμε αλλαγή στα θεμελιώδη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν βρίσκεται στην πιο άνετη φάση της πρωθυπουργίας του. Η κόπωση, η τριβή της εξουσίας, οι υψηλές απαιτήσεις μιας κοινωνίας που δεν έχει πια ανοχές για καθυστερήσεις και παλινωδίες δημιουργούν ένα κλίμα δυσπιστίας που δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
Η κυβέρνηση έχει πληγές άλλοτε από κακούς χειρισμούς, άλλοτε από υπερβολικές προσδοκίες που διαψεύστηκαν, άλλοτε από συγκυρίες που δεν μπόρεσε να ελέγξει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το έδαφος έχει υποχωρήσει κάτω από τα πόδια της. Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι παρά τα προβλήματα δεν έχει διαμορφωθεί ένας πειστικός αντίπαλος πόλος. Η αντιπολίτευση, αντί να εκμεταλλευθεί την κυβερνητική φθορά με όρους στρατηγικής ωριμότητας, εμφανίζεται να παρασύρεται από τις κορυφώσεις της συγκυρίας. Στηρίζεται υπερβολικά στην επικοινωνιακή ένταση, σαν να πιστεύει ότι η επανάληψη μομφών και πλήρους απαξίωσης συνιστά πολιτική πρόταση. Η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι ορατή αλλά δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε εκλογικό ρεύμα, κι αυτό δεν είναι απλώς αδυναμία της αντιπολίτευσης αλλά και αποτέλεσμα της παραδοχής ότι οι πολίτες, παρά τις ενστάσεις τους, δεν βλέπουν ακόμη μια αξιόπιστη εναλλακτική. Οταν τίθεται το εύλογο ερώτημα «μετά τον Μητσοτάκη, ποιος» δεν υπάρχει μια αυθόρμητη και κυρίως αυτονόητη απάντηση.
Σε αυτό το περιβάλλον, η αναταραχή μπορεί να μην ευνοεί τον πρωθυπουργό, όμως δεν τον απειλεί πραγματικά, αν και προφανώς έχει κόστος και μάλιστα σωρευτικό. Τον δυσκολεύει στην άσκηση πολιτικής, υπονομεύει το αφήγημα της αποτελεσματικότητας και εντείνει τη δυσφορία στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης. Αλλά δεν έχει μετατραπεί σε δύναμη ικανή να ανατρέψει τους συσχετισμούς. Η δημοκρατία δεν αλλάζει ισορροπίες μόνο με θόρυβο· χρειάζεται βάθος, οργάνωση, αφήγημα και κυρίως προοπτική. Η μεγαλύτερη απειλή για την κυβέρνηση δεν προέρχεται από τους αντιπάλους της, αλλά από τη δική της αδράνεια. Αν επιτρέψει στη φθορά να εξελιχθεί σε μοχλό απαξίωσης, αν συνεχίσει να υποτιμά το βάθος των κοινωνικών προβλημάτων και να υπερτιμά τη διοικητική της επάρκεια, τότε η ισορροπία μπορεί να ανατραπεί. Προς το παρόν, όμως, αυτό δεν έχει συμβεί.
Η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα αντίφαση, καθώς έχουμε πολιτική αναταραχή χωρίς πολιτική μετατόπιση. Ο πρωθυπουργός καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να μετατρέψει αυτή την εύθραυστη πραγματικότητα σε ευκαιρία ανασύνταξης. Η αντιπολίτευση, ότι μπορεί επιτέλους να αποτελέσει κάτι περισσότερο από τον αντίλαλο της κοινωνικής κόπωσης. Για όσο χρόνο η αντιπολίτευση θα αναζητάει την παλινόρθωση σωτήρων και δεν θα ανοίγει το βήμα της, η κυβερνητική παράταξη –παρότι δεν βρίσκεται στο απόγειο της ισχύος της– θα παραμένει κυρίαρχη.
Σε αυτό το περιβάλλον, η αναταραχή μπορεί να μην ευνοεί τον πρωθυπουργό, όμως δεν τον απειλεί πραγματικά, αν και προφανώς έχει κόστος και μάλιστα σωρευτικό. Τον δυσκολεύει στην άσκηση πολιτικής, υπονομεύει το αφήγημα της αποτελεσματικότητας και εντείνει τη δυσφορία στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης. Αλλά δεν έχει μετατραπεί σε δύναμη ικανή να ανατρέψει τους συσχετισμούς. Η δημοκρατία δεν αλλάζει ισορροπίες μόνο με θόρυβο· χρειάζεται βάθος, οργάνωση, αφήγημα και κυρίως προοπτική. Η μεγαλύτερη απειλή για την κυβέρνηση δεν προέρχεται από τους αντιπάλους της, αλλά από τη δική της αδράνεια. Αν επιτρέψει στη φθορά να εξελιχθεί σε μοχλό απαξίωσης, αν συνεχίσει να υποτιμά το βάθος των κοινωνικών προβλημάτων και να υπερτιμά τη διοικητική της επάρκεια, τότε η ισορροπία μπορεί να ανατραπεί. Προς το παρόν, όμως, αυτό δεν έχει συμβεί.
Η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια ενδιαφέρουσα αντίφαση, καθώς έχουμε πολιτική αναταραχή χωρίς πολιτική μετατόπιση. Ο πρωθυπουργός καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να μετατρέψει αυτή την εύθραυστη πραγματικότητα σε ευκαιρία ανασύνταξης. Η αντιπολίτευση, ότι μπορεί επιτέλους να αποτελέσει κάτι περισσότερο από τον αντίλαλο της κοινωνικής κόπωσης. Για όσο χρόνο η αντιπολίτευση θα αναζητάει την παλινόρθωση σωτήρων και δεν θα ανοίγει το βήμα της, η κυβερνητική παράταξη –παρότι δεν βρίσκεται στο απόγειο της ισχύος της– θα παραμένει κυρίαρχη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου