Τέσσερα κείμενα παρέμβασης από το-μέχρι σήμερα-
"ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ" (και ο νοών νοείτω!)
1. Ενημέρωση, επικοινωνία και ελευθερία
Του Δημήτρη Ψυχογιού
Αναρωτιέμαι: Τι έχουν γίνει όλοι αυτοί στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΚΚΕ, στην ΕΣΗΕΑ και αλλού που φώναζαν «η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα» ή «το δικαίωμα στην ενημέρωση των πολιτών είναι πάνω από τα κέρδη των ιδιοκτητών»; Γιατί δεν βγαίνουν να πουν ότι «Το Βήμα», τα «Νέα», η «Καθημερινή», το «Εθνος», το Mega πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν παρά τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες στις οποίες ανήκουν; Γιατί συμπαραστάθηκαν στην ΕΡΤ όταν ο ιδιοκτήτης της, η κυβέρνηση, αποφάσισε να την κλείσει και δεν συμπαρίστανται σήμερα; Αφού η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα, γιατί πρέπει οι ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών να πληρώνουν στο κράτος για τη χρήση των ψηφιακών συχνοτήτων φόρους και δικαίωμα εισόδου;
Διότι όλοι αυτοί που φωνάζουν «η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα» δεν ενδιαφέρονται για το αν υπάρχει κόκκος αλήθειας σε όσα λένε (γενικότερα, όχι μόνο επί του θέματος) αλλά για το αν εξυπηρετεί την πολιτική τους ατζέντα. Η ενημέρωση είναι εμπόρευμα, όχι μόνο επειδή την ασκούν επιχειρήσεις: οι πληροφορίες που αντλούμε έχουν και για εμάς οικονομική σημασία - από την πιο απλή, για τον γεωργό που θέλει να κανονίσει την οικονομική δραστηριότητα του ανάλογα με το τι καιρό θα κάνει αύριο, ως τον κερδοσκόπο που θα αγοράσει ή θα πουλήσει στις αγορές ανάλογα με τις πληροφορίες που έχει.
Ομως όλοι αυτοί που έχουν καταβολές στη λενινιστική (ασιατική στην ουσία) Αριστερά δεν ενδιαφέρονται για την οικονομία αλλά μόνο για την πολιτική, γιατί ονειρεύονται όταν έρθουν στην εξουσία να ποδηγετήσουν και την οικονομία. Για τούτο άλλωστε τους ενδιαφέρει η ενημέρωση και όχι οι άλλες δραστηριότητες που ασκούν τα Μέσα, οι πολιτιστικές, κοινωνικές και ψυχαγωγικές - αυτές δηλαδή που κατ' εξοχήν ενδιαφέρουν το κοινό. Καρφάκι δεν τους καίγεται για τις «Νέες Εποχές» που διαβάζετε εσείς αυτή τη στιγμή, πιθανότατα δεν ξέρουν καν ότι υπάρχουν. Τι γράφουν τα πολιτικά ρεπορτάζ και ο «Βηματοδότης», αυτό τους καίει, αυτό είναι «Το Βήμα» για αυτούς. Και οι σταθμοί είναι τα δελτία ειδήσεων, για την ακρίβεια το μικρό μέρος τους που ασχολείται με την εσωτερική πολιτική.
Το πρόβλημα είναι πως αυτή η άποψη για τα μέντια, η αντιμετώπισή τους δηλαδή μόνο ως μέσων πολιτικής επικοινωνίας, στη χώρα μας είναι κυρίαρχη σε όλο το πολιτικό φάσμα. Ας θυμηθούμε τις προσπάθειες να ελεγχθούν μέσω του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, μέσω της νομοθεσίας περί «βασικού μετόχου» προηγουμένως, διά της μη αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών επί δεκαετίες. Επιπλέον, ας θυμηθούμε τις προσπάθειες που έγιναν από αρχηγούς του ΠαΣοΚ και της ΝΔ για την ίδρυση μεντιακών συγκροτημάτων απόλυτα ελεγχόμενων - και δεν πρέπει να ξεχνάμε βεβαίως την (ελάχιστης απήχησης εδώ και δεκαετίες) ΕΡΤ που από την ίδρυσή της ως σήμερα δεν αποτέλεσε ποτέ «δημόσιο ίδρυμα» αλλά κομματικό παράρτημα των εκάστοτε κυβερνώντων.
Οι ρυθμίσεις για τα αδικήματα περί Τύπου είναι δρακόντειες επίσης - μπορεί να απαλείφθηκε από το Σύνταγμα η διάταξη (που έχει τις ρίζες της στη δικτατορία του Μεταξά, αν δεν απατώμαι) ότι «τα αδικήματα Τύπου είναι αυτόφωρα» αλλά παρέμεινε στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας - και έτσι εντελώς αμερόληπτοι και με βαθιά αίσθηση του καθήκοντος διάφοροι εισαγγελείς δίνουν εντολή να συλληφθούν δημοσιογράφοι κάθε φορά που τα γραπτά τους ή τα λεγόμενά τους δεν αρέσουν σε κάποιον πολιτικό, ιδιαίτερα αν είναι υπουργός, όπως ο Πάνος Καμμένος.
Το ίδιο ισχύει και με τις αγωγές για αποζημίωση για συκοφαντική δυσφήμηση: τις προτιμούν οι πολιτικοί διότι έτσι αποφεύγουν τον κίνδυνο να εκτεθούν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής ποινικής διαδικασίας - οι αγωγές εκδικάζονται κυρίως με δικόγραφα. Κατά κανόνα, τα δικαστήρια δικαιώνουν τον «συκοφαντούμενο» πολιτικό, επιδικάζουν αποζημιώσεις και κατά κανόνα επίσης αυτές οι αποφάσεις καταπίπτουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - αλλά αυτό δεν έχει προβληματίσει ούτε τους νομοθέτες, αφού είναι πολιτικοί, ούτε τους δικαστές. Στην επικαιρότητα αυτές τις ημέρες είναι η αγωγή, ξανά του υπερφίαλου Πάνου Καμμένου, κατά του Ανδρέα Πετρουλάκη, εξαίρετου σκιτσογράφου της «Καθημερινής» και αρθρογράφου του Protagon. Ελπίζω να έχει η αγωγή την ίδια (αντικανονική) τύχη που είχε άλλη εναντίον μου, από υπουργό του ΠαΣοΚ, διάσημο για το απύλωτο καμμένειο στόμα του. Η βούληση της επιβολής δεν γνωρίζει κομματικά σύνορα.
Διότι οι έλληνες πολιτικοί, ειδικά στα ανώτερα κλιμάκια, θέτουν συνεχώς στα μέσα επικοινωνίας και στους δημοσιογράφους το δίλημμα: υποτέλεια ή σύγκρουση. Αν δεν είσαι υποτελής, είσαι νταβατζής, διαπλεκόμενος, συκοφάντης - εχθρός οπωσδήποτε. Δεν είναι της ώρας η διερεύνηση των αιτίων αυτής της νοοτροπίας, που εκδηλώνεται άλλωστε και σε άλλες πτυχές του εξαιρετικά συγκρουσιακού πολιτικού βίου της χώρας. Το ζήτημα είναι οι σημερινές συνέπειές της: η «αριστερή» κυβέρνηση απαιτεί τεράστια ποσά για να δώσει άδειες λειτουργίας στους τηλεοπτικούς σταθμούς, όταν όλοι οι προοδευτικοί οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι το κρισιμότερο πρόβλημα που υπάρχει στη μεντιακή αγορά είναι οι τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται, δηλαδή το υψηλό «κόστος εισόδου στην αγορά», που επιτρέπει μόνο σε όσους διαθέτουν μεγάλα κεφάλαια να εισέλθουν, σε βάρος βεβαίως του πολιτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού.
Ο Νίκος Παππάς με τις δημοπρασίες του το κάνει ακόμα υψηλότερο γιατί δεν τον νοιάζει ο πλουραλισμός αλλά το να διώξει από την αγορά τους εχθρούς και να βάλει στη θέση τους, πάμπλουτους υποχρεωτικά, υποτελείς. Κάνει δηλαδή την ενημέρωση ακόμα ακριβότερο εμπόρευμα - και οι ευφυείς λάτρεις των μη εμπορευματικών αγαθών τον επευφημούν.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον ΔΟΛ: αν λάβει κανείς υπόψη του τα οικονομικά μεγέθη (τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, τον αριθμό των Μέσων που έχει, τον αριθμό των εργαζομένων), ο δανεισμός του δεν είναι «υπέρογκος»: είναι αντίστοιχος επιχειρήσεων που έχουν και αυτές «κόκκινα δάνεια». Ειδικά για τις μεντιακές επιχειρήσεις, φαίνεται ότι θα επιβιώσουν όσες οι ιδιοκτήτες τους μπορούν (ή ελπίζουν ότι μπορούν) να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους τροφοδοτώντας τες με κεφάλαια από άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες - όσοι δεν είστε πάμπλουτοι, μακριά από τα Μέσα!
Δεν ξέρω πόσο θα τους κοστίσει αυτό, αλλά για τον ΔΟΛ οι τράπεζες λένε «σε όποιον μας δώσει 25 εκατομμύρια τον δίνουμε και συζητάμε μαζί του για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης και το αναγκαίο κούρεμα του χρέους». Δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται κάποιος επιχειρηματίας, πιθανότατα επειδή η κυβέρνηση, με τους χειρισμούς της στα τηλεοπτικά, φρόντισε να εκμηδενίσει σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του ΔΟΛ, τη συμμετοχή του στο Mega (περίπου 25%). Δεν αποκλείεται όμως να υπάρχουν ενδιαφερόμενοι που δεν εμφανίζονται: περιμένουν να τον πάρουν (ολόκληρο ή κάποια κομμάτια του) «για ένα κομμάτι ψωμί», όταν θα αρχίσουν οι διαδικασίες εκποίησης. Προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι να σταματήσουν να υπάρχουν «Το Βήμα», τα «Νέα», το in.gr, ο Βήμα FM, να πάρει δηλαδή τα «κουφάρια» τους (για να τα μετατρέψει σε ζόμπι;).
Τι λένε οι εργαζόμενοι; «"Το Βήμα" (τα "Νέα" κ.τ.λ.) είναι αυτό που είναι επειδή είμαστε εμείς αυτό που είμαστε». Δεν είναι αλυσίδες παραγωγής ομοιόμορφων προϊόντων τα μέντια, είναι χειροτεχνήματα - κάθε παραγωγός αφήνει το αποτύπωμά του στο προϊόν. Είναι παράλογο να ζητούν να μείνουν ώσπου να βρεθεί αγοραστής, αφού την αξία των χειροτεχνημάτων τους αγοράζει; Και ας φτιάξει άλλα μετά, αν θέλει - τώρα όμως, αυτά έχουν την αξία.
Είναι αντίθετο στην επιχειρηματική λογική αλλά και στο δημόσιο συμφέρον το να μην πουληθούν για ένα κομμάτι ψωμί τα κουφάρια αλλά να συνεχίσουν οι τράπεζες να τα χρηματοδοτούν στο ενδιάμεσο διάστημα; Θέλουμε νομοθετική ρύθμιση, απαντούν οι τράπεζες (γενική για όλες τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, όχι ειδική για τον ΔΟΛ). Διότι, λένε, φοβούνται ότι θα σέρνονται μετά στα δικαστήρια, λόγω του θορύβου που θα ξεσηκώσουν οι οπαδοί της «μη εμπορευματικής ενημέρωσης» ότι χαρίζονται στα «όργανα της διαπλοκής».
Δεν είμαι ειδικός στο Πτωχευτικό Δίκαιο για να ξέρω αν ευσταθούν αυτά τα επιχειρήματα ή απλώς υπάρχει κατανόηση των πασίγνωστων κυβερνητικών επιθυμιών για τα μέντια του ΔΟΛ. Ζω μέσα στην κρίση και κατανοώ γιατί δεν υπάρχουν μαικήνες για να σώσουν ιστορικά φύλλα, όπως έγινε στη Γαλλία με τον «Monde» και τη «Liberation», και δεν έγινε στην Ελλάδα με την «Ελευθεροτυπία». Γνωρίζω όμως επίσης ότι για το βάθος της κρίσης στη χώρα μας, σε σχέση με την Πορτογαλία ή την Κύπρο, ευθύνεται ο λυσσαλέος κομματικός ανταγωνισμός για την εξουσία. Και επειδή οι πολιτικοί θέλουν τα μέντια μόνο ως υποτελή όργανα πολιτικού ανταγωνισμού, αν σταματήσει να εκδίδεται η εφημερίδα που κρατάτε στα χέρια σας, θα είναι πρωτίστως θύμα αυτών των ανταγωνισμών και δευτερευόντως μόνο της επιχειρηματικής αποτυχίας του ΔΟΛ.
2. Tο ακατανίκητο του εφήμερου Τύπου
Του Γιώργη Γιατρομανωλάκη
Η λέξη εφημερίς απαντά για πρώτη φορά στη λατινική εκδοχή της, ephemeris, στα Απομνημονεύματα του Ιούλιου Καίσαρα. Δηλώνει το ημερολόγιο στο οποίο καταγράφονται τα καθημερινά στρατιωτικά συμβάντα. Στα ελληνικά η λέξη, και μάλιστα στον πληθυντικό, εφημερίδες, εμφανίζεται στον Πλούταρχο, και έχει να κάνει, επίσης, με τις ημερήσιες πολεμικές καταγραφές. Η πρώτη ελληνική εφημερίδα (εβδομαδιαία) εκδόθηκε στη Βιέννη το 1784 από τον λόγιο Γ. Βεντότη για δύο μόνο μήνες. Οντως εφήμερη. Δεν σώζεται κανένα αντίτυπό της, αγνοούμε και τον τίτλο της. Γνωρίζουμε όμως από τα αυστριακά αρχεία ότι παύθηκε ύστερα από τις υποδείξεις του Μεγάλου Βεζίρη στον αυστριακό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη! Πρώτη ένδειξη της δύναμης ενός ταπεινού εντύπου.
Από τότε ως σήμερα έχουν εκδοθεί και εξακολουθούν να εκδίδονται άπειρες ελληνικές εφημερίδες οι οποίες προβάλλουν ποικιλοτρόπως ένα μεγάλο μέρος της νεοελληνικής πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής. Ενδεικτικές για τη σημασία του Τύπου είναι οι σχετιζόμενες με τις εφημερίδες νεοπαγείς λέξεις, όπως καταγράφονται στη Συναγωγή Νέων Λέξεων του Σ. Α. Κουμανούδη: «εφημεριδογραφία», «εφημεριδοφιλία», «εφημεριδοκρατία», «εφημεριδοφαγία», «εφημεριδοφάγος», «εφημεριδομανής» κ.ά. Το 1837 ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός συντάσσει μια κωμωδία με τίτλο «Εφημεριδοφόβος». Συχνά η λέξη «φυλλάδα» (απλή ή σύνθετη με κάποια κακόσημη λέξη) χρησιμοποιείται υποτιμητικά για εφημερίδες που, για διάφορους λόγους, δεν αρέσουν. Πάμπολλοι επίσης μεγάλοι νεοέλληνες συγγραφείς και στοχαστές, δημιουργοί παντός τύπου έχουν μιλήσει και έχουν εκφράσει τις απόψεις τους μέσα από τα φύλλα των εφημερίδων. Από τον Παλαμά, και τον Παπαδιαμάντη ως τους εκπροσώπους της Γενιάς του Τριάντα, από τους μεταπολεμικούς στοχαστές και κριτικούς ως και τους σημερινούς ανθρώπους της λογοτεχνίας, της τέχνης, του θεάτρου, της μουσικής. Η εφημερίδα δεν καταγράφει απλώς ημερήσια γεγονότα, πολιτικά ή ό,τι άλλο. Είναι βήμα από όπου προβάλλονται και ο πολιτισμός, τα γράμματα, οι ιδέες. Η αντίρρηση. Η αίρεση.
Ιδού όμως ότι αυτό το καθημερινό (ή εβδομαδιαίο) αναλώσιμο, φτηνό, λαϊκό έντυπο δεν χάνει τη σημασία του με την πάροδο της ημέρας μέσα στην οποία κυκλοφόρησε. Δεν χάνει την ισχύ της η εφημερίδα επειδή πέρασε μία μέρα ή ένας χρόνος. Η εφημερίδα δεν είναι τελικά «εφήμερη» επειδή το ένα φύλλο έρχεται να σκεπάσει το άλλο. Τα ημερήσια (ή εβδομαδιαία) φύλλα της εφημερίδας, μεγάλης ή μικρής κυκλοφορίας, αρεστής ή μη, με πλούσια ή με φτωχή ύλη, δεν στοιβάζονται σωρός όπως τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Δεν ισχύει εδώ ο ομηρικός λόγος «οίη περ φύλλων γενεή τοίη δε και ανδρών» - οι άνθρωποι είναι σαν τα φύλλα των δέντρων. Τουναντίον. Τα καθημερινά τυπωμένα φύλλα συνιστούν ένα σώμα, ένα corpus χάρτινο, πλην ακατάλυτο στον χρόνο. Εξάλλου η εφημερίδα καταγράφει τα καθημερινά συμβάντα και τα διασώζει, όμως δεν παραμένει στην απλή καταγραφή. Η εφημερίδα δεν συνιστά μια Αγία Γραφή στην οποία όλα προβάλλονται ως θείος, ακατάλυτος λόγος. Η εφημερίδα είναι και αγία και ανόσια και υβριστική και κολακευτική. Είναι και ψεύτικος λόγος και αληθής. Στην εφημερίδα, στον Τύπο, δεν υπάρχει μεταφυσική. Υπάρχει κριτική, αγαθή ή και δόλια. Υπηρετεί συμφέροντα ποικίλα. Ελέγχει την εξουσία, αλλά είναι και ο ίδιος ο Τύπος εξουσία. Για άλλους η τέταρτη. Για άλλους η πρώτη. Ο Τύπος δεν καταγράφει μόνο γεγονότα. Καμιά φορά τα εφευρίσκει. Είναι ασύδοτος. Διεφθαρμένος αλλά και ηρωικά αδιάφθορος. Κίτρινος, μαύρος, κόκκινος. Ο Τύπος, η ταπεινή εφημερίδα, είναι ένα κράτος μέσα στο κράτος. Αλλοτε αγαθό. Αλλοτε διαβολικό. Πάντοτε χρήσιμο.
Ακριβώς λοιπόν μέσα στο παρόν που διάγουμε, ειδικά σε μια εποχή πολιτικής φθοράς και διαφθοράς, σε χρόνους ανέχειας οικονομικής, κοινωνικής κατάπτωσης, σε εποχή αλλοιωμένων αξιών κ.λπ. ο Τύπος ως ζωντανός οργανισμός δεν είναι άμωμος. Δεν είναι αμέτοχος στα τρέχοντα. Επιπλέον η οικονομική καταστροφή που βιώνουμε έχει πλήξει και τον Τύπο. Απειλεί την εφημερίδα, την καθημερινή ενημέρωση, την κριτική πληροφορία. Απειλεί την πολυφωνία, τον αιρετικό αντίλογο, σε τελευταία ανάλυση απειλείται η δημοκρατία. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που είδαμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας το φιάσκο ενός σκοτεινού διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες. Είμαι βέβαιος ότι αν οι σημερινοί κρατούντες είχαν τη δυνατότητα να παζαρέψουν τις άδειες των εφημερίδων θα το έκαναν.
Οι εφημερίδες και ειδικά μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα, όπως ο ΔΟΛ (για να μιλήσουμε για την ταμπακέρα), σχεδόν πάντα, σε όλη τη διαδρομή τους, είχαν (για πολλούς λόγους) οικονομικά προβλήματα. Εξαιτίας σφαλμάτων; Εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής καταστάσεως; Για χίλιους λόγους. Αυτό το δίχως άλλο συνέβη και με τον ΔΟΛ. Κανείς δεν είναι αθώος. Κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Ωστόσο εκείνο που μπορεί και διακρίνει σήμερα ο απλός αναγνώστης είναι πως ο καταχρεωμένος (κατά δήλωσή του) ΔΟΛ έχει απέναντί του εκδικητικούς ανθρώπους. Εχθρικούς. Ενδεχομένως πιστεύουν ότι αν «Το Βήμα» παύσει να κυκλοφορεί, αν ο ΔΟΛ χαθεί ως οργανισμός ενημέρωσης, πληροφορίας, κριτικής κ.λπ. τότε οι ίδιοι θα ασκήσουν με μεγαλύτερη άνεση την πολιτική τους. Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού...
Η ανθρώπινη ιστορία δεν σταματά επειδή κάποιοι επιθυμούν ή ενεργούν να σταματήσει η πορεία των πραγμάτων. Πολλές εφημερίδες έχουν κλείσει στο παρελθόν. Πολλές μέλλεται να κλείσουν. Αδιόρατο το μέλλον. Η ιστορία έχει δείξει ότι τίποτε δεν μένει αναλλοίωτο στον κόσμο. Πολιτικά κόμματα και συνασπισμοί του τύπου ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν πρόκειται να κρατήσουν για πολύ. Αυτοί οι άνθρωποι είναι όντως αναλώσιμοι. Οι ελληνικές εφημερίδες και ειδικά οι ιστορικές εφημερίδες του ΔΟΛ δεν πρόκειται να χαθούν. Το εφήμερό τους διαρκεί χρόνια. Η ισχύς των ημερήσιων και εβδομαδιαίων φύλλων δεν θα χαθεί. Οπως δεν θα χαθεί η χώρα. Εφήμεροι και περαστικοί είναι άλλοι.
-Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
3. Μετα-αλήθεια και μετα-γεγονότα
Της Βάσως Κιντή
Το τελευταίο διάστημα, μετά τη νίκη του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα και, κυρίως, μετά τη νίκη του Τραμπ στις ΗΠΑ, λέγεται συχνά ότι ζούμε την περίοδο της μετα-αλήθειας (post-truth) και του μετα-γεγονότος (post-fact). Αυτό που οι περισσότεροι καταλαβαίνουν με αυτούς τους όρους είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις και σε άλλες ανάλογες λέγονταν πολλά ψέματα, διαδίδονταν πολλές ψευδείς ειδήσεις, παρουσιάζονταν ως γεγονότα πράγματα κατασκευασμένα και αναληθή, κυρίως μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και ανησυχούν διότι έτσι ο κόσμος και οι ψηφοφόροι δεν ενημερώνονται σωστά, παρασύρονται, χειραγωγούνται και ψηφίζουν χωρίς να μπορούν να κρίνουν υπεύθυνα.
Αυτή η ερμηνεία δεν είναι σωστή. Το πρόθεμα μετα- (post-) πριν από τις λέξεις «αλήθεια» και «γεγονότα» σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, κάτι που έρχεται χρονικά μετά την αλήθεια ή το γεγονός και, δεύτερον, κάτι που τα ακολουθεί και συγχρόνως τα υπερβαίνει, τα καταργεί, τα προσπερνά ως ασήμαντα. Οταν λέμε, λοιπόν, «post-truth» ή «post-fact» politics, δηλαδή πολιτική της μετα-αλήθειας και του μετα-γεγονότος ή ότι ζούμε στην εποχή της μετα-αλήθειας και του μετα-γεγονότος εννοούμε ότι κάνουμε πολιτική χωρίς να μας απασχολεί τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι γεγονός και τι όχι, ότι ζούμε και ενεργούμε χωρίς να μας ενδιαφέρει αυτός ο χαρακτηρισμός για τα πράγματα. Αυτή η περιφρόνηση της αλήθειας είναι πιο σοβαρό πρόβλημα από τα να λες απλώς πολλά ψέματα. Ο Τραμπ και το επιτελείο του, οι πρωταγωνιστές του Brexit, ή ο ημέτερος ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιχειρούσαν μέσα σε ένα σύνολο εν γένει αληθών ισχυρισμών να διοχετεύσουν κάτι ψευδές ώστε να παραπλανήσουν συγκεκριμένα και να εξαπατήσουν. Αυτοί και οι οπαδοί τους που αναπαρήγαγαν τους ισχυρισμούς τους μαζικά δεν έδιναν δεκάρα για το τι είναι αληθές. Δεν ενδιαφέρονταν να το μάθουν, δεν ενδιαφέρονταν να ελέγξουν οτιδήποτε. Αρκούσε που πολλαπλασίαζαν το μήνυμα που κάθε φορά επιλεγόταν (πολλές φορές εντελώς πρόχειρα και τυχαία) για να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους: την καλλιέργεια του μίσους, της ξενοφοβίας, της ανασφάλειας, της οργής. Απευθύνονταν στο θυμικό και στα αισθήματα, και όχι στην κρίση των αποδεκτών. Ενίσχυαν και χρησιμοποιούσαν τις προκαταλήψεις, δεν ενημέρωναν και δεν επιχειρηματολογούσαν. Εφτιαχναν το κάδρο για τις εικόνες που διοχέτευαν και μέσα στο οποίο έπαιρνε σχήμα η απλοϊκή και εύπεπτη αφήγηση που προσέφεραν.
Πώς φθάσαμε ως εδώ; Τι διευκόλυνε αυτή την κατάσταση; Δεν θα αναφερθώ στην πολιτική αλλά σε εκείνες τις θεωρητικές προϋποθέσεις που συνέβαλαν ώστε και η πολιτική να εξελιχθεί με τον τρόπο αυτόν.
Το 1979 ο Lyotard εξέδωσε το βιβλίο του Η μεταμοντέρνα κατάσταση [βλέπουμε και εδώ το πρόθεμα «μετα-» που υποδηλώνει την κατάσταση που έρχεται χρονικά μετά τη μοντέρνα και συγχρόνως την υπερβαίνει και την καταργεί]. Αλλά πολύ πριν από το 1979, και σίγουρα από τη δεκαετία του 1960 (αφήνοντας έξω εξελίξεις στην αρχιτεκτονική που πάνε ακόμη πιο πίσω), είχε ξεκινήσει στον χώρο της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της θεωρίας της λογοτεχνίας κ.λπ. η αμφισβήτηση της αντίληψης ότι μπορούμε να έχουμε μια αντικειμενική και αληθή αναπαράσταση του πώς είναι τα πράγματα. Αμφισβητήθηκε μια εικαζόμενη επιστημονική μέθοδος που διασφάλιζε υποτίθεται την αλήθεια καθώς και οι λεγόμενες μεγάλες αφηγήσεις (π.χ., εγελιανές, μαρξιστικές κ.λπ.) που αντικαταστάθηκαν από πολλές μικρότερες, διαφορετικές μεταξύ τους και μάλιστα ασύμμετρες, δηλαδή αφηγήσεις για τις οποίες δεν μπορούμε να έχουμε κοινό μέτρο ώστε να αποφανθούμε με εγκυρότητα και βεβαιότητα συγκριτικά για το ποια είναι αληθής και ποια μπορούμε να εμπιστευθούμε. Υποστηρίχθηκε ότι δεν μπορούμε να βγούμε έξω από τις αφηγήσεις αυτές, να δούμε τον κόσμο εντελώς αμερόληπτα, από την οπτική του Θεού, υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Βλέπουμε πάντα τα πράγματα από μια σκοπιά, εν χώρω και χρόνω, είμαστε πάντα εγκλωβισμένοι σε μια συγκεκριμένη οπτική που διαμορφώνεται από τη γλώσσα, τις θεωρίες μας, την παράδοσή μας κτλ., και δεν μπορούμε να αναχθούμε σε κάτι εξωτερικό και ουδέτερο, π.χ., κάποια γυμνά γεγονότα που θα αποφασίσουν ποιες από τις επιμέρους αφηγήσεις είναι σωστές. Δεν υπάρχουν γεγονότα, μόνο ερμηνείες, είχε πει ο Νίτσε ήδη από τη δεκαετία του 1880, ένας φιλόσοφος που αναδείχθηκε, ίσως παρερμηνευόμενος, σε ήρωα του μεταμοντερνισμού. Πλέουμε έτσι σε έναν ωκεανό αφηγήσεων και ερμηνειών χωρίς πυξίδα, έρμαια ηγεμονιών που χαλιναγωγούν και συσχετισμών ισχύος.
Αυτού του είδους η κριτική στο λεγόμενο πρόγραμμα του Διαφωτισμού ή του μοντερνισμού που πίστευε στην αντικειμενικότητα, στην αλήθεια, στην απόλυτη ισχύ της επιστήμης ήταν σε πολλά σημεία βάσιμη και εν πολλοίς γόνιμη. Αλλά χρησιμοποιήθηκε πολιτικά (πολλοί, ιδίως νέοι, αριστεροί ήταν μεταμοντέρνοι, ενώ οι μοντέρνοι και οι επιστημονιστές θεωρήθηκαν δεξιοί και συντηρητικοί - το γράφω εντελώς σχηματικά) και κυρίως αξιοποιήθηκε για μια θεωρητικά, ακαδημαϊκά, πολιτικά και κοινωνικά ανεύθυνη στάση. Μια στάση που δεν ενδιαφέρεται, πέραν της εύλογης κριτικής, να αναζητήσει υπερασπίσιμα κριτήρια εγκυρότητας, να διακρίνει μεταξύ γεγονότος και μυθοπλασίας, να ερευνήσει τι είναι αληθές και τι ψευδές. Μια στάση που επαναπαύεται στη ράθυμη ευκολία μιας συλλήβδην απόρριψης χωρίς συναίσθηση και έγνοια για τις συνέπειες να πετάς το μωρό (π.χ., την αλήθεια) μαζί με το νερό της λεκάνης (π.χ., την ηγεμονία μασκαρεμένη ως αμεροληψία).
Η ειρωνεία είναι ότι επί Μπους αρχικά, αλλά πολύ πιο έντονα τώρα με τον Τραμπ, αρκετοί από τους ακαδημαϊκούς που είχαν αγκαλιάσει τον μεταμοντερνισμό και περιφρονούσαν τους παλιομοδίτικους όρους της «αλήθειας» και των «γεγονότων», λοιδορώντας θεωρητικά τις βεβαιότητες της επιστήμης, αναγκάστηκαν, κόντρα στον παλιό τους εαυτό, να υπερασπιστούν την επιστήμη και τις αλήθειες της απέναντι στις αντιεπιστημονικές δεισιδαιμονίες που αμφισβητούν την κλιματική αλλαγή και τα εμβόλια και υποστηρίζουν τον Ευφυή Σχεδιασμό. Οι απώτερες συνέπειες του ασύδοτου και αυτάρεσκου σχετικισμού τού «όλα επιτρέπονται» εκδηλώνονται τώρα, σαρώνοντας καίριες διακρίσεις και πόλους αναφοράς. Η εποχή της μετα-αλήθειας και των μετα-γεγονότων είναι μια θάλασσα γνωμών, η μία δίπλα ή απέναντι στην άλλη, αληθείς και ψευδείς, σοβαρές και ανόητες αδιάκριτα, που φουσκώνουν ανάλογα με την ισχύ χωρίς μέριμνα για εγκυρότητα. Μια υπόσχεση ισότητας και δημοκρατίας έδωσε τη θέση της στον θόρυβο και στη χειραγώγηση. Καιρός να αναζητήσουμε και να υποστηρίξουμε όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στη θεωρία την εγκυρότητα και την υπευθυνότητα.
-Η Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
4. Αξιομνημόνευτες σελίδες ιστορίας
Του Γιάννη Μαρίνου
Ως μια έντονα αμφιλεγόμενη σελίδα στην ιστορία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη προβάλλεται από τους πρόθυμους επικριτές του η μη διακοπή της έκδοσης των εφημερίδων και περιοδικών του («Βήμα», «Νέα», «Οικονομικός Ταχυδρόμος», «Ταχυδρόμος») με την κήρυξη τηςδικτατορίας την 21η Απριλίου 1967, όπως επέλεξαν άλλοι εκδότες.
Οπως όμως υποστήριξα και την περασμένη Κυριακή, τα έντυπα αυτά υπήρξαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας το καταφύγιο κάθε ασφυκτιώσας φωνής, που, έστω και προσεκτικά, με υπονόμευση και με συμβολισμούς, συνέβαλε στη διατήρηση και ενδυνάμωση του ρεύματος αμφισβήτησης των δικτατόρων και της ανάγκης για δημοκρατικές ελευθερίες που είχαν καταργηθεί. Ο άξιος διάδοχος του Δημητρίου Λαμπράκη Χρήστος, που έγραψε τη δική του λαμπρή δημοσιογραφική ιστορία, αφήνοντας μάλιστα παράλληλα πίσω του το σημαντικότερο πολιτιστικό μνημείο της σύγχρονης ιστορίας μας, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διωκόμενος ο ίδιος, φυγάς και κρυπτόμενος πριν συλληφθεί και εγκλεισθεί σε κελί απομόνωσης, επέτρεψε να συνεχισθεί η έκδοση των εφημερίδων του, προφανώς για να μη μείνουμε στον δρόμο πάνω από πεντακόσιοι άνθρωποι, αλλά κυρίως με την ορθή, όπως αποδείχθηκε, προσδοκία ότι θα αποτελούσαμε τη διαβρωτική, υπονομευτική τής δικτατορίας αντιπολίτευση και ταυτόχρονα το καταφύγιο των ευρεθέντων στην ανεργία δημοσιογράφων και τεχνικών Τύπου.
Ως διευθυντής του «Ο.Τ.» είχα προσλάβει ορισμένους άνεργους συντάκτες, ενώ έδωσα βήμα στις πένες προσωπικοτήτων της πολιτικής και των δημοκρατικών ιδεωδών που έγραφαν συνήθως με ψευδώνυμο, με κίνδυνο και των αρθρογράφων αλλά και των φιλοξενούντων τα άρθρα τους (π.χ. Σόλων Γρηγοριάδης, Γρηγόρης Φαράκος, Σταύρος Ηλιόπουλος, Κώστας Χατζηαργύρης), λαμπρά στελέχη της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων (π.χ. Γ. Βερνίκος, Ν. Αλιβιζάτος) όπως ελάχιστοι γνωρίζουν. Υπήρξε έγγραφος έπαινος του Γιάννη Ρίτσου. Πίσω από το ψευδώνυμο Ποπολάρος, σε μια εβδομαδιαία στήλη των «Νέων» φιλοξενούνταν και τα επικίνδυνα κριτικά σχόλια της ταπεινότητάς μου.
Μένει έντονη στη μνήμη μου μια κρίσιμη συνάντησή μου με τον Χρήστο Λαμπράκη κατά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973 και την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου. Τότε είχε παγώσει κάθε διάθεση διακινδύνευσης και σχεδόν όλες οι σχολιογραφικές στήλες, που είχαν προηγουμένως αναθαρρήσει, εσίγησαν από τον φόβο του διαβόητου ταξίαρχου Ιωαννίδη. Στο αγωνιώδες ερώτημά μου αν θα συνέχιζα τη στήλη του Ποπολάρου: «Αν αποδέχεστε το ρίσκο, εγώ συμφωνώ. Μόνο που θα ήθελα πριν δημοσιεύονται στα "Νέα" να τη διαβάζω και εγώ ώστε να ξέρω τουλάχιστον γιατί θα βρεθώ μαζί σας στη φυλακή» ήταν η γενναία απάντηση του Λαμπράκη. Και συνεχίσαμε προσεκτικά, παρά τις απειλές από τη γραμματεία Τύπου της Ζαλοκώστα έως ότου η τραγωδία της Κύπρου έφερε το 1974 ξανά τη δημοκρατία στην Ελλάδα και όχι η κατασταλείσα εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, όπως πιστεύεται και διδάσκεται παραπλανητικά στην πάντα μωροπίστευτη και πάντα προδομένη Ελλάδα των δήθεν αυταπατηθέντων, των ψεκασμένων και των κουκουλοφόρων.
"ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ" (και ο νοών νοείτω!)
![]() |
| "ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 15/01/17 |
1. Ενημέρωση, επικοινωνία και ελευθερία
Του Δημήτρη Ψυχογιού
Αναρωτιέμαι: Τι έχουν γίνει όλοι αυτοί στον ΣΥΡΙΖΑ, στο ΚΚΕ, στην ΕΣΗΕΑ και αλλού που φώναζαν «η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα» ή «το δικαίωμα στην ενημέρωση των πολιτών είναι πάνω από τα κέρδη των ιδιοκτητών»; Γιατί δεν βγαίνουν να πουν ότι «Το Βήμα», τα «Νέα», η «Καθημερινή», το «Εθνος», το Mega πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν παρά τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες στις οποίες ανήκουν; Γιατί συμπαραστάθηκαν στην ΕΡΤ όταν ο ιδιοκτήτης της, η κυβέρνηση, αποφάσισε να την κλείσει και δεν συμπαρίστανται σήμερα; Αφού η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα, γιατί πρέπει οι ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών να πληρώνουν στο κράτος για τη χρήση των ψηφιακών συχνοτήτων φόρους και δικαίωμα εισόδου;
Διότι όλοι αυτοί που φωνάζουν «η ενημέρωση δεν είναι εμπόρευμα» δεν ενδιαφέρονται για το αν υπάρχει κόκκος αλήθειας σε όσα λένε (γενικότερα, όχι μόνο επί του θέματος) αλλά για το αν εξυπηρετεί την πολιτική τους ατζέντα. Η ενημέρωση είναι εμπόρευμα, όχι μόνο επειδή την ασκούν επιχειρήσεις: οι πληροφορίες που αντλούμε έχουν και για εμάς οικονομική σημασία - από την πιο απλή, για τον γεωργό που θέλει να κανονίσει την οικονομική δραστηριότητα του ανάλογα με το τι καιρό θα κάνει αύριο, ως τον κερδοσκόπο που θα αγοράσει ή θα πουλήσει στις αγορές ανάλογα με τις πληροφορίες που έχει.
Ομως όλοι αυτοί που έχουν καταβολές στη λενινιστική (ασιατική στην ουσία) Αριστερά δεν ενδιαφέρονται για την οικονομία αλλά μόνο για την πολιτική, γιατί ονειρεύονται όταν έρθουν στην εξουσία να ποδηγετήσουν και την οικονομία. Για τούτο άλλωστε τους ενδιαφέρει η ενημέρωση και όχι οι άλλες δραστηριότητες που ασκούν τα Μέσα, οι πολιτιστικές, κοινωνικές και ψυχαγωγικές - αυτές δηλαδή που κατ' εξοχήν ενδιαφέρουν το κοινό. Καρφάκι δεν τους καίγεται για τις «Νέες Εποχές» που διαβάζετε εσείς αυτή τη στιγμή, πιθανότατα δεν ξέρουν καν ότι υπάρχουν. Τι γράφουν τα πολιτικά ρεπορτάζ και ο «Βηματοδότης», αυτό τους καίει, αυτό είναι «Το Βήμα» για αυτούς. Και οι σταθμοί είναι τα δελτία ειδήσεων, για την ακρίβεια το μικρό μέρος τους που ασχολείται με την εσωτερική πολιτική.
Το πρόβλημα είναι πως αυτή η άποψη για τα μέντια, η αντιμετώπισή τους δηλαδή μόνο ως μέσων πολιτικής επικοινωνίας, στη χώρα μας είναι κυρίαρχη σε όλο το πολιτικό φάσμα. Ας θυμηθούμε τις προσπάθειες να ελεγχθούν μέσω του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, μέσω της νομοθεσίας περί «βασικού μετόχου» προηγουμένως, διά της μη αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών επί δεκαετίες. Επιπλέον, ας θυμηθούμε τις προσπάθειες που έγιναν από αρχηγούς του ΠαΣοΚ και της ΝΔ για την ίδρυση μεντιακών συγκροτημάτων απόλυτα ελεγχόμενων - και δεν πρέπει να ξεχνάμε βεβαίως την (ελάχιστης απήχησης εδώ και δεκαετίες) ΕΡΤ που από την ίδρυσή της ως σήμερα δεν αποτέλεσε ποτέ «δημόσιο ίδρυμα» αλλά κομματικό παράρτημα των εκάστοτε κυβερνώντων.
Οι ρυθμίσεις για τα αδικήματα περί Τύπου είναι δρακόντειες επίσης - μπορεί να απαλείφθηκε από το Σύνταγμα η διάταξη (που έχει τις ρίζες της στη δικτατορία του Μεταξά, αν δεν απατώμαι) ότι «τα αδικήματα Τύπου είναι αυτόφωρα» αλλά παρέμεινε στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας - και έτσι εντελώς αμερόληπτοι και με βαθιά αίσθηση του καθήκοντος διάφοροι εισαγγελείς δίνουν εντολή να συλληφθούν δημοσιογράφοι κάθε φορά που τα γραπτά τους ή τα λεγόμενά τους δεν αρέσουν σε κάποιον πολιτικό, ιδιαίτερα αν είναι υπουργός, όπως ο Πάνος Καμμένος.
Το ίδιο ισχύει και με τις αγωγές για αποζημίωση για συκοφαντική δυσφήμηση: τις προτιμούν οι πολιτικοί διότι έτσι αποφεύγουν τον κίνδυνο να εκτεθούν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής ποινικής διαδικασίας - οι αγωγές εκδικάζονται κυρίως με δικόγραφα. Κατά κανόνα, τα δικαστήρια δικαιώνουν τον «συκοφαντούμενο» πολιτικό, επιδικάζουν αποζημιώσεις και κατά κανόνα επίσης αυτές οι αποφάσεις καταπίπτουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - αλλά αυτό δεν έχει προβληματίσει ούτε τους νομοθέτες, αφού είναι πολιτικοί, ούτε τους δικαστές. Στην επικαιρότητα αυτές τις ημέρες είναι η αγωγή, ξανά του υπερφίαλου Πάνου Καμμένου, κατά του Ανδρέα Πετρουλάκη, εξαίρετου σκιτσογράφου της «Καθημερινής» και αρθρογράφου του Protagon. Ελπίζω να έχει η αγωγή την ίδια (αντικανονική) τύχη που είχε άλλη εναντίον μου, από υπουργό του ΠαΣοΚ, διάσημο για το απύλωτο καμμένειο στόμα του. Η βούληση της επιβολής δεν γνωρίζει κομματικά σύνορα.
Διότι οι έλληνες πολιτικοί, ειδικά στα ανώτερα κλιμάκια, θέτουν συνεχώς στα μέσα επικοινωνίας και στους δημοσιογράφους το δίλημμα: υποτέλεια ή σύγκρουση. Αν δεν είσαι υποτελής, είσαι νταβατζής, διαπλεκόμενος, συκοφάντης - εχθρός οπωσδήποτε. Δεν είναι της ώρας η διερεύνηση των αιτίων αυτής της νοοτροπίας, που εκδηλώνεται άλλωστε και σε άλλες πτυχές του εξαιρετικά συγκρουσιακού πολιτικού βίου της χώρας. Το ζήτημα είναι οι σημερινές συνέπειές της: η «αριστερή» κυβέρνηση απαιτεί τεράστια ποσά για να δώσει άδειες λειτουργίας στους τηλεοπτικούς σταθμούς, όταν όλοι οι προοδευτικοί οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι το κρισιμότερο πρόβλημα που υπάρχει στη μεντιακή αγορά είναι οι τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται, δηλαδή το υψηλό «κόστος εισόδου στην αγορά», που επιτρέπει μόνο σε όσους διαθέτουν μεγάλα κεφάλαια να εισέλθουν, σε βάρος βεβαίως του πολιτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού.
Ο Νίκος Παππάς με τις δημοπρασίες του το κάνει ακόμα υψηλότερο γιατί δεν τον νοιάζει ο πλουραλισμός αλλά το να διώξει από την αγορά τους εχθρούς και να βάλει στη θέση τους, πάμπλουτους υποχρεωτικά, υποτελείς. Κάνει δηλαδή την ενημέρωση ακόμα ακριβότερο εμπόρευμα - και οι ευφυείς λάτρεις των μη εμπορευματικών αγαθών τον επευφημούν.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον ΔΟΛ: αν λάβει κανείς υπόψη του τα οικονομικά μεγέθη (τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, τον αριθμό των Μέσων που έχει, τον αριθμό των εργαζομένων), ο δανεισμός του δεν είναι «υπέρογκος»: είναι αντίστοιχος επιχειρήσεων που έχουν και αυτές «κόκκινα δάνεια». Ειδικά για τις μεντιακές επιχειρήσεις, φαίνεται ότι θα επιβιώσουν όσες οι ιδιοκτήτες τους μπορούν (ή ελπίζουν ότι μπορούν) να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους τροφοδοτώντας τες με κεφάλαια από άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες - όσοι δεν είστε πάμπλουτοι, μακριά από τα Μέσα!
Δεν ξέρω πόσο θα τους κοστίσει αυτό, αλλά για τον ΔΟΛ οι τράπεζες λένε «σε όποιον μας δώσει 25 εκατομμύρια τον δίνουμε και συζητάμε μαζί του για την αναδιάρθρωση της επιχείρησης και το αναγκαίο κούρεμα του χρέους». Δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται κάποιος επιχειρηματίας, πιθανότατα επειδή η κυβέρνηση, με τους χειρισμούς της στα τηλεοπτικά, φρόντισε να εκμηδενίσει σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του ΔΟΛ, τη συμμετοχή του στο Mega (περίπου 25%). Δεν αποκλείεται όμως να υπάρχουν ενδιαφερόμενοι που δεν εμφανίζονται: περιμένουν να τον πάρουν (ολόκληρο ή κάποια κομμάτια του) «για ένα κομμάτι ψωμί», όταν θα αρχίσουν οι διαδικασίες εκποίησης. Προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι να σταματήσουν να υπάρχουν «Το Βήμα», τα «Νέα», το in.gr, ο Βήμα FM, να πάρει δηλαδή τα «κουφάρια» τους (για να τα μετατρέψει σε ζόμπι;).
Τι λένε οι εργαζόμενοι; «"Το Βήμα" (τα "Νέα" κ.τ.λ.) είναι αυτό που είναι επειδή είμαστε εμείς αυτό που είμαστε». Δεν είναι αλυσίδες παραγωγής ομοιόμορφων προϊόντων τα μέντια, είναι χειροτεχνήματα - κάθε παραγωγός αφήνει το αποτύπωμά του στο προϊόν. Είναι παράλογο να ζητούν να μείνουν ώσπου να βρεθεί αγοραστής, αφού την αξία των χειροτεχνημάτων τους αγοράζει; Και ας φτιάξει άλλα μετά, αν θέλει - τώρα όμως, αυτά έχουν την αξία.
Είναι αντίθετο στην επιχειρηματική λογική αλλά και στο δημόσιο συμφέρον το να μην πουληθούν για ένα κομμάτι ψωμί τα κουφάρια αλλά να συνεχίσουν οι τράπεζες να τα χρηματοδοτούν στο ενδιάμεσο διάστημα; Θέλουμε νομοθετική ρύθμιση, απαντούν οι τράπεζες (γενική για όλες τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, όχι ειδική για τον ΔΟΛ). Διότι, λένε, φοβούνται ότι θα σέρνονται μετά στα δικαστήρια, λόγω του θορύβου που θα ξεσηκώσουν οι οπαδοί της «μη εμπορευματικής ενημέρωσης» ότι χαρίζονται στα «όργανα της διαπλοκής».
Δεν είμαι ειδικός στο Πτωχευτικό Δίκαιο για να ξέρω αν ευσταθούν αυτά τα επιχειρήματα ή απλώς υπάρχει κατανόηση των πασίγνωστων κυβερνητικών επιθυμιών για τα μέντια του ΔΟΛ. Ζω μέσα στην κρίση και κατανοώ γιατί δεν υπάρχουν μαικήνες για να σώσουν ιστορικά φύλλα, όπως έγινε στη Γαλλία με τον «Monde» και τη «Liberation», και δεν έγινε στην Ελλάδα με την «Ελευθεροτυπία». Γνωρίζω όμως επίσης ότι για το βάθος της κρίσης στη χώρα μας, σε σχέση με την Πορτογαλία ή την Κύπρο, ευθύνεται ο λυσσαλέος κομματικός ανταγωνισμός για την εξουσία. Και επειδή οι πολιτικοί θέλουν τα μέντια μόνο ως υποτελή όργανα πολιτικού ανταγωνισμού, αν σταματήσει να εκδίδεται η εφημερίδα που κρατάτε στα χέρια σας, θα είναι πρωτίστως θύμα αυτών των ανταγωνισμών και δευτερευόντως μόνο της επιχειρηματικής αποτυχίας του ΔΟΛ.
![]() |
| "ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 17/01/17 |
Του Γιώργη Γιατρομανωλάκη
Η λέξη εφημερίς απαντά για πρώτη φορά στη λατινική εκδοχή της, ephemeris, στα Απομνημονεύματα του Ιούλιου Καίσαρα. Δηλώνει το ημερολόγιο στο οποίο καταγράφονται τα καθημερινά στρατιωτικά συμβάντα. Στα ελληνικά η λέξη, και μάλιστα στον πληθυντικό, εφημερίδες, εμφανίζεται στον Πλούταρχο, και έχει να κάνει, επίσης, με τις ημερήσιες πολεμικές καταγραφές. Η πρώτη ελληνική εφημερίδα (εβδομαδιαία) εκδόθηκε στη Βιέννη το 1784 από τον λόγιο Γ. Βεντότη για δύο μόνο μήνες. Οντως εφήμερη. Δεν σώζεται κανένα αντίτυπό της, αγνοούμε και τον τίτλο της. Γνωρίζουμε όμως από τα αυστριακά αρχεία ότι παύθηκε ύστερα από τις υποδείξεις του Μεγάλου Βεζίρη στον αυστριακό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη! Πρώτη ένδειξη της δύναμης ενός ταπεινού εντύπου.
Από τότε ως σήμερα έχουν εκδοθεί και εξακολουθούν να εκδίδονται άπειρες ελληνικές εφημερίδες οι οποίες προβάλλουν ποικιλοτρόπως ένα μεγάλο μέρος της νεοελληνικής πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής. Ενδεικτικές για τη σημασία του Τύπου είναι οι σχετιζόμενες με τις εφημερίδες νεοπαγείς λέξεις, όπως καταγράφονται στη Συναγωγή Νέων Λέξεων του Σ. Α. Κουμανούδη: «εφημεριδογραφία», «εφημεριδοφιλία», «εφημεριδοκρατία», «εφημεριδοφαγία», «εφημεριδοφάγος», «εφημεριδομανής» κ.ά. Το 1837 ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός συντάσσει μια κωμωδία με τίτλο «Εφημεριδοφόβος». Συχνά η λέξη «φυλλάδα» (απλή ή σύνθετη με κάποια κακόσημη λέξη) χρησιμοποιείται υποτιμητικά για εφημερίδες που, για διάφορους λόγους, δεν αρέσουν. Πάμπολλοι επίσης μεγάλοι νεοέλληνες συγγραφείς και στοχαστές, δημιουργοί παντός τύπου έχουν μιλήσει και έχουν εκφράσει τις απόψεις τους μέσα από τα φύλλα των εφημερίδων. Από τον Παλαμά, και τον Παπαδιαμάντη ως τους εκπροσώπους της Γενιάς του Τριάντα, από τους μεταπολεμικούς στοχαστές και κριτικούς ως και τους σημερινούς ανθρώπους της λογοτεχνίας, της τέχνης, του θεάτρου, της μουσικής. Η εφημερίδα δεν καταγράφει απλώς ημερήσια γεγονότα, πολιτικά ή ό,τι άλλο. Είναι βήμα από όπου προβάλλονται και ο πολιτισμός, τα γράμματα, οι ιδέες. Η αντίρρηση. Η αίρεση.
Ιδού όμως ότι αυτό το καθημερινό (ή εβδομαδιαίο) αναλώσιμο, φτηνό, λαϊκό έντυπο δεν χάνει τη σημασία του με την πάροδο της ημέρας μέσα στην οποία κυκλοφόρησε. Δεν χάνει την ισχύ της η εφημερίδα επειδή πέρασε μία μέρα ή ένας χρόνος. Η εφημερίδα δεν είναι τελικά «εφήμερη» επειδή το ένα φύλλο έρχεται να σκεπάσει το άλλο. Τα ημερήσια (ή εβδομαδιαία) φύλλα της εφημερίδας, μεγάλης ή μικρής κυκλοφορίας, αρεστής ή μη, με πλούσια ή με φτωχή ύλη, δεν στοιβάζονται σωρός όπως τα πεσμένα φύλλα των δέντρων. Δεν ισχύει εδώ ο ομηρικός λόγος «οίη περ φύλλων γενεή τοίη δε και ανδρών» - οι άνθρωποι είναι σαν τα φύλλα των δέντρων. Τουναντίον. Τα καθημερινά τυπωμένα φύλλα συνιστούν ένα σώμα, ένα corpus χάρτινο, πλην ακατάλυτο στον χρόνο. Εξάλλου η εφημερίδα καταγράφει τα καθημερινά συμβάντα και τα διασώζει, όμως δεν παραμένει στην απλή καταγραφή. Η εφημερίδα δεν συνιστά μια Αγία Γραφή στην οποία όλα προβάλλονται ως θείος, ακατάλυτος λόγος. Η εφημερίδα είναι και αγία και ανόσια και υβριστική και κολακευτική. Είναι και ψεύτικος λόγος και αληθής. Στην εφημερίδα, στον Τύπο, δεν υπάρχει μεταφυσική. Υπάρχει κριτική, αγαθή ή και δόλια. Υπηρετεί συμφέροντα ποικίλα. Ελέγχει την εξουσία, αλλά είναι και ο ίδιος ο Τύπος εξουσία. Για άλλους η τέταρτη. Για άλλους η πρώτη. Ο Τύπος δεν καταγράφει μόνο γεγονότα. Καμιά φορά τα εφευρίσκει. Είναι ασύδοτος. Διεφθαρμένος αλλά και ηρωικά αδιάφθορος. Κίτρινος, μαύρος, κόκκινος. Ο Τύπος, η ταπεινή εφημερίδα, είναι ένα κράτος μέσα στο κράτος. Αλλοτε αγαθό. Αλλοτε διαβολικό. Πάντοτε χρήσιμο.
Ακριβώς λοιπόν μέσα στο παρόν που διάγουμε, ειδικά σε μια εποχή πολιτικής φθοράς και διαφθοράς, σε χρόνους ανέχειας οικονομικής, κοινωνικής κατάπτωσης, σε εποχή αλλοιωμένων αξιών κ.λπ. ο Τύπος ως ζωντανός οργανισμός δεν είναι άμωμος. Δεν είναι αμέτοχος στα τρέχοντα. Επιπλέον η οικονομική καταστροφή που βιώνουμε έχει πλήξει και τον Τύπο. Απειλεί την εφημερίδα, την καθημερινή ενημέρωση, την κριτική πληροφορία. Απειλεί την πολυφωνία, τον αιρετικό αντίλογο, σε τελευταία ανάλυση απειλείται η δημοκρατία. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που είδαμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας το φιάσκο ενός σκοτεινού διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες. Είμαι βέβαιος ότι αν οι σημερινοί κρατούντες είχαν τη δυνατότητα να παζαρέψουν τις άδειες των εφημερίδων θα το έκαναν.
Οι εφημερίδες και ειδικά μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα, όπως ο ΔΟΛ (για να μιλήσουμε για την ταμπακέρα), σχεδόν πάντα, σε όλη τη διαδρομή τους, είχαν (για πολλούς λόγους) οικονομικά προβλήματα. Εξαιτίας σφαλμάτων; Εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής καταστάσεως; Για χίλιους λόγους. Αυτό το δίχως άλλο συνέβη και με τον ΔΟΛ. Κανείς δεν είναι αθώος. Κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Ωστόσο εκείνο που μπορεί και διακρίνει σήμερα ο απλός αναγνώστης είναι πως ο καταχρεωμένος (κατά δήλωσή του) ΔΟΛ έχει απέναντί του εκδικητικούς ανθρώπους. Εχθρικούς. Ενδεχομένως πιστεύουν ότι αν «Το Βήμα» παύσει να κυκλοφορεί, αν ο ΔΟΛ χαθεί ως οργανισμός ενημέρωσης, πληροφορίας, κριτικής κ.λπ. τότε οι ίδιοι θα ασκήσουν με μεγαλύτερη άνεση την πολιτική τους. Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού...
Η ανθρώπινη ιστορία δεν σταματά επειδή κάποιοι επιθυμούν ή ενεργούν να σταματήσει η πορεία των πραγμάτων. Πολλές εφημερίδες έχουν κλείσει στο παρελθόν. Πολλές μέλλεται να κλείσουν. Αδιόρατο το μέλλον. Η ιστορία έχει δείξει ότι τίποτε δεν μένει αναλλοίωτο στον κόσμο. Πολιτικά κόμματα και συνασπισμοί του τύπου ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν πρόκειται να κρατήσουν για πολύ. Αυτοί οι άνθρωποι είναι όντως αναλώσιμοι. Οι ελληνικές εφημερίδες και ειδικά οι ιστορικές εφημερίδες του ΔΟΛ δεν πρόκειται να χαθούν. Το εφήμερό τους διαρκεί χρόνια. Η ισχύς των ημερήσιων και εβδομαδιαίων φύλλων δεν θα χαθεί. Οπως δεν θα χαθεί η χώρα. Εφήμεροι και περαστικοί είναι άλλοι.
-Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
![]() |
| "ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 15/01/17 |
Της Βάσως Κιντή
Το τελευταίο διάστημα, μετά τη νίκη του Brexit στο βρετανικό δημοψήφισμα και, κυρίως, μετά τη νίκη του Τραμπ στις ΗΠΑ, λέγεται συχνά ότι ζούμε την περίοδο της μετα-αλήθειας (post-truth) και του μετα-γεγονότος (post-fact). Αυτό που οι περισσότεροι καταλαβαίνουν με αυτούς τους όρους είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις και σε άλλες ανάλογες λέγονταν πολλά ψέματα, διαδίδονταν πολλές ψευδείς ειδήσεις, παρουσιάζονταν ως γεγονότα πράγματα κατασκευασμένα και αναληθή, κυρίως μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και ανησυχούν διότι έτσι ο κόσμος και οι ψηφοφόροι δεν ενημερώνονται σωστά, παρασύρονται, χειραγωγούνται και ψηφίζουν χωρίς να μπορούν να κρίνουν υπεύθυνα.
Αυτή η ερμηνεία δεν είναι σωστή. Το πρόθεμα μετα- (post-) πριν από τις λέξεις «αλήθεια» και «γεγονότα» σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, κάτι που έρχεται χρονικά μετά την αλήθεια ή το γεγονός και, δεύτερον, κάτι που τα ακολουθεί και συγχρόνως τα υπερβαίνει, τα καταργεί, τα προσπερνά ως ασήμαντα. Οταν λέμε, λοιπόν, «post-truth» ή «post-fact» politics, δηλαδή πολιτική της μετα-αλήθειας και του μετα-γεγονότος ή ότι ζούμε στην εποχή της μετα-αλήθειας και του μετα-γεγονότος εννοούμε ότι κάνουμε πολιτική χωρίς να μας απασχολεί τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι γεγονός και τι όχι, ότι ζούμε και ενεργούμε χωρίς να μας ενδιαφέρει αυτός ο χαρακτηρισμός για τα πράγματα. Αυτή η περιφρόνηση της αλήθειας είναι πιο σοβαρό πρόβλημα από τα να λες απλώς πολλά ψέματα. Ο Τραμπ και το επιτελείο του, οι πρωταγωνιστές του Brexit, ή ο ημέτερος ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιχειρούσαν μέσα σε ένα σύνολο εν γένει αληθών ισχυρισμών να διοχετεύσουν κάτι ψευδές ώστε να παραπλανήσουν συγκεκριμένα και να εξαπατήσουν. Αυτοί και οι οπαδοί τους που αναπαρήγαγαν τους ισχυρισμούς τους μαζικά δεν έδιναν δεκάρα για το τι είναι αληθές. Δεν ενδιαφέρονταν να το μάθουν, δεν ενδιαφέρονταν να ελέγξουν οτιδήποτε. Αρκούσε που πολλαπλασίαζαν το μήνυμα που κάθε φορά επιλεγόταν (πολλές φορές εντελώς πρόχειρα και τυχαία) για να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους: την καλλιέργεια του μίσους, της ξενοφοβίας, της ανασφάλειας, της οργής. Απευθύνονταν στο θυμικό και στα αισθήματα, και όχι στην κρίση των αποδεκτών. Ενίσχυαν και χρησιμοποιούσαν τις προκαταλήψεις, δεν ενημέρωναν και δεν επιχειρηματολογούσαν. Εφτιαχναν το κάδρο για τις εικόνες που διοχέτευαν και μέσα στο οποίο έπαιρνε σχήμα η απλοϊκή και εύπεπτη αφήγηση που προσέφεραν.
Πώς φθάσαμε ως εδώ; Τι διευκόλυνε αυτή την κατάσταση; Δεν θα αναφερθώ στην πολιτική αλλά σε εκείνες τις θεωρητικές προϋποθέσεις που συνέβαλαν ώστε και η πολιτική να εξελιχθεί με τον τρόπο αυτόν.
Το 1979 ο Lyotard εξέδωσε το βιβλίο του Η μεταμοντέρνα κατάσταση [βλέπουμε και εδώ το πρόθεμα «μετα-» που υποδηλώνει την κατάσταση που έρχεται χρονικά μετά τη μοντέρνα και συγχρόνως την υπερβαίνει και την καταργεί]. Αλλά πολύ πριν από το 1979, και σίγουρα από τη δεκαετία του 1960 (αφήνοντας έξω εξελίξεις στην αρχιτεκτονική που πάνε ακόμη πιο πίσω), είχε ξεκινήσει στον χώρο της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της θεωρίας της λογοτεχνίας κ.λπ. η αμφισβήτηση της αντίληψης ότι μπορούμε να έχουμε μια αντικειμενική και αληθή αναπαράσταση του πώς είναι τα πράγματα. Αμφισβητήθηκε μια εικαζόμενη επιστημονική μέθοδος που διασφάλιζε υποτίθεται την αλήθεια καθώς και οι λεγόμενες μεγάλες αφηγήσεις (π.χ., εγελιανές, μαρξιστικές κ.λπ.) που αντικαταστάθηκαν από πολλές μικρότερες, διαφορετικές μεταξύ τους και μάλιστα ασύμμετρες, δηλαδή αφηγήσεις για τις οποίες δεν μπορούμε να έχουμε κοινό μέτρο ώστε να αποφανθούμε με εγκυρότητα και βεβαιότητα συγκριτικά για το ποια είναι αληθής και ποια μπορούμε να εμπιστευθούμε. Υποστηρίχθηκε ότι δεν μπορούμε να βγούμε έξω από τις αφηγήσεις αυτές, να δούμε τον κόσμο εντελώς αμερόληπτα, από την οπτική του Θεού, υπό το πρίσμα της αιωνιότητας. Βλέπουμε πάντα τα πράγματα από μια σκοπιά, εν χώρω και χρόνω, είμαστε πάντα εγκλωβισμένοι σε μια συγκεκριμένη οπτική που διαμορφώνεται από τη γλώσσα, τις θεωρίες μας, την παράδοσή μας κτλ., και δεν μπορούμε να αναχθούμε σε κάτι εξωτερικό και ουδέτερο, π.χ., κάποια γυμνά γεγονότα που θα αποφασίσουν ποιες από τις επιμέρους αφηγήσεις είναι σωστές. Δεν υπάρχουν γεγονότα, μόνο ερμηνείες, είχε πει ο Νίτσε ήδη από τη δεκαετία του 1880, ένας φιλόσοφος που αναδείχθηκε, ίσως παρερμηνευόμενος, σε ήρωα του μεταμοντερνισμού. Πλέουμε έτσι σε έναν ωκεανό αφηγήσεων και ερμηνειών χωρίς πυξίδα, έρμαια ηγεμονιών που χαλιναγωγούν και συσχετισμών ισχύος.
Αυτού του είδους η κριτική στο λεγόμενο πρόγραμμα του Διαφωτισμού ή του μοντερνισμού που πίστευε στην αντικειμενικότητα, στην αλήθεια, στην απόλυτη ισχύ της επιστήμης ήταν σε πολλά σημεία βάσιμη και εν πολλοίς γόνιμη. Αλλά χρησιμοποιήθηκε πολιτικά (πολλοί, ιδίως νέοι, αριστεροί ήταν μεταμοντέρνοι, ενώ οι μοντέρνοι και οι επιστημονιστές θεωρήθηκαν δεξιοί και συντηρητικοί - το γράφω εντελώς σχηματικά) και κυρίως αξιοποιήθηκε για μια θεωρητικά, ακαδημαϊκά, πολιτικά και κοινωνικά ανεύθυνη στάση. Μια στάση που δεν ενδιαφέρεται, πέραν της εύλογης κριτικής, να αναζητήσει υπερασπίσιμα κριτήρια εγκυρότητας, να διακρίνει μεταξύ γεγονότος και μυθοπλασίας, να ερευνήσει τι είναι αληθές και τι ψευδές. Μια στάση που επαναπαύεται στη ράθυμη ευκολία μιας συλλήβδην απόρριψης χωρίς συναίσθηση και έγνοια για τις συνέπειες να πετάς το μωρό (π.χ., την αλήθεια) μαζί με το νερό της λεκάνης (π.χ., την ηγεμονία μασκαρεμένη ως αμεροληψία).
Η ειρωνεία είναι ότι επί Μπους αρχικά, αλλά πολύ πιο έντονα τώρα με τον Τραμπ, αρκετοί από τους ακαδημαϊκούς που είχαν αγκαλιάσει τον μεταμοντερνισμό και περιφρονούσαν τους παλιομοδίτικους όρους της «αλήθειας» και των «γεγονότων», λοιδορώντας θεωρητικά τις βεβαιότητες της επιστήμης, αναγκάστηκαν, κόντρα στον παλιό τους εαυτό, να υπερασπιστούν την επιστήμη και τις αλήθειες της απέναντι στις αντιεπιστημονικές δεισιδαιμονίες που αμφισβητούν την κλιματική αλλαγή και τα εμβόλια και υποστηρίζουν τον Ευφυή Σχεδιασμό. Οι απώτερες συνέπειες του ασύδοτου και αυτάρεσκου σχετικισμού τού «όλα επιτρέπονται» εκδηλώνονται τώρα, σαρώνοντας καίριες διακρίσεις και πόλους αναφοράς. Η εποχή της μετα-αλήθειας και των μετα-γεγονότων είναι μια θάλασσα γνωμών, η μία δίπλα ή απέναντι στην άλλη, αληθείς και ψευδείς, σοβαρές και ανόητες αδιάκριτα, που φουσκώνουν ανάλογα με την ισχύ χωρίς μέριμνα για εγκυρότητα. Μια υπόσχεση ισότητας και δημοκρατίας έδωσε τη θέση της στον θόρυβο και στη χειραγώγηση. Καιρός να αναζητήσουμε και να υποστηρίξουμε όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στη θεωρία την εγκυρότητα και την υπευθυνότητα.
-Η Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
![]() |
| "ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ", 15/01/17 |
4. Αξιομνημόνευτες σελίδες ιστορίας
του απειλούμενου ΔΟΛ
Του Γιάννη Μαρίνου
Ως μια έντονα αμφιλεγόμενη σελίδα στην ιστορία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη προβάλλεται από τους πρόθυμους επικριτές του η μη διακοπή της έκδοσης των εφημερίδων και περιοδικών του («Βήμα», «Νέα», «Οικονομικός Ταχυδρόμος», «Ταχυδρόμος») με την κήρυξη τηςδικτατορίας την 21η Απριλίου 1967, όπως επέλεξαν άλλοι εκδότες.
Οπως όμως υποστήριξα και την περασμένη Κυριακή, τα έντυπα αυτά υπήρξαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας το καταφύγιο κάθε ασφυκτιώσας φωνής, που, έστω και προσεκτικά, με υπονόμευση και με συμβολισμούς, συνέβαλε στη διατήρηση και ενδυνάμωση του ρεύματος αμφισβήτησης των δικτατόρων και της ανάγκης για δημοκρατικές ελευθερίες που είχαν καταργηθεί. Ο άξιος διάδοχος του Δημητρίου Λαμπράκη Χρήστος, που έγραψε τη δική του λαμπρή δημοσιογραφική ιστορία, αφήνοντας μάλιστα παράλληλα πίσω του το σημαντικότερο πολιτιστικό μνημείο της σύγχρονης ιστορίας μας, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διωκόμενος ο ίδιος, φυγάς και κρυπτόμενος πριν συλληφθεί και εγκλεισθεί σε κελί απομόνωσης, επέτρεψε να συνεχισθεί η έκδοση των εφημερίδων του, προφανώς για να μη μείνουμε στον δρόμο πάνω από πεντακόσιοι άνθρωποι, αλλά κυρίως με την ορθή, όπως αποδείχθηκε, προσδοκία ότι θα αποτελούσαμε τη διαβρωτική, υπονομευτική τής δικτατορίας αντιπολίτευση και ταυτόχρονα το καταφύγιο των ευρεθέντων στην ανεργία δημοσιογράφων και τεχνικών Τύπου.
Ως διευθυντής του «Ο.Τ.» είχα προσλάβει ορισμένους άνεργους συντάκτες, ενώ έδωσα βήμα στις πένες προσωπικοτήτων της πολιτικής και των δημοκρατικών ιδεωδών που έγραφαν συνήθως με ψευδώνυμο, με κίνδυνο και των αρθρογράφων αλλά και των φιλοξενούντων τα άρθρα τους (π.χ. Σόλων Γρηγοριάδης, Γρηγόρης Φαράκος, Σταύρος Ηλιόπουλος, Κώστας Χατζηαργύρης), λαμπρά στελέχη της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων (π.χ. Γ. Βερνίκος, Ν. Αλιβιζάτος) όπως ελάχιστοι γνωρίζουν. Υπήρξε έγγραφος έπαινος του Γιάννη Ρίτσου. Πίσω από το ψευδώνυμο Ποπολάρος, σε μια εβδομαδιαία στήλη των «Νέων» φιλοξενούνταν και τα επικίνδυνα κριτικά σχόλια της ταπεινότητάς μου.
Μένει έντονη στη μνήμη μου μια κρίσιμη συνάντησή μου με τον Χρήστο Λαμπράκη κατά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973 και την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου. Τότε είχε παγώσει κάθε διάθεση διακινδύνευσης και σχεδόν όλες οι σχολιογραφικές στήλες, που είχαν προηγουμένως αναθαρρήσει, εσίγησαν από τον φόβο του διαβόητου ταξίαρχου Ιωαννίδη. Στο αγωνιώδες ερώτημά μου αν θα συνέχιζα τη στήλη του Ποπολάρου: «Αν αποδέχεστε το ρίσκο, εγώ συμφωνώ. Μόνο που θα ήθελα πριν δημοσιεύονται στα "Νέα" να τη διαβάζω και εγώ ώστε να ξέρω τουλάχιστον γιατί θα βρεθώ μαζί σας στη φυλακή» ήταν η γενναία απάντηση του Λαμπράκη. Και συνεχίσαμε προσεκτικά, παρά τις απειλές από τη γραμματεία Τύπου της Ζαλοκώστα έως ότου η τραγωδία της Κύπρου έφερε το 1974 ξανά τη δημοκρατία στην Ελλάδα και όχι η κατασταλείσα εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, όπως πιστεύεται και διδάσκεται παραπλανητικά στην πάντα μωροπίστευτη και πάντα προδομένη Ελλάδα των δήθεν αυταπατηθέντων, των ψεκασμένων και των κουκουλοφόρων.
Κατανοητό το γιατί επιδιώκεται η φίμωση των ΜΜΕ, που δεν υπηρετούν την εκάστοτε εξουσία. Και εδώ και αλλού, παντού και πάντα. Από τον Κάστρο και τον Ερντογάν μέχρι τον Μαδούρο και τον Κιμ Γιονγκ Ουν. Ελπίζω να μη σιγήσομε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου