Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 24/12/20 |
Χριστουγεννιάτικο παραμύθι,
της Κάλλιας Παπαδάκη
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί σαράντα ετών κι είχε γυναίκα και δικά του, μικρά παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. Είχε όμως αποκτήσει μια τρύπα στην καρδιά που με τα χρόνια μεγάλωνε και από πέρυσι τον χειμώνα όλο και βάθαινε. Oλα ξεκίνησαν με το τσίμπημα μιας βελονιάς, η γυναίκα του έπλεκε· δουλειά, υπομονή, οικονομίες, εκείνος ξέπλεκε· ρίσκα, τρεξίματα, αγωνίες. Αυτά σκεφτόταν καρφιτσώνοντας στο τζάκι τη μάλλινη, κόκκινη κάλτσα του Aη Βασίλη με τα γράμματα των παιδιών που είχαν πέσει στο πάτωμα. Κοιτούσε τα χέρια του και δεν τ’ αναγνώριζε, μόνο τα έργα του σε σπίτι και δουλειά κι εκείνα ήταν λειψά. Aλλα δεν άρχισαν κι άλλα δεν τέλειωσαν, έμεναν μισά όπως κι εκείνος.Eκανε κρύο σήμερα, είχε βάλει αέρα και παρότι η θάλασσα ήταν μακριά, την άκουγε μανιασμένη να ξεσπά στα τοιχώματα από το τζάκι. Μάζεψε τις χτεσινές στάχτες με το φαράσι και το σκουπάκι κι ετοίμασε τα ξύλα και το προσάναμμα για τη φωτιά. Τα δώρα των παιδιών τα είχε αγοράσει από προχθές, περίμεναν στοιβαγμένα υπομονετικά στην αποθήκη, μόλις σκοτείνιαζε θα τα έβγαζε από την κρυψώνα τους. Eνα τηλεκατευθυνόμενο πυροσβεστικό αμάξι για τον μικρό, φόρεμα για τη μικρή που είχε μεγαλώσει κι είχε βάλει σκοπό να μοιάσει στη γιαγιά της και να τον ξεπεράσει στο ύψος. Eνιωσε μια τσιμπιά στα αριστερά, η τρύπα μεγάλωνε ή μήπως βάθαινε; Oταν έφυγε η μητέρα του, αργά και βασανιστικά από καρκίνο, τα είχε βάλει με τον εαυτό του, ότι δεν έκανε ό,τι μπορούσε, ό,τι περνούσε από το χέρι του, εκεί που δεν υπήρχε ψήγμα ελπίδας είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες του, διαψεύστηκε. Από τότε, έρχονταν συχνά και τον αντάμωναν οι μαύρες σκέψεις, τον δοκίμαζαν, βυθομετρούσαν την ψυχή του. Oμως, τις απόδιωχνε, όπως και τον κότσυφα που τον έπαιρνε στο κατόπι και τον συντρόφευε από τότε που πέθανε ο πατέρας του, στα μαστορέματα και στις εργασίες του κήπου. Δεν άντεχε το τραγούδι του. Του έλεγε πράγματα που δεν ήθελε να ακούσει, του ζητιάνευε ψίχουλα στοργής κι αγάπης που δεν είχε να τα δώσει.
Aναψε τη φωτιά κι έμεινε να κοιτάζει τις φλόγες που φούντωναν σιγά σιγά και κατάπιναν τα κούτσουρα λαίμαργα. Hρθε η γυναίκα του και στάθηκε στο πλευρό του. Είχε βάλει το κρέας με τις πατάτες στον φούρνο, από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν η αδελφή της, μαζί με τον άνδρα της κι αργότερα η μάνα της. Σε λίγο θα βράδιαζε και το σπίτι θα γέμιζε με κόσμο. Τα παιδιά τους είχαν βγει με την παρέα τους για τα κάλαντα, θα πήγαινε η ίδια να τα πάρει, ίσα που προλάβαινε να φέρει τα δώρα από την αποθήκη. Γύρισε να τη δει και τότε πρόσεξε την πανάδα στο μάγουλό της. Hταν μικρή και καλοσχηματισμένη, χρωμάτιζε το λευκό της πρόσωπο, της ταίριαζε σαν να υπήρχε από πάντα, όπως σ’ αυτόν εκείνη η τρύπα που έχασκε ανοιχτή και τον τυραννούσε με σκέψεις που έμοιαζαν με δίνες τα βράδια που δεν τον έπιανε ο ύπνος και γύριζε το κορμί να σκάψει το στρώμα. Aδειασε το σπίτι, έφυγε η γυναίκα του να φέρει τα παιδιά κι έμεινε μετέωρος σε εκείνο το μεσοδιάστημα που οι νεκροί συναντούν τους ζωντανούς και οι γραμμές αχνές στη φύση επαναπροσδιορίζουν τις ζωές των ανθρώπων και τα περιγράμματα. Aκουσε τον αναθεματισμένο κότσυφα που ράμφιζε τις σκέψεις του, τάισε τη φωτιά με δυο κούτσουρα κι έφερε από την αποθήκη τα δώρα και τ’ ακούμπησε κάτω από το πλαστικό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στη γυναίκα του είχε πάρει ένα ρολόι που μετρούσε και κατέγραφε τα βήματά της, τις ανάσες της και τους παλμούς της, για τον ίδιο ένα μαγικό φακό που ανίχνευε το σκοτάδι κι άναβε από μόνος του σαν πυρκαγιά που καίει τα ξερά.
Η εξώπορτα άνοιξε και ήρθαν τρέχοντας ο γιος και η κόρη του, ακολούθησε η γυναίκα του που γελούσε με τα καμώματά τους και πριν κλείσει καλά καλά η πόρτα μπήκαν η αδελφή της γυναίκας του με τον άνδρα της. Κρατούσαν στα χέρια τους μελομακάρονα. Eκανε ότι ασχολείται με το τζάκι, όσο τα παιδιά του ζύγιζαν τα δώρα και εκλιπαρούσαν να τ’ ανοίξουν μια ώρα αρχύτερα, όσο η κουνιάδα του μιλούσε για την κακοκαιρία που τους ζύγωνε. Ο σύζυγός της στάθηκε από πάνω του και σχολίασε ότι το τζάκι κάπνιζε ελαφρά, σημάδι κακής κατασκευής ή χαμηλής καμινάδας. Μια τρομερή ριπή αέρα τράνταξε τα τζάμια κι έκανε τη στέγη να τρίξει δυσοίωνα. Ο βοριάς δυνάμωνε, έριξε κι άλλα κούτσουρα στη φωτιά, κι είπε στη γυναίκα του σιγά σιγά ν’ αρχίσει να στρώνει, είχε για τα καλά νυχτώσει, κι εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι· ήταν όλοι τους εδώ, μα η καρδιά του λιποψύχησε.
Aρχισαν να τρώνε, κι όσο τα χρωματιστά λαμπιόνια του δέντρου αντανακλούσαν στα σκοτεινά παράθυρα, θυμήθηκε κάποια Χριστούγεννα που είχε ξενυχτήσει περιμένοντας το δώρο του να έρθει, είχε ζητήσει ένα γκέιμ μπόι από τον Aη Βασίλη, αλλά ποτέ δεν ήρθε, η μητέρα του τού είπε ότι κάποια δώρα χάνονται στη διαδρομή κι ο πατέρας του τον πήρε αγκαλιά και του μίλησε για το Διάστημα, υπάρχουν δώρα που κάνουν ατελείωτους κύκλους, γίνονται δορυφόροι μιας ζωής, όλο κάνεις να τα πιάσεις κι όλο σου ξεφεύγουν, κι όμως κινούνται παράλληλα με σένα, εκεί οι μονάδες μέτρησης είναι σχετικές όπως αμέτρητο είναι και το σκοτάδι. Στο σκούρο τζάμι είδε το πρόσωπό του και του έκανε εντύπωση πώς ένα παιδί σαράντα ετών είχε τόσες βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο, όργωνε τον χρόνο με τις σκέψεις του και ο χρόνος τού είχε ανταποδώσει τη σπουδή του να μεγαλώσει τόσο γρήγορα· του είχε επιτρέψει να παραμείνει παιδί στην ψυχή.
Ο ήχος από τα μαχαιροπίρουνα έπαψε κι ήρθε η ώρα του γλυκού, τα παιδιά όρμησαν στο δέντρο, ήταν η ώρα της συγκομιδής, έσκισαν το περιτύλιγμα και μια ριπή ανέμου εγκλωβίστηκε στο τζάκι, στροβιλίστηκε με τον καπνό και αναθέρμανε τη θράκα από τα κούτσουρα, και τότε είδε μέσα από το συνονθύλευμα τον πατέρα του, είχε χάσει λίγα κιλά και τρεις πόντους ύψος, αλλά βαστούσε, τα μάτια του λαμπύριζαν όπως η φωτιά, κι είχε ένα χαμόγελο πλατύ στα χείλια του που είχαν λεπτύνει κι άλλο από τότε που ξύρισε το μουστάκι, του έκανε εντύπωση ότι φορούσε ακόμα το καλό του κουστούμι, έμοιαζε άθικτο κι εκείνος θνητός ακόμα και στην αθανασία, και στο χέρι του κρατούσε το αστρικό του δώρο από την παιδική του ηλικία, του το έτεινε, κι εκείνος το πήρε, σκούπισε το χώμα και τις στάχτες από το περιτύλιγμα κι έγινε πέντε χρόνων και πάλι, όσο η σειρήνα του πυροσβεστικού πάλευε με τις φανταστικές φλόγες κι όσο η μικρή δοκίμαζε όλο νάζι το μάλλινο φόρεμά της.
«Λάμπρο;» μια φωνή τον γύρεψε στο τώρα, το τζάκι κάπνιζε κι ένα φτερούγισμα πλαγιοκοπούσε τα τοιχώματα, αγκομαχούσε να λευτερωθεί από τους καπνούς και τις αναθυμιάσεις, ο Λάμπρος ένιωσε ένα εγκάρσιο ράμμα να τον τραβά στην καρδιά, καθώς έτρεξε να δει. Ο κότσυφας πετάχτηκε καιόμενος μέσα από την καμινάδα, άρχισε να φτεροκοπά μέσα από τη στάχτη και τη φωτιά μες στο σαλόνι· ήταν η φοβισμένη, φλεγόμενη ψυχή του γιου που ζητούσε πίστωση χρόνου για τους νεκρούς και τους ζωντανούς.
Και όλοι τους έζησαν καλύτερα, όπως καλύτερα μπορούσαν.
Το πρώτο βιβλίο της Κάλλιας Παπαδάκη, η συλλογή διηγημάτων «Ο ήχος του ακάλυπτου», κέρδισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω» το 2010. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της, το μυθιστόρημα με τίτλο «Δενδρίτες», τιμήθηκε με το βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 2017. Εχει γράψει επίσης τη συλλογή ποιημάτων «Λεβάντα στο Δεκέμβρη». Ολα τα βιβλία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου