Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΣΙΜΑΤΗ
«Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή, / εν μέρει και την ώρα να περάσω, / την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή / επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω». Και δεν φαντάζεστε τι έπεσε από μέσα καθώς τη φυλλομετρούσα! Μια προσωπική επιστολή του Ανδρέα Παπανδρέου. Εννοώ το πρωτότυπο: τρεις σελίδες άψογα δακτυλογραφημένες, σε χαρτί ανώτερης ποιότητας που έχει αντέξει θαυμάσια στα τριάντα ένα χρόνια που πέρασαν από τότε που γράφτηκε. Μια απειροελάχιστη ψηφίδα της Ιστορίας. Υποθέτω ότι θα τη δακτυλογράφησε η Αγγέλα Κοκόλα (μακαρίτισσα πλέον), όμως αναγνωρίζεις αμέσως τη φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου στο κείμενο: του σοβαρού Παπανδρέου, του καθηγητή· όχι του δημαγωγού. Εχει βεβαίως και την υπογραφή του στο τέλος.
Η επιστολή είναι του Φεβρουαρίου του 1987 και απευθύνεται στον Ευάγγελο Αβέρωφ. Τότε ο Αβέρωφ ήταν ένας ένδοξος συνταξιούχος της πολιτικής, δεν είχε θεσμικό ρόλο. Ωστόσο, με τη χαρακτηριστική αντίληψή του, συνέχιζε μέσω ενός δικτύου επαφών να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Ενα μήνα, λοιπόν, πριν από την περίφημη κρίση του Μαρτίου 1987, ο Αβέρωφ γράφει απευθείας στον τότε πρωθυπουργό τις εκτιμήσεις και τις ανησυχίες του για τη διαφαινόμενη κρίση στα ελληνοτουρκικά. Δεν έχω δει την αρχική επιστολή Αβέρωφ· όμως η απάντηση του Παπανδρέου είναι εντυπωσιακή – αν την κρίνουμε με τα σημερινά μέτρα τουλάχιστον.
Κατ’ αρχάς, ο Παπανδρέου ευχαριστεί επαρκώς τον Αβέρωφ για το ενδιαφέρον του· έπειτα, τον ενημερώνει εκτενώς και σαφώς για τα θέματα που έχει θέσει με την επιστολή του· και, τέλος, τον καθησυχάζει. Εν ολίγοις, η επιστολή αυτή είναι απόδειξη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ πολιτικών αντιπάλων για θέματα εθνικής σημασίας. Ακόμη και το ιδιαίτερο ύφος του Παπανδρέου στη συγκεκριμένη επιστολή (ευγένεια, ενισχυμένη με το σωστό μέτρο θέρμης που φανερώνει εκτίμηση) έχει κάτι καθησυχαστικό. Είναι, με τον τρόπο του, αναγνώριση του κοινωνικού δεσμού μεταξύ τους, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που αυτός ο δεσμός συνεπάγεται. Γι’ αυτό κάθεται ο Παπανδρέου και υπαγορεύει τρεις σελίδες επιστολή, και μάλιστα για «ευαίσθητα» θέματα, σε έναν συνταξιούχο της πολιτικής. (Σημειωτέον ότι η επικοινωνία μεταξύ Παπανδρέου και Αβέρωφ δεν εξαντλείται στη συγκεκριμένη επιστολή. Επτά φορές, συνολικά, αλληλογράφησαν ιδιωτικά, πάντα για θέματα αμυντικά και εξωτερικών σχέσεων.)
Σήμερα, παρόμοιοι δεσμοί δεν υπάρχουν. Τους κατέστρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν το έκανε απερίσκεπτα· η διάρρηξη τέτοιων δεσμών ήταν έκφραση του ιδεολογικού μίσους της ριζοσπαστικής Αριστεράς για εκείνο που με συγκατάβαση αποκαλούν «αστική δημοκρατία». Σε πόσο δύσκολη θέση τούς έφερε η περιφρόνηση για την Ευρώπη και την πραγματικότητα της οικονομίας, το είδαμε τον Ιούλιο του 2015 με την ιστορική kolotoumba. Σε πόσο δύσκολη θέση τούς φέρνει η περιφρόνηση της «αστικής δημοκρατίας», οι κυβερνώντες πρέπει να το καταλαβαίνουν τώρα, που είναι απαραίτητη κάποια βάση ειλικρινούς συνεννόησης με την αντιπολίτευση, αλλά είναι αδύνατον να υπάρξει επειδή οι ίδιοι το επέλεξαν. (Αυτοί συνήθως αδυνατούν να καταλάβουν πως το σύστημα, που τόσο απεχθάνονται και θέλουν να το ανατρέψουν, κουβαλάει τη συσσωρευμένη πείρα και τη δοκιμασμένη σοφία του παρελθόντος. Εξ ου η άγνοια κινδύνου...)
Η ανησυχία για τα ελληνοτουρκικά φουντώνει μέρα με τη μέρα. Αν κρίνω από όσα φθάνουν στα δικά μου αυτιά, σε επίπεδο ψυχολογικό, είμαστε ήδη σε πόλεμο. Από το «τι θα γίνει», περάσαμε πια στο «πότε θα γίνει». (Πράγμα πολύ βολικό, αν θέλεις να αποφύγεις το ατέλειωτο κουβεντολόι. Διότι τον ρωτάς αμέσως «ποιο θα γίνει». Δεν ξέρει να σου πει και, επομένως, το «πότε» παύει να έχει σημασία...)
Εν πάση περιπτώσει, ανέξοδες σεναριολογίες επάνω σε τέτοια θέματα είναι επικίνδυνες. (Δεν έχω καμία διάθεση να χορέψω μπαλέτο επάνω σε λεπτό πάγο – πολύ περισσότερο φορώντας την πανοπλία του Ερρίκου Η΄...) Αν υπάρχει ένα πράγμα, όμως, που κάνει την κατάσταση στο Αιγαίο επίφοβη με ένα διαφορετικό τρόπο –η ποιοτική διαφορά εν σχέσει με το παρελθόν, ξεκινώντας από το 1974– είναι οι κάκιστες σχέσεις, σε προσωπικό επίπεδο μεταξύ αρχηγών, με την αντιπολίτευση. Δεν εννοώ ανύπαρκτες σχέσεις, αλλά κάτι χειρότερο. Σχέσεις διαλυμένες συστηματικά και σκοπίμως εκ μέρους της κυβέρνησης, ώστε σήμερα να είναι αδύνατο να υπάρξει ίχνος εμπιστοσύνης. Θυμηθείτε μόνον πώς εξόρμησε με φανφάρες και παιάνες να λύσει το θέμα με το όνομα της ΠΓΔΜ, κηρύσσοντας συγχρόνως τον πόλεμο στην αντιπολίτευση. Για ποια εμπιστοσύνη μιλάμε;
Φυσικά, η κυβέρνηση τα καταλαβαίνει αυτά – έξυπνοι άνθρωποι είναι, κάποιοι τουλάχιστον. Είναι αδύνατο να μην έχουν πιάσει την ανήσυχη διάθεση του κόσμου. Γνωρίζει, επομένως, η κυβέρνηση ότι πρέπει να αποφύγει πάση θυσία οποιαδήποτε εμπλοκή με την Τουρκία: καθιστή πάπια και τσιμουδιά, θα βοηθούσε και ένα άκακο χαμόγελο. Πάση θυσία, διότι, αν συμβεί κάτι απευκταίον, η κυβέρνηση πέφτει: ανοίγει η καταπακτή και εξαφανίζεται. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα έχει πέσει με τρόπο για τον οποίο θα υποχρεωθούν να πληρώσουν όλα τα αμαρτήματά τους. Μια «περιπέτεια» εις βάρος της ελληνικής επικράτειας βαραίνει περισσότερο από μια χρεοκοπία.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 23/03/18 |
ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΣΙΜΑΤΗ
«Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή, / εν μέρει και την ώρα να περάσω, / την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή / επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω». Και δεν φαντάζεστε τι έπεσε από μέσα καθώς τη φυλλομετρούσα! Μια προσωπική επιστολή του Ανδρέα Παπανδρέου. Εννοώ το πρωτότυπο: τρεις σελίδες άψογα δακτυλογραφημένες, σε χαρτί ανώτερης ποιότητας που έχει αντέξει θαυμάσια στα τριάντα ένα χρόνια που πέρασαν από τότε που γράφτηκε. Μια απειροελάχιστη ψηφίδα της Ιστορίας. Υποθέτω ότι θα τη δακτυλογράφησε η Αγγέλα Κοκόλα (μακαρίτισσα πλέον), όμως αναγνωρίζεις αμέσως τη φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου στο κείμενο: του σοβαρού Παπανδρέου, του καθηγητή· όχι του δημαγωγού. Εχει βεβαίως και την υπογραφή του στο τέλος.
Η επιστολή είναι του Φεβρουαρίου του 1987 και απευθύνεται στον Ευάγγελο Αβέρωφ. Τότε ο Αβέρωφ ήταν ένας ένδοξος συνταξιούχος της πολιτικής, δεν είχε θεσμικό ρόλο. Ωστόσο, με τη χαρακτηριστική αντίληψή του, συνέχιζε μέσω ενός δικτύου επαφών να παρακολουθεί τις εξελίξεις. Ενα μήνα, λοιπόν, πριν από την περίφημη κρίση του Μαρτίου 1987, ο Αβέρωφ γράφει απευθείας στον τότε πρωθυπουργό τις εκτιμήσεις και τις ανησυχίες του για τη διαφαινόμενη κρίση στα ελληνοτουρκικά. Δεν έχω δει την αρχική επιστολή Αβέρωφ· όμως η απάντηση του Παπανδρέου είναι εντυπωσιακή – αν την κρίνουμε με τα σημερινά μέτρα τουλάχιστον.
Κατ’ αρχάς, ο Παπανδρέου ευχαριστεί επαρκώς τον Αβέρωφ για το ενδιαφέρον του· έπειτα, τον ενημερώνει εκτενώς και σαφώς για τα θέματα που έχει θέσει με την επιστολή του· και, τέλος, τον καθησυχάζει. Εν ολίγοις, η επιστολή αυτή είναι απόδειξη ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ πολιτικών αντιπάλων για θέματα εθνικής σημασίας. Ακόμη και το ιδιαίτερο ύφος του Παπανδρέου στη συγκεκριμένη επιστολή (ευγένεια, ενισχυμένη με το σωστό μέτρο θέρμης που φανερώνει εκτίμηση) έχει κάτι καθησυχαστικό. Είναι, με τον τρόπο του, αναγνώριση του κοινωνικού δεσμού μεταξύ τους, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που αυτός ο δεσμός συνεπάγεται. Γι’ αυτό κάθεται ο Παπανδρέου και υπαγορεύει τρεις σελίδες επιστολή, και μάλιστα για «ευαίσθητα» θέματα, σε έναν συνταξιούχο της πολιτικής. (Σημειωτέον ότι η επικοινωνία μεταξύ Παπανδρέου και Αβέρωφ δεν εξαντλείται στη συγκεκριμένη επιστολή. Επτά φορές, συνολικά, αλληλογράφησαν ιδιωτικά, πάντα για θέματα αμυντικά και εξωτερικών σχέσεων.)
Σήμερα, παρόμοιοι δεσμοί δεν υπάρχουν. Τους κατέστρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν το έκανε απερίσκεπτα· η διάρρηξη τέτοιων δεσμών ήταν έκφραση του ιδεολογικού μίσους της ριζοσπαστικής Αριστεράς για εκείνο που με συγκατάβαση αποκαλούν «αστική δημοκρατία». Σε πόσο δύσκολη θέση τούς έφερε η περιφρόνηση για την Ευρώπη και την πραγματικότητα της οικονομίας, το είδαμε τον Ιούλιο του 2015 με την ιστορική kolotoumba. Σε πόσο δύσκολη θέση τούς φέρνει η περιφρόνηση της «αστικής δημοκρατίας», οι κυβερνώντες πρέπει να το καταλαβαίνουν τώρα, που είναι απαραίτητη κάποια βάση ειλικρινούς συνεννόησης με την αντιπολίτευση, αλλά είναι αδύνατον να υπάρξει επειδή οι ίδιοι το επέλεξαν. (Αυτοί συνήθως αδυνατούν να καταλάβουν πως το σύστημα, που τόσο απεχθάνονται και θέλουν να το ανατρέψουν, κουβαλάει τη συσσωρευμένη πείρα και τη δοκιμασμένη σοφία του παρελθόντος. Εξ ου η άγνοια κινδύνου...)
Η ανησυχία για τα ελληνοτουρκικά φουντώνει μέρα με τη μέρα. Αν κρίνω από όσα φθάνουν στα δικά μου αυτιά, σε επίπεδο ψυχολογικό, είμαστε ήδη σε πόλεμο. Από το «τι θα γίνει», περάσαμε πια στο «πότε θα γίνει». (Πράγμα πολύ βολικό, αν θέλεις να αποφύγεις το ατέλειωτο κουβεντολόι. Διότι τον ρωτάς αμέσως «ποιο θα γίνει». Δεν ξέρει να σου πει και, επομένως, το «πότε» παύει να έχει σημασία...)
Εν πάση περιπτώσει, ανέξοδες σεναριολογίες επάνω σε τέτοια θέματα είναι επικίνδυνες. (Δεν έχω καμία διάθεση να χορέψω μπαλέτο επάνω σε λεπτό πάγο – πολύ περισσότερο φορώντας την πανοπλία του Ερρίκου Η΄...) Αν υπάρχει ένα πράγμα, όμως, που κάνει την κατάσταση στο Αιγαίο επίφοβη με ένα διαφορετικό τρόπο –η ποιοτική διαφορά εν σχέσει με το παρελθόν, ξεκινώντας από το 1974– είναι οι κάκιστες σχέσεις, σε προσωπικό επίπεδο μεταξύ αρχηγών, με την αντιπολίτευση. Δεν εννοώ ανύπαρκτες σχέσεις, αλλά κάτι χειρότερο. Σχέσεις διαλυμένες συστηματικά και σκοπίμως εκ μέρους της κυβέρνησης, ώστε σήμερα να είναι αδύνατο να υπάρξει ίχνος εμπιστοσύνης. Θυμηθείτε μόνον πώς εξόρμησε με φανφάρες και παιάνες να λύσει το θέμα με το όνομα της ΠΓΔΜ, κηρύσσοντας συγχρόνως τον πόλεμο στην αντιπολίτευση. Για ποια εμπιστοσύνη μιλάμε;
Φυσικά, η κυβέρνηση τα καταλαβαίνει αυτά – έξυπνοι άνθρωποι είναι, κάποιοι τουλάχιστον. Είναι αδύνατο να μην έχουν πιάσει την ανήσυχη διάθεση του κόσμου. Γνωρίζει, επομένως, η κυβέρνηση ότι πρέπει να αποφύγει πάση θυσία οποιαδήποτε εμπλοκή με την Τουρκία: καθιστή πάπια και τσιμουδιά, θα βοηθούσε και ένα άκακο χαμόγελο. Πάση θυσία, διότι, αν συμβεί κάτι απευκταίον, η κυβέρνηση πέφτει: ανοίγει η καταπακτή και εξαφανίζεται. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα έχει πέσει με τρόπο για τον οποίο θα υποχρεωθούν να πληρώσουν όλα τα αμαρτήματά τους. Μια «περιπέτεια» εις βάρος της ελληνικής επικράτειας βαραίνει περισσότερο από μια χρεοκοπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου