"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 25/05/17
Ηττα με μακροπρόθεσμες συνέπειες
Του Στέφανου Κασιμάτη
Η πολιτική, από τότε που την επινόησαν οι Ελληνες, είναι για τους πραγματικούς ανθρώπους, αυτούς με τις ατέλειες και τα ελαττώματα· όχι για κάποιο είδος ανώτερων, καλύτερων ανθρώπων. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος παραμένει πάντα ένας ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος, ο οποίος πλήρωσε το τίμημα της υπερβολικής αυτοπεποίθησης (πείτε το και ύβρι) και κάτι έμαθε από τις αποτυχίες του. Δεν έγινε αυτό που λέμε «καλύτερος άνθρωπος»· αλλά τι σημασία έχει αυτό; Στην πολιτική χρειαζόμαστε μάλλον σοφότερους ανθρώπους, όχι «καλύτερους». Στη χθεσινή παρουσίαση του βιβλίου του για το δημόσιο χρέος, έκανε βέβαια τη συνήθη επίδειξη γνώσεων και αναλυτικής δυνατότητας, είπε όμως και κάτι ιδεώδες για να ξεκινήσω το σημερινό σημείωμα – και, βεβαίως, κάτι πολύ σωστό: «Θεμέλιο της στρατηγικής εξόδου της χώρας από την κρίση είναι μια ολοκληρωμένη στρατηγική διαχείρισης του δημοσίου χρέους».
Ψιλά γράμματα για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτά, διότι η κυβέρνηση έχει εξαρχής διαπράξει ένα τεράστιο στρατηγικό λάθος στην υπόθεση του χρέους, που οι συνέπειές του μόλις αποκαλύφθηκαν την περασμένη Δευτέρα στο Eurogroup. Είτε επειδή πραγματικά το πίστεψε είτε επειδή την ανάγκασαν οι περιστάσεις, η κυβέρνηση θεώρησε ότι οι ρυθμίσεις στο χρέος μπορούν να κερδηθούν με τον τσαμπουκά. Μέγα λάθος. Κάτι τέτοιο, δηλαδή τυχόν χαριστική μεταχείριση της χώρας μας στο ζήτημα του χρέους της, θα ήταν απειλή για την αξιοπιστία του διεθνούς πιστωτικού συστήματος. Μόνο στη φαντασία αλαφιασμένων αριστερών, που παλεύουν να προσανατολισθούν μέσα σε μια πραγματικότητα την οποία αγνοούσαν μέχρι να γίνουν εξουσία, μπορεί κάτι τέτοιο να στέκεται ως πιθανότητα. Μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο, το ότι η χαριστική μεταχείριση θα έδειχνε μια Ευρώπη σε υποχώρηση μπροστά σε πιέσεις αντισυστημικές είναι, βέβαια, απλώς δευτερεύον.
Όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές καταλαβαίνουν –και το παραδέχονται κατ’ ιδίαν– αυτό που ξαναείπε χθες ο Βενιζέλος: ότι το χρέος, χωρίς ελάφρυνση, δεν είναι βιώσιμο. Ο μόνος δυνατός τρόπος για να πετύχουμε την ελάφρυνση είναι ο πολύ διακριτικός, σχεδόν σιωπηρός, εκ μέρους των δανειστών, εφόσον δείξουμε και πείσουμε ότι εμείς οι ίδιοι προσαρμόζουμε κράτος και οικονομία στην πραγματικότητα. Η προϋπόθεση, δηλαδή, είναι μεταρρυθμίσεις με σοβαρότητα, με σχέδιο και αποφασιστικότητα, για τον εαυτό μας και για κανενός τρίτου τη χάρη. Ακριβώς επειδή το χρέος ως έχει δεν είναι βιώσιμο, εάν εμείς αποδείξουμε ότι βάζουμε σε τάξη τα του οίκου μας, όλοι οι άλλοι έχουν συμφέρον να διευθετηθεί η βιωσιμότητά του.
Υπάρχουν ήττες των οποίων οι δεινότερες συνέπειες φαίνονται στο βάθος του χρόνου και όχι αμέσως. Μια τέτοια ήττα, στρατηγική ήττα, ήταν το Eurogroup της Δευτέρας για τον ΣΥΡΙΖΑ. Η επιλογή του τσαμπουκά ενδεχομένως να ήταν όχι μόνο προϊόν ιδεοληψίας, αλλά και ανάγκης. (Σημειωτέον ότι, στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, αυτά τα δύο συχνά συνυπάρχουν.) Αφού έκαναν και μία και δύο φορές τη στροφή ως προς τις πολιτικές (όπως την έκαναν έστω...), έπρεπε να δείξουν ότι παραμένουν γνήσιοι αριστεροί; Προσοχή· να το δείξουν όχι μόνον στους αριστερούς ψηφοφόρους (έχουν μείνει;), αλλά κυρίως στον εαυτό τους. Μια περιφανής νίκη στο χρέος –και ο τσαμπουκάς χρειαζόταν για να θεωρείται νίκη– ήταν ένας τρόπος. Ηταν ικανή δικαιολογία για τους ίδιους. Ηταν το ποτήρι με το νερό για να καταπιούν αυτά που ψήφισαν «και με τα δύο χέρια». Τώρα τι γίνεται, όμως, που ο Τσακαλώτος και οι λοιποί στην κυβέρνηση κατάλαβαν ότι δέχθηκαν μέτρα πενταετίας (το Πενταετές του Τσίπρα, εφεξής, κατά τα σοβιετικά πρότυπα της ανατροφής του...) χωρίς τίποτε για το χρέος; Δέχομαι τον αντίλογο ότι η εξουσία παραμένει πάντα η ισχυρότερη συγκολλητική ουσία μεταξύ τους, αλλά δεν είναι και τόσο απλό. Οι άνθρωποι –και ειδικά αυτοί οι άνθρωποι– χρειάζονται αυταπάτες για να συνεχίζουν.
Εως και εώς
Υπάρχει στον προφορικό λόγο τα τελευταία χρόνια μια τάση παρατονισμού της πρόθεσης «έως». Πολύ συχνά και ιδιαίτερα στον ραδιοφωνικό λόγο, οι εκφωνητές τονίζουν την πρόθεση στον δεύτερο φθόγγο (εώς) αντί στον πρώτο (έως). Αλλάζει η γλώσσα, καθώς αλλάζει η πραγματικότητα (η αμορφωσιά των χρηστών της γλώσσας είναι και αυτή μέρος της πραγματικότητας), αλλάζουν οι ρυθμοί της, αλλάζει και ο τονισμός· υποθέτω ότι κάπως έτσι εξηγούνται γλωσσολογικά τέτοιες μεταβολές. Πάντως, από χθες, ο εσφαλμένος τύπος «εώς» νομιμοποιήθηκε και επισήμως. Αργά, καθαρά, απολαυστικά, για να μη μας μείνει καμία αμφιβολία ως προς τη λάθος εκφορά, ακούσαμε τον πρωθυπουργό, στις χθεσινές δηλώσεις του από το υπουργείο Ενέργειας, να το τονίζει «εώς». (Αν τουλάχιστον έκανε το τελικό σίγμα πιο συριστικό, σε στυλ Αντζελας...)
Ουδεμία σχέση
Από τις συζητήσεις που γίνονται τριγύρω, διαπιστώνω ότι επικρατεί μια μεγάλη παρεξήγηση σχετικά με τον Ιβάν Σαββίδη, την οποία καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε. Πολλοί νομίζουν ότι είναι «άνθρωπος του Πούτιν». Ουδεμία σχέση υπάρχει πια μεταξύ τους. Κάποτε ήταν, κάτι συνέβη όμως και, έκτοτε, οι Ρώσοι –από τον Πούτιν προσωπικώς μέχρι τον τελευταίο Ρώσο διπλωμάτη– δεν θέλουν ούτε να ακούν το όνομα. Ο ίδιος βέβαια προσπαθεί· εξ ου και οι κολακευτικές αναφορές στον Ρώσο πρόεδρο. Ομως, από την άλλη πλευρά, τοίχος. Γι’ αυτό και δεν κατάφερε ποτέ να πραγματοποιήσει τη μεγάλη επιδίωξή του, δηλαδή να ορισθεί επίτιμος πρόξενος της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, παρά τη βοήθεια των ελληνικών κυβερνήσεων. Αυτά, του σετ δε ρέκορντ στρέιτ, που θα έλεγε ο πρωθυπουργός αν ήταν ενθουσιασμένος.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 25/05/17
Ευάγγελος Βενιζέλος: Τσερνομπίλ
Του Μιχάλη Τσιντσίνη
«Εχουμε πάει σε τόσες εκδηλώσεις που, ακόμη κι όσοι δεν γνωριζόμαστε ήδη μεταξύ μας, αναγνωριζόμαστε εξ όψεως. Σε λίγο θα χαιρετιόμαστε στον δρόμο». Από το ύφος δεν μπορούσες να διακρίνεις αν ο αυτοσαρκασμός υπερτερούσε του σαρκασμού. Ο φανατικός ακόλουθος του βενιζελικού Κύκλου, βγαίνοντας από την προχθεσινή εκδήλωση για το χρέος, διαπίστωνε, πάντως, μια πραγματικότητα: Από αμφιθέατρο σε αμφιθέατρο και από φουαγιέ σε φουαγιέ, το ακροατήριο του Βαγγέλη Βενιζέλου έχει αρχίσει να αποκτά συνοχή λέσχης. Λέσχης χωρίς πρωτόκολλο, χωρίς κόμμα, αλλά με αβίαστη ιδεολογική –ει μη και ηλικιακή– ομοιογένεια.
Ετσι και προχθές στο ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο της Εθνικής Τράπεζας. Το κοινό που είχε συνωστισθεί για να παρακολουθήσει την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του Βενιζέλου («Μύθοι και αλήθειες για το δημόσιο χρέος») συγκροτούνταν από τους ήδη πεπεισμένους – από ανθρώπους που ήταν μάλλον εξοικειωμένοι με το περιεχόμενο του μικρού τόμου πριν καν από την έκδοσή του.
Ο σκοπός της έκδοσης είναι, άλλωστε, ομολογημένα, όχι να πρωτοτυπήσει, αλλά να παιδαγωγήσει. Αν το PSI είναι, όπως είπε ο συγγραφέας, «κομμάτι της Ιστορίας του Εθνους», σκοπός είναι να αρθεί το κομμάτι στο βάθρο που του αξίζει, μέσω της μνημειοποίησης των παρεμβάσεων του Βενιζέλου για το θέμα.
Ο ίδιος πάντως δεν έμεινε στη μεγαληγορία για το παρελθόν – και ας απείλησε να τον παρασύρει ο Χαρδούβελης, που προέβλεψε ότι στο μέλλον «οι μορφωμένοι ξένοι θα γνωρίζουν την Ελλάδα για τον αρχαίο πολιτισμό της και το νεοελληνικό PSI». Ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζει το χρέος ως παρόντα πολιτικό κίνδυνο.
Το χρέος είναι το Τσερνομπίλ του λαϊκισμού – ένας αντιδραστήρας εθνικολαϊκιστικών δοξασιών που εξερράγη στις πλατείες του 2011 («δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε») και εξακολουθεί να εκπέμπει δογματική ακτινοβολία, έστω και εξασθενημένη. Ο απόηχος εκείνων των δοξασιών εξακολουθεί να καθορίζει τις –αφηγηματικές, ως επί το πλείστον– προτεραιότητες της κυβέρνησης.
Το ίδιο το θέμα είναι τόσο δυσπρόσιτο για τον μη ειδικό, που προσφέρεται για πολιτική σπέκουλα. Το ερώτημα είναι πώς αντιμετωπίζεται σήμερα, έπειτα από επτά χρόνια ανατροφοδοτούμενης κρίσης, αυτό το έλλειμμα συνειδητοποίησης; Αρκούν τα σεμινάρια χρηματοοικονομικής και οι σύνοδοι ομαδικής πολιτικής ψυχοθεραπείας για να το επουλώσουν;
Συνομιλώντας με την Ιστορία, ο Βενιζέλος, και η μικρή ελίτ που ταυτίζεται πολιτικά μαζί του, ταλαντεύεται μεταξύ αυτολύπησης και αυτοθαυμασμού. Αυτολύπησης, επειδή είχε την ατυχία να σηκώσει όλες τις αμαρτίες της Μεταπολίτευσης. Και αυτοθαυμασμού, επειδή αναδέχτηκε ηρωικά αυτό το βάρος.
Η μία εκδοχή δεν αποκλείει την άλλη. Μακροπρόθεσμα, σε ένα άλλο ρεύμα χρόνου, μπορεί αμφότερες να αποδειχτεί ότι ευσταθούν. Βραχυπρόθεσμα, όμως, ούτε η ιστοριογραφία ούτε τα χρηματοοικονομικά μπορούν να υποκαταστήσουν την πολιτική. Μακροπρόθεσμα, όπως έλεγε και ο Κέινς, είμαστε όλοι νεκροί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου