Από τον κλώνο της "Ε"
Η ολική επαναφορά της Ελένης
Της Αγγέλικας Ψαρρά
Σημείο κι αυτό των καιρών: παρουσιάζοντας την «Ελένη» του Νίκου Γκατζογιάννη που μοίρασε με την κυριακάτικη έκδοσή της, η «Καθημερινή» ξεκαθάριζε ότι πρόκειται για «ένα βιβλίο που έρχεται όχι για να ανοίξει ένα κεφάλαιο, αλλά για να το κλείσει». Για έργο ταγμένο στην υπηρεσία της εθνικής συμφιλίωσης μιλούσε, αν άκουσα καλά, και η αντίστοιχη τηλεοπτική διαφήμιση.
Στη νέα αυτή ανάγνωσή του, το γνωστό μπεστ σέλερ που αφηγείται «τα βασανιστήρια και την εκτέλεση της μητέρας του συγγραφέα από αριστερούς αντάρτες κατά την περίοδο του Εμφυλίου» μεταφέρει, πάντα κατά την «Καθημερινή», ένα ξεκάθαρο μήνυμα: «Το μίσος δεν κερδίζει, η ιστορία, η αλήθεια, δεν κρύβεται και η αγάπη είναι η μεγαλύτερη δύναμη».
Σαφής η πρόταση, αναθέτει το υστερόγραφο ενός επώδυνου ιστορικού κεφαλαίου στην «Ελένη», το εμβληματικό -όσο και στερεοτυπικό- δείγμα μιας ψυχροπολεμικής φιλολογίας παλαιάς κοπής, ένα στρατευμένο έργο που γνώρισε διεθνή επιτυχία καταφέρνοντας να συγκινήσει ακόμη και τον Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Αναπάντεχη, πράγματι, προσέγγιση του βιβλίου που υπήρξε η αφορμή για την πρώτη δημόσια συζήτηση με αντικείμενο την ιστορία του Εμφυλίου στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Πάνω από τριάντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή της (Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1983), προφανώς και δεν έχει πια νόημα ένας νέος κύκλος συζήτησης για τη λογοτεχνική ή όποια άλλη αξία της «Ελένης».
Ούτε για την ειδολογική της κατάταξη, έστω κι αν, συχνά αμετροεπείς, οι κατά καιρούς υμνητές της τη θέλησαν αριστουργηματικό λογοτέχνημα, εμπνευσμένη ιστορική/εθνογραφική μελέτη, σπαρακτική μαρτυρία, αλλά και προϊόν υποδειγματικής δημοσιογραφικής έρευνας.
Ειπώθηκαν, εξάλλου, και όσα ήταν να ειπωθούν και για τον συγγραφέα της, τότε που ο ίδιος, σύμβουλος για θέματα παιδείας του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, μάταια αρνιόταν τη φιλοχουντική χροιά παλιότερων δημοσιευμάτων του.
Μολαταύτα, το νέο λανσάρισμα της «Ελένης» έχει τη σημασία του, καθώς έρχεται να συμπληρώσει το χρονικό τής κατά καιρούς πρόσληψης ενός έργου που καλείται σε τακτά διαστήματα να υπηρετήσει μια αυστηρά μονοφωνική παρουσίαση του Εμφυλίου. Θυμίζω ότι προηγήθηκαν δύο επανεκδόσεις (εκδόσεις Κέρκυρα, 2004 και 2012), πάντοτε στη μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά.
Την πρώτη προλόγιζαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Σωτήρης Δημητρίου, τη δεύτερη ο Κάρολος Παπούλιας, ενώ στην τωρινή έκδοση της «Καθημερινής» προστίθενται οι παρεμβάσεις του Θανάση Βαλτινού και του Θεόδωρου Πάγκαλου κατά την παρουσίαση της πρώτης επανέκδοσης του βιβλίου.
Για δημιουργική υπέρβαση των φαντασμάτων του Εμφυλίου μιλούσε το 2004 ο Κ. Παπούλιας, για τη μεταπολιτευτική ανοχή των κομμουνιστικών εγκλημάτων και τη «συνωμοσία σιγής» σε βάρος της «Ελένης», του πρώτου βιβλίου που τόλμησε να μιλήσει για τις ακρότητες και των δύο πλευρών, έγραφε την ίδια χρονιά ο Κ. Μητσοτάκης.
Εχω την εντύπωση πως οι ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις στην ούτως ή άλλως εργαλειακή αντιμετώπιση της «Ελένης» παρουσιάζουν εντέλει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ίδιο το έργο: αρχικά, το βιβλίο προτάθηκε ως κραυγή αντίστασης στη μεταπολιτευτική αριστερή μισαλλοδοξία.
Δύο δεκαετίες αργότερα, οι πολιτικοί που ανέλαβαν την προβολή του φρόντισαν να του προσδώσουν εμβέλεια πανεθνική, βαφτίζοντάς το κατάλληλο να μιλήσει για τα συμπυκνωμένα τραύματα νικητών και ηττημένων.
Σήμερα, η «Καθημερινή» αποτολμά το επόμενο βήμα: με την οικουμενική πλέον «Ελένη» ως φλάμπουρο της εθνικής συμφιλίωσης ήρθε επιτέλους η ώρα να κλείσει το κεφάλαιο του Εμφυλίου και να πραγματωθεί η προφητεία του επίτιμου: η «Ελένη», είχε προβλέψει ο Κ. Μητσοτάκης, «είναι το βιβλίο με το οποίο θα θυμόμαστε τον Εμφύλιο, είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε».
Είναι σαφές ότι, πέρα από τις προφανείς συνάφειές τους, ένα αδιόρατο νήμα συνδέει συνήθως τα εγκώμια που συνοδεύουν κάθε επανεμφάνιση του συγκεκριμένου έργου.
Αναφέρομαι στην τάση πολλών σχολιαστών του να το αντιμετωπίζουν λες και πρόκειται για το μοναδικό διαθέσιμο βιβλίο για τον ελληνικό εμφύλιο. Στα χρόνια, ωστόσο, που μεσολάβησαν από την πρώτη του έκδοση έχουν εμπλουτιστεί εντυπωσιακά οι γνώσεις μας για τον Εμφύλιο και για κάμποσες επιμέρους πτυχές του.
Ανάμεσά τους και για θεματικές που ακουμπούν την ιστορία της «Ελένης»: το «παιδομάζωμα», το «παιδοφύλαγμα» και την προσφυγιά, τη διαδικασία συγκρότησης και αναπαραγωγής των μνημονικών κοινοτήτων, αλλά και τους μηχανισμούς που υπαγορεύουν την ένταση μεταξύ μνήμης και λήθης, την αναγνώριση του αντίπαλου τραύματος ως θεραπευτική διαδικασία ή τις διαφορετικές μεθόδους συμφιλίωσης που δοκιμάστηκαν αλλού (Ισπανία, Νότια Αφρική, Ρουάντα).
Αφησα για το τέλος ένα κρίσιμο στοιχείο που επιτρέπει στην «Ελένη», παρά τον διχαστικό λόγο της, να παρουσιάζεται ως έργο διαχρονικό, ικανό να γεφυρώσει τον εμφύλιο διχασμό: μια μάνα που θυσιάζεται για τα παιδιά της δεν μπορεί παρά να εκπροσωπεί κάθε Ελληνίδα μάνα, ανεξάρτητα από ιδεολογικές ή όποιες άλλες διαφορές.
Και, ταυτόχρονα, να συμβολίζει αυτόματα την ίδια την πολύπαθη Ελλάδα. «Μια μάνα, μια χώρα», διαβάζω στη διαφήμιση της «Καθημερινής», και σκέφτομαι πως οι πρωτόγνωρες πολιτικές χρήσεις της μητρότητας, συστηματική πρακτική και των δύο αντίπαλων στρατοπέδων, κατάργησαν πράγματι τις διαχωριστικές γραμμές την εποχή του Εμφυλίου.
"Εφ.Συν", 24/01/17 |
Η ολική επαναφορά της Ελένης
Της Αγγέλικας Ψαρρά
Σημείο κι αυτό των καιρών: παρουσιάζοντας την «Ελένη» του Νίκου Γκατζογιάννη που μοίρασε με την κυριακάτικη έκδοσή της, η «Καθημερινή» ξεκαθάριζε ότι πρόκειται για «ένα βιβλίο που έρχεται όχι για να ανοίξει ένα κεφάλαιο, αλλά για να το κλείσει». Για έργο ταγμένο στην υπηρεσία της εθνικής συμφιλίωσης μιλούσε, αν άκουσα καλά, και η αντίστοιχη τηλεοπτική διαφήμιση.
Στη νέα αυτή ανάγνωσή του, το γνωστό μπεστ σέλερ που αφηγείται «τα βασανιστήρια και την εκτέλεση της μητέρας του συγγραφέα από αριστερούς αντάρτες κατά την περίοδο του Εμφυλίου» μεταφέρει, πάντα κατά την «Καθημερινή», ένα ξεκάθαρο μήνυμα: «Το μίσος δεν κερδίζει, η ιστορία, η αλήθεια, δεν κρύβεται και η αγάπη είναι η μεγαλύτερη δύναμη».
Σαφής η πρόταση, αναθέτει το υστερόγραφο ενός επώδυνου ιστορικού κεφαλαίου στην «Ελένη», το εμβληματικό -όσο και στερεοτυπικό- δείγμα μιας ψυχροπολεμικής φιλολογίας παλαιάς κοπής, ένα στρατευμένο έργο που γνώρισε διεθνή επιτυχία καταφέρνοντας να συγκινήσει ακόμη και τον Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Αναπάντεχη, πράγματι, προσέγγιση του βιβλίου που υπήρξε η αφορμή για την πρώτη δημόσια συζήτηση με αντικείμενο την ιστορία του Εμφυλίου στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Πάνω από τριάντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή της (Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1983), προφανώς και δεν έχει πια νόημα ένας νέος κύκλος συζήτησης για τη λογοτεχνική ή όποια άλλη αξία της «Ελένης».
Ούτε για την ειδολογική της κατάταξη, έστω κι αν, συχνά αμετροεπείς, οι κατά καιρούς υμνητές της τη θέλησαν αριστουργηματικό λογοτέχνημα, εμπνευσμένη ιστορική/εθνογραφική μελέτη, σπαρακτική μαρτυρία, αλλά και προϊόν υποδειγματικής δημοσιογραφικής έρευνας.
Ειπώθηκαν, εξάλλου, και όσα ήταν να ειπωθούν και για τον συγγραφέα της, τότε που ο ίδιος, σύμβουλος για θέματα παιδείας του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, μάταια αρνιόταν τη φιλοχουντική χροιά παλιότερων δημοσιευμάτων του.
Μολαταύτα, το νέο λανσάρισμα της «Ελένης» έχει τη σημασία του, καθώς έρχεται να συμπληρώσει το χρονικό τής κατά καιρούς πρόσληψης ενός έργου που καλείται σε τακτά διαστήματα να υπηρετήσει μια αυστηρά μονοφωνική παρουσίαση του Εμφυλίου. Θυμίζω ότι προηγήθηκαν δύο επανεκδόσεις (εκδόσεις Κέρκυρα, 2004 και 2012), πάντοτε στη μετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά.
Την πρώτη προλόγιζαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Σωτήρης Δημητρίου, τη δεύτερη ο Κάρολος Παπούλιας, ενώ στην τωρινή έκδοση της «Καθημερινής» προστίθενται οι παρεμβάσεις του Θανάση Βαλτινού και του Θεόδωρου Πάγκαλου κατά την παρουσίαση της πρώτης επανέκδοσης του βιβλίου.
Για δημιουργική υπέρβαση των φαντασμάτων του Εμφυλίου μιλούσε το 2004 ο Κ. Παπούλιας, για τη μεταπολιτευτική ανοχή των κομμουνιστικών εγκλημάτων και τη «συνωμοσία σιγής» σε βάρος της «Ελένης», του πρώτου βιβλίου που τόλμησε να μιλήσει για τις ακρότητες και των δύο πλευρών, έγραφε την ίδια χρονιά ο Κ. Μητσοτάκης.
Εχω την εντύπωση πως οι ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις στην ούτως ή άλλως εργαλειακή αντιμετώπιση της «Ελένης» παρουσιάζουν εντέλει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το ίδιο το έργο: αρχικά, το βιβλίο προτάθηκε ως κραυγή αντίστασης στη μεταπολιτευτική αριστερή μισαλλοδοξία.
Δύο δεκαετίες αργότερα, οι πολιτικοί που ανέλαβαν την προβολή του φρόντισαν να του προσδώσουν εμβέλεια πανεθνική, βαφτίζοντάς το κατάλληλο να μιλήσει για τα συμπυκνωμένα τραύματα νικητών και ηττημένων.
Σήμερα, η «Καθημερινή» αποτολμά το επόμενο βήμα: με την οικουμενική πλέον «Ελένη» ως φλάμπουρο της εθνικής συμφιλίωσης ήρθε επιτέλους η ώρα να κλείσει το κεφάλαιο του Εμφυλίου και να πραγματωθεί η προφητεία του επίτιμου: η «Ελένη», είχε προβλέψει ο Κ. Μητσοτάκης, «είναι το βιβλίο με το οποίο θα θυμόμαστε τον Εμφύλιο, είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε».
Είναι σαφές ότι, πέρα από τις προφανείς συνάφειές τους, ένα αδιόρατο νήμα συνδέει συνήθως τα εγκώμια που συνοδεύουν κάθε επανεμφάνιση του συγκεκριμένου έργου.
Αναφέρομαι στην τάση πολλών σχολιαστών του να το αντιμετωπίζουν λες και πρόκειται για το μοναδικό διαθέσιμο βιβλίο για τον ελληνικό εμφύλιο. Στα χρόνια, ωστόσο, που μεσολάβησαν από την πρώτη του έκδοση έχουν εμπλουτιστεί εντυπωσιακά οι γνώσεις μας για τον Εμφύλιο και για κάμποσες επιμέρους πτυχές του.
Ανάμεσά τους και για θεματικές που ακουμπούν την ιστορία της «Ελένης»: το «παιδομάζωμα», το «παιδοφύλαγμα» και την προσφυγιά, τη διαδικασία συγκρότησης και αναπαραγωγής των μνημονικών κοινοτήτων, αλλά και τους μηχανισμούς που υπαγορεύουν την ένταση μεταξύ μνήμης και λήθης, την αναγνώριση του αντίπαλου τραύματος ως θεραπευτική διαδικασία ή τις διαφορετικές μεθόδους συμφιλίωσης που δοκιμάστηκαν αλλού (Ισπανία, Νότια Αφρική, Ρουάντα).
Αφησα για το τέλος ένα κρίσιμο στοιχείο που επιτρέπει στην «Ελένη», παρά τον διχαστικό λόγο της, να παρουσιάζεται ως έργο διαχρονικό, ικανό να γεφυρώσει τον εμφύλιο διχασμό: μια μάνα που θυσιάζεται για τα παιδιά της δεν μπορεί παρά να εκπροσωπεί κάθε Ελληνίδα μάνα, ανεξάρτητα από ιδεολογικές ή όποιες άλλες διαφορές.
Και, ταυτόχρονα, να συμβολίζει αυτόματα την ίδια την πολύπαθη Ελλάδα. «Μια μάνα, μια χώρα», διαβάζω στη διαφήμιση της «Καθημερινής», και σκέφτομαι πως οι πρωτόγνωρες πολιτικές χρήσεις της μητρότητας, συστηματική πρακτική και των δύο αντίπαλων στρατοπέδων, κατάργησαν πράγματι τις διαχωριστικές γραμμές την εποχή του Εμφυλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου