Τρία κείμενα παρέμβασης, από την "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ",03/07/16Οι χούλιγκαν της ασχήμιας:
Του Αλέξη Παπαχελά
Το να βγούμε από την εθνική μας μιζέρια δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα. Ενας σημαντικός ξένος που ειδικεύεται σε χώρες που περνούν κρίση επισκέφθηκε πρόσφατα την Αθήνα. Το πρώτο πράγμα που είπε, έπειτα από 2-3 μέρες, ήταν «κάντε κάτι για τη φοβερή αυτή ασχήμια με τα γκράφιτι και τα συνθήματα πάνω σε κάθε τοίχο, σε κάθε άγαλμα και δημόσιο κτίριο». Στα κυνικά νεοελληνικά αυτιά ακούγεται περίπου σαν αστείο. «Σιγά μωρέ, αυτό τον πείραξε;», είναι η στάνταρντ απάντηση, είμαι βέβαιος.
Και όμως, το περιβάλλον στο οποίο ζούμε κάνει τεράστια διαφορά. Η ελληνική πρωτεύουσα προβάλλει μια εικόνα πολύ μεγάλης παρακμής. Θυμίζει φουτουριστικές ταινίες που δείχνουν πόλεις στα ύστατα στάδια φθοράς. Πέρα από την αισθητική όχληση, η ασχήμια αυτή δημιουργεί ένα γενικότερο κλίμα μιζέριας και μια αύρα αρνητισμού. Η βεβήλωση των αγαλμάτων και των ιστορικών κτιρίων, όμως, είναι που πραγματικά θα έπρεπε να προκαλεί οργή και κάποιου είδους αντίδραση από την ελληνική κοινωνία. Κάποια κακομαθημένα παιδιά, προϊόντα του νεοελληνικού νεοπλουτισμού και της εποχής της ευφορίας, θεωρούν –και δικαιολογημένα– ότι αυτή η κοινωνία δεν έχει κανένα κανόνα. Γράφουν λοιπόν στα παλιά τους τα παπούτσια την Ιστορία του τόπου, την οποία κανείς προφανώς δεν φρόντισε να τους μάθει. Αμφιβάλλω αν όταν γράφουν με σπρέι πάνω στο άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου ξέρουν ποιος είναι, εκτός από το ότι υπάρχει και ένα αεροδρόμιο με το όνομά του. Η καφρίλα, γιατί περί καφρίλας πρόκειται, έχει βέβαια ιδεολογικοποιηθεί με διάφορους μανδύες και θα συνεχισθεί όσο δεν υπάρχει αντίδραση.
Προσπάθειες γίνονται, και από τον Δήμο, και από Ιδρύματα και εθελοντές. Φαίνεται όμως πως οι χούλιγκαν της ασχήμιας και της βίας δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Ετσι φτάνουμε στο σημείο να κρύβονται αγάλματα σε αποθήκες, όπως συνέβαινε όταν έμπαιναν οι Γερμανοί στην πόλη. Λαμαρίνες προστατεύουν ιστορικά κτίρια, όπως της Ακαδημίας, και η μάχη του σβησίματος κερδίζεται για λίγες ώρες για να ξαναχαθεί τα ξημερώματα.
Θα καταλάβουμε, άραγε, κάποτε πόσο σημαντικό είναι αυτό το πρόβλημα; Είναι ένα από τα πολλά δείγματα για το πού μπορεί να φτάσει μία χώρα όταν η κοινωνία και οι ταγοί της δίνουν επί δεκαετίες την αίσθηση πως όλα επιτρέπονται.
Σκεπτόμουν τη σύγκριση ανάμεσα στο νέο στολίδι της Αθήνας, το σύμπλεγμα Νιάρχου, και το πολύ παλιό της, το ιστορικό κτίριο του ΕΜΠ. Το ένα προβάλλει μια εικόνα εθνικής αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας. Το άλλο συμβολίζει τις πιο αρνητικές πτυχές της παρακμής μας, αλλά και την ανικανότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας να προστατεύσει τον εαυτό της και να κάνει τα αυτονόητα.
Το ΕΜΠ έβγαλε γενιές Ελλήνων που έκτισαν και ξανάκτισαν τη χώρα. Σήμερα φιλοξενεί όσους θέλουν έτσι απλά να την γκρεμίσουν, για τον χαβαλέ του πράγματος. Και το χειρότερο; Το πρώτο πράγμα που θα ακούσεις σε μια συζήτηση για το Πάρκο Νιάρχου είναι: «Ε, καλά, άσε να το πάρει το κράτος και θα δεις με τι θα μοιάζει». Η μιζέρια, ο κυνισμός και η αδράνεια έχουν πέσει μέσα σε ένα μπλέντερ και έχουν φτιάξει ένα τέλμα που μας καθηλώνει. Και μας ρουφάει, όλο και πιο κάτω. Πρέπει, επιτέλους, να αντιδράσουμε.
Το να βγούμε από την εθνική μας μιζέρια δεν είναι μόνο οικονομικό ζήτημα. Ενας σημαντικός ξένος που ειδικεύεται σε χώρες που περνούν κρίση επισκέφθηκε πρόσφατα την Αθήνα. Το πρώτο πράγμα που είπε, έπειτα από 2-3 μέρες, ήταν «κάντε κάτι για τη φοβερή αυτή ασχήμια με τα γκράφιτι και τα συνθήματα πάνω σε κάθε τοίχο, σε κάθε άγαλμα και δημόσιο κτίριο». Στα κυνικά νεοελληνικά αυτιά ακούγεται περίπου σαν αστείο. «Σιγά μωρέ, αυτό τον πείραξε;», είναι η στάνταρντ απάντηση, είμαι βέβαιος.
Και όμως, το περιβάλλον στο οποίο ζούμε κάνει τεράστια διαφορά. Η ελληνική πρωτεύουσα προβάλλει μια εικόνα πολύ μεγάλης παρακμής. Θυμίζει φουτουριστικές ταινίες που δείχνουν πόλεις στα ύστατα στάδια φθοράς. Πέρα από την αισθητική όχληση, η ασχήμια αυτή δημιουργεί ένα γενικότερο κλίμα μιζέριας και μια αύρα αρνητισμού. Η βεβήλωση των αγαλμάτων και των ιστορικών κτιρίων, όμως, είναι που πραγματικά θα έπρεπε να προκαλεί οργή και κάποιου είδους αντίδραση από την ελληνική κοινωνία. Κάποια κακομαθημένα παιδιά, προϊόντα του νεοελληνικού νεοπλουτισμού και της εποχής της ευφορίας, θεωρούν –και δικαιολογημένα– ότι αυτή η κοινωνία δεν έχει κανένα κανόνα. Γράφουν λοιπόν στα παλιά τους τα παπούτσια την Ιστορία του τόπου, την οποία κανείς προφανώς δεν φρόντισε να τους μάθει. Αμφιβάλλω αν όταν γράφουν με σπρέι πάνω στο άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου ξέρουν ποιος είναι, εκτός από το ότι υπάρχει και ένα αεροδρόμιο με το όνομά του. Η καφρίλα, γιατί περί καφρίλας πρόκειται, έχει βέβαια ιδεολογικοποιηθεί με διάφορους μανδύες και θα συνεχισθεί όσο δεν υπάρχει αντίδραση.
Προσπάθειες γίνονται, και από τον Δήμο, και από Ιδρύματα και εθελοντές. Φαίνεται όμως πως οι χούλιγκαν της ασχήμιας και της βίας δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Ετσι φτάνουμε στο σημείο να κρύβονται αγάλματα σε αποθήκες, όπως συνέβαινε όταν έμπαιναν οι Γερμανοί στην πόλη. Λαμαρίνες προστατεύουν ιστορικά κτίρια, όπως της Ακαδημίας, και η μάχη του σβησίματος κερδίζεται για λίγες ώρες για να ξαναχαθεί τα ξημερώματα.
Θα καταλάβουμε, άραγε, κάποτε πόσο σημαντικό είναι αυτό το πρόβλημα; Είναι ένα από τα πολλά δείγματα για το πού μπορεί να φτάσει μία χώρα όταν η κοινωνία και οι ταγοί της δίνουν επί δεκαετίες την αίσθηση πως όλα επιτρέπονται.
Σκεπτόμουν τη σύγκριση ανάμεσα στο νέο στολίδι της Αθήνας, το σύμπλεγμα Νιάρχου, και το πολύ παλιό της, το ιστορικό κτίριο του ΕΜΠ. Το ένα προβάλλει μια εικόνα εθνικής αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας. Το άλλο συμβολίζει τις πιο αρνητικές πτυχές της παρακμής μας, αλλά και την ανικανότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας να προστατεύσει τον εαυτό της και να κάνει τα αυτονόητα.
Το ΕΜΠ έβγαλε γενιές Ελλήνων που έκτισαν και ξανάκτισαν τη χώρα. Σήμερα φιλοξενεί όσους θέλουν έτσι απλά να την γκρεμίσουν, για τον χαβαλέ του πράγματος. Και το χειρότερο; Το πρώτο πράγμα που θα ακούσεις σε μια συζήτηση για το Πάρκο Νιάρχου είναι: «Ε, καλά, άσε να το πάρει το κράτος και θα δεις με τι θα μοιάζει». Η μιζέρια, ο κυνισμός και η αδράνεια έχουν πέσει μέσα σε ένα μπλέντερ και έχουν φτιάξει ένα τέλμα που μας καθηλώνει. Και μας ρουφάει, όλο και πιο κάτω. Πρέπει, επιτέλους, να αντιδράσουμε.
«Εξοδος» από μια χώρα χωρίς δεξιότητες:
Του Άγγελου Στάγκου
Το απίστευτο επεισόδιο της απόπειρας του Θ. Δρίτσα να αλλοιώσει τη σύμβαση που υπέγραψε το Δημόσιο με την Cosco για τον ΟΛΠ προστέθηκε στη μακρά αλυσίδα των αποφάσεων και ενεργειών του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που δημιούργησε το κλίμα αναξιοπιστίας στο οποίο έχει βυθιστεί τα τελευταία χρόνια η χώρα με δική της βούληση και πρωτοβουλία. Με αυτή την έννοια, δεν δείχνουν μεγάλη επαφή με την πραγματικότητα οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στο Κινεζικό Πρακτορείο Ειδήσεων και μόνον αν δείξουν ιδιαίτερα καλή διάθεση και έχουν έντονο ενδιαφέρον (βλ. συμφέρον) οι Κινέζοι, το ταξίδι του Αλ. Τσίπρα και της ακολουθίας του στη μακρινή χώρα έχει ελπίδες επιτυχίας. Αν, δηλαδή, πιστέψουν τη διαβεβαίωσή του ότι «θεωρούμε ως στρατηγική μας επιλογή την ενίσχυση της διμερούς μας συνεργασίας, η οποία από το 2006 διέπεται από τη Συνολική Στρατηγική Εταιρική Σχέση».
Προφανώς ο πρωθυπουργός δεν είχε ενημερώσει τον συγκεκριμένο υπουργό του για τη στρατηγική του επιλογή, όπως και προηγουμένως δεν έχει ενημερώσει σε ανάλογες περιπτώσεις άλλους υπουργούς που αγωνίζονται καθημερινά και με πάθος να εδραιώσουν το κλίμα αναξιοπιστίας που χαρακτηρίζει την Ελλάδα στα μάτια των ξένων. Αυτούς δηλαδή από τους οποίους περιμένουμε επενδύσεις, μήπως και ανακοπούν η κρίση, η ανεργία, η κατηφόρα, η έξοδος εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών για να βρουν καλύτερη τύχη, η παρακμή. Εκτός και αν για την κυβέρνηση, τα πάντα είναι προς θυσία στον βωμό της διπλοπροσωπίας, ή της διγλωσσίας και τριγλωσσίας με στόχο την παραμονή στην εξουσία, αδιαφορώντας αν με αυτόν τον τρόπο τρέφεται και θεριεύει η αναξιοπιστία.
Επί της ωμής πραγματικότητας τώρα, πολύ πρόσφατα βγήκαν στο φως της δημοσιότητας δύο εκθέσεις που προβάλλουν δύο τεράστια και δραματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και της χώρας βέβαια. Η μία, από τον ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) αναφέρεται στο μεγάλο έλλειμμα δεξιοτήτων που χαρακτηρίζει το σύνολο των ενήλικων Ελλήνων, η άλλη, από την Τράπεζα της Ελλάδος που δείχνει με στοιχεία, το ποιοτικό και ποσοτικό μέγεθος της μετανάστευσης από το 2008 (από τότε η χώρα μπήκε σε ύφεση και οικονομική κρίση) ώς σήμερα. Τα ευρήματα των δύο ερευνών συνδέονται απόλυτα μεταξύ τους, αλλά και με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Ταυτόχρονα δείχνουν το εύρος και το βάθος των ανατροπών που είναι αναγκαίες για να αλλάξει αυτή η κατάσταση.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, το 26,5% των ενήλικων Ελλήνων έχει πολύ μεγάλη δυσκολία κατανόησης κειμένου (ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 18,9%) και 5% είναι σε υψηλό επίπεδο (10,6% στον ΟΟΣΑ), το 17,4% δεν έχει εμπειρία στη χρήση των κομπιούτερ (10% στο σύνολο του ΟΟΣΑ) και το 47,9 είναι στο χαμηλότερο επίπεδο ικανότητας στην αντιμετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται με τη χρήση κομπιούτερ (42,9% στον ΟΟΣΑ), το 5,6% μόλις βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο σχετικά με τα Μαθηματικά (11,2% ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ). Οι επιδόσεις των γυναικών είναι γενικά καλύτερες από εκείνες των ανδρών στη χώρα μας και βεβαίως τα ποσοστά είναι καλύτερα για τις νεότερες ηλικίες. Κατά την έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος, ο αριθμός των Ελλήνων που μετανάστευσαν για να βρουν εργασία από το 2008 ώς σήμερα ξεπερνά τις 427.000 άτομα (15-64 ετών), με βασικά κοινά χαρακτηριστικά τη μόρφωση και την επαγγελματική πείρα. Προς το παρόν, μάλιστα, δεν διαφαίνεται τέλος σε αυτή την τάση.
Τα συμπεράσματα από τα στοιχεία αυτά είναι αβίαστα. Πρώτον, η Ελλάδα είναι χώρα χαμηλών δεξιοτήτων όσοι είναι σε θέση να κρίνουν, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η κατάσταση στη δημόσια εκπαίδευση δεν δημιουργεί προσδοκίες βελτίωσης, ασχέτως της αύξησης του αριθμού των αποφοίτων από το Λύκειο. Δεύτερον, η απόσταση από τις χώρες με καλύτερο επίπεδο δεξιοτήτων θα μεγαλώνει συνεχώς, εφόσον δεν βελτιώνεται ουσιαστικά η εκπαίδευση. Τρίτον, η μετανάστευση των ημερών μας αφαιρεί από τη χώρα τα άτομα με δεξιότητες, που για τα περισσότερα το κράτος δαπάνησε μεγάλα κονδύλια να εκπαιδεύσει και αφήνει εκείνα που δεν έχουν. Τέταρτον, η μετανάστευση προστίθεται στην υπογεννητικότητα, που σημαίνει ότι το έθνος βαδίζει προς την εξαφάνιση. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ούτε χρόνος ούτε χώρος για αναξιοπιστία, διγλωσσία και μπουρδολογία. Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό;
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ",03/07/16
Καλοκαιρινό αφήγημα:
Του Κώστα Ιορδανίδη
Στις 4 Νοεμβρίου 1922, ο Αλί Κεμάλ, Οθωμανός δημοσιογράφος, εκδότης και ποιητής, που είχε χρηματίσει επί τρίμηνο υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Damat Firid Pasha, στα χρόνια του τελευταίου σουλτάνου Μεχμέτ Στ΄, βρισκόταν στο κουρείο του μεγαλοπρεπούς ξενοδοχείου «Τοκατλιγιάν», που ανήγειρε το 1897 εις την Μεγάλη Οδό του Πέραν επιχειρηματίας αρμενικής καταγωγής.
Ανδρες του παρακράτους του Μουσταφά Κεμάλ απήγαγαν τον Αλί Κεμάλ, με εντολή να τον οδηγήσουν στην Αγκυρα, προκειμένου να δικασθεί για εσχάτη προδοσία. Είχε καταδικάσει ο Αλί Κεμάλ με τόλμη και δριμύτητα τις σφαγές των Αρμενίων από τους Νεότουρκους, είχε ιδρύσει την Εταιρεία Φίλων της Αγγλίας και ήταν συνεπώς «προδότης».
Στη Νικομήδεια, αξιωματικοί, οπαδοί του Μουσταφά Κεμάλ, έβγαλαν τον Αλί από το τρένο, τον λιντσάρισαν και κρέμασαν το πτώμα του πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές με μία ατιμωτική ταμπέλα φέρουσα όνομα φανταστικό αρμένικο «Artin Kemal». Λίγες ημέρες αργότερα, ο σουλτάνος –ήδη καθαιρεθείς από τους κεμαλιστές– επιβιβάσθηκε σε βρετανικό πολεμικό σκάφος και εξόριστος κατευθύνθηκε στη Μάλτα, έχοντας –κατά μία παράδοση– ως μόνο μέλος της ακολουθίας του τον προσωπικό του κουρέα.
Αυτός ο Αλί Κεμάλ ήταν ο προπάππος του «λαϊκιστή», του «ρατσιστή» και «ξενοφοβικού», όπως οι «ευρωπαϊστές» ανά την ήπειρο αποκαλούν τον Μπόρις Τζόνσον, ο πατέρας του οποίου Στάνλεϊ Τζόνσον ήταν από τα επιφανή στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος. Από την πλευρά της γιαγιάς του –πάντα παρεμπιπτόντως– ο Μπόρις Τζόνσον συνδέεται με διάφορες βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης και είναι όγδοος κατά σειρά εξάδελφος του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον. Αυτός είναι ο ηγέτης των «αμαθών» και των «πληβείων» που εψήφισαν υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι ο Μπόρις Τζόνσον αρνήθηκε να είναι υποψήφιος για την ηγεσία των Συντηρητικών και την πρωθυπουργία, όπως πολλοί είχαν προεξοφλήσει. Απέδωσαν, μάλιστα, αυτήν την απόφαση στην αποδοκιμασία που του επιφύλαξαν οι αντίπαλοί του, πράγμα που ήταν για τον ίδιο αναμενόμενο και φυσικά ερεθιστικό. Είναι και αυτή μια ερμηνεία.
Αλλά υπάρχει και άλλη ανάγνωση για κάποια κοινωνική τάξη της Βρετανίας, που διατύπωσε το άκρως ακατανόητο «απόλαυσε το παιχνίδι είτε κερδίσεις είτε χάσεις». Οχι ο αγώνας για τα «πρωτεία» ή για την «αριστεία». Αυτά είναι για τους άλλους που έχουν ανάγκη επιβεβαιώσεως κοινωνικής και ατομικής. Δύο μακρινοί συγγενείς, λοιπόν, δύο παιδιά του Eton, δύο φίλοι που έχουν πιθανώς τον ίδιο ράφτη στην Savile Row, που ως φοιτητές της Οξφόρδης ανήκαν στο ίδιο club, όπου έπιναν μέχρι αναισθησίας, συγκρούσθηκαν και απελευθέρωσαν το Συντηρητικό Κόμμα από ένα δίλημμα σαράντα χρόνων και δημιούργησαν Ιστορία. Αυτός ήταν ο ρόλος τους και όχι να διαδεχθεί ο ένας τον άλλον σε αξιώματα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο θα βρει ασφαλώς τον δρόμο του, τον περιπετειώδη, απελευθερωμένο από γραφειοκρατίες και δεσμεύσεις. Η Ενωση για ένα διάστημα θα γίνει ένας απέραντος γερμανικός στρατώνας –όχι στρατόπεδο και άλλα συναφή αριστερά– με πρωινό εγερτήριο, με αυστηρότατες ασκήσεις πειθαρχίας, περίκλειστη και αυτάρεσκη. Κάποιοι θα μετρούν κέρδη και ζημίες· και αυτό το μέτρημα δεν θα έχει τέλος, είναι η διαρκής φαιά πραγματικότης. Τέλος του αφηγήματος, λοιπόν. Η στήλη εύχεται στους τυχόν αναγνώστες της καλό καλοκαίρι.
Καλοκαιρινό αφήγημα:
Του Κώστα Ιορδανίδη
Στις 4 Νοεμβρίου 1922, ο Αλί Κεμάλ, Οθωμανός δημοσιογράφος, εκδότης και ποιητής, που είχε χρηματίσει επί τρίμηνο υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Damat Firid Pasha, στα χρόνια του τελευταίου σουλτάνου Μεχμέτ Στ΄, βρισκόταν στο κουρείο του μεγαλοπρεπούς ξενοδοχείου «Τοκατλιγιάν», που ανήγειρε το 1897 εις την Μεγάλη Οδό του Πέραν επιχειρηματίας αρμενικής καταγωγής.
Ανδρες του παρακράτους του Μουσταφά Κεμάλ απήγαγαν τον Αλί Κεμάλ, με εντολή να τον οδηγήσουν στην Αγκυρα, προκειμένου να δικασθεί για εσχάτη προδοσία. Είχε καταδικάσει ο Αλί Κεμάλ με τόλμη και δριμύτητα τις σφαγές των Αρμενίων από τους Νεότουρκους, είχε ιδρύσει την Εταιρεία Φίλων της Αγγλίας και ήταν συνεπώς «προδότης».
Στη Νικομήδεια, αξιωματικοί, οπαδοί του Μουσταφά Κεμάλ, έβγαλαν τον Αλί από το τρένο, τον λιντσάρισαν και κρέμασαν το πτώμα του πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές με μία ατιμωτική ταμπέλα φέρουσα όνομα φανταστικό αρμένικο «Artin Kemal». Λίγες ημέρες αργότερα, ο σουλτάνος –ήδη καθαιρεθείς από τους κεμαλιστές– επιβιβάσθηκε σε βρετανικό πολεμικό σκάφος και εξόριστος κατευθύνθηκε στη Μάλτα, έχοντας –κατά μία παράδοση– ως μόνο μέλος της ακολουθίας του τον προσωπικό του κουρέα.
Αυτός ο Αλί Κεμάλ ήταν ο προπάππος του «λαϊκιστή», του «ρατσιστή» και «ξενοφοβικού», όπως οι «ευρωπαϊστές» ανά την ήπειρο αποκαλούν τον Μπόρις Τζόνσον, ο πατέρας του οποίου Στάνλεϊ Τζόνσον ήταν από τα επιφανή στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος. Από την πλευρά της γιαγιάς του –πάντα παρεμπιπτόντως– ο Μπόρις Τζόνσον συνδέεται με διάφορες βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης και είναι όγδοος κατά σειρά εξάδελφος του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον. Αυτός είναι ο ηγέτης των «αμαθών» και των «πληβείων» που εψήφισαν υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι ο Μπόρις Τζόνσον αρνήθηκε να είναι υποψήφιος για την ηγεσία των Συντηρητικών και την πρωθυπουργία, όπως πολλοί είχαν προεξοφλήσει. Απέδωσαν, μάλιστα, αυτήν την απόφαση στην αποδοκιμασία που του επιφύλαξαν οι αντίπαλοί του, πράγμα που ήταν για τον ίδιο αναμενόμενο και φυσικά ερεθιστικό. Είναι και αυτή μια ερμηνεία.
Αλλά υπάρχει και άλλη ανάγνωση για κάποια κοινωνική τάξη της Βρετανίας, που διατύπωσε το άκρως ακατανόητο «απόλαυσε το παιχνίδι είτε κερδίσεις είτε χάσεις». Οχι ο αγώνας για τα «πρωτεία» ή για την «αριστεία». Αυτά είναι για τους άλλους που έχουν ανάγκη επιβεβαιώσεως κοινωνικής και ατομικής. Δύο μακρινοί συγγενείς, λοιπόν, δύο παιδιά του Eton, δύο φίλοι που έχουν πιθανώς τον ίδιο ράφτη στην Savile Row, που ως φοιτητές της Οξφόρδης ανήκαν στο ίδιο club, όπου έπιναν μέχρι αναισθησίας, συγκρούσθηκαν και απελευθέρωσαν το Συντηρητικό Κόμμα από ένα δίλημμα σαράντα χρόνων και δημιούργησαν Ιστορία. Αυτός ήταν ο ρόλος τους και όχι να διαδεχθεί ο ένας τον άλλον σε αξιώματα.
Το Ηνωμένο Βασίλειο θα βρει ασφαλώς τον δρόμο του, τον περιπετειώδη, απελευθερωμένο από γραφειοκρατίες και δεσμεύσεις. Η Ενωση για ένα διάστημα θα γίνει ένας απέραντος γερμανικός στρατώνας –όχι στρατόπεδο και άλλα συναφή αριστερά– με πρωινό εγερτήριο, με αυστηρότατες ασκήσεις πειθαρχίας, περίκλειστη και αυτάρεσκη. Κάποιοι θα μετρούν κέρδη και ζημίες· και αυτό το μέτρημα δεν θα έχει τέλος, είναι η διαρκής φαιά πραγματικότης. Τέλος του αφηγήματος, λοιπόν. Η στήλη εύχεται στους τυχόν αναγνώστες της καλό καλοκαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου