Από "ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"
(κύριο θέμα+εσωτερικές σελίδες)
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 24-25/03/18
Βάση drones ΗΠΑ στη Λάρισα
Συμφωνία για να αρχίσουν πτήσεις από τον Μάιο - Η σύγκρουση Ουάσιγκτον-Ακγυρας αναβαθμίζει τον ρόλο της Ελλάδας - Ενδεχόμενο μεταφοράς και τμημάτων της βάσης του Ιντσιρλίκ - Επιμένει στα παιχνίδια με τους δύο στρατιωτικούς ο Ερντογάν
Toυ Άγγελου Αλ. Αθανασόπουλου
Μέσα στον προσεχή Μάιο αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη αναμένεται να αρχίσουν να επιχειρούν από βάση της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στη Λάρισα. Επειτα από μια διπλωματική και στρατιωτική διελκυστίνδα σχεδόν πέντε ετών που ξεκίνησε στα τέλη του 2013, τα αμερικανικά drones θα έλθουν στην Ελλάδα, έστω και όχι στο Καστέλλι της Κρήτης που ήταν η αρχική (και σφοδρή) επιθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η νομική βάση έχει βρεθεί (π.χ. το απόρρητο Μνημόνιο Συνεργασίας που υπέγραψαν οι δύο χώρες το 1992 ή κάποια άλλη από τις περισσότερες από 100 συμφωνίες αμυντικού περιεχομένου και η τελική συμφωνία δεν αναμένεται να χρειαστεί κύρωση από τη Βουλή), ενώ το υπουργείο Εξωτερικών έχει παράσχει την πολιτική έγκρισή του. Ηδη τις τελευταίες εβδομάδες στη συγκεκριμένη βάση στη Λάρισα πραγματοποιούνται εργασίες υποδομής από αμερικανικό εξειδικευμένο προσωπικό. Η στάθμευση των αμερικανικών MQ-9 Reaper στη χώρα μας, η οποία θα δίνει έμφαση στη συλλογή πληροφοριών, στην παρακολούθηση και στην αναγνώριση σε μια πολύ ευαίσθητη στρατηγικά περιοχή, συνιστά άλλο ένα λιθαράκι στη συνεχώς εμβαθυνόμενη ελληνοαμερικανική στρατιωτική συνεργασία.
Η επίσκεψη Μίτσελ στην Αθήνα
Αυτή η εμβάθυνση δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων Ουάσιγκτον - Αγκυρας. Το σκεπτικό αυτό φέρεται να ανέπτυξε κατά τη διάρκεια των επαφών που είχε με αξιωματούχους στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου ο αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για ευρωπαϊκές και ευρασιατικές υποθέσεις Γουές Μίτσελ κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ο κ. Μίτσελ έθεσε, σύμφωνα με πηγές με γνώση του περιεχομένου των συνομιλιών, το ενδεχόμενο να χρειαστεί στο μέλλον η μεταφορά σημαντικού μέρους της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ από την Τουρκία στην Ελλάδα. Το καθαυτό τεχνικό μέρος μιας τέτοιας κίνησης δεν είναι καθόλου εύκολο, ενώ υπάρχει ακόμα ένα ζήτημα που θα μπορούσε να τεθεί αν και εφόσον έλθει η «δύσκολη ώρα». Πρόκειται για την τύχη των 50 υδρογονοβομβών Β-61 που βρίσκονται αποθηκευμένες στο Ιντσιρλίκ, ακόμα και αν δεν υπάρχουν εκεί τα πτητικά μέσα που θα τις έφεραν. Οι βόμβες αυτές έχουν «νατοϊκό καπέλο» και ουδείς θα ήθελε να φανταστεί το σενάριο να ζητηθεί να αποθηκευθούν στην Ελλάδα.
Η αναβάθμιση του ελληνικού ρόλου στους σχεδιασμούς του αμερικανικού Πενταγώνου (το οποίο έχει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής επί Ντόναλντ Τραμπ σε σχέση με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τουλάχιστον πριν από την έλευση σε αυτό του Μάικ Πομπέο) ηχεί γοητευτική, αλλά δεν είναι απαραίτητα και εύκολα διαχειρίσιμη. «Αν θέλεις να παίξεις στο μεγάλο τραπέζι, πρέπει να συνεισφέρεις» σχολίαζε χαρακτηριστικά υψηλόβαθμη πηγή, παρομοιάζοντας την τρέχουσα κατάσταση με μια παρτίδα «γεωπολιτικού» πόκερ. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχουν κίνδυνοι που πρέπει να συνυπολογιστούν και ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Ηδη τούρκοι αξιωματούχοι αλλά και μερίδα τουρκικού Τύπου έχουν αναφερθεί στα σχέδια τρίτων χωρών, «φωτογραφίζοντας» τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες προσπαθούν να πλήξουν τα τουρκικά συμφέροντα την ώρα που η προσοχή της Αγκυρας είναι στραμμένη σε επιχειρήσεις στη Συρία.
Η σημασία του ελληνικού χώρου
Επειτα από ένα χρονικό διάστημα που η αμερικανική εξωτερική και αμυντική πολιτική αναδιαρθρώθηκε εκ βάθρων με σκοπό την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, παρατηρείται κατά την τελευταία διετία επιστροφή σε πιο «παραδοσιακές δράσεις». Σε αυτό το πλαίσιο η γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας έχει αποκτήσει αναβαθμισμένη σημασία, με δεδομένη τη διεύρυνση της ρωσικής στρατιωτικής δραστηριότητας σε όλον τον χώρο από την Ανατολική Ευρώπη και τη Μαύρη Θάλασσα ως την Ανατολική Μεσόγειο. Η αναβάθμιση αυτή αποτυπώνεται σε μια σειρά ασκήσεων που είτε έχουν πραγματοποιηθεί αποκλειστικά στον ελληνικό χώρο είτε η Ελλάδα συμμετέχει σε αυτές με δυνάμεις είτε με υποδομές υποστήριξης.
Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα ήταν η αεροπορική άσκηση «Ηνίοχος 2018» που πραγματοποιήθηκε σε όλο το FIR Αθηνών και αεροσκάφη από έξι χώρες (Ηνωμένες Πολιτείες, Βρετανία, Ιταλία, Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Κύπρο) στάθμευσαν στη βάση της Ανδραβίδας. Εχουν προηγηθεί όμως και άλλες ασκήσεις, όπως η «Μέγας Αλέξανδρος 2018» στον Βόλο με τη συμμετοχή αμερικανών πεζοναυτών, η νατοϊκή «Noble Jump 2017» στη Ρουμανία με τη συμμετοχή 4.000 στρατιωτών από 10 χώρες του ΝΑΤΟ, στην οποία η χώρα μας προσέφερε διευκολύνσεις μέσω υποδομών στην Αλεξανδρούπολη, ή η επίσης νατοϊκή «Saber Guardian 2017», όπου η χώρα μας συμμετείχε με δυνάμεις.
Τόσο το Αιγαίο όσο (ίσως δε περισσότερο) η Βόρεια Ελλάδα προσελκύουν το αμερικανικό ενδιαφέρον. Σε ό,τι αφορά την αεροναυτική Βάση της Σούδας, περιττεύει να επαναληφθεί πόσο σημαντική είναι. Μια εξέλιξη που θα αναβαθμίσει ακόμη περισσότερο τη σημασία της θα είναι η προώθηση της κατασκευής ναυπηγικής δεξαμενής για μείζονες επισκευές πολεμικών πλοίων που έπειτα από πολλά χρόνια «γραφειοκρατικής καθήλωσης» εντός ΝΑΤΟ φαίνεται να προχωρεί.
Ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ έχει πολλές φορές αναφερθεί στη σημασία των λιμένων της Αλεξανδρούπολης και της Θεσσαλονίκης. Ιδιαίτερα η περιοχή της Αλεξανδρούπολης θεωρείται κομβικής σημασίας, καθώς διαθέτει σημαντικές οδικές και λιμενικές υποδομές που διευκολύνουν την ταχεία μεταφορά στρατιωτικού υλικού είτε για ασκήσεις είτε στο πλαίσιο της αμερικανικής συμμετοχής στην εκ περιτροπής παρουσία νατοϊκών δυνάμεων σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία αποφασίστηκε μετά τα γεγονότα της Ουκρανίας. Ανάλογης σημασίας είναι και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, που έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για τέτοιους σκοπούς. Στο κομμάτι των γεωγραφικών σημείων θα πρέπει να συνυπολογιστεί η Σύρος, καθώς το Ναυπηγείο Νεωρίου περνά πλέον σε ελληνοαμερικανική κοινοπραξία.
Οι γνωρίζοντες επιμένουν πάντως ότι η αμερικανική προσέγγιση σε σχέση με την Ελλάδα είναι ευρύτερη. Η Ουάσιγκτον θέλει να βοηθήσει στην ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ώστε αυτές να μπορούν να επιχειρούν καλύτερα στην κρίσιμη περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Η ένταξη των Αεροσκαφών Ναυτικής Συνεργασίας P-3 Orion στην εξίσωση θα είναι ένα σημαντικό βήμα, ιδιαίτερα για την επιτήρηση περιοχών νότια και νοτιοανατολικά της Κρήτης. Η προμήθεια των ελικοπτέρων Chinook αλλά και των Kiowa εντάσσεται στην ενίσχυση του ελληνικού οπλοστασίου, ενώ έχουν ήδη παραγγελθεί κινητήρες και ανταλλακτικά για το εκπαιδευτικό αεροσκάφος Τ-2.
Το αμερικανικό Πεντάγωνο αναβαθμίζει την Ελλάδα
Παράλληλα, κρίνεται ως αναγκαία η αναβάθμιση 85 αεροσκαφών F-16, αν και από ενημερωμένες πηγές εκφράζεται ενόχληση για την κωλυσιεργία του Πάνου Καμμένου. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», ο υπουργός Εθνικής Αμυνας έστειλε επιστολή στον αμερικανό ομόλογό του Τζέιμς Μάτις ζητώντας ουσιαστικά χρηματική βοήθεια για να γίνει η αναβάθμιση, όταν είναι σε όλους σαφές πώς ακριβώς λειτουργεί η αμερικανική γραφειοκρατία σε αυτά τα ζητήματα. Πάντως, ο κ. Πάιατ φέρεται να είχε μακρά συζήτηση επί του θέματος των F-16 στην Ανδραβίδα και μένει να φανεί τι θα γίνει. Για την αμερικανική πλευρά, η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) θα μπορούσε μέσω των προαναφερθέντων προμηθειών και προγραμμάτων να γίνει ένας πόλος που θα αναλαμβάνει επισκευές αεροσκαφών και ελικοπτέρων από άλλες χώρες της περιοχής (π.χ. Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική).
Ο ρόλος της Ρωσίας
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις διάγουν μία από τις χειρότερες φάσεις της ιστορίας τους. Η συμπεριφορά του Ερντογάν έχει εξοργίσει τα κέντρα αποφάσεων στην Ουάσιγκτον και οι επόμενες κινήσεις της Τουρκίας στη Συρία (ιδιαίτερα δε μία νέα επιχείρηση στο Μανμπίτζ της Βόρειας Συρίας όπου βρίσκονται αμερικανικές δυνάμεις) θα μπορούσαν να αποτελέσουν θρυαλλίδα κατακλυσμιαίων εξελίξεων. Η κορωνίδα των αμερικανικών ανησυχιών όμως είναι η διευρυνόμενη συνεργασία Τουρκίας - Ρωσίας και η αντίληψη που διαμορφώνεται ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν βλέπει με ικανοποίηση τους δύο νατοϊκούς συμμάχους «στα μαχαίρια». Η Μόσχα «επέτρεψε» στις τουρκικές δυνάμεις να καταλάβουν το Αφρίν συγκρατώντας τις δυνάμεις του καθεστώτος Ασαντ και ουδείς μπορεί να προβλέψει τα επόμενα βήματα.
Στην Ουάσιγκτον, οι φωνές που ζητούν την τιμωρία της Τουρκίας έχουν αρχίσει να ακούγονται όλο και περισσότερο απέναντι σε όσους επιμένουν στην παραδοσιακή μετριοπαθή γραμμή. Μόλις πριν από λίγες ημέρες μία ομάδα αμερικανών γερουσιαστών του Δημοκρατικού Κόμματος ζήτησε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διευκρινίσεις για το κατά πόσον θα έπρεπε να εφαρμοστούν κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας εξαιτίας της προγραμματιζόμενης προμήθειας του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Τον περασμένο Δεκέμβριο, σε μία από τις λιγοστές δημόσιες εμφανίσεις του, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, στρατηγός Χέρμπερτ Ρ. Μακ Μάστερ είχε ξεχωρίσει την Τουρκία (μαζί με το Κατάρ) ως τα δύο βασικά κράτη που υποστηρίζουν μία ριζοσπαστική ισλαμική ιδεολογία. Η Αγκυρα είχε τότε αντιδράσει σφοδρότατα χαρακτηρίζοντας τα όσα είπε ο κ. Μακ Μάστερ μη αποδεκτά και αβάσιμα. Υπάρχουν επίσης σκέψεις ότι ίσως η Τουρκία πρέπει να αποβληθεί από την κοινοπραξία κατασκευής του πολεμικού αεροσκάφους 5ης γενιάς F-35 και να μη λάβει μάλιστα όσα έχει παραγγείλει (άνω των 100). Η ανησυχία είναι ότι ευαίσθητη στρατιωτική τεχνολογία μπορεί να βρεθεί στα χέρια των Ρώσων ή των Ιρανών.
Η ΕΕ καταδικάζει Αγκυρα, στηρίζει Αθήνα
Εν όψει του ενδεχομένου περαιτέρω επιδείνωσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι το χειρότερο σενάριο για την Αθήνα θα ήταν να βρεθεί στη μέση μιας τέτοιας διένεξης. Η χώρα μας έχει ήδη πολλά ανοιχτά μέτωπα με την Αγκυρα και η υπόθεση των δύο στρατιωτικών, όπου τα «καλά σενάρια» περιορίζονται όσο περνούν οι ημέρες, έδειξε πόσο ευαίσθητες είναι οι ισορροπίες.
Σημαντική – τουλάχιστον στο επίπεδο των πολιτικών εντυπώσεων – ήταν η καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των παράνομων ενεργειών («illegal activities» αναφέρεται στο κείμενο) της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο την Πέμπτη το βράδυ. Οι ηγέτες της ΕΕ καλούν την Αγκυρα να σεβαστεί τις διεθνείς συνθήκες, να σταματήσει να θέτει εμπόδια στις έρευνες της Λευκωσίας στην Κυπριακή ΑΟΖ, ενώ υπογραμμίζεται η ευρωπαϊκή «αλληλεγγύη σε Κύπρο και Ελλάδα». Η απόφαση των ευρωπαίων ηγετών κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική, εν όψει μάλιστα της συνάντησης ΕΕ - Τουρκίας στη Βάρνα στις 26 Μαρτίου. Την Παρασκευή η Αγκυρα αντέδρασε έντονα στην απόφαση της ΕΕ. «Το ανακοινωθέν περιέχει απαράδεκτες εκφράσεις για τη χώρα μας, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου» δήλωσε εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών.
Η Αθήνα πάντως εξακολουθεί να αναμένει κάποιο απτό αποτέλεσμα από την ενεργοποίηση των παρασκηνιακών διαύλων τόσο προς το περιβάλλον Ερντογάν όσο και προς εκείνο του πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ, κάτι που δεν έχει ευδοκιμήσει ως τώρα. Αντιθέτως, συνεχίστηκαν τα τουρκικά παιχνίδια, με διαρροές ότι στα κινητά τηλέφωνα βρέθηκαν στρατιωτικά σχεδιαγράμματα, κάτι που διαψεύστηκε κατηγορηματικά από την ελληνική πλευρά, καθώς στην έρευνα παρευρίσκονταν και έλληνες εμπειρογνώμονες.
Επίσης, η διαρροή δεν επιβεβαιώθηκε από τις τουρκικές αρχές όταν επικοινώνησαν οι δικηγόροι των δύο Ελλήνων. Η Αθήνα μετά την τουρκική κωλυσιεργία κινείται προς μια λελογισμένη σκλήρυνση της στάσης της στη Σύνοδο Κορυφής στη Βάρνα. Στο υπουργείο Εξωτερικών συστήνουν ψυχραιμία, αλλά «η στρατηγική της εξημέρωσης του θηρίου» έχει εξαντληθεί, καθώς η ΕΕ δεν φαίνεται να έχει την ισχύ να πιέσει άμεσα την Αγκυρα. Επιπλέον, ο διάλογος για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα ήταν πολιτική αυτοκτονία στην τρέχουσα συγκυρία
Εθνικό Συμβούλιο και στρατηγική εθνικής ασφαλείας
Οι προβληματικές σχέσεις με την Τουρκία έφεραν στο προσκήνιο το βαθύ έλλειμμα συντονισμού, στρατηγικού σχεδιασμού καθώς και πλαισίου διαχείρισης κρίσεων
Του Άγγελου Αλ. Αθανασόπουλου
Πόσοι άραγε από όσους μιλούν εσχάτως για την αναγκαιότητα θέσπισης ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) γνωρίζουν ότι είχε προβλεφθεί η ίδρυση ενός τέτοιου οργάνου ήδη εν έτει 1986, αλλά τελικώς δεν συστήθηκε ποτέ και αργότερα καταργήθηκε; Πιθανότατα ελάχιστοι. Χρειάστηκε όμως να συμβεί άλλο ένα επικίνδυνο περιστατικό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως αυτό με τη σύλληψη δύο ελλήνων στρατιωτών στον Εβρο αλλά και το προηγούμενο συμβάν στα Ιμια, για να θυμηθούν κάποιοι το βαθύ έλλειμμα συντονισμού, στρατηγικού σχεδιασμού καθώς και πλαισίου διαχείρισης κρίσεων. Και το ερώτημα παραμένει φυσικά το ίδιο. Τι εννοούν όσοι ομιλούν σήμερα για σύσταση ΣΕΑ; Πόσο έχουν μελετήσει τα παραδείγματα που απαντώνται διεθνώς; Βλέπουν τη συγκρότηση ενός τέτοιου οργάνου υπό το πρίσμα της αναγκαίας τεχνοκρατικής επάρκειας ή το εντάσσουν σε εσωτερικούς, μικροπολιτικούς σχεδιασμούς που θα οδηγήσουν, κοντόφθαλμα, το εγχείρημα σε ναυάγιο;
Πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να δεχθεί τον Σταύρο Θεοδωράκη, ο οποίος επανέφερε στο τραπέζι την πρόταση που είχε καταθέσει το κόμμα του για σύσταση ΣΕΑ τον Δεκέμβριο του 2016. Από τη συνάντηση προέκυψε ότι οι δύο άνδρες είχαν τελείως διαφορετική αντίληψη περί της μορφής και του ρόλου ενός ΣΕΑ. Αλλωστε, η νομοθετική πρωτοβουλία του Ποταμιού δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να απαντήσει στις προκλήσεις ασφαλείας του 21ου αιώνα και - το κυριότερο - δεν μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση υψηλής στρατηγικής και στρατηγικής εθνικής ασφαλείας. Ενα όργανο στο οποίο θα συμμετέχουν πρώην πρωθυπουργοί και οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων δεν απαντά στις σημερινές αναγκαιότητες.
Την ίδια στιγμή βέβαια ο Πρωθυπουργός είπε ότι το υπουργείο Εξωτερικών ετοιμάζει το δικό του σχέδιο περί ΣΕΑ με βάση και τα πρότυπα άλλων χωρών. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, το υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει προχωρήσει σε κάποια εμπεριστατωμένη μελέτη για συγκρότηση ΣΕΑ και όλα φαίνεται ότι ξεκίνησαν όταν άρχισε και η γενικότερη δημόσια συζήτηση περί αυτού.
Παράλληλα, ενημερωμένες πηγές ανέφεραν ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών εξέφρασε εντονότατη ενόχληση μόλις αντιλήφθηκε πως δεν είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και επέλεξε να κινηθεί γρήγορα για να προλάβει τους... ανταγωνιστές της. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ένας πιθανός περιορισμός του ΣΕΑ σε θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής βρίσκεται τελείως εκτός της σημερινής πραγματικότητας και θα εξυπηρετούσε άλλες σκοπιμότητες. Την ίδια στιγμή πηγές που γνωρίζουν σημειώνουν ότι η ΝΔ έχει ολοκληρώσει επεξεργασμένη πρόταση για τη θέσπιση και συγκρότηση ΣΕΑ, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης κρίνει ότι το όργανο αυτό είναι απολύτως απαραίτητο στο πλαίσιο μιας σύγχρονης διακυβέρνησης.
Προτού φθάσει κάποιος στην απόφαση να συστήσει το ΣΕΑ οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα αν η Ελλάδα έχει διαμορφώσει μια στρατηγική εθνικής ασφαλείας ή, ευρύτερα, μια υψηλή στρατηγική. Μοιάζει προφανές ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός πως η χώρα μας δεν έχει δημοσιεύσει ποτέ ένα θεσμικό κείμενο υπό τη μορφή, π.χ., μιας Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας στην οποία να καταγράφονται οι στόχοι της χώρας και τα μέσα για την εκπλήρωσή τους. Εξαίρεση αποτελεί η Λευκή Βίβλος του υπουργείου Εθνικής Αμυνας (η τελευταία δημοσιεύθηκε το 2014), αλλά αυτή μόνο ως αποσπασματική κίνηση πρέπει να εκληφθεί. Η συζήτηση για την αναγκαιότητα στρατηγικού σχεδιασμού επανεμφανίζεται κάθε φορά που ανακύπτει μια μείζων κρίση. Η τελευταία μείζων κρίση ήταν τα τραγικά γεγονότα των Ιμίων το 1996, που οδήγησαν σταδιακά σε μια αναδιοργάνωση (αν και ελλιπή) του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Αμυνας (ΚΥΣΕΑ) ώστε αυτό να μπορεί τόσο να ασκεί συντονιστικό ρόλο όσο και να διαχειρίζεται κρίσεις. Η έλλειψη συντονισμού που παρατηρήθηκε μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας στην κρίση των Ιμίων επηρέασε βαθιά το «στρατηγικό υποσυνείδητο» των κυβερνήσεων στην Ελλάδα.
«Στρατηγική κουλτούρα»
Πού οφείλεται όμως η αδυναμία της χώρας να αποκτήσει τα απαραίτητα θεσμικά εργαλεία και να χτίσει επάνω σε αυτά; «Η αδυναμία ανάπτυξης συγκροτημένης στρατηγικής εθνικής ασφαλείας από μέρους της Ελλάδας θα πρέπει να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στη διαμορφούμενη, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, "στρατηγική κουλτούρα", που χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία της απειλής, της εσωστρέφειας, της αμυντικότητας και της ανακλαστικής αντιμετώπισης των διεθνών εξελίξεων, που οδηγούν, με τη σειρά τους, στην απουσία ιεράρχησης στόχων» τονίζει ο Παναγιώτης Τσάκωνας, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. «Είναι βεβαίως αυτή η "στρατηγική κουλτούρα" που επιβαρύνει ακόμα περισσότερο άλλες εγγενείς θεσμικές αδυναμίες μακροπρόθεσμης χάραξης και σχεδιασμού πολιτικής, με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη κατίσχυση του ρόλου των προσώπων έναντι των θεσμών» προσθέτει.
Η συγκρότηση ενός ΣΕΑ δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Και αυτό διότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που καλύπτει μια γεωγραφική περιοχή γεμάτη γεωπολιτικές προκλήσεις και αστάθεια, στην οποία «ευδοκιμούν» πέραν των κλασικών και πολλές από τις επονομαζόμενες ασύμμετρες απειλές: παράνομη μετανάστευση, οργανωμένο έγκλημα, διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής, περιβαλλοντικές καταστροφές. Ηδη, μόνο από την καταγραφή των απειλών και προκλήσεων, γίνεται κατανοητό αυτό που επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, ότι δηλαδή το ΣΕΑ δεν μπορεί αποκλειστικά να ασχοληθεί με θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, αλλά με μια ευρύτερη γκάμα ζητημάτων. Σε αυτά δε τα ζητήματα θα πρέπει να προστεθεί οπωσδήποτε η οικονομία. Είναι σαφές ότι με δεδομένη την κρίση που έπληξε την Ελλάδα μετά το 2009 απαιτείται υψηλή ικανότητα πρόβλεψης και των οικονομικών εξελίξεων. Σημειώνεται ότι η συμπερίληψη του τομέα της οικονομίας ήταν μία από τις βασικότερες καινοτομίες που επέφερε στο αμερικανικό NSC ο πρώην πρόεδρος Μπιλ Κλίντον μετά το 1993 με την ίδρυση Συμβουλίου Εθνικής Οικονομίας.
Μεικτός ρόλος
Οπως σημειώνει ο καθηγητής Διεθνούς Ασφαλείας στο King's College του Λονδίνου Μάνος Καραγιάννης, «η δομή και η λειτουργία ενός ΣΕΑ που υπάρχει σε κάθε χώρα αντανακλά την πολιτική της ιστορία, το γεωπολιτικό της περιβάλλον και τη στρατηγική της κουλτούρα. Υπάρχουν δύο βασικά μοντέλα, το συμβουλευτικό και το συντονιστικό. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα όργανο με μεικτό ρόλο: επιτελική υποστήριξη στην εκπόνηση στρατηγικής και συντονισμό δράσεων ανάμεσα στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες». Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ κρίσιμο διότι «φωτογραφίζει» την πρώτη αναγκαιότητα που πρέπει να απαντηθεί: την απόκτηση ικανότητας στη διαχείριση κρίσεων, όπως το επεισόδιο με τους δύο έλληνες στρατιώτες στον Εβρο που οι αναλυτές χαρακτηρίζουν «κρίση χαμηλής έντασης». Κατά καιρούς ορισμένοι έχουν αναφερθεί στο ενδεχόμενο αναβάθμισης του ΚΥΣΕΑ, αλλά, όπως λέει ο κ. Καραγιάννης, «το ΚΥΣΕΑ είναι ένα απαρχαιωμένο όργανο που δεν μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις προκλήσεις του 21ου αιώνα». Πράγματι, το ΚΥΣΕΑ δεν διαθέτει σήμερα ούτε καν στοιχειώδη μηχανισμό υποστήριξης. Την ίδια στιγμή από διάφορες πλευρές ακούγεται η ανάγκη περί διακομματικής συναίνεσης. Αυτή χρειάζεται, αλλά σύμφωνα με τον κ. Τσάκωνα «η αντιμετώπιση του υφιστάμενου θεσμικού ελλείμματος αποτελεί αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης και όχι προϊόν διακομματικής συνεννόησης».
Για να έχει μια χώρα ένα σοβαρό ΣΕΑ, θα πρέπει παράλληλα να αναπτύξει και μια συναφή υψηλή στρατηγική τόσο για εξωτερικά όσο και για εσωτερικά θέματα (π.χ. ισλαμική ριζοσπαστικοποίηση). Πρόκειται για έναν συνδυασμό Εθνικής Ασφάλειας και Εσωτερικής Ασφάλειας όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Ανθρωπος με γνώση ορισμένων εκ των συζητήσεων εκμυστηρεύεται: «Δεν πρέπει να έχουμε ένα εγχειρίδιο για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ισλαμικής τρομοκρατίας λόγω και της μαζικής μετανάστευσης;». Το ζήτημα αυτό δεν άπτεται μόνο της εξωτερικής αλλά και της εσωτερικής πολιτικής. Αλλη πηγή σημειώνει ότι «για να χαράξεις στρατηγική πρέπει να διαχωρίσεις σε ποιο φαινόμενο απαντάς: σε απειλή, σε κίνδυνο, σε πρόκληση, σε τρωτότητα, σε έναν παράγοντα-έκπληξη;».
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να διαλέξει μεταξύ στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων ή μεταξύ μιας προσέγγισης με έμφαση στην εξωτερική / αμυντική πολιτική και μιας άλλης που θα δίνει έμφαση στην εσωτερική ασφάλεια. Απαιτείται ένα ολιστικό μοντέλο. Από το ΣΕΑ, πέραν των σημερινών μελών του ΚΥΣΕΑ, δεν μπορεί να λείπει ο υπουργός Οικονομικών ούτε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η δε επιλογή του προσώπου που θα αναλάβει τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας θα είναι κομβικής σημασίας. Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι αν ένα τέτοιο όργανο στην Ελλάδα θα αντέξει ή «θα πεθάνει» από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της πολιτικής εξουσίας.
Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο
Το ΚΥΣΕΑ αποτελεί το βασικό κυβερνητικό όργανο που προσιδιάζει, έστω, με το ΣΕΑ. Θεσμοθετημένο με τον νόμο 1266/1982 και τροποποιηθέν πολλάκις είτε με νόμους είτε με Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), το ΚΥΣΕΑ έχει, δυστυχώς, μετατραπεί σήμερα σε ένα όργανο που κατά κύριο λόγο επικυρώνει κρίσεις αξιωματικών ή εγκρίνει εξοπλιστικά προγράμματα και σε καμία περίπτωση δεν σχεδιάζει ή χαράσσει στρατηγική.
Σύμφωνα με τον νόμο 1558/1985, το ΚΥΣΕΑ λειτουργεί με βάση τις αρμοδιότητες που του εκχωρεί το Υπουργικό Συμβούλιο. Εναν χρόνο αργότερα, με την ΠΥΣ 62/23-5-86, η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ συνέστησε «Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας», με συμβουλευτικό και συντονιστικό ρόλο. Το όργανο δεν λειτούργησε ποτέ. Αντίθετα, ακριβώς 10 χρόνια αργότερα, με την ΠΥΣ 88/1996, καταργήθηκε και όλες οι αρμοδιότητές του μεταφέρθηκαν στο ΚΥΣΕΑ.
Η κυβέρνηση Σημίτη προχώρησε, μετά τις εκλογές του 2000, με την ΠΥΣ 31/2000 σε αλλαγές τόσο στη δομή του ΚΥΣΕΑ όσο και στις αρμοδιότητές του. Η σημαντικότερη αλλαγή αφορούσε τις αρμοδιότητες του ΚΥΣΕΑ και συγκεκριμένα την ανάληψη από αυτό ρόλου στη διαχείριση κρίσεων. Με τον τρόπο αυτόν καθίσταται πλέον το βασικό συντονιστικό όργανο και παρέχει οδηγίες στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, ενώ αποκτά πλέον τη δυνατότητα να οργανώνει το κατάλληλο διαχειριστικό όργανο κρίσεων με το κατάλληλο επιτελείο. Οι τελευταίες αλλαγές στο ΚΥΣΕΑ έγιναν με την ΠΥΣ 5/25-2-2015 και τα μέλη του είναι πλέον ο Πρωθυπουργός, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, ο υπουργός Εξωτερικών, ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών με αρμοδιότητα τα θέματα Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και ο Α/ΓΕΕΘΑ.
Στα πρότυπα Βρετανίας και Ισραήλ η σύσταση ενός ελληνικού ΣΕΑ
Μιλώντας περί Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, το μυαλό πηγαίνει αμέσως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το όργανο αυτό θεσπίστηκε το 1947 επί προεδρίας Χάρι Τρούμαν στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου. Το αμερικανικό National Security Council (NSC) πέρασε από διάφορα στάδια και μορφές και ουσιαστικά επηρεάστηκε καθοριστικά από την εκάστοτε σχέση του προέδρου με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας – ένα πρόσωπο της απολύτου επιλογής του προέδρου, ο διορισμός του οποίου δεν απαιτεί την έγκριση του Κογκρέσου. Από τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας πέρασαν ορισμένα κορυφαία μυαλά στον χώρο των Διεθνών Σχέσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενα ήταν όμως το πρόσωπο που προσδιόρισε την εικόνα του θεσμού όσο κανένα άλλο. Πρόκειται για τον Χένρι Κίσινγκερ, έναν άνθρωπο που καθόρισε όσο ελάχιστοι την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και ευρύτερα τη διεθνή πολιτική. Αλλα δύο πρόσωπα που ευρέως έγιναν γνωστά ως σύμβουλοι Εθνικής Ασφαλείας ήταν ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ και ο Μπρεντ Σκόουκροφτ επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου.
Ωστόσο, το μοντέλο του αμερικανικού NSC ταιριάζει περισσότερο σε ένα προεδρικό σύστημα. Είναι για αυτόν τον λόγο που οι μελετητές της σύστασης ενός ελληνικού ΣΕΑ εστιάζουν κυρίως στα μοντέλα της Βρετανίας και του Ισραήλ που απαντώνται σε δύο χώρες με βαθιά στρατηγική κουλτούρα και κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης. Το βρετανικό Cabinet Office λειτουργεί ως Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο, που μαζί με το Πρωθυπουργικό Γραφείο και το υπουργείο Οικονομικών συνιστούν τον πυρήνα του βρετανικού συστήματος.
Στο Cabinet Office υπάρχουν 30 γραμματείες, εκ των οποίων τρεις ασχολούνται με θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας, διαχείρισης κρίσεων. Το 2010, επί κυβερνήσεως Ντέιβιντ Κάμερον, δημιουργήθηκε Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας το οποίο συνεδριάζει εβδομαδιαίως και υποστηρίζεται από γραμματεία περίπου 200 ατόμων. Στο δε Ισραήλ, όπου ο χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος είναι έντονα πρωθυπουργικός, το ΣΕΑ ιδρύθηκε το 1999 από την κυβέρνηση Νετανιάχου. Συνάντησε την έντονη αντίδραση των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας, καθώς ανομολόγητος στόχος των εμπνευστών του ήταν να ελεγχθεί η επιρροή του στρατιωτικού κατεστημένου. Το ισραηλινό ΣΕΑ είναι ενταγμένο στο Γραφείο Πρωθυπουργού και η δομή του περιλαμβάνει τέσσερις πτέρυγες: α) Πολιτική Ασφαλείας, β) Εξωτερική Πολιτική, γ) Στρατηγικές Υποθέσεις, δ) Γραφείο Αντιτρομοκρατίας.
(κύριο θέμα+εσωτερικές σελίδες)
Βάση drones ΗΠΑ στη Λάρισα
Συμφωνία για να αρχίσουν πτήσεις από τον Μάιο - Η σύγκρουση Ουάσιγκτον-Ακγυρας αναβαθμίζει τον ρόλο της Ελλάδας - Ενδεχόμενο μεταφοράς και τμημάτων της βάσης του Ιντσιρλίκ - Επιμένει στα παιχνίδια με τους δύο στρατιωτικούς ο Ερντογάν
Toυ Άγγελου Αλ. Αθανασόπουλου
Μέσα στον προσεχή Μάιο αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη αναμένεται να αρχίσουν να επιχειρούν από βάση της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στη Λάρισα. Επειτα από μια διπλωματική και στρατιωτική διελκυστίνδα σχεδόν πέντε ετών που ξεκίνησε στα τέλη του 2013, τα αμερικανικά drones θα έλθουν στην Ελλάδα, έστω και όχι στο Καστέλλι της Κρήτης που ήταν η αρχική (και σφοδρή) επιθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η νομική βάση έχει βρεθεί (π.χ. το απόρρητο Μνημόνιο Συνεργασίας που υπέγραψαν οι δύο χώρες το 1992 ή κάποια άλλη από τις περισσότερες από 100 συμφωνίες αμυντικού περιεχομένου και η τελική συμφωνία δεν αναμένεται να χρειαστεί κύρωση από τη Βουλή), ενώ το υπουργείο Εξωτερικών έχει παράσχει την πολιτική έγκρισή του. Ηδη τις τελευταίες εβδομάδες στη συγκεκριμένη βάση στη Λάρισα πραγματοποιούνται εργασίες υποδομής από αμερικανικό εξειδικευμένο προσωπικό. Η στάθμευση των αμερικανικών MQ-9 Reaper στη χώρα μας, η οποία θα δίνει έμφαση στη συλλογή πληροφοριών, στην παρακολούθηση και στην αναγνώριση σε μια πολύ ευαίσθητη στρατηγικά περιοχή, συνιστά άλλο ένα λιθαράκι στη συνεχώς εμβαθυνόμενη ελληνοαμερικανική στρατιωτική συνεργασία.
Η επίσκεψη Μίτσελ στην Αθήνα
Αυτή η εμβάθυνση δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων Ουάσιγκτον - Αγκυρας. Το σκεπτικό αυτό φέρεται να ανέπτυξε κατά τη διάρκεια των επαφών που είχε με αξιωματούχους στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου ο αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για ευρωπαϊκές και ευρασιατικές υποθέσεις Γουές Μίτσελ κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ο κ. Μίτσελ έθεσε, σύμφωνα με πηγές με γνώση του περιεχομένου των συνομιλιών, το ενδεχόμενο να χρειαστεί στο μέλλον η μεταφορά σημαντικού μέρους της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ από την Τουρκία στην Ελλάδα. Το καθαυτό τεχνικό μέρος μιας τέτοιας κίνησης δεν είναι καθόλου εύκολο, ενώ υπάρχει ακόμα ένα ζήτημα που θα μπορούσε να τεθεί αν και εφόσον έλθει η «δύσκολη ώρα». Πρόκειται για την τύχη των 50 υδρογονοβομβών Β-61 που βρίσκονται αποθηκευμένες στο Ιντσιρλίκ, ακόμα και αν δεν υπάρχουν εκεί τα πτητικά μέσα που θα τις έφεραν. Οι βόμβες αυτές έχουν «νατοϊκό καπέλο» και ουδείς θα ήθελε να φανταστεί το σενάριο να ζητηθεί να αποθηκευθούν στην Ελλάδα.
Η αναβάθμιση του ελληνικού ρόλου στους σχεδιασμούς του αμερικανικού Πενταγώνου (το οποίο έχει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής επί Ντόναλντ Τραμπ σε σχέση με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τουλάχιστον πριν από την έλευση σε αυτό του Μάικ Πομπέο) ηχεί γοητευτική, αλλά δεν είναι απαραίτητα και εύκολα διαχειρίσιμη. «Αν θέλεις να παίξεις στο μεγάλο τραπέζι, πρέπει να συνεισφέρεις» σχολίαζε χαρακτηριστικά υψηλόβαθμη πηγή, παρομοιάζοντας την τρέχουσα κατάσταση με μια παρτίδα «γεωπολιτικού» πόκερ. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχουν κίνδυνοι που πρέπει να συνυπολογιστούν και ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Ηδη τούρκοι αξιωματούχοι αλλά και μερίδα τουρκικού Τύπου έχουν αναφερθεί στα σχέδια τρίτων χωρών, «φωτογραφίζοντας» τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες προσπαθούν να πλήξουν τα τουρκικά συμφέροντα την ώρα που η προσοχή της Αγκυρας είναι στραμμένη σε επιχειρήσεις στη Συρία.
Η σημασία του ελληνικού χώρου
Επειτα από ένα χρονικό διάστημα που η αμερικανική εξωτερική και αμυντική πολιτική αναδιαρθρώθηκε εκ βάθρων με σκοπό την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, παρατηρείται κατά την τελευταία διετία επιστροφή σε πιο «παραδοσιακές δράσεις». Σε αυτό το πλαίσιο η γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας έχει αποκτήσει αναβαθμισμένη σημασία, με δεδομένη τη διεύρυνση της ρωσικής στρατιωτικής δραστηριότητας σε όλον τον χώρο από την Ανατολική Ευρώπη και τη Μαύρη Θάλασσα ως την Ανατολική Μεσόγειο. Η αναβάθμιση αυτή αποτυπώνεται σε μια σειρά ασκήσεων που είτε έχουν πραγματοποιηθεί αποκλειστικά στον ελληνικό χώρο είτε η Ελλάδα συμμετέχει σε αυτές με δυνάμεις είτε με υποδομές υποστήριξης.
Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα ήταν η αεροπορική άσκηση «Ηνίοχος 2018» που πραγματοποιήθηκε σε όλο το FIR Αθηνών και αεροσκάφη από έξι χώρες (Ηνωμένες Πολιτείες, Βρετανία, Ιταλία, Ισραήλ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Κύπρο) στάθμευσαν στη βάση της Ανδραβίδας. Εχουν προηγηθεί όμως και άλλες ασκήσεις, όπως η «Μέγας Αλέξανδρος 2018» στον Βόλο με τη συμμετοχή αμερικανών πεζοναυτών, η νατοϊκή «Noble Jump 2017» στη Ρουμανία με τη συμμετοχή 4.000 στρατιωτών από 10 χώρες του ΝΑΤΟ, στην οποία η χώρα μας προσέφερε διευκολύνσεις μέσω υποδομών στην Αλεξανδρούπολη, ή η επίσης νατοϊκή «Saber Guardian 2017», όπου η χώρα μας συμμετείχε με δυνάμεις.
Τόσο το Αιγαίο όσο (ίσως δε περισσότερο) η Βόρεια Ελλάδα προσελκύουν το αμερικανικό ενδιαφέρον. Σε ό,τι αφορά την αεροναυτική Βάση της Σούδας, περιττεύει να επαναληφθεί πόσο σημαντική είναι. Μια εξέλιξη που θα αναβαθμίσει ακόμη περισσότερο τη σημασία της θα είναι η προώθηση της κατασκευής ναυπηγικής δεξαμενής για μείζονες επισκευές πολεμικών πλοίων που έπειτα από πολλά χρόνια «γραφειοκρατικής καθήλωσης» εντός ΝΑΤΟ φαίνεται να προχωρεί.
Ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ έχει πολλές φορές αναφερθεί στη σημασία των λιμένων της Αλεξανδρούπολης και της Θεσσαλονίκης. Ιδιαίτερα η περιοχή της Αλεξανδρούπολης θεωρείται κομβικής σημασίας, καθώς διαθέτει σημαντικές οδικές και λιμενικές υποδομές που διευκολύνουν την ταχεία μεταφορά στρατιωτικού υλικού είτε για ασκήσεις είτε στο πλαίσιο της αμερικανικής συμμετοχής στην εκ περιτροπής παρουσία νατοϊκών δυνάμεων σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία αποφασίστηκε μετά τα γεγονότα της Ουκρανίας. Ανάλογης σημασίας είναι και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, που έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για τέτοιους σκοπούς. Στο κομμάτι των γεωγραφικών σημείων θα πρέπει να συνυπολογιστεί η Σύρος, καθώς το Ναυπηγείο Νεωρίου περνά πλέον σε ελληνοαμερικανική κοινοπραξία.
Οι γνωρίζοντες επιμένουν πάντως ότι η αμερικανική προσέγγιση σε σχέση με την Ελλάδα είναι ευρύτερη. Η Ουάσιγκτον θέλει να βοηθήσει στην ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ώστε αυτές να μπορούν να επιχειρούν καλύτερα στην κρίσιμη περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Η ένταξη των Αεροσκαφών Ναυτικής Συνεργασίας P-3 Orion στην εξίσωση θα είναι ένα σημαντικό βήμα, ιδιαίτερα για την επιτήρηση περιοχών νότια και νοτιοανατολικά της Κρήτης. Η προμήθεια των ελικοπτέρων Chinook αλλά και των Kiowa εντάσσεται στην ενίσχυση του ελληνικού οπλοστασίου, ενώ έχουν ήδη παραγγελθεί κινητήρες και ανταλλακτικά για το εκπαιδευτικό αεροσκάφος Τ-2.
Το αμερικανικό Πεντάγωνο αναβαθμίζει την Ελλάδα
Παράλληλα, κρίνεται ως αναγκαία η αναβάθμιση 85 αεροσκαφών F-16, αν και από ενημερωμένες πηγές εκφράζεται ενόχληση για την κωλυσιεργία του Πάνου Καμμένου. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», ο υπουργός Εθνικής Αμυνας έστειλε επιστολή στον αμερικανό ομόλογό του Τζέιμς Μάτις ζητώντας ουσιαστικά χρηματική βοήθεια για να γίνει η αναβάθμιση, όταν είναι σε όλους σαφές πώς ακριβώς λειτουργεί η αμερικανική γραφειοκρατία σε αυτά τα ζητήματα. Πάντως, ο κ. Πάιατ φέρεται να είχε μακρά συζήτηση επί του θέματος των F-16 στην Ανδραβίδα και μένει να φανεί τι θα γίνει. Για την αμερικανική πλευρά, η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) θα μπορούσε μέσω των προαναφερθέντων προμηθειών και προγραμμάτων να γίνει ένας πόλος που θα αναλαμβάνει επισκευές αεροσκαφών και ελικοπτέρων από άλλες χώρες της περιοχής (π.χ. Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική).
Ο ρόλος της Ρωσίας
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις διάγουν μία από τις χειρότερες φάσεις της ιστορίας τους. Η συμπεριφορά του Ερντογάν έχει εξοργίσει τα κέντρα αποφάσεων στην Ουάσιγκτον και οι επόμενες κινήσεις της Τουρκίας στη Συρία (ιδιαίτερα δε μία νέα επιχείρηση στο Μανμπίτζ της Βόρειας Συρίας όπου βρίσκονται αμερικανικές δυνάμεις) θα μπορούσαν να αποτελέσουν θρυαλλίδα κατακλυσμιαίων εξελίξεων. Η κορωνίδα των αμερικανικών ανησυχιών όμως είναι η διευρυνόμενη συνεργασία Τουρκίας - Ρωσίας και η αντίληψη που διαμορφώνεται ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν βλέπει με ικανοποίηση τους δύο νατοϊκούς συμμάχους «στα μαχαίρια». Η Μόσχα «επέτρεψε» στις τουρκικές δυνάμεις να καταλάβουν το Αφρίν συγκρατώντας τις δυνάμεις του καθεστώτος Ασαντ και ουδείς μπορεί να προβλέψει τα επόμενα βήματα.
Στην Ουάσιγκτον, οι φωνές που ζητούν την τιμωρία της Τουρκίας έχουν αρχίσει να ακούγονται όλο και περισσότερο απέναντι σε όσους επιμένουν στην παραδοσιακή μετριοπαθή γραμμή. Μόλις πριν από λίγες ημέρες μία ομάδα αμερικανών γερουσιαστών του Δημοκρατικού Κόμματος ζήτησε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διευκρινίσεις για το κατά πόσον θα έπρεπε να εφαρμοστούν κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας εξαιτίας της προγραμματιζόμενης προμήθειας του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400. Τον περασμένο Δεκέμβριο, σε μία από τις λιγοστές δημόσιες εμφανίσεις του, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, στρατηγός Χέρμπερτ Ρ. Μακ Μάστερ είχε ξεχωρίσει την Τουρκία (μαζί με το Κατάρ) ως τα δύο βασικά κράτη που υποστηρίζουν μία ριζοσπαστική ισλαμική ιδεολογία. Η Αγκυρα είχε τότε αντιδράσει σφοδρότατα χαρακτηρίζοντας τα όσα είπε ο κ. Μακ Μάστερ μη αποδεκτά και αβάσιμα. Υπάρχουν επίσης σκέψεις ότι ίσως η Τουρκία πρέπει να αποβληθεί από την κοινοπραξία κατασκευής του πολεμικού αεροσκάφους 5ης γενιάς F-35 και να μη λάβει μάλιστα όσα έχει παραγγείλει (άνω των 100). Η ανησυχία είναι ότι ευαίσθητη στρατιωτική τεχνολογία μπορεί να βρεθεί στα χέρια των Ρώσων ή των Ιρανών.
Η ΕΕ καταδικάζει Αγκυρα, στηρίζει Αθήνα
Εν όψει του ενδεχομένου περαιτέρω επιδείνωσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι το χειρότερο σενάριο για την Αθήνα θα ήταν να βρεθεί στη μέση μιας τέτοιας διένεξης. Η χώρα μας έχει ήδη πολλά ανοιχτά μέτωπα με την Αγκυρα και η υπόθεση των δύο στρατιωτικών, όπου τα «καλά σενάρια» περιορίζονται όσο περνούν οι ημέρες, έδειξε πόσο ευαίσθητες είναι οι ισορροπίες.
Σημαντική – τουλάχιστον στο επίπεδο των πολιτικών εντυπώσεων – ήταν η καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των παράνομων ενεργειών («illegal activities» αναφέρεται στο κείμενο) της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο την Πέμπτη το βράδυ. Οι ηγέτες της ΕΕ καλούν την Αγκυρα να σεβαστεί τις διεθνείς συνθήκες, να σταματήσει να θέτει εμπόδια στις έρευνες της Λευκωσίας στην Κυπριακή ΑΟΖ, ενώ υπογραμμίζεται η ευρωπαϊκή «αλληλεγγύη σε Κύπρο και Ελλάδα». Η απόφαση των ευρωπαίων ηγετών κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική, εν όψει μάλιστα της συνάντησης ΕΕ - Τουρκίας στη Βάρνα στις 26 Μαρτίου. Την Παρασκευή η Αγκυρα αντέδρασε έντονα στην απόφαση της ΕΕ. «Το ανακοινωθέν περιέχει απαράδεκτες εκφράσεις για τη χώρα μας, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της Ελλάδας και της Κύπρου» δήλωσε εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών.
Η Αθήνα πάντως εξακολουθεί να αναμένει κάποιο απτό αποτέλεσμα από την ενεργοποίηση των παρασκηνιακών διαύλων τόσο προς το περιβάλλον Ερντογάν όσο και προς εκείνο του πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ, κάτι που δεν έχει ευδοκιμήσει ως τώρα. Αντιθέτως, συνεχίστηκαν τα τουρκικά παιχνίδια, με διαρροές ότι στα κινητά τηλέφωνα βρέθηκαν στρατιωτικά σχεδιαγράμματα, κάτι που διαψεύστηκε κατηγορηματικά από την ελληνική πλευρά, καθώς στην έρευνα παρευρίσκονταν και έλληνες εμπειρογνώμονες.
Επίσης, η διαρροή δεν επιβεβαιώθηκε από τις τουρκικές αρχές όταν επικοινώνησαν οι δικηγόροι των δύο Ελλήνων. Η Αθήνα μετά την τουρκική κωλυσιεργία κινείται προς μια λελογισμένη σκλήρυνση της στάσης της στη Σύνοδο Κορυφής στη Βάρνα. Στο υπουργείο Εξωτερικών συστήνουν ψυχραιμία, αλλά «η στρατηγική της εξημέρωσης του θηρίου» έχει εξαντληθεί, καθώς η ΕΕ δεν φαίνεται να έχει την ισχύ να πιέσει άμεσα την Αγκυρα. Επιπλέον, ο διάλογος για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα ήταν πολιτική αυτοκτονία στην τρέχουσα συγκυρία
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 24-25/03/18 |
Εθνικό Συμβούλιο και στρατηγική εθνικής ασφαλείας
Οι προβληματικές σχέσεις με την Τουρκία έφεραν στο προσκήνιο το βαθύ έλλειμμα συντονισμού, στρατηγικού σχεδιασμού καθώς και πλαισίου διαχείρισης κρίσεων
Του Άγγελου Αλ. Αθανασόπουλου
Πόσοι άραγε από όσους μιλούν εσχάτως για την αναγκαιότητα θέσπισης ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) γνωρίζουν ότι είχε προβλεφθεί η ίδρυση ενός τέτοιου οργάνου ήδη εν έτει 1986, αλλά τελικώς δεν συστήθηκε ποτέ και αργότερα καταργήθηκε; Πιθανότατα ελάχιστοι. Χρειάστηκε όμως να συμβεί άλλο ένα επικίνδυνο περιστατικό μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως αυτό με τη σύλληψη δύο ελλήνων στρατιωτών στον Εβρο αλλά και το προηγούμενο συμβάν στα Ιμια, για να θυμηθούν κάποιοι το βαθύ έλλειμμα συντονισμού, στρατηγικού σχεδιασμού καθώς και πλαισίου διαχείρισης κρίσεων. Και το ερώτημα παραμένει φυσικά το ίδιο. Τι εννοούν όσοι ομιλούν σήμερα για σύσταση ΣΕΑ; Πόσο έχουν μελετήσει τα παραδείγματα που απαντώνται διεθνώς; Βλέπουν τη συγκρότηση ενός τέτοιου οργάνου υπό το πρίσμα της αναγκαίας τεχνοκρατικής επάρκειας ή το εντάσσουν σε εσωτερικούς, μικροπολιτικούς σχεδιασμούς που θα οδηγήσουν, κοντόφθαλμα, το εγχείρημα σε ναυάγιο;
Πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να δεχθεί τον Σταύρο Θεοδωράκη, ο οποίος επανέφερε στο τραπέζι την πρόταση που είχε καταθέσει το κόμμα του για σύσταση ΣΕΑ τον Δεκέμβριο του 2016. Από τη συνάντηση προέκυψε ότι οι δύο άνδρες είχαν τελείως διαφορετική αντίληψη περί της μορφής και του ρόλου ενός ΣΕΑ. Αλλωστε, η νομοθετική πρωτοβουλία του Ποταμιού δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να απαντήσει στις προκλήσεις ασφαλείας του 21ου αιώνα και - το κυριότερο - δεν μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση υψηλής στρατηγικής και στρατηγικής εθνικής ασφαλείας. Ενα όργανο στο οποίο θα συμμετέχουν πρώην πρωθυπουργοί και οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων δεν απαντά στις σημερινές αναγκαιότητες.
Την ίδια στιγμή βέβαια ο Πρωθυπουργός είπε ότι το υπουργείο Εξωτερικών ετοιμάζει το δικό του σχέδιο περί ΣΕΑ με βάση και τα πρότυπα άλλων χωρών. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, το υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει προχωρήσει σε κάποια εμπεριστατωμένη μελέτη για συγκρότηση ΣΕΑ και όλα φαίνεται ότι ξεκίνησαν όταν άρχισε και η γενικότερη δημόσια συζήτηση περί αυτού.
Παράλληλα, ενημερωμένες πηγές ανέφεραν ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών εξέφρασε εντονότατη ενόχληση μόλις αντιλήφθηκε πως δεν είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και επέλεξε να κινηθεί γρήγορα για να προλάβει τους... ανταγωνιστές της. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ένας πιθανός περιορισμός του ΣΕΑ σε θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής βρίσκεται τελείως εκτός της σημερινής πραγματικότητας και θα εξυπηρετούσε άλλες σκοπιμότητες. Την ίδια στιγμή πηγές που γνωρίζουν σημειώνουν ότι η ΝΔ έχει ολοκληρώσει επεξεργασμένη πρόταση για τη θέσπιση και συγκρότηση ΣΕΑ, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης κρίνει ότι το όργανο αυτό είναι απολύτως απαραίτητο στο πλαίσιο μιας σύγχρονης διακυβέρνησης.
Προτού φθάσει κάποιος στην απόφαση να συστήσει το ΣΕΑ οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα αν η Ελλάδα έχει διαμορφώσει μια στρατηγική εθνικής ασφαλείας ή, ευρύτερα, μια υψηλή στρατηγική. Μοιάζει προφανές ότι η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρνητική και τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός πως η χώρα μας δεν έχει δημοσιεύσει ποτέ ένα θεσμικό κείμενο υπό τη μορφή, π.χ., μιας Στρατηγικής Εθνικής Ασφαλείας στην οποία να καταγράφονται οι στόχοι της χώρας και τα μέσα για την εκπλήρωσή τους. Εξαίρεση αποτελεί η Λευκή Βίβλος του υπουργείου Εθνικής Αμυνας (η τελευταία δημοσιεύθηκε το 2014), αλλά αυτή μόνο ως αποσπασματική κίνηση πρέπει να εκληφθεί. Η συζήτηση για την αναγκαιότητα στρατηγικού σχεδιασμού επανεμφανίζεται κάθε φορά που ανακύπτει μια μείζων κρίση. Η τελευταία μείζων κρίση ήταν τα τραγικά γεγονότα των Ιμίων το 1996, που οδήγησαν σταδιακά σε μια αναδιοργάνωση (αν και ελλιπή) του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Αμυνας (ΚΥΣΕΑ) ώστε αυτό να μπορεί τόσο να ασκεί συντονιστικό ρόλο όσο και να διαχειρίζεται κρίσεις. Η έλλειψη συντονισμού που παρατηρήθηκε μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας στην κρίση των Ιμίων επηρέασε βαθιά το «στρατηγικό υποσυνείδητο» των κυβερνήσεων στην Ελλάδα.
«Στρατηγική κουλτούρα»
Πού οφείλεται όμως η αδυναμία της χώρας να αποκτήσει τα απαραίτητα θεσμικά εργαλεία και να χτίσει επάνω σε αυτά; «Η αδυναμία ανάπτυξης συγκροτημένης στρατηγικής εθνικής ασφαλείας από μέρους της Ελλάδας θα πρέπει να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στη διαμορφούμενη, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, "στρατηγική κουλτούρα", που χαρακτηρίζεται από τα στοιχεία της απειλής, της εσωστρέφειας, της αμυντικότητας και της ανακλαστικής αντιμετώπισης των διεθνών εξελίξεων, που οδηγούν, με τη σειρά τους, στην απουσία ιεράρχησης στόχων» τονίζει ο Παναγιώτης Τσάκωνας, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. «Είναι βεβαίως αυτή η "στρατηγική κουλτούρα" που επιβαρύνει ακόμα περισσότερο άλλες εγγενείς θεσμικές αδυναμίες μακροπρόθεσμης χάραξης και σχεδιασμού πολιτικής, με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη κατίσχυση του ρόλου των προσώπων έναντι των θεσμών» προσθέτει.
Η συγκρότηση ενός ΣΕΑ δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Και αυτό διότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που καλύπτει μια γεωγραφική περιοχή γεμάτη γεωπολιτικές προκλήσεις και αστάθεια, στην οποία «ευδοκιμούν» πέραν των κλασικών και πολλές από τις επονομαζόμενες ασύμμετρες απειλές: παράνομη μετανάστευση, οργανωμένο έγκλημα, διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής, περιβαλλοντικές καταστροφές. Ηδη, μόνο από την καταγραφή των απειλών και προκλήσεων, γίνεται κατανοητό αυτό που επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, ότι δηλαδή το ΣΕΑ δεν μπορεί αποκλειστικά να ασχοληθεί με θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, αλλά με μια ευρύτερη γκάμα ζητημάτων. Σε αυτά δε τα ζητήματα θα πρέπει να προστεθεί οπωσδήποτε η οικονομία. Είναι σαφές ότι με δεδομένη την κρίση που έπληξε την Ελλάδα μετά το 2009 απαιτείται υψηλή ικανότητα πρόβλεψης και των οικονομικών εξελίξεων. Σημειώνεται ότι η συμπερίληψη του τομέα της οικονομίας ήταν μία από τις βασικότερες καινοτομίες που επέφερε στο αμερικανικό NSC ο πρώην πρόεδρος Μπιλ Κλίντον μετά το 1993 με την ίδρυση Συμβουλίου Εθνικής Οικονομίας.
Μεικτός ρόλος
Οπως σημειώνει ο καθηγητής Διεθνούς Ασφαλείας στο King's College του Λονδίνου Μάνος Καραγιάννης, «η δομή και η λειτουργία ενός ΣΕΑ που υπάρχει σε κάθε χώρα αντανακλά την πολιτική της ιστορία, το γεωπολιτικό της περιβάλλον και τη στρατηγική της κουλτούρα. Υπάρχουν δύο βασικά μοντέλα, το συμβουλευτικό και το συντονιστικό. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα όργανο με μεικτό ρόλο: επιτελική υποστήριξη στην εκπόνηση στρατηγικής και συντονισμό δράσεων ανάμεσα στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες». Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ κρίσιμο διότι «φωτογραφίζει» την πρώτη αναγκαιότητα που πρέπει να απαντηθεί: την απόκτηση ικανότητας στη διαχείριση κρίσεων, όπως το επεισόδιο με τους δύο έλληνες στρατιώτες στον Εβρο που οι αναλυτές χαρακτηρίζουν «κρίση χαμηλής έντασης». Κατά καιρούς ορισμένοι έχουν αναφερθεί στο ενδεχόμενο αναβάθμισης του ΚΥΣΕΑ, αλλά, όπως λέει ο κ. Καραγιάννης, «το ΚΥΣΕΑ είναι ένα απαρχαιωμένο όργανο που δεν μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις προκλήσεις του 21ου αιώνα». Πράγματι, το ΚΥΣΕΑ δεν διαθέτει σήμερα ούτε καν στοιχειώδη μηχανισμό υποστήριξης. Την ίδια στιγμή από διάφορες πλευρές ακούγεται η ανάγκη περί διακομματικής συναίνεσης. Αυτή χρειάζεται, αλλά σύμφωνα με τον κ. Τσάκωνα «η αντιμετώπιση του υφιστάμενου θεσμικού ελλείμματος αποτελεί αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης και όχι προϊόν διακομματικής συνεννόησης».
Για να έχει μια χώρα ένα σοβαρό ΣΕΑ, θα πρέπει παράλληλα να αναπτύξει και μια συναφή υψηλή στρατηγική τόσο για εξωτερικά όσο και για εσωτερικά θέματα (π.χ. ισλαμική ριζοσπαστικοποίηση). Πρόκειται για έναν συνδυασμό Εθνικής Ασφάλειας και Εσωτερικής Ασφάλειας όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Ανθρωπος με γνώση ορισμένων εκ των συζητήσεων εκμυστηρεύεται: «Δεν πρέπει να έχουμε ένα εγχειρίδιο για την αντιμετώπιση του φαινομένου της ισλαμικής τρομοκρατίας λόγω και της μαζικής μετανάστευσης;». Το ζήτημα αυτό δεν άπτεται μόνο της εξωτερικής αλλά και της εσωτερικής πολιτικής. Αλλη πηγή σημειώνει ότι «για να χαράξεις στρατηγική πρέπει να διαχωρίσεις σε ποιο φαινόμενο απαντάς: σε απειλή, σε κίνδυνο, σε πρόκληση, σε τρωτότητα, σε έναν παράγοντα-έκπληξη;».
Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να διαλέξει μεταξύ στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων ή μεταξύ μιας προσέγγισης με έμφαση στην εξωτερική / αμυντική πολιτική και μιας άλλης που θα δίνει έμφαση στην εσωτερική ασφάλεια. Απαιτείται ένα ολιστικό μοντέλο. Από το ΣΕΑ, πέραν των σημερινών μελών του ΚΥΣΕΑ, δεν μπορεί να λείπει ο υπουργός Οικονομικών ούτε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η δε επιλογή του προσώπου που θα αναλάβει τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας θα είναι κομβικής σημασίας. Το κρίσιμο ερώτημα όμως είναι αν ένα τέτοιο όργανο στην Ελλάδα θα αντέξει ή «θα πεθάνει» από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της πολιτικής εξουσίας.
Το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο
Το ΚΥΣΕΑ αποτελεί το βασικό κυβερνητικό όργανο που προσιδιάζει, έστω, με το ΣΕΑ. Θεσμοθετημένο με τον νόμο 1266/1982 και τροποποιηθέν πολλάκις είτε με νόμους είτε με Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), το ΚΥΣΕΑ έχει, δυστυχώς, μετατραπεί σήμερα σε ένα όργανο που κατά κύριο λόγο επικυρώνει κρίσεις αξιωματικών ή εγκρίνει εξοπλιστικά προγράμματα και σε καμία περίπτωση δεν σχεδιάζει ή χαράσσει στρατηγική.
Σύμφωνα με τον νόμο 1558/1985, το ΚΥΣΕΑ λειτουργεί με βάση τις αρμοδιότητες που του εκχωρεί το Υπουργικό Συμβούλιο. Εναν χρόνο αργότερα, με την ΠΥΣ 62/23-5-86, η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ συνέστησε «Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας», με συμβουλευτικό και συντονιστικό ρόλο. Το όργανο δεν λειτούργησε ποτέ. Αντίθετα, ακριβώς 10 χρόνια αργότερα, με την ΠΥΣ 88/1996, καταργήθηκε και όλες οι αρμοδιότητές του μεταφέρθηκαν στο ΚΥΣΕΑ.
Η κυβέρνηση Σημίτη προχώρησε, μετά τις εκλογές του 2000, με την ΠΥΣ 31/2000 σε αλλαγές τόσο στη δομή του ΚΥΣΕΑ όσο και στις αρμοδιότητές του. Η σημαντικότερη αλλαγή αφορούσε τις αρμοδιότητες του ΚΥΣΕΑ και συγκεκριμένα την ανάληψη από αυτό ρόλου στη διαχείριση κρίσεων. Με τον τρόπο αυτόν καθίσταται πλέον το βασικό συντονιστικό όργανο και παρέχει οδηγίες στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, ενώ αποκτά πλέον τη δυνατότητα να οργανώνει το κατάλληλο διαχειριστικό όργανο κρίσεων με το κατάλληλο επιτελείο. Οι τελευταίες αλλαγές στο ΚΥΣΕΑ έγιναν με την ΠΥΣ 5/25-2-2015 και τα μέλη του είναι πλέον ο Πρωθυπουργός, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, ο υπουργός Εξωτερικών, ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών με αρμοδιότητα τα θέματα Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και ο Α/ΓΕΕΘΑ.
Στα πρότυπα Βρετανίας και Ισραήλ η σύσταση ενός ελληνικού ΣΕΑ
Μιλώντας περί Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, το μυαλό πηγαίνει αμέσως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το όργανο αυτό θεσπίστηκε το 1947 επί προεδρίας Χάρι Τρούμαν στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου. Το αμερικανικό National Security Council (NSC) πέρασε από διάφορα στάδια και μορφές και ουσιαστικά επηρεάστηκε καθοριστικά από την εκάστοτε σχέση του προέδρου με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας – ένα πρόσωπο της απολύτου επιλογής του προέδρου, ο διορισμός του οποίου δεν απαιτεί την έγκριση του Κογκρέσου. Από τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας πέρασαν ορισμένα κορυφαία μυαλά στον χώρο των Διεθνών Σχέσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενα ήταν όμως το πρόσωπο που προσδιόρισε την εικόνα του θεσμού όσο κανένα άλλο. Πρόκειται για τον Χένρι Κίσινγκερ, έναν άνθρωπο που καθόρισε όσο ελάχιστοι την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και ευρύτερα τη διεθνή πολιτική. Αλλα δύο πρόσωπα που ευρέως έγιναν γνωστά ως σύμβουλοι Εθνικής Ασφαλείας ήταν ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ και ο Μπρεντ Σκόουκροφτ επί προεδρίας Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου.
Ωστόσο, το μοντέλο του αμερικανικού NSC ταιριάζει περισσότερο σε ένα προεδρικό σύστημα. Είναι για αυτόν τον λόγο που οι μελετητές της σύστασης ενός ελληνικού ΣΕΑ εστιάζουν κυρίως στα μοντέλα της Βρετανίας και του Ισραήλ που απαντώνται σε δύο χώρες με βαθιά στρατηγική κουλτούρα και κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης. Το βρετανικό Cabinet Office λειτουργεί ως Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο, που μαζί με το Πρωθυπουργικό Γραφείο και το υπουργείο Οικονομικών συνιστούν τον πυρήνα του βρετανικού συστήματος.
Στο Cabinet Office υπάρχουν 30 γραμματείες, εκ των οποίων τρεις ασχολούνται με θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας, διαχείρισης κρίσεων. Το 2010, επί κυβερνήσεως Ντέιβιντ Κάμερον, δημιουργήθηκε Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας το οποίο συνεδριάζει εβδομαδιαίως και υποστηρίζεται από γραμματεία περίπου 200 ατόμων. Στο δε Ισραήλ, όπου ο χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος είναι έντονα πρωθυπουργικός, το ΣΕΑ ιδρύθηκε το 1999 από την κυβέρνηση Νετανιάχου. Συνάντησε την έντονη αντίδραση των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας, καθώς ανομολόγητος στόχος των εμπνευστών του ήταν να ελεγχθεί η επιρροή του στρατιωτικού κατεστημένου. Το ισραηλινό ΣΕΑ είναι ενταγμένο στο Γραφείο Πρωθυπουργού και η δομή του περιλαμβάνει τέσσερις πτέρυγες: α) Πολιτική Ασφαλείας, β) Εξωτερική Πολιτική, γ) Στρατηγικές Υποθέσεις, δ) Γραφείο Αντιτρομοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου