οι κηπουροι τησ αυγησ

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

"...Δυστυχώς, στις συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ελάχιστα τίθεται το ζήτημα αυτής της θεσμικής ανισορροπίας: κάθε περιορισμός της κομματοκρατίας θεωρείται υποβάθμιση της δημοκρατίας - σαν να είναι κορύφωση των δημοκρατικών διαδικασιών ο χωρίς όρια κομματικός ανταγωνισμός και η ανάδειξη παντοδύναμου πρωθυπουργού που μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο εσωκομματικά και όχι θεσμικά. Τα παθήματά μας από το 2010 και μετά δεν μάς έγιναν μαθήματα...."

Από "ΤΑ ΝΕΑ"

"ΤΑ ΝΕΑ", 29/05/18
ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
ΠΟΥ ΚΡΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ

Του Δημήτρη Ψυχογιού

Κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί η κρίση στην Ιταλία, από όσα όμως έχουν ήδη γίνει εκεί προκύπτει με σαφήνεια η μεγάλη διαφορά που υπάρχει σε σχέση με την Ελλάδα: ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας μπορεί να επέμβει και ίσως να προλάβει καταστροφές που θα έφερνε ο άκρατος κομματικός ανταγωνισμός για την εξουσία. Ισως ο Σέρτζιο Ματαρέλα να ερμήνευσε διασταλτικά τις δυνατότητες που του δίνει το Σύνταγμα να αποδεχθεί ή όχι υπουργούς που προτείνονται από τον πρωθυπουργό, αλλά μήπως και σε εμάς δεν έχει ξεχειλώσει η υπέρ του πρωθυπουργού ερμηνεία του Συντάγματος; Στον έλληνα πρόεδρο απαγορεύεται να διαφωνήσει για οτιδήποτε - ακόμα και για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, όντας υποχρεωμένος να δεχθεί ότι υπάρχει «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» που τις επιβάλλει, οποτεδήποτε θεωρήσει ο πρωθυπουργός ότι τον συμφέρει.

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι διακοσμητικό πρόσωπο· είναι υποχρεωμένος να αποδέχεται κάθε απόφαση του πρωθυπουργού ή της κυβερνητικής πλειοψηφίας - το μόνο όπλο που διαθέτει είναι η παραίτησή του, από την οποία μπορεί να προκύψουν εκλογές αν δεν επιτευχθεί πλειοψηφία 180 βουλευτών για την εκλογή νέου προέδρου. Ητοι, μπορεί να υπεισέλθει στον πολιτικό ανταγωνισμό μόνο ως «ιδανικός αυτόχειρας» που ελπίζει σε μετά θάνατον ζωή, δηλαδή ότι θα προκαλέσει εκλογές στις οποίες θα ηττηθεί ο πρωθυπουργός με τον οποίο διαφωνεί. Αν προσθέσουμε σε αυτή τη θεσμική αδυναμία του προέδρου της Δημοκρατίας την ανυπαρξία Συνταγματικού Δικαστηρίου και Ανω Βουλής και ότι το υπουργικό συμβούλιο ορίζει την ηγεσία της Δικαιοσύνης, κατανοούμε γιατί η κομματοκρατία στη χώρα μας είναι τόσο ισχυρή και γιατί είναι ανελέητος ο αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας.


Δεν διαθέτουμε αυτά που στην κλασική φιλελεύθερη θεωρία ονομάζονται checks and balances μεταξύ κοινοβουλευτικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Πανίσχυρο στη δική μας περίπτωση είναι θεωρητικά το κοινοβούλιο αλλά, λόγω της ισχύος των αρχηγών των κομμάτων, στην πραγματικότητα όλες οι εξουσίες βρίσκονται στα χέρια του πρωθυπουργού και της «ηγετικής ομάδας» που τον περιστοιχίζει· τις χρησιμοποιούν προς ίδιο όφελος, συχνά ενάντια στο δημόσιο συμφέρον και στο συμφέρον των πολιτών - αυτά που προσπαθεί να υπερασπιστεί τούτες τις ημέρες ο ιταλός πρόεδρος.

Δυστυχώς, στις συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ελάχιστα τίθεται το ζήτημα αυτής της θεσμικής ανισορροπίας: κάθε περιορισμός της κομματοκρατίας θεωρείται υποβάθμιση της δημοκρατίας - σαν να είναι κορύφωση των δημοκρατικών διαδικασιών ο χωρίς όρια κομματικός ανταγωνισμός και η ανάδειξη παντοδύναμου πρωθυπουργού που μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο εσωκομματικά και όχι θεσμικά. Τα παθήματά μας από το 2010 και μετά δεν μάς έγιναν μαθήματα.


"ΤΑ ΝΕΑ", 29/05/18
Το βέτο του Μαραρέλα

Του Χαράλαμπου Ανθόπουλου*

Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 2 του ιταλικού Συντάγματος «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου, και μετά από πρότασή του, τους Υπουργούς». Δεδομένου ότι το ιταλικό Σύνταγμα υιοθετεί την κοινοβουλευτική αρχή, ο πυρήνας της οποίας είναι η εξάρτηση της Κυβέρνησης από το Κοινοβούλιο (βλ. το άρθρο 94 του ιταλικού Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι η Κυβέρνηση οφείλει να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη των δύο Βουλών και μέσα σε δέκα ημέρες από τον σχηματισμό της υποχρεούται να παρουσιαστεί στις Βουλές για να λάβει την εμπιστοσύνη τους), η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 92 παρ. 2 Συντ. θα πρέπει να ασκείται στην προοπτική σχηματισμού μιας Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου.

Αν ένα κόμμα ή προεκλογικός συνασπισμός κομμάτων έχει ήδη προφανώς και προκαταβολικά την εμπιστοσύνη των δύο Βουλών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διορίσει ως Πρωθυπουργό το πρόσωπο που υποδεικνύεται από το κόμμα ή τα κόμματα που διαθέτουν από κοινού την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αλλιώς, όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην Ιταλία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ξεκινά τη διαδικασία των διαβουλεύσεων, που μπορεί να καταλήξουν σε διερευνητική εντολή στον Πρόεδρο της Βουλής ή της Γερουσίας, με σκοπό τη διακρίβωση της δυνατότητας σχηματισμού Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου, ή αν υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες για τον σχηματισμό μιας τέτοιας Κυβέρνησης, σε μια προκαταρκτική ανάθεση εντολής σχηματισμού Κυβέρνησης στο πρόσωπο που θα ηγηθεί, με βάση τη διακομματική συμφωνία, της Κυβέρνησης αυτής, ή σε μια πλήρη ανάθεση εντολής σχηματισμού Κυβέρνησης στο ίδιο πρόσωπο, αν είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Κυβέρνησή του θα λάβει την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου. Ο Σέρτζιο Ματαρέλα επέλεξε να δώσει προκαταρκτική ανάθεση εντολής στον Τζουζέπε Κόντε, τον οποίο υπέδειξαν ως υποψήφιο Πρωθυπουργό το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η Λέγκα του Βορρά, διότι έκρινε ότι χρειαζόταν μια περαιτέρω αποσαφήνιση της πολιτικής κατάστασης. Οσον αφορά στον διορισμό των Υπουργών, η μέχρι τώρα κρατούσα ερμηνεία στη θεωρία και στην πράξη, ήταν ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκφράσει τις αντιρρήσεις του στον εντολοδόχο Πρωθυπουργό για την επιλογή συγκεκριμένων προσώπων, δεν μπορεί όμως να αρνηθεί την πρόταση του Πρωθυπουργού, παρά μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν νομικά κωλύματα για την ανάληψη του υπουργικού αξιώματος. Ωστόσο, από τυπική άποψη, το άρθρο 92 παρ.2 του ιταλικού Συντάγματος δεν εμποδίζει τη μη αποδοχή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της πρότασης του υποψηφίου Πρωθυπουργού για έναν συγκεκριμένο Υπουργό, αφού ο διορισμός των Υπουργών προϋποθέτει όχι μόνο την προσυπογραφή του μελλοντικού Πρωθυπουργού αλλά και την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας, δηλαδή τη σύμπτωση των βουλήσεών τους.


Ο Σέρτζιο Ματαρέλα αξιοποίησε αυτή την αδρανή μέχρι σήμερα ερμηνευτική δυνατότητα του άρθρου 92 παρ. 2 Συντ. το οποίο κάνει λόγο για «πρόταση» του Πρωθυπουργού, αλλά όχι για δεσμευτική πρόταση, και αρνήθηκε την τοποθέτηση του ευρωσκεπτικιστή Πάολο Σαβόνα στη θέση του Υπουργού Οικονομικών. Εξάλλου στην Ιταλία, εν αντιθέσει προς την Ελλάδα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκεί έλεγχο συνταγματικής νομιμότητας ή και πολιτικής σκοπιμότητας, και σε άλλες πράξεις κυβερνητικής αρμοδιότητας, όπως τα νομοθετικά διατάγματα και οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Δεν υπήρξε λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση παραβίαση του Συντάγματος, αλλά απλώς επιβεβαίωση του ρόλου του ιταλού Προέδρου της Δημοκρατίας ως «πολιτικού εγγυητή» του Συντάγματος, κατά το παράδειγμα της προεδρίας του Σάντρο Περτίνι και του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο.

*Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης, ΕΑΠ


Θεσμικά αντίβαρα και ιστορικά βάρη
Του Νίκου Ι.Παπασπύρου

Ο πρόεδρος Ματαρέλα ασκεί αρμοδιότητα που του παρέχει το ιταλικό Σύνταγμα. Υπηρετεί τον εγγυητικό ρόλο που του επιφυλάσσει η ιταλική έννομη τάξη. Εάν η παρέμβασή του τύχει της αποδοχής του εκλογικού σώματος, έστω κατά μέρος, θα καταγραφεί στην Ιστορία ως γενναία παρέμβαση. Η περαιτέρω δυνατότητα που του παρέχει το Σύνταγμα να διορίσει πρωθυπουργό της επιλογής του, μεταθέτοντας τον χρόνο των εκλογών, δίνει τη δυνατότητα στον ιταλικό λαό με ωριμότητα να λάβει τις επιλογές του.
Δύο ερωτήματα είναι για μας κρίσιμα: Το συνταγματικό πλαίσιο παρέχει αντίστοιχες δυνατότητες στον έλληνα Πρόεδρο; Σε κάθε περίπτωση, ποιοι είναι οι βαθύτεροι όροι βιωσιμότητας της πολιτικής συναίνεσης, η οποία απειλείται στη σημερινή Ευρώπη;


Ι. Στην Ελλάδα, τέτοια δυνατότητα παρεμβάσεως σε αντίστοιχη περίπτωση δεν θα υπήρχε. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει και παύει τα μέλη της κυβέρνησης με πρόταση του Πρωθυπουργού. Αυτή η αρμοδιότητα του Προέδρου είναι δέσμια.

Ο λόγος είναι η μονιστική εκδοχή του κοινοβουλευτισμού, όπως έχει επικρατήσει στο πολίτευμά μας. Βάση του πολιτεύματος είναι η εμπιστοσύνη της Βουλής προς την κυβέρνηση. Φορέας της εμπιστοσύνης της Βουλής είναι ο Πρωθυπουργός. Διορίζεται εάν είναι αρχηγός κόμματος που διαθέτει στη Bουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Και εάν κανένα κόμμα δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία, ο διορισμός Πρωθυπουργού προϋποθέτει τη διαπίστωση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέσα από συγκεκριμένες και σύντομες διαδικασίες, της δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Εφόσον λοιπόν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, ο Πρόεδρος έχει δέσμια υποχρέωση να διορίσει Πρωθυπουργό και, με πρόταση του τελευταίου, τους υπουργούς.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο Πρωθυπουργός που έχει (ή διαπιστώνεται κατά τα ανωτέρω ότι θα έχει) την εμπιστοσύνη της Βουλής προτείνει ως υπουργό Οικονομικών έναν δεδηλωμένο αντίπαλο του ευρώ. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να τον διορίσει υπουργό. Η μόνη εξαίρεση είναι η περίπτωση που η διερεύνηση αποτύχει και διορισθεί Πρωθυπουργός πρόεδρος ανώτατου δικαστηρίου για να διενεργήσει εκλογές. Και σε αυτήν την περίπτωση τον σχηματισμό αναλαμβάνει ο ανώτατος δικαστικός, αλλά, κατά πρακτική του πολιτεύματος, ο Πρόεδρος έχει εγγυητικό ρόλο ώστε η κυβέρνηση (ειδικού σκοπού) να διαθέτει ευρύτερη αποδοχή.

Εξάλλου, οποιαδήποτε εναντίωση του Προέδρου σχετικά με τη σύνθεση της κυβέρνησης θα ήταν ατελέσφορη για έναν απλό λόγο. Ο Πρωθυπουργός θα μπορούσε, είτε επικαλούμενος εθνικό ζήτημα είτε παραιτούμενος, να προκαλέσει άμεσα εκλογές. Το ίδιο μπορούν να επιτύχουν πολιτικά κόμματα που διαθέτουν από κοινού απόλυτη πλειοψηφία, εάν ο Πρόεδρος έθετε όρους στη σύνθεση της κυβέρνησης - όπως έγινε στην Ιταλία.
Ποιος είναι επομένως ο ρόλος του Προέδρου σε περιπτώσεις διακινδύνευσης; Η διαβούλευση με τον Πρωθυπουργό, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, η ήπια και συνεχής προσπάθεια για την ανάσχεση διχαστικών αντιλήψεων και τη διατήρηση ελάχιστων όρων συναίνεσης, σοβαρότητας και εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου. Σε ακραίες περιπτώσεις, ο έλεγχος συνταγματικότητας σε προτεινόμενα προεδρικά διατάγματα.

Εάν αυτά αποτύχουν και το ζήτημα δεν επιδέχεται συμβιβασμούς, υπάρχει η οδός της παραίτησης. Θέτοντας το εκλογικό σώμα ενώπιον των ευθυνών του. Εάν όμως το εκλογικό σώμα είναι σε πορεία αυτοκαταστροφής, το μόνο που η παραίτηση θα προκαλέσει είναι να επιταχύνει την επέλευση της καταστροφής.

Διαφορετικά θα ήταν ενδεχομένως τα πράγματα εάν ο Πρόεδρος είχε άμεση λαϊκή νομιμοποίηση και το πολίτευμα ανέθετε διευρυμένες εξουσίες στον Πρόεδρο. Αυτό συνήθως συμβαίνει σε χώρες με πολυδιασπασμένο πολιτικό σύστημα. Προϋπόθεση ωστόσο είναι η συναινετική παράδοση. Αλλιώς το σύστημα οδηγείται σε αδιέξοδο.


ΙΙ. Αυτή η παρατήρηση θέτει άφευκτα το ερώτημα: Ποιες είναι οι βάσεις της συναίνεσης; Προφανώς η πολιτική και οικονομική ομαλότητα. Ο πρόεδρος Ματαρέλα, στο διάγγελμά του, τόνισε ότι η ιταλική κυριαρχία επιβεβαιώνεται όταν προστατεύονται οι αποταμιεύσεις των Ιταλών. Και έχει δίκιο. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κλονίσθηκε όταν οι Γερμανοί είδαν τις αποταμιεύσεις τους να χάνονται και η μεσαία τάξη τα παιδιά της να μένουν άνεργα. Και τελικά κατέρρευσε. Με τα αντισυστημικά κόμματα να πνίγουν την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά.

Πώς υπηρετείται η ομαλότητα; Με την κανονικοποίηση της πολιτικής. Οταν οι κοινωνικές διεκδικήσεις μπορούν να προωθηθούν μέσα από το πολιτικό σύστημα και όταν το διακύβευμα της πολιτικής ζωής δεν είναι η κατά κράτος επικράτηση των μεν επί των δε. Πότε αυτή η κανονικότητα είναι βιώσιμη; Οταν οι οικονομικές και κοινωνικές δομές διαθέτουν προσαρμοστικότητα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Η κανονικότητα προϋποθέτει ανοικτές δομές.



Τα spreads δεν είναι φαινόμενο της τρέχουσας δεκαετίας. Αποτελούσαν εργαλείο για τη διαμόρφωση της πολιτικής στο αγγλικό Κοινοβούλιο όλο τον 18ο αιώνα. Η Αγγλία κατόρθωσε να προσαρμόσει το δημοσιονομικό της σύστημα και είχε πολύ χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού από τις κλειστές δομές της γαλλικής κοινωνίας και πολιτικής. Η Γαλλία χρεοκόπησε και ο Λουδοβίκος έχασε το κεφάλι του, όταν το σύστημα δεν μπορούσε πλέον να εκμοντερνισθεί εκ των έσω.

Οπως δείχνουν οι εξελίξεις σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η λύση των αντισυστημικών είναι η παλινόρθωση κλειστών δομών. Η ασφάλεια της ημιαπομόνωσης. Και αυταρχικές δημοκρατίες, με δυσπιστία στους φιλελεύθερους θεσμούς. Η κρίση στην Ευρώπη είναι σε μεγάλο βαθμό κρίση δομών. Εχουμε μεγαλώσει με κλειστές δομές. Τις αναζητούμε σε κάθε δυσκολία. Και απαιτούμε από το κράτος να τις εγγυηθεί. Μετατρέποντας την πολιτική σε αρένα.

*Διδάκτωρ Νομικών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι επίκουρος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου