οι κηπουροι τησ αυγησ

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

"...Η Ανατολική Μεσόγειος και η Βόρεια Αφρική βρίσκονται εντός των γεωγραφικών ορίων ενός τεράστιου «τόξου κρίσεων» που ξεκινάει από τα σύνορα της Ρωσίας με τις Βαλτικές Χώρες, διέρχεται ολόκληρο σχεδόν τον πρώην σοβιετικό χώρο, συνεχίζει στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή για να φθάσει ώς τον Περσικό Κόλπο και την ινδική υποήπειρο, συμπεριλαμβανομένου του Αφγανιστάν. Διακρατικές συρράξεις, ανταγωνισμοί μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων, ενδοκρατικές και εμφύλιες συγκρούσεις, κράτη υπό κατάρρευση, φτώχεια και οικονομικές ανισότητες, ενεργειακά παίγνια, δημογραφικές τάσεις και πληθυσμικές μετακινήσεις, κλιματική αλλαγή, ανταγωνισμοί εξοπλισμών, τζιχαντιστική τρομοκρατία, θρησκευτικοί ανταγωνισμοί και διεθνικό οργανωμένο έγκλημα συνθέτουν μια μάλλον εφιαλτική εικόνα..."

Από "ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ"

"ΤΑ ΝΕΑ/ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ", 27-29/10/17

Η ΧΑΟΤΙΚΗ ΝΟΤΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Του Θάνου Π. Ντόκου*

Η Ανατολική Μεσόγειος και η Βόρεια Αφρική βρίσκονται εντός των γεωγραφικών ορίων ενός τεράστιου «τόξου κρίσεων» που ξεκινάει από τα σύνορα της Ρωσίας με τις Βαλτικές Χώρες, διέρχεται ολόκληρο σχεδόν τον πρώην σοβιετικό χώρο, συνεχίζει στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή για να φθάσει ώς τον Περσικό Κόλπο και την ινδική υποήπειρο, συμπεριλαμβανομένου του Αφγανιστάν. Διακρατικές συρράξεις, ανταγωνισμοί μεγάλων και μεσαίων δυνάμεων, ενδοκρατικές και εμφύλιες συγκρούσεις, κράτη υπό κατάρρευση, φτώχεια και οικονομικές ανισότητες, ενεργειακά παίγνια, δημογραφικές τάσεις και πληθυσμικές μετακινήσεις, κλιματική αλλαγή, ανταγωνισμοί εξοπλισμών, τζιχαντιστική τρομοκρατία, θρησκευτικοί ανταγωνισμοί και διεθνικό οργανωμένο έγκλημα συνθέτουν μια μάλλον εφιαλτική εικόνα. Τα πράγματα περιπλέκονται και λόγω της αυξανόμενης αδυναμίας των παραδοσιακών παρόχων ασφαλείας (ΗΠΑ και ΕΕ) να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα ανωτέρω προβλήματα.

*Γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΑΣΤΑΘΕΙΑ
Του Παναγιώτη Τσάκωνα*

Η λέξη «αβεβαιότητα» κυριαρχεί στις αναλύσεις των ειδικών των διεθνών σχέσεων και της γεωπολιτικής, καθώς και των διαμορφωτών αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη όσον αφορά τον σημερινό, ολοένα και περισσότερο «αλληλοσυνδεόμενο», «σύνθετο», «πολυποίκιλο» και κυρίως απρόβλεπτο κόσμο μας. Ειδικότερα η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο ρευστότητας και αστάθειας, καθώς στις παραδοσιακές και μακρόχρονες αντιπαραθέσεις που αναπτύσσονται στον χώρο της έχουν προστεθεί - και συνεχίζουν να προστίθενται - η δυνητική αστάθεια που δημιουργεί ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών της περιοχής αναφορικά με τη διαχείριση ενεργειακών πόρων και αποθεμάτων, το ενδεχόμενο επαναχάραξης των συνόρων, καθώς μια σειρά από νέες «ασύμμετρες» και υβριδικές απειλές και προσκλήσεις ασφάλειας.
Γεωγραφικά, η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ μιας ζώνης σταθερότητας (Ευρωπαϊκή Ενωση) και μιας «διακεκαυμένης ζώνης» που συνιστά η περισσότερο ασταθής γειτονιά της ευρωπαϊκής περιφέρειας (περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής). Αποτελεί έτσι έναν από τους βασικούς αποδέκτες των νέων και δυναμικά συνδεόμενων απειλών και προκλήσεων (τις διαχεόμενες στα «μεσογειακά σύνορα» της Ελλάδας δραστηριότητες της διεθνούς τρομοκρατίας, την παράνομη μετανάστευση, το κυβερνο-έγκλημα, το οργανωμένο έγκλημα, τη διασπορά των όπλων μαζικής καταστροφής, περιβαλλοντικής φύσεως προβλήματα και διάφορες ανθρωπογενείς καταστροφές). Αυτές οι διαπιστώσεις σημαίνουν ότι η χώρα μας καλείται να διαχειριστεί έναν εξαιρετικά απαιτητικό συνδυασμό νέων «τρωτοτήτων», δυνητικών απειλών, προκλήσεων ή/και κινδύνων στα σύνορά της ταυτόχρονα με την τουρκική πρόκληση.
Δεδομένης μάλιστα της σταθερής επιλογής όλων των κυβερνήσεων σε μια «ευρωατλαντική σύνθεση», η αποτελεσματική διαχείριση παλαιών και νέων απειλών και προκλήσεων θα πρέπει επίσης συνδυαστεί με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για την Ελλάδα απέναντι στους εταίρους της λόγω της συμμετοχής της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς ασφαλείας καθώς και σε συγκεκριμένες συμφωνίες (π.χ. η Συνθήκη Schengen).


Αξίζει να σημειωθεί ότι η αποτελεσματική διαχείριση του παραπάνω εξαιρετικά απαιτητικού συνδυασμού παλαιών και νέων απειλών και προκλήσεων πρέπει να επιτευχθεί από μια «μικρή-μεσαία» χώρα, που χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερα ασθενές θεσμικό σύστημα στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων και η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη (πολυεπίπεδη) κρίση στην σύγχρονη ιστορία της. Πραγματικότητα η οποία έχει επιπτώσεις στην εικόνα, στο κύρος και στην αξιοπιστία της χώρας στη διεθνή σκηνή και συνακόλουθα στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής - κυρίως - πολιτικής στο άμεσο περιβάλλον της, δηλαδή την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και στην επιρροή της συμπεριφοράς των άλλων κρατών της περιοχής. Παρατηρείται, με άλλα λόγια, μια - σε μεγάλο βαθμό εύλογη - αρνητική επίδραση των υλικών (απτών) συντελεστών ισχύος επί των άυλων συντελεστών ισχύος, καθιστώντας τη χώρα «καταναλωτή» - αντί για «παραγωγό» - ασφάλειας.
Αναμφίβολα η στρατηγική αξία της Μεσογείου για τη Δύση ενισχύεται λόγω των συνεχώς αναπτυσσόμενων δυναμικών αστάθειας. Η δεδομένη, υποχρεωτική και συνεχώς ενισχυόμενη, ειδικά στη μετά-Brexit εποχή, συνεργασία του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την αποτελεσματική διαχείριση της αστάθειας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου προσφέρει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να διαδραματίσει τον ρόλο του αξιόπιστου μεσολαβητή στον σχεδιασμό μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ, συμπληρώνοντας το «κενό αξιοπιστίας» στην περιοχή και κυρίως εκμεταλλευόμενη τις στρατηγικές παλινδρομήσεις της Τουρκίας, την απομάκρυνσή της από το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ και τη συνεχώς ενισχυόμενη αναξιοπιστία της στη διεθνή σκηνή. Βασική προϋπόθεση για την ανάδειξη του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή ως «φάρου σταθερότητας» και κυρίως ως χώρας-κλειδί όσον αφορά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση στρατηγικών σταθερότητας εκ μέρους της Δύσης είναι η θεσμική αναδιάρθρωση - στη βάση εθνικής διακομματικής συναίνεσης και συνεννόησης - του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου παραγωγής στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων.

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Σπουδών Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕΜΕΑ)


ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΚΟΥΡΔΙΚΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ
Του Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη*

Το κουρδικό ζήτημα θα αποτελέσει μια από τις κρισιμότερες παραμέτρους της περιφερειακής ασφάλειας στην Μέση Ανατολή τους προσεχείς μήνες. Οι τελευταίες εξελίξεις έχουν ενισχύσει τις φιλοδοξίες για την ίδρυση κουρδικού εθνικού κράτους.
Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι επικρατεί σύμπνοια μεταξύ των διαφόρων ομάδων. Οι σχέσεις μεταξύ των κουρδικών ενόπλων και πολιτικών οργανώσεων της Συρίας, του Ιράκ και της Τουρκίας παραμένουν προβληματικές. Στο Βόρειο Ιράκ η κυβέρνηση Μπαρζανί προσπαθεί να στρέψει την προσοχή μακριά από την εσωτερική επικαιρότητα, στρέφοντας το ενδιαφέρον στο ζήτημα της αυτοδιαθέσεως. Παραδοσιακός εταίρος της Τουρκίας εδώ και δεκαετίες, ο κ. Μπαρζανί ικανοποίησε με το δημοψήφισμα ένα πάγιο αίτημα των κούρδων εθνικιστών. Αυτό του προσέφερε ένα διαπραγματευτικό εργαλείο και υπογράμμισε τόσο την υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Κούρδων του Βορείου Ιράκ στην ανεξαρτησία, όσο και πιθανά προσκόμματα. Η κυβέρνηση της Βαγδάτης απαίτησε την επιστροφή εξουσιών που ασκούσε ντε φάκτο η κουρδική κυβέρνηση και προέβη σε κινήσεις αεροπορικού αποκλεισμού του Βορείου Ιράκ. Η ευκολία με την οποία οι ιρακινές ένοπλες δυνάμεις ανακατέλαβαν την πόλη και τις παρακείμενες πετρελαιοπηγές του Κιρκούκ, καθώς και την κατοικουμένη από Γεζίτες περιοχή του Σιντζάρ υπογράμμισε τις ενδοκουρδικές διαιρέσεις.
Το Ιράν δήλωσε την αντίθεσή του στην προοπτική διαμελισμού του Ιράκ ή και της Συρίας και ιδρύσεως κουρδικού κράτους. Η Συρία, στενός σύμμαχος του Ιράν και με την δική της ντε φάκτο κουρδική οντότητα ακολούθησε. Η Τουρκία όχι μόνον καταδίκασε και αμφισβήτησε την εγκυρότητα του δημοψηφίσματος, αλλά προέβη και σε ευθείες απειλές. Σε δηλώσεις του ο πρόεδρος κ. Ερντογάν υπεστήριξε ότι εξαπατήθηκε από τον κ. Μπαρζανί.
Το Κουρδικό επηρεάζει και την εσωτερική πολιτική της Τουρκίας. Ας μην ξεχνούμε ότι και εντός της Τουρκίας η από το 2015 κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας και η υποτροπή των εχθροπραξιών έχουν επαναφέρει το Κουρδικό σε αιματηρό τέλμα. Η πολιτικώς επικερδής στο εσωτερικό και εν όψει των τουρκικών προεδρικών εκλογών, αλλά καταδικασμένη σε αποτυχία επί της ουσίας στάση της τουρκικής κυβερνήσεως αναδεικνύει την τουρκική πτυχή του Κουρδικού ως τμήμα του περιφερειακού προβλήματος.
Αναλόγως προβληματική για τους πολεμίους της κουρδικής ανεξαρτησίας παραμένει η κατάσταση στην Συρία. Οι μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες των κουρδικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Συρία και η αναβαθμισμένη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ προσδίδουν διεθνές κύρος στο φιλοκουρδικό κόμμα PYD. Η ταύτιση του καθεστώτος Άσαντ με την Ρωσία και το Ιράν αφήνουν τους Κούρδους της Συρίας ως τον μοναδικό εντός Συρίας εταίρο της Δύσεως στον αγώνα κατά των τζιχαντιστών.


Η καταδίκη πάντως της χρονικής στιγμής του δημοψηφίσματος από όλες τις δυτικές δυνάμεις και η έκκληση προς όλα τα μέρη για αυτοσυγκράτηση υπογραμμίζουν ότι προς το παρόν η προστασία της εδαφικής ακεραιότητος του Ιράκ εξακολουθεί να αποτελεί τον γνώμονα της δυτικής πολιτικής. Μοναδική εξαίρεση ο πρωθυπουργός του Ισραήλ κ. Νετανιάχου. Η εσωτερική συνοχή του Ιράκ αποτελεί, ωστόσο συνάρτηση όχι μόνον των κουρδικών φιλοδοξιών, αλλά και των σχέσεων μεταξύ της σιιτικής πλειονότητος και της σουνιτικής μειονότητος. Ας μην ξεχνούμε ότι βασικός λόγος της μετεωρικής ανόδου του «Ισλαμικού Κράτους» στο Ιράκ προ μερικών ετών υπήρξε η απογοήτευση των σουνιτών πολιτών της χώρας από τη Βαγδάτη. Η κυβέρνηση του μετριοπαθούς σιίτη Αμπαντί απολαμβάνει της σχετικής προτιμήσεως της Δύσεως. Είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς προς το παρόν πρωτοβουλίες οι οποίες θα την εξέθεταν στην ιρακινή κοινή γνώμη και θα συνέβαλαν στην ανάδειξη αναφανδόν φιλοϊρανικών και αντιδυτικών πολιτικών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά η ανατροπή του στάτους κβο δεν είναι εύκολη. Η πιθανή εισβολή ιρανικών ή τουρκικών δυνάμεων στα εδάφη της Κουρδικής Αυτόνομης Κυβέρνησης στο βόρειο Ιράκ θα αποσταθεροποιούσε όλη την Μέση Ανατολή. Πέραν των ανησυχιών των γειτόνων, η πορεία των σχέσεων ΗΠΑ και Ιράν και οι σχέσεις μεταξύ σιιτών και σουνιτών εντός του Ιράκ θα αποτελέσουν πρόκριμα για την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ, την υπόθεση της κουρδικής ανεξαρτησίας αλλά και την περιφερειακή ασφάλεια.
*Αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ
H ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΑΛΛΑΖΕΙ
Του Άγγελου Συρίγου*


Από το 1945 Τουρκία υπήρξε ένα από τα σταθερά προπύργια της Δύσεως στην ευρύτερη περιοχή. Μετά δε την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν το 1979 κατέστη το τελευταίο ασφαλές δυτικό καταφύγιο δίπλα σε μία μεγάλη «ζώνη πολέμου» που ξεκινούσε στα ανατολικά της σύνορα. Στη διαμόρφωση της προσλήψεως της Τουρκίας ως ασφαλούς καταφυγίου βοηθούσε και η παραδοσιακή κεμαλική πολιτική που επέβαλε αποχή από οποιαδήποτε εμπλοκή στις μεσανατολικές διαμάχες. Ο μόνος λόγος που τράβαγε τους Τούρκους στην περιοχή αφορούσε στους Κούρδους. Ηταν ένα εσωτερικό τουρκικό ζήτημα που αποκτούσε εξωτερικές διαστάσεις διότι οι Κούρδοι του εξεγερμένου ΠΚΚ έβρισκαν καταφύγιο στη Συρία (μέχρι το 1999) και στις αυτόνομες περιοχές του Ιράκ (μετά το 1991).
Η τουρκική θέση στο σύστημα δεν επηρεάσθηκε ούτε όταν άρχισε η διάλυση των ισχυρών κρατών της περιοχής που αποτελούσαν παραδοσιακούς εχθρούς του Ισραήλ. Από τις τρεις χώρες (Ιράκ, Συρία και Ιράν) που διεκδικούσαν αυτόν τον ρόλο μόνον το Ιράν έχει απομείνει ισχυρό.
Μετά το 2010, όμως, οι στρατηγικές επιλογές της Τουρκίας μετέβαλαν προς το δυσμενέστερο τη θέση της. Αυτό οφείλεται κατά ένα βαθμό στις θρησκευτικές αντιλήψεις Ερντογάν και στον νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό του. Οταν άρχισαν οι αραβικές ανοίξεις, η Τουρκία, με τη χρηματοδότηση και στήριξη του Κατάρ, προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και να τοποθετήσει στην περιοχή φίλα προσκείμενες ισλαμικές αδελφότητες.
Το πρώτο μεγάλο βήμα ήταν η Αίγυπτος. Με την Αραβική Ανοιξη το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων πήρε την εξουσία εκλέγοντας τον Μόρσι πρόεδρο της χώρας. Η ισλαμική αδελφότητα Χαμάς στην Παλαιστίνη ήταν συμπληρωματική. Το μεγάλο παιχνίδι του Ερντογάν έλαβε χώρα στη Συρία. Η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ θα έφερνε στην εξουσία ένα ισλαμικό κίνημα και θα ολοκλήρωνε την αλυσίδα των ισλαμικών αδελφοτήτων στην περιοχή. Για διαφόρους λόγους το όλο εγχείρημα έπεσε στο κενό.
Την ίδια περίοδο βγήκε στη δημοσιότητα και η αντιπαλότητα της Τουρκίας με το Ισραήλ με αφορμή το επεισόδιο με το «Μαβί Μαρμαρά» και το εμπάργκο στη Λωρίδα της Γάζας. Επρόκειτο απλώς για το ορατό τμήμα του παγόβουνου. Θα ήταν υπεραπλούστευση να αποδοθούν όλα στον υπαρκτό αντισημιτισμό του Ερντογάν. Οπως έχει αποδείξει στις σχέσεις του με τη Ρωσία, ο Ερντογάν είναι ρεαλιστής και διατεθειμένος να καταπιεί πολλά εάν πιστεύει ότι αυτό θα είναι προς το συμφέρον του. Η ρίζα των κακών σχέσεων Τουρκίας - Ισραήλ είναι η επιλογή του Τελ Αβίβ να στηρίξει τη δημιουργία κουρδικού κράτους στην περιοχή.
Το Κουρδικό - ο εφιάλτης της Τουρκίας ήδη από την εξέγερση του κούρδου Σεΐχη Σαΐντ το 1925 - επανήλθε. Αυτή τη φορά όμως δεν είναι εσωτερικό θέμα με διεθνείς διαστάσεις. Είναι πλέον ένα διεθνές θέμα που επηρεάζει και την Τουρκία. Η ισλαμική τρομοκρατία είναι επίσης παρούσα στη χώρα ιδιαιτέρως χολωμένη από την αποστασιοποίηση Ερντογάν από το Ισλαμικό Κράτος.
Το βέβαιον είναι ότι η στήριξη των ΗΠΑ προς τους Κούρδους φέρνει πιο κοντά την Τουρκία προς τη Ρωσία και το Ιράν (που επίσης έχει στο έδαφός του κουρδικό πληθυσμό). Η Τουρκία όμως δεν μπορεί να κατασταλάξει. Η στάση της έναντι των ΗΠΑ και της Ρωσίας δείχνει το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η εξωτερική πολιτική της γείτονος χώρας.


Απομένει να φανεί εάν η Τουρκία μπορεί να αναλαμβάνει χωρίς σοβαρές συνέπειες πρωτοβουλίες με τις οποίες δεν συμφωνεί η Δύση. Εως σήμερα η πλέον χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ήταν απαγόρευση διελεύσεως των αμερικανικών στρατευμάτων μέσα από το έδαφός της Τουρκίας το 2003, που ήθελαν να ανοίξουν στο Ιράκ το λεγόμενο «βόρειο μέτωπο». Το επόμενο τεστ της Τουρκίας είναι η προσπάθεια για αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400.
Ολα αυτά αλλάζουν τη θέση της Τουρκίας. Την έχουν μεταφέρει στη διακεκαυμένη ζώνη που βλέπει το φάσμα της συνολικής αναχαράξεως των συνόρων της περιοχής να πλησιάζει.
*Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ-ΕΝΑ ΚΛΕΙΔΙ
Του Δημήτρη Τριανταφύλλου


Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί το ιστορικό σταυροδρόμι της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Ασίας, όπου οι περιφερειακοί κρατικοί δρώντες έχουν εμφανίσει ποικίλες πολιτικές ταυτότητες παράλληλα με τις διαφορετικές γεωγραφικές τους θέσεις. Ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία είναι κράτη - μέλη του ΝΑΤΟ με περίπλοκες διμερές σχέσεις, οι άλλοι περιφερειακοί παίκτες - το Ισραήλ, η Κύπρος, η Συρία, η Αίγυπτος, η Ιορδανία και ο Λίβανος - σχηματίζουν ένα, επίσης, πολύπλοκο δίκτυο διμερών και πολυμερών σχέσεων.
Λόγω στρατηγικής θέσης, η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα στη δυναμική οποιασδήποτε περιφερειακής ασφάλειας. Είναι το νοτιότερο μέτωπο του ΝΑΤΟ - με την Τουρκία, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο να συμβάλλουν στην ασφάλεια της Συμμαχίας, καθώς και το νοτιότερο τμήμα της ΕΕ. Οι προκλήσεις για την ασφάλεια είναι σημαντικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολιτική αντιπαράθεση για το Κυπριακό, όπου παρατηρείται σύγκρουση ενδιαφερόντων ορισμένων εξωτερικών δρώντων και μεγάλων δυνάμεων, ιδίως των τριών εγγυητριών δυνάμεων, της ΕΕ, των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Αλλες εξίσου σημαντικές προκλήσεις σχετίζονται με τις ταραγμένες σχέσεις του Ισραήλ και των αράβων γειτόνων του, δεδομένης ιδίως της αδυναμίας επίλυσης του Παλαιστινιακού. Τόσο το Ισραήλ όσο και η Παλαιστινιακή Αρχή επηρεάζονται από το ευμετάβλητο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Η περιοχή έρχεται, ακόμα, αντιμέτωπη με έναν υπερβολικά υψηλό αριθμό προσφυγικών ροών λόγω πολέμων και κρατικής αποτυχίας, ιδίως στη Συρία. Και βέβαια αποτελεί την «εστία» ενός μη κρατικού παράγοντα, του Ισλαμικού Κράτους, που δρα ως αμοιβάδα με κάποιες από τις ιδιότητες ενός κανονικού κράτους, αν και πλέον βαίνει μειούμενη.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν πρέπει να αξιολογηθούν σε σχέση με τον ευρύτερο αντίκτυπό τους, πέρα από τα σύνορά τους. Αυτό συμβαίνει λόγω της συγκρουόμενης θεολογικής προσέγγισης των καθεστώτων του Ριάντ και της Τεχεράνης, της σημασίας τους ως παραγωγών ενέργειας και των σχέσεών τους με άλλους περιφερειακούς παίκτες, συμπεριλαμβανομένων όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Επιπροσθέτως, ο χαρακτήρας των σχέσεων της Αγκυρας με τη Μόσχα είναι ενδεικτικός μιας αυξανόμενης «μοναδικότητας» και των δύο χωρών, με επιπτώσεις στην προσπάθεια της Ατλαντικής Συμμαχίας να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της σε περιφερειακό επίπεδο.
Επίσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προσπάθειες της διακυβέρνησης Τραμπ για διπλή προσέγγιση Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ. Η στρατηγική του να έλθει πιο κοντά στη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο, σε συνδυασμό με την έκκληση για επανάληψη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, αποσκοπεί στην αποδυνάμωση του ιρανικού ακτιβισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και στην αποτροπή της προσπάθειας της Ρωσίας να καλύψει το κενό που αφήνουν οι ΗΠΑ. Με δεδομένη τη σημερινή αμφισημία, παρουσιάζονται κίνδυνοι αλλά και ευκαιρίες για επίλυση των υπαρχουσών διαφορών και τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων.


Η φαινομενική ευθυγράμμιση Ισραήλ, Κύπρου, Ελλάδας και Αιγύπτου, ιδίως όσον αφορά τους φυσικούς πόρους στην περιοχή, μπορεί να υποδηλώνει τη μελλοντική πορεία, με την προϋπόθεση ότι συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία, σε ένα νέο είδος περιφερειακού σχήματος δυτικής ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τέσσερις βασικές παραδοχές μπορούν να αποτελέσουν κλειδί. Η πρώτη είναι ότι οι σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Αγκυρας δεν θα υπερβούν το στρατηγικό χάσμα που τις δεσμεύει όσο η Τουρκία παραμένει αφοσιωμένη στο ΝΑΤΟ. Η δεύτερη είναι ότι οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύσης θα συνεχίσουν να έχουν συγκρουσιακό χαρακτήρα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τρίτη είναι πως σύντομα πρέπει να επιλυθεί το Κυπριακό. Παραδόξως, η επιθυμία ανεξαρτητοποίησης του κουρδικού τμήματος του Ιράκ μετά το πρόσφατο δημοψήφισμα οδηγεί ίσως σε απροθυμία της Τουρκίας για μια λύση δύο κρατών στην Κύπρο, ανοίγοντας την πόρτα για επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Και η τέταρτη είναι η συνεχιζόμενη αστάθεια της περιοχής, εκτός εάν οι κύριοι ενδιαφερόμενοι δρώντες ενεργήσουν από κοινού με γνώμονα τη σταθεροποίηση. Εδώ ακριβώς υπάρχει μία μεγάλη ευκαιρία για επανεξέταση της Ανατολικής Μεσογείου.
*Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has στην Κωνσταντινούπολη και διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (CIES)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου