Από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 28/05/17 |
Το επόμενο Eurogroup πρέπει να καταλήξει σε λύση
Του Γιάννη Στουρνάρα*
Η Ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Από το 2010 μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει επιτύχει πρωτοφανή, για τα χρονικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης αλλά και του ΟΟΣΑ, διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Τα μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) μετατράπηκαν σε δίδυμα πλεονάσματα. Επιτεύχθηκε βελτίωση κατά 25% στην ανταγωνιστικότητα σε όρους κόστους εργασίας. Εχουν υλοποιηθεί πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη δημόσια διοίκηση. Κανένας δεν μπορεί να αγνοήσει αυτά τα επιτεύγματα, που έγιναν εφικτά χάρη στις θυσίες του ελληνικού λαού μετά το 2010.
Επιπλέον, έχει διαμορφωθεί ισχυρή πολιτική συναίνεση υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη. Στη μεγάλη τους πλειονότητα τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα όχι μόνο είναι υπέρ του ευρώ, αλλά και έχουν ψηφίσει στη Βουλή μέτρα, πολλές φορές με βαρύ κοινωνικό κόστος, για να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Στη συνείδηση των Ελλήνων πολιτών έχουν πλέον καταδικαστεί τόσο ο λαϊκισμός όσο και ορισμένες κακές πρακτικές του παρελθόντος
Ωστόσο, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε. Αυτό που έχει επιτευχθεί είναι μόνο η αρχή ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, που βασίζεται σε υγιή θεμελιώδη μεγέθη και υψηλότερη ανταγωνιστικότητα. Για παράδειγμα, χρειαζόμαστε ακόμη μεγαλύτερη οικειοποίηση με τις ιδιωτικοποιήσεις. Με τις συνεργασίες δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, ακόμα και σε τομείς που μέχρι σήμερα θεωρούνται ταμπού, όπως το ασφαλιστικό, η υγεία, η παιδεία. Αρκετές ακόμα μεταρρυθμίσεις, π.χ. στην αγορά ενέργειας, στην αγορά προϊόντων, υπηρεσιών και ορισμένων επαγγελμάτων, για να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Αξιολόγηση των δομών του δημόσιου τομέα. Μέτρα για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας σε όλη τη δημόσια διοίκηση. Μέτρα για τη γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης. Πλήρη σεβασμό στην ανεξαρτησία των θεσμών. Ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα, προκειμένου να προωθηθούν η καινοτομία και η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης. Και, βεβαίως, απομένει να αντιμετωπιστεί ο μεγάλος όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το πρόβλημα των λεγόμενων στρατηγικών κακοπληρωτών, που αποτελούν τροχοπέδη όχι μόνο στην εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, αλλά και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, προκειμένου να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.
Το τρέχον πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής λήγει το καλοκαίρι του 2018. Η δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος έχει τελειώσει, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε εκ νέου μέτρα, ορισμένα εξ αυτών επώδυνα, ενώ, μετά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016, επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό η δημοσιονομική προσαρμογή που το πρόγραμμα προέβλεπε να ολοκληρωθεί το 2018. Η Ελλάδα δηλαδή έκανε ό,τι προβλεπόταν να κάνει.
Αυτά όμως δεν αρκούν για να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα και να κινηθεί ανοδικά η οικονομία από το σημείο που βρίσκεται σήμερα. Οι εταίροι μας, και ιδιαίτερα το Eurogroup, πρέπει να αναλάβουν και αυτοί τις ευθύνες τους. Ειδικότερα, από το επόμενο κιόλας Eurogroup, πρέπει να εξειδικευθούν, όσο το δυνατόν περισσότερο, τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τα οποία, όπως έχει συμφωνηθεί πέρυσι, θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος. Αυτή η εξειδίκευση πρέπει να γίνει, διότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές, στις οποίες η Ελλάδα πρέπει να προσφύγει μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος (το καλοκαίρι του 2018), απαιτούν να γνωρίζουν από τώρα εάν το χρέος είναι βιώσιμο ή όχι. Ολοι αντιλαμβανόμαστε σήμερα ότι η έξοδος στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος είναι μονόδρομος. Ουδείς, ούτε οι εταίροι ούτε η Ελλάδα, έχει διάθεση για άλλο μνημόνιο.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους, όπως, για παράδειγμα, η μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον. Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι αυτό είναι αρκετό για να επιτευχθεί η βιωσιμότητα του χρέους, ακόμη και αν τα πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ μόνο μέχρι το 2020 και μειωθούν στο 2,0% μετά. Αυτές οι δύο προτάσεις, εφόσον υιοθετηθούν, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν τόσο την ανάκαμψη της οικονομίας όσο και το αξιόχρεο της χώρας, περισσότερο μάλιστα εάν ο δημοσιονομικός χώρος που απελευθερώνεται, ύψους 1,5% του ΑΕΠ, χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της φορολογίας στην εργασία και το κεφάλαιο. Αυτή η πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του χρέους είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, ενώ για τους εταίρους της συνεπάγεται ελάχιστο μόνο κόστος.
Τα παραπάνω θα ανοίξουν τον δρόμο για την ένταξη των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο με τη σειρά του θα διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές και θα στηρίξει περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη. Αυτό θα θέσει σε κίνηση έναν νέο ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, ενώ θα ενθαρρύνει την επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες, την επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος και, σε τελευταίο στάδιο, την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Η οικονομία έχει περάσει από δύσκολα μονοπάτια, με πολλά λάθη και οπισθοδρομήσεις τόσο από την Ελλάδα όσο και από τους εταίρους της. Ομως το αποτέλεσμα, έπειτα από επτά δύσκολα χρόνια, είναι σίγουρα θετικό και οι βάσεις για βελτίωση στο αμέσως προσεχές διάστημα έχουν ήδη τεθεί. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο, περαιτέρω λάθη και οπισθοδρομήσεις δεν επιτρέπονται.
*Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου