"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 24/07/16 |
1. Η Τουρκία, η Ελλάδα και η σχέση με τη Δύση: Του Αλέξη Παπαχελά
Η κρίση στην οποία έχει πλέον μπει η Τουρκία δεν είναι μια απλή υπόθεση. Είναι κατ’ αρχάς πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς συνέβη και τι διακυβεύεται τώρα. Πάρα πολλά συμβαίνουν στο πιο σκοτεινό παρασκήνιο. Το ποιος, για παράδειγμα, οργάνωσε το πραξικόπημα, πώς το αντελήφθη ο πρόεδρος Ερντογάν και άλλα συναφή ερωτήματα θα χρειαστεί καιρός για να απαντηθούν. Ακόμη πιο σκοτεινό και δυσερμήνευτο είναι το παρασκήνιο μεταξύ Ερντογάν και Πούτιν. Οι δύο ισχυροί ηγέτες μοιάζει να έχουν βρει από καιρό ένα νέο modus vivendi και η εξομάλυνση των σχέσεων με τη Μόσχα φαίνεται να διαδραμάτισε ρόλο στην αντίδραση του στρατού. Οι φήμες οργιάζουν πως οι ρωσικές υπηρεσίες προειδοποίησαν τον κ. Ερντογάν για τις κινήσεις των στρατιωτικών.
Θα έχει, πάντως, τεράστιο ενδιαφέρον να δούμε αν αυτή η σχέση θα γίνει πιο στενή στο άμεσο μέλλον. Το ρήγμα με τους Αμερικανούς είναι μεγάλο και δεν θεραπεύεται εύκολα. Οι σχέσεις με την Ευρώπη θα περάσουν και αυτές δύσκολες ημέρες, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη συμφωνία όσον αφορά τους πρόσφυγες. Ο Τούρκος πρόεδρος πιστεύει, δικαιολογημένα, ότι το Βερολίνο και οι υπόλοιποι δεν έχουν πολλά περιθώρια να το παίξουν σκληροί μαζί του.
Η Τουρκία θα αντιμετωπίσει, εξάλλου, άμεσα προβλήματα στον τομέα της ασφάλειας και στην οικονομία. Εμπειροι παρατηρητές εκτιμούν πως η ραχοκοκαλιά των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών έχει σπάσει και θα χρειασθούν 3 - 4 χρόνια για να αποκατασταθεί η βλάβη. Εμπειροι, ξενοσπουδασμένοι αξιωματικοί έχουν απομακρυνθεί από τις θέσεις τους. Το περιβάλλον Ερντογάν δεν εμπιστεύεται κανέναν σε αυτούς τους τομείς και αυτό θα προκαλέσει παράλυση σε πολλά επίπεδα.
Και στην οικονομία, όμως, τα προβλήματα θα κλιμακωθούν λόγω τουρισμού και επενδυτικής αβεβαιότητας.
Η Ελλάδα έχει μία ευκαιρία να «παίξει μπάλα» στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Οι Αμερικανοί, οι οποίοι σκέπτονται πρακτικά και γεωπολιτικά, δεν κρύβουν την πρόθεσή τους να στηρίξουν τη χώρα και να επεκτείνουν τη στρατηγική συνεργασία μαζί της. Οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν την ανάγκη άμεσης στήριξης, αλλά δεν είναι τόσο πρακτικοί και άργησαν πολύ να συνειδητοποιήσουν τις γεωπολιτικές προεκτάσεις της ελληνικής υπόθεσης. Η σχέση με το Ισραήλ και την Αίγυπτο έχει παγιωθεί, και όλοι μιλούν πλέον γι’ αυτό το στρατηγικό τρίγωνο.
Ο κίνδυνος είναι να εκδηλωθεί κάποια σπασμωδική κίνηση από την πλευρά της Αγκυρας, είτε στο Αιγαίο είτε στη Θράκη. Καλό είναι να μη φωνάζουν οι αρμόδιοι και οι –παντός καιρού– ειδικοί «λύκος, λύκος» κάθε τόσο, γιατί όταν θα έλθει η κρίσιμη ώρα δεν θα το πάρουμε χαμπάρι. Χρειάζονται σύνεση και προσεκτικοί χειρισμοί. Ας ελπίσουμε, βέβαια, ότι αν, και το απευχόμαστε όλοι, εκδηλωθεί κάποια επιθετική κίνηση έναντι της Ελλάδος, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί θα αντιδράσουν άμεσα, πρακτικά και αποτελεσματικά. Γιατί, καλά είναι τα λόγια και οι διαβεβαιώσεις, αλλά κάποτε έρχεται η στιγμή της αλήθειας. Ισως η στιγμή αυτή στη σχέση Ελλάδας - Δύσης να μην είναι πολύ μακριά.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 24/07/16
2. Η αλχημεία της λαϊκής νομιμοποίησης: Του Νίκου Κωνσταντάρα
Ζούμε ιστορικές μέρες. Ο Ιούλιος του 2016 θα καταγραφεί ως ο μήνας κατά τον οποίο επιβεβαιώθηκε ότι η λαϊκή βούληση δοκιμάζει τα όρια της δημοκρατίας και των συλλογικών θεσμών που για πάνω από μισό αιώνα κράτησαν τον πλανήτη σε μια σχετικώς σταθερή πορεία. Ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για να διεκδικήσει την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέζησε από απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του, η Βρετανία έκανε τις πρώτες κινήσεις που θα οδηγήσουν στην αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το κοινό στοιχείο στις τρεις περιπτώσεις είναι ότι η ανάδειξη του Τραμπ, οι επόμενες κινήσεις του Ερντογάν και το λεγόμενο Brexit απορρέουν από δημοκρατικές διαδικασίες, είναι επικυρωμένες από τη λαϊκή βούληση. Και στις τρεις περιπτώσεις, όμως, παραγκωνίζονται σοβαροί θεσμοί και ελλοχεύουν κίνδυνοι που ουδείς πολίτης θα μπορούσε να σκεφτεί την ώρα που ψήφιζε. Και στις τρεις περιπτώσεις, η πλειοψηφία φάνηκε να πιστεύει ότι καταδίκαζε κάποια ελίτ, ότι καταφερόταν εναντίον κάποιου συστήματος. Και οι τρεις περιπτώσεις δείχνουν ότι όταν οι θεσμοί που οφείλουν να προστατεύουν τη δημοκρατία από ακρότητες δεν λειτουργούν επαρκώς, ίσως οι επόμενες εξελίξεις τούς υπονομεύσουν ακόμη περισσότερο.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πετυχημένος επιχειρηματίας με ένα μεγάλο χάρισμα – είναι σόουμαν, εξαιρετικός πλασιέ του εαυτού του και πωλητής παραμυθιού προσωπικής παντοδυναμίας. Το μυστικό της επιτυχίας του είναι ότι ο ίδιος είναι καρικατούρα του εαυτού του, ο ίδιος διαφημίζει τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να αποκλειστεί από τη διεκδίκηση του ισχυρότερου αξιώματος στον πλανήτη. Οταν, όμως, δεν κρύβει τα ελαττώματά του, όταν καμαρώνει για τη μισαλλοδοξία και την ανάγει σε απελευθερωτικό μήνυμα, γίνεται Μιθριδάτης – γίνεται άτρωτος σε όποιο φαρμάκι τού ρίξουν οι εχθροί. Το μήνυμα του δισεκατομμυριούχου (κατά δήλωσή του) Τραμπ είναι ότι μιλάει για τον λαό. «Ο όρκος μου είναι “Είμαι μαζί σου, αμερικανικέ λαέ”. Είμαι η φωνή σου», είπε, κλείνοντας την ομιλία του στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών. Υπόσχεται να κάνει την Αμερική «μεγάλη πάλι», να εκδιώξει κάθε κακό και να αποκαταστήσει κάθε αδικημένο – μόνο που οι μόνοι αδικημένοι γι’ αυτόν είναι οι ψηφοφόροι του, στην πλειονότητά τους λευκοί άνδρες κατώτερης εκπαίδευσης. Οι υπόλοιποι πολίτες και μετανάστες είναι «οι άλλοι». Ετσι, ο Τραμπ παρουσιάζει εαυτόν ως υπέρτατο θεσμό, αντλώντας, βεβαίως, τη δύναμή του από τον λαό. «Ποιος θα πίστευε όταν αρχίσαμε αυτό το ταξίδι στις 16 Ιουνίου πέρυσι... ότι θα λαμβάναμε πάνω από 14 εκατ. ψήφους, τις περισσότερες στην ιστορία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος;», ρώτησε. Αδιαφορεί για το ότι το ίδιο το κόμμα κλονίζεται από την υποψηφιότητά του.
Ισως ο πιο σοβαρός θεσμός που θα πληγεί από το ενδεχόμενο μιας προεδρίας Τραμπ είναι το ΝΑΤΟ. Ο υποψήφιος δήλωσε ότι θα μπορούσε να αθετήσει τη δέσμευση των ΗΠΑ να σπεύσουν σε βοήθεια όταν κινδυνεύει οποιαδήποτε χώρα-μέλος. «Εχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους σε εμάς; Εάν τις έχουν εκπληρώσει, η απάντηση είναι “ναι”», είπε.
Η δήλωση δεν έχει νόημα, επειδή η εισφορά κάθε χώρας είναι το ποσοστό του ΑΕΠ που δαπανάται στις ένοπλες δυνάμεις της, και οι βαλτικές χώρες, για τις οποίες ο Τραμπ μιλούσε, βρίσκονται περίπου στον μέσο όρο των χωρών-μελών. Ουσιαστικά, ο Τραμπ αδιαφορεί για το διεθνές σύστημα ασφαλείας που οι ΗΠΑ έστησαν για να καλύπτει τις ανάγκες τους και το οποίο εκπληρώνει την αποστολή του με επιτυχία για δεκαετίες.
Η ψήφος μπορεί να δώσει δύναμη σε κάποιον ο οποίος μετά μπορεί να υπονομεύσει θεσμούς που παρέχουν ασφάλεια στο σύνολο των πολιτών (αλλά και άλλων χωρών). Στην περίπτωση του Brexit, η πλειοψηφία επείσθη από επιχειρήματα που γρήγορα αποδείχθηκαν σαθρά και ψευδή. Η Βρετανία, όμως, δεσμεύτηκε σε μια πορεία που ίσως φανεί επικίνδυνη για την ίδια αλλά και για όλη την Ε.Ε. Εδώ δεν υπήρχε θεσμικό πλαίσιο, κάποιο αντίβαρο, για να «μετριάσει» την ισχύ του δημοψηφίσματος, να επιτρέψει βαθύτερη ανάλυση των πραγμάτων πριν από τόσο σοβαρή απόφαση.
Σε άλλη δραματική δοκιμασία θεσμών, ο Τούρκος πρόεδρος επιδίδεται σε έναν ευρύτατο διωγμό εναντίον δικαστών, στρατιωτικών, αστυνομικών, δημοσιογράφων, εκπαιδευτικών και δημοσίων υπαλλήλων. Από πριν, ο εκλεγμένος πρόεδρος έδειχνε μεγάλη καταφρόνηση για τους θεσμούς και για όποιον αντιστεκόταν σε αυτόν. Το αποτυχημένο πραξικόπημα του έδωσε την αφορμή να ενισχύσει το σχέδιο υπονόμευσης των θεσμών με την εξουδετέρωση όσων του αντιστέκονται. Η λαϊκή εντολή τού δίνει το δικαίωμα να δρα, αλλά όταν το πολίτευμα δεν λειτουργεί προς όφελος όλων, όταν ο διχασμός υπονομεύσει τις προοπτικές του λαού, θα φανεί η ζημιά που προκαλεί ο αυταρχικός ηγέτης όταν δεν ελέγχεται από τους θεσμούς. Θα δούμε πολλά ακόμη αυτό το καλοκαίρι.
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 24/07/16
3. Προς έναν νέο πολιτικό ανθρωπότυπο:
Του Νίκου Βατόπουλου
Στο κενό πολιτικής που βρίσκεται σήμερα ο κόσμος, υπάρχουν δύο αντίρροπες τάσεις. Η μία τάση νοσταλγεί με ενεργητικό τρόπο την πολιτική κληρονομιά της Δύσης από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν στη μακρά περίοδο από το 1950 ώς το 1989 εμφανίστηκαν πολιτικές προσωπικότητες ολκής. Και η άλλη τάση εκφράζει την ανάγκη για την ανάδυση ενός νέου τύπου πολιτικού, που θα είναι σύνθεση μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας και θα απαντά στα αιτήματα του σήμερα με υλικό από το τώρα. Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο τάσεις χρεώνουν στη σύγχρονη διεθνή πολιτική σκηνή αδυναμία άρσης στο ύψος των περιστάσεων και δυστοκία στην παραγωγή του νέου πολιτικού ανθρωπότυπου.
Mπορούν ή όχι η Τερέζα Μέι, ο Ντόναλντ Τραμπ, η Χίλαρι Κλίντον –και άλλοι πολλοί– να είναι πολιτικές μορφές «της εποχής μας»; Σε ένα άρθρο του στους Financial Times (16/17 Ιουλίου 2016), o 47χρονος αρθρογράφος Simon Kuper, με την πάντα ανθρωπολογική ματιά του, αναζητεί τον «νέο πολιτικό». Διασκεδάζει τη σοβαρότητα της αναζήτησης όταν λέει ότι –ανεξάρτητα από τη δική του επιθυμία– το «νέο» θα έρθει όταν διασταυρωθεί η ευπρεπής αμεσότητα της Τζο Κοξ με τη χονδροειδή εξωστρέφεια του Ντόναλντ Τραμπ. Επί της ουσίας, μιλάει όχι τόσο για τον νέο πολιτικό αλλά για τη νέα κοινωνία, την οποία θα πρέπει κάθε μελλοντικός ηγέτης να καταλάβει ώστε να την προσεγγίσει.
Η ιδέα αυτή, ότι δηλαδή οι τεράστιες κοινωνικές αλλαγές της τελευταίας 20ετίας υποχρεώνουν τους πολιτικούς σε ασκήσεις ύφους και μεθόδου, μοιάζει να επενδύει στο μοντέλο της κινητικότητας από κάτω προς τα πάνω (από την κοινωνία προς την ηγεσία) και όχι το αντίθετο. Αλλοι αναλυτές λαμβάνουν περισσότερο υπόψη το μοντέλο της «προσωπικότητας», επιλέγουν δηλαδή την κινητικότητα από πάνω προς τα κάτω (από την ηγεσία προς την κοινωνία), αλλά τελικά τείνουν να προκρίνουν τη σύνθεση και αλληλεπίδραση και των δύο τάσεων.
Μπορεί δηλαδή το σημείο βρασμού, το σημείο όπου θα συναντώνται, θα τέμνονται, θα έλκονται όσο και θα απωθούνται, οι «κοινωνίες» και τα παράγωγα του «πολιτικού συστήματος» να είναι αυτή ακριβώς η τομή ανάμεσα στο ανώνυμο λαϊκό «αίτημα» και στην ύλη του «ενός» ή της «μιας». Ο Simon Kuper λέει κάτι ενδιαφέρον. Οτι η Τζο Κοξ εκπροσώπησε τη mainstream Βρετανία με ευπρέπεια. Βεβαίως, η Κοξ απέκτησε διεθνές εκτόπισμα μετά τον θάνατό της, αλλά αναμφισβήτητα ήταν ένα πρόσωπο με το οποίο μπορούσε να γίνει λαϊκή ταύτιση ως πρόσωπο «εμπιστοσύνης» και πρόσωπο της «διπλανής πόρτας». Σαφώς, οι λαϊκές προβολές στα πολιτικά πρόσωπα έχουν άμεσα ή έμμεσα ερωτική προέλευση, κάτι εντελώς διακριτό από τη σεξουαλική επιθυμία, γι’ αυτό και η προβολή αυτή είναι λανθάνουσα, άφυλη και υφέρπουσα. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπως του Χίτλερ αυτό λειτουργούσε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ακόμη και με τον φόβο, τη δύναμη ή την υποταγή. Η περίπτωση του Ερντογάν είναι επίσης σύνθετη και δυναμική σε ανάλυση. Η περίπτωση του Ολάντ, όχι.
Το σημερινό κενό γίνεται ακόμη πιο εμφανές όταν προκαλούνται –ακριβώς λόγω αυτής της ένδειας– φαινόμενα όπως το Brexit. To Βrexit μας διδάσκει πολλά. Αφήνει, επίσης, πολλά αιωρούμενα ερωτήματα. Το κενό μιας ιδέας που θα συμπυκνώσει μια κοινωνική επιθυμία για πρόοδο είναι εμφανές. Συνοψίζει αυτήν την αίσθηση ο Νικόλας Σεβαστάκης, σε ένα πρόσφατο άρθρο του στη «Lifo» (13 Ιουλίου 2016), όταν μιλώντας για τους πολιτικούς λέει ότι «χρειάζονται αυτοί/αυτές που θα ενσαρκώσουν μια “ορισμένη ιδέα για τη χώρα τους”, ερμηνεύοντας σωστά τη συγκυρία και τη δυναμική των πραγμάτων».
Εκατομμύρια ψηφοφόροι σε πολλές χώρες της Δύσης, που ούτως ή άλλως προβάλλουν μέσω της πολιτικής σκηνής φαντασιώσεις και απωθημένα, δεν θα έλεγαν όχι στον ερχομό ενός πολιτικού μεσσία, παρότι οι συνθήκες δεν είναι –αντικειμενικά– ευνοϊκές. Κανείς όμως δεν αποκλείει ότι η εποχής «μας» δεν θα μπορούσε και αυτή να σηκώσει, να επιβάλει ή ακόμη και να εφεύρει νέες ερμηνείες και δυστυχώς νέες εφαρμογές του πολιτικού μεσσιανισμού. Οσο και να νοσταλγεί κανείς τους statesmen (εδώ περιλαμβάνονται και γυναίκες) του παρελθόντος, η τροχιά μας είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Στο κενό πολιτικής που βρίσκεται σήμερα ο κόσμος, υπάρχουν δύο αντίρροπες τάσεις. Η μία τάση νοσταλγεί με ενεργητικό τρόπο την πολιτική κληρονομιά της Δύσης από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν στη μακρά περίοδο από το 1950 ώς το 1989 εμφανίστηκαν πολιτικές προσωπικότητες ολκής. Και η άλλη τάση εκφράζει την ανάγκη για την ανάδυση ενός νέου τύπου πολιτικού, που θα είναι σύνθεση μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας και θα απαντά στα αιτήματα του σήμερα με υλικό από το τώρα. Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο τάσεις χρεώνουν στη σύγχρονη διεθνή πολιτική σκηνή αδυναμία άρσης στο ύψος των περιστάσεων και δυστοκία στην παραγωγή του νέου πολιτικού ανθρωπότυπου.
Mπορούν ή όχι η Τερέζα Μέι, ο Ντόναλντ Τραμπ, η Χίλαρι Κλίντον –και άλλοι πολλοί– να είναι πολιτικές μορφές «της εποχής μας»; Σε ένα άρθρο του στους Financial Times (16/17 Ιουλίου 2016), o 47χρονος αρθρογράφος Simon Kuper, με την πάντα ανθρωπολογική ματιά του, αναζητεί τον «νέο πολιτικό». Διασκεδάζει τη σοβαρότητα της αναζήτησης όταν λέει ότι –ανεξάρτητα από τη δική του επιθυμία– το «νέο» θα έρθει όταν διασταυρωθεί η ευπρεπής αμεσότητα της Τζο Κοξ με τη χονδροειδή εξωστρέφεια του Ντόναλντ Τραμπ. Επί της ουσίας, μιλάει όχι τόσο για τον νέο πολιτικό αλλά για τη νέα κοινωνία, την οποία θα πρέπει κάθε μελλοντικός ηγέτης να καταλάβει ώστε να την προσεγγίσει.
Η ιδέα αυτή, ότι δηλαδή οι τεράστιες κοινωνικές αλλαγές της τελευταίας 20ετίας υποχρεώνουν τους πολιτικούς σε ασκήσεις ύφους και μεθόδου, μοιάζει να επενδύει στο μοντέλο της κινητικότητας από κάτω προς τα πάνω (από την κοινωνία προς την ηγεσία) και όχι το αντίθετο. Αλλοι αναλυτές λαμβάνουν περισσότερο υπόψη το μοντέλο της «προσωπικότητας», επιλέγουν δηλαδή την κινητικότητα από πάνω προς τα κάτω (από την ηγεσία προς την κοινωνία), αλλά τελικά τείνουν να προκρίνουν τη σύνθεση και αλληλεπίδραση και των δύο τάσεων.
Μπορεί δηλαδή το σημείο βρασμού, το σημείο όπου θα συναντώνται, θα τέμνονται, θα έλκονται όσο και θα απωθούνται, οι «κοινωνίες» και τα παράγωγα του «πολιτικού συστήματος» να είναι αυτή ακριβώς η τομή ανάμεσα στο ανώνυμο λαϊκό «αίτημα» και στην ύλη του «ενός» ή της «μιας». Ο Simon Kuper λέει κάτι ενδιαφέρον. Οτι η Τζο Κοξ εκπροσώπησε τη mainstream Βρετανία με ευπρέπεια. Βεβαίως, η Κοξ απέκτησε διεθνές εκτόπισμα μετά τον θάνατό της, αλλά αναμφισβήτητα ήταν ένα πρόσωπο με το οποίο μπορούσε να γίνει λαϊκή ταύτιση ως πρόσωπο «εμπιστοσύνης» και πρόσωπο της «διπλανής πόρτας». Σαφώς, οι λαϊκές προβολές στα πολιτικά πρόσωπα έχουν άμεσα ή έμμεσα ερωτική προέλευση, κάτι εντελώς διακριτό από τη σεξουαλική επιθυμία, γι’ αυτό και η προβολή αυτή είναι λανθάνουσα, άφυλη και υφέρπουσα. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπως του Χίτλερ αυτό λειτουργούσε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ακόμη και με τον φόβο, τη δύναμη ή την υποταγή. Η περίπτωση του Ερντογάν είναι επίσης σύνθετη και δυναμική σε ανάλυση. Η περίπτωση του Ολάντ, όχι.
Το σημερινό κενό γίνεται ακόμη πιο εμφανές όταν προκαλούνται –ακριβώς λόγω αυτής της ένδειας– φαινόμενα όπως το Brexit. To Βrexit μας διδάσκει πολλά. Αφήνει, επίσης, πολλά αιωρούμενα ερωτήματα. Το κενό μιας ιδέας που θα συμπυκνώσει μια κοινωνική επιθυμία για πρόοδο είναι εμφανές. Συνοψίζει αυτήν την αίσθηση ο Νικόλας Σεβαστάκης, σε ένα πρόσφατο άρθρο του στη «Lifo» (13 Ιουλίου 2016), όταν μιλώντας για τους πολιτικούς λέει ότι «χρειάζονται αυτοί/αυτές που θα ενσαρκώσουν μια “ορισμένη ιδέα για τη χώρα τους”, ερμηνεύοντας σωστά τη συγκυρία και τη δυναμική των πραγμάτων».
Εκατομμύρια ψηφοφόροι σε πολλές χώρες της Δύσης, που ούτως ή άλλως προβάλλουν μέσω της πολιτικής σκηνής φαντασιώσεις και απωθημένα, δεν θα έλεγαν όχι στον ερχομό ενός πολιτικού μεσσία, παρότι οι συνθήκες δεν είναι –αντικειμενικά– ευνοϊκές. Κανείς όμως δεν αποκλείει ότι η εποχής «μας» δεν θα μπορούσε και αυτή να σηκώσει, να επιβάλει ή ακόμη και να εφεύρει νέες ερμηνείες και δυστυχώς νέες εφαρμογές του πολιτικού μεσσιανισμού. Οσο και να νοσταλγεί κανείς τους statesmen (εδώ περιλαμβάνονται και γυναίκες) του παρελθόντος, η τροχιά μας είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου