Από το site "Protagon"
Μια «χούντα» κυνηγάει τον Λαζόπουλο…
Το λέει ο ίδιος και, προφανώς, δεν κοκκινίζει. Ο άνθρωπος που έχει (εξ)ευτελίσει τους πάντες σε πανελλήνια σύνδεση παραπονιέται ότι δέχεται «μπούλινγκ» στο Διαδίκτυο
Μια «χούντα» κυνηγάει τον Λαζόπουλο…
Το λέει ο ίδιος και, προφανώς, δεν κοκκινίζει. Ο άνθρωπος που έχει (εξ)ευτελίσει τους πάντες σε πανελλήνια σύνδεση παραπονιέται ότι δέχεται «μπούλινγκ» στο Διαδίκτυο
Toυ Γιωργου Καρελιά
Είμαστε λαός της υπερβολής, αυτό είναι γνωστό. Εχουμε έτοιμο το πιο ακραίο επίθετο, τον πιο προσβλητικό χαρακτηρισμό να εκτοξεύσουμε. Δεν σκεφτόμαστε πριν το κάνουμε ότι, αν το κάνουμε, μπορεί κάποιοι άλλοι να μας το επιστρέψουν ίδιο και χειρότερο.
Στην πολιτική ζωή οι ακραίοι χαρακτηρισμοί και τα συνθήματα έχουν πίσω τους ζωή δεκαετιών. Οσοι τα χρησιμοποιούσαν, για παράδειγμα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, κατάλαβαν το λάθος τους και έκτοτε έγιναν πιο εγκρατείς. Ας δούμε δύο παραδείγματα.
Στη δεκαετία του ’80, η σύγκρουση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Μετά την εκλογή του Μητσοτάκη (του μακαρίτη, εννοείται…) στην αρχηγία της ΝΔ, εφευρέθηκε το σύνθημα «κάτω η χούντα του ΠΑΣΟΚ» (1985). Λίγα χρόνια αργότερα, όταν η ΝΔ έγινε κυβέρνηση, οι του ΠΑΣΟΚ ανταπέδωσαν με το «κάτω η χούντα του Μητσοτάκη». Κάποιοι μετρημένοι και των δύο πλευρών έλεγαν ότι αυτό το περί «χούντας» είναι μια απαράδεκτη και αχρείαστη υπερβολή (κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις είχαμε και μάλιστα με ποσοστά κοντά στο 50%), αλλά δεν εισακούονταν, μέσα στον φανατισμό που επικρατούσε. Χρειάστηκε να περάσουν άλλες δύο δεκαετίες και να έρθει η κρίση, για να ξεχαστούν αυτά και τα δύο κόμματα να συγκυβερνήσουν.
Την ίδια εποχή ο αναδυόμενος ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε την πολιτική ζωή σε εκείνες τις δεκαετίες των υπερβολών, της δαιμονοποίησης του αντιπάλου, των χαρακτηρισμών χωρίς μέτρο. Σ’ αυτά πρωτοστάτησαν, εκτός των πολιτικών και πρόσωπα του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου με μεγάλο ακροατήριο και επιρροή. Ενας εξ αυτών είναι ο Λάκης Λαζόπουλος, ο οποίος σήμερα παραπονιέται ότι δέχεται επιθέσεις από «τη χούντα των social media» (εδώ το επίμαχο απόσπασμα από την πιο πρόσφατη συνέντευξή του). Το λέει και, προφανώς, δεν κοκκινίζει. Ο άνθρωπος που έχει (εξ)ευτελίσει τους πάντες σε πανελλήνια σύνδεση, ο άνθρωπος που έφτασε σε αυτό εδώ το σημείο υπερβολής, φανατισμού και χυδαιότητας, έχει το θράσος να μιλάει για «χούντα», επειδή τον βρίζουν μερικές ιστοσελίδες ή κάποιοι στο facebook.
Τι είναι αυτό που κάνει ταλαντούχους ανθρώπους, όταν μιλάνε, να καταφεύγουν σε τέτοιες υπερβολές, να έχουν τη «χούντα» για ψωμοτύρι; Τις προάλλες ήταν η τραγουδίστρια Νατάσα Μποφίλιου, η οποία αποφάνθηκε ότι η Ευρώπη «σαφώς και είναι δικτατορία». Κι αν αυτή έχει το ελαφρυντικό της ηλικίας, ο Λαζόπουλος δεν το έχει. Μολονότι ήταν παιδί στην (τελευταία) ελληνική χούντα, ξέρει πολύ καλά ότι τότε, όταν κάποιος τολμούσε να πει μια λέξη εκτός των επιτρεπομένων, βρισκόταν σε κάποιο κελί, μετά σε κάποιο στρατοδικείο και, ίσως, σε κάποιο ξερονήσι. Ενώ ο ίδιος εδώ και δεκαετίες λέει ό,τι θέλει για όποιον θέλει. Και το μόνο που «παθαίνει» είναι να απολαμβάνει πανελλήνια δημοφιλία (κάποτε, τώρα πια τον έχει πάρει η κατηφόρα…) και να βλέπει τον τραπεζικό του λογαριασμό να φουσκώνει.
Γι’ αυτό είναι προκλητικό να χρησιμοποιεί-ο ίδιος και όποιοι άλλοι το κάνουν- τέτοιες απαράδεκτες εκφράσεις. Είναι και μέγιστη υποκρισία, διότι ζει σε χώρα με απόλυτη ελευθερία, η οποία του επιτρέπει να παριστάνει ότι είναι (άκουσον άκουσον) διωκόμενος! Επί 40 χρόνια μεγαλουργεί κριτικάροντας, λοιδορώντας ή βρίζοντας( και καλά κάνει) ανεμπόδιστα. Ετσι (πρέπει να) είναι η σάτιρα. Τι τα θέλει τα υπόλοιπα;
Ο Λαζόπουλος, που επέλεξε να προβληθεί Χριστουγεννιάτικα εκστομίζοντας τέτοιες μπούρδες, αλλά όσοι άλλοι έλεγαν και λένε παρόμοια, καλό είναι να ακούσουν τι έχει πει μια γυναίκα, η συγγραφέας Αλκη Ζέη, που έχει ζήσει και κατοχή και πείνα και χούντες. Για να σταματήσουν, επιτέλους, να προκαλούν τη νοημοσύνη μας. Το ξέρουμε πλέον ότι το κάνουν αναζητώντας προβολή ή για να διαφημίσουν τις δουλειές τους.
ΥΓ: Προβληματίστηκα αν έπρεπε να γράψω αυτό το κείμενο μέσα στις γιορτές. Ομως, αφού δεν προβληματίστηκε ο ίδιος και είπε όσα είπε, μισό αμάρτημα δικό μας, μισό δικό του.
Είμαστε λαός της υπερβολής, αυτό είναι γνωστό. Εχουμε έτοιμο το πιο ακραίο επίθετο, τον πιο προσβλητικό χαρακτηρισμό να εκτοξεύσουμε. Δεν σκεφτόμαστε πριν το κάνουμε ότι, αν το κάνουμε, μπορεί κάποιοι άλλοι να μας το επιστρέψουν ίδιο και χειρότερο.
Στην πολιτική ζωή οι ακραίοι χαρακτηρισμοί και τα συνθήματα έχουν πίσω τους ζωή δεκαετιών. Οσοι τα χρησιμοποιούσαν, για παράδειγμα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, κατάλαβαν το λάθος τους και έκτοτε έγιναν πιο εγκρατείς. Ας δούμε δύο παραδείγματα.
Στη δεκαετία του ’80, η σύγκρουση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Μετά την εκλογή του Μητσοτάκη (του μακαρίτη, εννοείται…) στην αρχηγία της ΝΔ, εφευρέθηκε το σύνθημα «κάτω η χούντα του ΠΑΣΟΚ» (1985). Λίγα χρόνια αργότερα, όταν η ΝΔ έγινε κυβέρνηση, οι του ΠΑΣΟΚ ανταπέδωσαν με το «κάτω η χούντα του Μητσοτάκη». Κάποιοι μετρημένοι και των δύο πλευρών έλεγαν ότι αυτό το περί «χούντας» είναι μια απαράδεκτη και αχρείαστη υπερβολή (κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις είχαμε και μάλιστα με ποσοστά κοντά στο 50%), αλλά δεν εισακούονταν, μέσα στον φανατισμό που επικρατούσε. Χρειάστηκε να περάσουν άλλες δύο δεκαετίες και να έρθει η κρίση, για να ξεχαστούν αυτά και τα δύο κόμματα να συγκυβερνήσουν.
Την ίδια εποχή ο αναδυόμενος ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε την πολιτική ζωή σε εκείνες τις δεκαετίες των υπερβολών, της δαιμονοποίησης του αντιπάλου, των χαρακτηρισμών χωρίς μέτρο. Σ’ αυτά πρωτοστάτησαν, εκτός των πολιτικών και πρόσωπα του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου με μεγάλο ακροατήριο και επιρροή. Ενας εξ αυτών είναι ο Λάκης Λαζόπουλος, ο οποίος σήμερα παραπονιέται ότι δέχεται επιθέσεις από «τη χούντα των social media» (εδώ το επίμαχο απόσπασμα από την πιο πρόσφατη συνέντευξή του). Το λέει και, προφανώς, δεν κοκκινίζει. Ο άνθρωπος που έχει (εξ)ευτελίσει τους πάντες σε πανελλήνια σύνδεση, ο άνθρωπος που έφτασε σε αυτό εδώ το σημείο υπερβολής, φανατισμού και χυδαιότητας, έχει το θράσος να μιλάει για «χούντα», επειδή τον βρίζουν μερικές ιστοσελίδες ή κάποιοι στο facebook.
Τι είναι αυτό που κάνει ταλαντούχους ανθρώπους, όταν μιλάνε, να καταφεύγουν σε τέτοιες υπερβολές, να έχουν τη «χούντα» για ψωμοτύρι; Τις προάλλες ήταν η τραγουδίστρια Νατάσα Μποφίλιου, η οποία αποφάνθηκε ότι η Ευρώπη «σαφώς και είναι δικτατορία». Κι αν αυτή έχει το ελαφρυντικό της ηλικίας, ο Λαζόπουλος δεν το έχει. Μολονότι ήταν παιδί στην (τελευταία) ελληνική χούντα, ξέρει πολύ καλά ότι τότε, όταν κάποιος τολμούσε να πει μια λέξη εκτός των επιτρεπομένων, βρισκόταν σε κάποιο κελί, μετά σε κάποιο στρατοδικείο και, ίσως, σε κάποιο ξερονήσι. Ενώ ο ίδιος εδώ και δεκαετίες λέει ό,τι θέλει για όποιον θέλει. Και το μόνο που «παθαίνει» είναι να απολαμβάνει πανελλήνια δημοφιλία (κάποτε, τώρα πια τον έχει πάρει η κατηφόρα…) και να βλέπει τον τραπεζικό του λογαριασμό να φουσκώνει.
Γι’ αυτό είναι προκλητικό να χρησιμοποιεί-ο ίδιος και όποιοι άλλοι το κάνουν- τέτοιες απαράδεκτες εκφράσεις. Είναι και μέγιστη υποκρισία, διότι ζει σε χώρα με απόλυτη ελευθερία, η οποία του επιτρέπει να παριστάνει ότι είναι (άκουσον άκουσον) διωκόμενος! Επί 40 χρόνια μεγαλουργεί κριτικάροντας, λοιδορώντας ή βρίζοντας( και καλά κάνει) ανεμπόδιστα. Ετσι (πρέπει να) είναι η σάτιρα. Τι τα θέλει τα υπόλοιπα;
Ο Λαζόπουλος, που επέλεξε να προβληθεί Χριστουγεννιάτικα εκστομίζοντας τέτοιες μπούρδες, αλλά όσοι άλλοι έλεγαν και λένε παρόμοια, καλό είναι να ακούσουν τι έχει πει μια γυναίκα, η συγγραφέας Αλκη Ζέη, που έχει ζήσει και κατοχή και πείνα και χούντες. Για να σταματήσουν, επιτέλους, να προκαλούν τη νοημοσύνη μας. Το ξέρουμε πλέον ότι το κάνουν αναζητώντας προβολή ή για να διαφημίσουν τις δουλειές τους.
ΥΓ: Προβληματίστηκα αν έπρεπε να γράψω αυτό το κείμενο μέσα στις γιορτές. Ομως, αφού δεν προβληματίστηκε ο ίδιος και είπε όσα είπε, μισό αμάρτημα δικό μας, μισό δικό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου